Οι αμερικανοί Heir Apparent έχουν μείνει στη συνείδηση των metal οπαδών ως ένα από τα αδικημένα συγκροτήματα του χώρου, καθώς λόγω διάφορων συγκυριών ποτέ δεν κατάφεραν κερδίσουν την ευρεία αναγνώριση και την επιτυχία που πραγματικά άξιζαν. Παρόλα αυτά, στην πρώτη τους φάση κυκλοφόρησαν δύο καταπληκτικά άλμπουμ power/progressive metal τα οποία απέκτησαν cult status στη διάρκεια των ετών. Το ένα είναι το επικολυρικό ντεμπούτο τους, Graceful Inheritance (1986),που το έχουμε ήδη παρουσιάσει στη παρούσα ενότητα, και το δεύτερο το One Small Voice, που θα το θυμηθούμε στο παρόν άρθρο.
Μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ και την περιοδεία που ακολούθησε,οι Heir Apparent ξεκίνησαν τις διαδικασίες για τη σύνθεση του δεύτερου άλμπουμ τους. Ο τραγουδιστής τους όμως, Paul Davidson, παρουσίασε κάποια προβλήματα υγείας που σχετίζονταν με τη φωνή του και έτσι αναγκάστηκε να αποχωρήσει οδηγώντας την μπάντα στη αναζήτηση νέου τραγουδιστή. Ο αντικαταστάτης του Davidson βρέθηκε στο πρόσωπο του Steve Benito και μαζί του εντάχθηκε στο συγκρότημα και πέμπτο μέλος, ο πληκτράς Michael Jackson. Έτσι, η σύνθεση που ηχογράφησε το νέο δίσκο ήταν η ακόλουθη: Steve Benito φωνητικά, Terry Gorle κιθάρες, Derek Peace μπάσο, Ray Schwartz (ή Raymond Black)– ντραμς και Michael Jackson πλήκτρα.
Το One Small Voice κυκλοφόρησε το 1989 και παρουσίασε μια διαφορετική όψη των Heir Apparent. Τα power metal στοιχεία του πρώτου άλμπουμ τους, που θύμιζαν μπάντες όπως οι Liege Lord ή οι πρώιμοι Fates Warning, έχουν μειωθεί αισθητά όπως και οι λυρικές μελωδίες που παρέπεμπαν στους Warlord. Αντίθετα, στο One Small Voice, η ζυγαριά γέρνει προς το progressive power metal, όπως αυτό ορίστηκε με τα δυο πρώτα άλμπουμ των Queensrÿche, The Warning και Rage for Order. To όλο power/progressive ύφος του άλμπουμ ενισχύεται ακόμη περισσότερο, τόσο με την χρήση των keyboards που κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους με όμορφες μελωδίες, όσο και με τα εξαιρετικά φωνητικά του υψίφωνου Benito που φέρνουν στο μυαλό τον Geoff Tate αλλά και σε κάποια σημεία, τον Midnight των Crimson Glory. Όσον αφορά τους άλλους μουσικούς, το rhythm section έχει την ίδια δυναμική απόδοση όπως και στο ντεμπούτο, με τον μπασίστα Peace να ξεχωρίζει, ενώ ο mastermind της μπάντας, Terry Gorle, εντυπωσιάζει για μια ακόμη φορά με την τεχνική του σε riffs και σόλο αλλά και με την ιδιαίτερη μελαγχολία που βγάζουν σε αρκετά κομμάτια οι μελωδίες του.
Το άλμπουμ ανοίγει με το Just Imagine που μας βάζει άμεσα στο progressive κλίμα του δίσκου και ακολουθεί το γρήγορο Crossing the Border, ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ που θυμίζει περισσότερο το power metal στυλ του πρώτου δίσκου. Στη συνέχεια έχουμε το Screaming, ένα κομμάτι με αρκετά εμπορικό στυλ που θα τολμούσαμε να πούμε ότι έχει και κάποια AOR ψήγματα. Γενικά, ολόκληρο το άλμπουμ, λόγω των keyboards αλλά και της φωνής του Benito, αναδύει σε αρκετά σημεία μια πιο εμπορική αίσθηση, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι επηρεάζει αρνητικά το σύνολο.
Επόμενο τραγούδι το Alone Again, μια όμορφη και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική μπαλάντα την οποία διαδέχεται το καταιγιστικό power metal Cacophony of Anger, με τα περίεργα τεχνικά «παιχνιδίσματα» του Benito στα φωνητικά και η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με την διασκευή του πασίγνωστου Sound of Silence των Simon and Garfunkel. Πολύ καλή διασκευή, την οποία προτιμώ από αυτή των Disturbed, καθώς η ονειρική της ατμόσφαιρα και η αιθέρια φωνή του Benito προσεγγίζουν περισσότερο το πρωτότυπο. Ακούστε το εδώ
Η δεύτερη πλευρά του ξεκινάει με το We, the People, άλλο ένα από τα γνωστότερα κομμάτια του άλμπουμ, δυναμικό, με χαρακτηριστική μελωδία και με «υπερηχητική», τεχνική σολάρα του Gorle, άνω του ενός λεπτού, που κλείνει το κομμάτι. Στο καπάκι έχουμε το Young forever, άλλη μια πωρωτική σύνθεση καθαρού power metal ,όπου ο Benito «οργιάζει» με τις φωνητικές ακροβασίες του, ο Gorle «πλέκει» στην κιθάρα και ο Peace διεκδικεί στα ίσα πρωταγωνιστικό ρόλο με τα κόλπα που κάνει στο μπάσο.
Τα τρία τελευταία κομμάτια του δίσκου που ακολουθούν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο φόρος τιμής των Heir Apparent στους Queensrÿche και στους Crimson Glory: το πρώτο, το ομώνυμο One Small Voice, είναι το πιο progressive κομμάτι του άλμπουμ, ένα ονειρικό και ατμοσφαιρικό τραγούδι που κλιμακώνεται προοδευτικά σε ένταση και στο οποίο τα φωνητικά του Benito προσεγγίζουν όσο σε κανένα άλλο το ύφος του Geoff Tate, σε σημείο που να νομίζεις ότι κάνει guest φωνητικά σ’ αυτό ο τελευταίος. Queensrÿche-ικό είναι και το επόμενο, το Decorated, που ανοίγει με καταπληκτική μελωδία από πλήκτρα και κιθάρα μαζί, ενώ στην διάρκειά του ο Benito ξεδιπλώνει στον μέγιστο βαθμό τις δυνατότητες της φωνής του. Τέλος, το άλμπουμ κλείνει με το επικό The Fifth Season. Άλλη μια φοβερή εισαγωγή με ακουστική κιθάρα σε μελαγχολικούς τόνους και βελούδινα, Tate-ικά φωνητικά, για να αλλάξει τελείως το κομμάτι μετά από 1,5 λεπτό και να εξελιχθεί σε έναν power metal δυναμίτη με σαφείς αναφορές σε Crimson Glory του πρώτου άλμπουμ, τόσο στη μελωδία όσο και στα φωνητικά.
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2010 σε περιορισμένα αντίτυπα από την ελληνική εταιρεία Arkeyn Steel και περιλάμβανε δυο ακυκλοφόρητα κομμάτια, τα The Haunting και Two Hearts. Το πρώτο είναι μια progressive σύνθεση αρκετά ενδιαφέρουσα και το δεύτερο μια πολύ ωραία μπαλάντα, ισάξια με το Alone Again που θα της άξιζε να είναι στο άλμπουμ από την πρώτη του έκδοση.
Το One Small Voice, αν και αποτελεί μια θαυμάσια κυκλοφορία, δεν κέρδισε την αναγνώριση που του άξιζε, καθώς το συγκρότημα, σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του δίσκου, διαλύθηκε μάλλον για λόγους οικονομικής φύσεως. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το άλμπουμ να μην έχει καμία προώθηση αφού εννοείται πώς δεν υπήρξε περιοδεία. Παράλληλα, η εποχή στη μουσική βιομηχανία άρχισε να αλλάζει και το αμερικάνικο power progressive metal να χάνει σταδιακά την στήριξη των δισκογραφικών εταιρειών οπότε δεν υπήρχε και η διάθεση από την μπάντα για μια ακόμη προσπάθεια. Θα έπρεπε να περάσουν 29 χρόνια για να ξανεμφανιστούν δισκογραφικά, το 2018 με το άλμπουμ The View from Below από την ελληνική εταιρεία/δισκάδικο No Remorse records.
Παρόλα αυτά, το One Small Voice δεν πέρασε στη λήθη αλλά από την μέρα της κυκλοφορίας του μέχρι και σήμερα αποτελεί αγαπημένο άλμπουμ των οπαδών του αμερικανικού power/progressive metal και ο χρόνος το έχει τοποθετήσει στην ιδιαίτερα τιμητική κατηγορία των άλμπουμ που θεωρούνται hidden treasures.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
9/4/25
Δημοσίευση σχολίου