TO ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΩΝ COVEN


 Ήθελα πολύ καιρό πριν να γράψω για τους Coven, ένα άκρως επιδραστικό συγκρότημα, το οποίο όμως δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση που του αναλογούσε. Οι Coven ανήκουν στην πραγματικά πολύ μικρή ομάδα καλλιτεχνών, που επηρέασαν αν όχι διαμόρφωσαν σχεδόν εξολοκλήρο ένα υποείδος της ροκ μουσικής. Το occult rock είναι συνυφασμένο με τους Coven, τους Black Widow, τους Jakula και λιγότερο με τους Black Sabbath. Ο όρος occult rock αποδίδει το υποείδος που στιχουργικά έλκει την θεματολογία του από τον μυστικισμό, τον εσωτερικό ή την θεματολογία τρόμου, επενδύοντας μουσικά το περιεχόμενο αυτό.
Η κυκλοφορία του Witchcraft Destroys Minds & Reaps Souls των Coven το καλοκαίρι του 1969 έμελλε να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της προκαλώντας υστερία σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία όπως αυτή της Αμερικής (για τον υπόλοιπο κόσμο δεν μιλάω καν)! Σχηματίζοντας τα devils horns (προηγήθηκαν του Dio) και κάνοντας επικλήσεις στον σατανά κατά την διάρκεια των ζωντανών τους εμφανίσεων προκάλεσαν όσο ελάχιστοι μουσικοί έχουν καταφέρει ποτέ!
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1967 – 1975)
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα μέσα των 60s στο Σικάγο οι  Jinx Dawson (φωνητικά), Greg "Oz" Osborne (μπάσο, καμία σχέση με τον Ozzy), Chris Neilsen (κιθάρες), Rick Durrett (πλήκτρα, ο οποίος αργότερα αντικαταστάθηκε από τον John Hobbs) και Steve Ross (τύμπανα) θα σχηματίσουν τους Coven. Το σχήμα το 1969 κατάφερε να υπογράψει συμβόλαιο με την Mercury Records, η οποία θα κυκλοφορήσει το μνημειώδες πρώτο τους άλμπουμ.
Το Witchcraft Destroys Minds & Reaps Souls ηχογραφήθηκε από τον χειμώνα του 1968 έως την Άνοιξη του 1969 στα Universal Recording Corporation του Illinois, το στούντιο που είχαν ηχογραφήσει ιερά τέρατα του blues όπως οι Muddy Waters και Chuck Berry. Στην μουσική τους μπορεί να διακρίνει κανείς στοιχεία της ψυχεδελικής σκηνής της εποχής στις ΗΠΑ, τα οποία σε συνδυασμό με την κλασική μουσική παιδεία της ερμηνεύτριας του σχήματος - η Jinx υπήρξε υπότροφος μουσικού κολλεγίου οπερατικών σπουδών - συνετέλεσαν στην δημιουργία της πρώτης occult ροκ όπερας!
Οι Coven σε αντίθεση με τους Black Sabbath δεν παίζουν metal. Ωστόσο το αποκρυφιστικό περιεχόμενο των στίχων δεν είναι απόρροια της προσπάθειας να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού μέσω του τρόμου όπως συνέβη με τους Sabbath, αλλά προϊόν ενασχόλησης όλων σχεδόν των μελών με τον αποκρυφισμό! Η ερμηνεύτρια του σχήματος Jinx Dawson –ηλικίας 18 ετών όταν ηχογραφούσαν το άλμπουμ- ήταν από μικρή μυημένη στον εσωτερισμό και ασχολούνταν με την μαγεία χάρη σε μέλη του οικογενειακού της περιβάλλοντος που ήταν μέλη της μυστικιστικής οργάνωσης Left Hand Path.
Το πρώτο τραγούδι που το σχήμα συνέθεσε ήταν το Wicked Woman, που έγραψαν το 1966 κατά την διάρκεια μιας αποκρυφιστικής τελετής, όπου  αποφάσισαν και για το όνομα του συγκροτήματος! To Wicked Woman υπήρξε η κεντρική σύνθεση γύρω από την οποία χτίστηκαν τα υπόλοιπα κομμάτια. Το σκοτεινό στοιχείο είναι παντού – το Dignitaries of Hell προτρέπει σε συμφωνία με τον Εωσφόρο, το The White Witch of Rose Hall αναφέρεται στην Annie Palmer, την «Λευκή Μάγισσα της Τζαμάικα», ενώ αποκορύφωμα αποτελεί το Satanic Mass, που στην πραγματικότητα είναι η πρώτη ηχογράφηση αποκρυφιστικής τελετής στην ιστορία της μουσικής – μοτίβο που αργότερα πολλά συγκροτήματα του ακραίου ήχου υιοθέτησαν.


Τεράστια ήταν και η συμβολή του παραγωγού του συγκροτήματος Bill Traut, ο οποίος στα credits αναφέρεται ως Ipsissimus (ο υψηλότερος τίτλος στο Μυστικιστικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής του Aleister Crowley). O Traut γνώρισε την Jinx Dawson από την συμμετοχή της σε διαφημίσεις σε διάφορα τοπικά ραδιόφωνα. Ζήτησε μάλιστα από την δεύτερη να αναλάβει τα φωνητικά σε ένα ποπ γκρουπ την παραγωγή του οποίου είχε αναλάβει ο ίδιος. Η άρνηση της Dawson να συμμετάσχει στο γκρουπ προκειμένου να αφοσιωθεί στους Coven και οι συζητήσεις με τον Traut αποκάλυψαν το κοινό ενδιαφέρον και των δύο για τον αποκρυφισμό.
Το συγκρότημα, αν και υπήρχε από το 1966, δεν είχε κατορθώσει να κυκλοφορήσει δίσκο καθώς το όποιο ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιριών αποσυρόταν, όταν αποκαλυπτόταν το στιχουργικό περιεχόμενο. Ο Traut πίστεψε σε αυτούς και συνεργάστηκε μαζί τους στην κυκλοφορία του άλμπουμ. Μάλιστα έφερε στο συγκρότημα τον κιθαρίστα Jim Donlinger, ο οποίος βρίσκεται πίσω από τις κλασικότερες συνθέσεις του γκρουπ. Λίγο πριν το άλμπουμ κυκλοφορήσει ο Donlinger φοβούμενος τις αντιδράσεις του κοινού αποφάσισε να αποχωρήσει ζητώντας μάλιστα από τους εναπομείναντες να αφαιρέσουν την φωτογραφία του από το εξώφυλλο. Τελικά η φωτογραφία του έμεινε μόνο στο εσώφυλλο.
Η επιλογή των Universal Recording Corporation Studios, που όπως αναφέραμε φημίζονταν για τις ηχογραφήσεις blues καλλιτεχνών, είχε ως αποτέλεσμα ο ήχος του άλμπουμ να βγει λιγότερο σκληρός από όσο το συγκρότημα θα ήθελε. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που στις ζωντανές τους εμφανίσεις οι εκτελέσεις των κομματιών ήταν πολύ πιο δυνατές σε σχέση με αυτές του studio.
Προκαλώντας ακόμα περισσότερο τα συντηρητικά ήθη της εποχής τους στις ζωντανές τους εμφανίσεις ένας roadie του συγκροτήματος παρίστανε τον Ιησού παραμένοντας σταυρωμένος καθόλη την διάρκεια της συναυλίας. Πριν το τέλος κάθε εμφάνισης κατέβαινε από τον σταυρό γυρίζοντάς τον ανάποδα, ενώ η Jinx τραγουδούσε «Hail Satan»!
Παρά τις υψηλές προσδοκίες το πρώτο κλασικό άλμπουμ του συγκροτήματος προκάλεσε μικρό μόνο ενδιαφέρον ελκύοντας την προσοχή ελαχίστων «ψαγμένων» ακροατών. Η αρνητική δημοσιότητα που έλαβε το γκρουπ και ο φόβος που ενέπνευσε στην συντηρητική κοινωνία της εποχής αποτυπώνονται στο άρθρο του περιοδικού Esquire (Μάρτιος 1970) με τίτλο Evil Lurks in California, όπου συνδέεται ο αποκρυφισμός με δολοφονίες που είχε διαπράξει ο διαβόητος Charles Manson με αποτέλεσμα πολύ σύντομα το άλμπουμ να αποσυρθεί από την κυκλοφορία!
Δυστυχώς και η δισκογραφική  τους εταιρία δεν πίστεψε σε αυτούς και προσπάθησε επίμονα να στρέψει το γκρουπ σε πιο pop μουσικές κατευθύνσεις, πλασάροντας την Jinx ως την «ξανθιά Cher», η οποία τότε έκανε επίσης τα πρώτα της βήματα!
Δύο χρόνια αργότερα το συγκρότημα θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ με το single One Tin Soldier, που συμπεριελήφθη στο soundtrack της ταινίας Billy Jack.

Στην πραγματικότητα στην ηχογράφηση συμμετείχε μόνο η Jinx και όχι το συγκρότημα συνολικά! Το κομμάτι, σύνθεση των Dennis Lambert και Brian Potter κυκλοφόρησε το 1969 από το συγκρότημα The Original Caste.
Το One Tin Soldier συμπεριελήφθη στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο Coven (1971). Σε αυτό το άλμπουμ το συγκρότημα έχει αποποιηθεί την αποκρυφιστική θεματολογία, ενώ και μουσικά στρέφεται σε πιο bluesy pop rock φόρμες εγκαταλείποντας τον ψυχεδελικό ήχο του πρώτου άλμπουμ. Η αρνητική δημοσιότητα και ο τρόμος που γέννησε το άρθρο του Esquire γέννησε στο συγκρότημα την ανάγκη να επανασυστηθεί στο κοινό. Η ερμηνευτική προσέγγιση της Jinx Dawson, που σε αρκετά σημεία θυμίζει την επίσης θεά Grace Slick, ταιριάζει περισσότερο στις καθαρόαιμες Rock n’ Roll συνθέσεις, ενώ σε κάποια κομμάτια ο κιθαρίστας Christopher Nelson αναλαμβάνει τα κυρίως φωνητικά και τα καταφέρνει καλά.
Στο Coven (1971) το συγκρότημα προσπαθεί να αφομοιώσει πλήθος επιρροών και αυτό έχει επίπτωση στην συνοχή του άλμπουμ. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα καλό άλμπουμ, στο οποίο το γκρουπ θέλησε να εξαργυρώσει την επιτυχία του One Tin Soldier και φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με τον προκάτοχό του. Το λευκό εξώφυλλο του άλμπουμ εικονίζει τα μέλη του συγκροτήματος με τα πρόσωπά τους καλυμμένα με λευκό χρώμα, ενώ κάποιοι εξ αυτών κάνουν το περίφημο sigh of the horns θυμίζοντας έστω σημειολογικά τις απόκρυφες καταβολές τους.
Θα περάσουν τρία χρόνια έως ότου το κυκλοφορήσει το Blood On The Snow (1974), το τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος, το οποίο θα σηματοδοτήσει, έστω και εν μέρει, την επιστροφή του συγκροτήματος στον αποκρυφισμό. Το συγκρότημα θα δείξει τις διαθέσεις του ήδη από το εξώφυλλο του άλμπουμ, όπου εικονίζεται ένας κόκκινος δαίμονας να παίζει βιολί στο κρεββάτι ενός μελλοθάνατου. Το Blood On The Snow περιέχει στοιχεία από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ, ενώ η παραγωγή του Shel Talmy, γνωστού από την συνεργασία του με τους The Kinks και The Who, αναδεικνύει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του άλμπουμ.
Για μια ακόμα φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Jinx Dawson, η οποία εντυπωσιάζει με το εύρος της φωνής της. Εξίσου καλά τα καταφέρνει και ο κιθαρίστας Christopher Neilsen, ο οποίος σε κάποια κομμάτια μοιράζεται τα φωνητικά με την Jinx, θυμίζοντας ψυχεδελικά γκρουπ των ‘60s όπως οι Quicksilver Messenger Service. Το συγκρότημα θα πειραματιστεί χρησιμοποιώντας σαξοφωνο και conga, ενώ η εκτεταμένη χρήση πιάνο θυμίζει αρκετά τον Elton John (της πρώιμης περιόδου). Το συγκρότημα μεταπηδά με ευκολία από την pop piano rock στο hard rock και το blues rock χωρίς να χάνεται η συνοχή του όλου εγχειρήματος. Ακούγοντας κομμάτια όπως το Blood On The Snow ή το What Can I Get Out Of You αναρωτιέται κανείς γιατί οι Coven δεν κατάφεραν να λάβουν την επιτυχία που τους άξιζε!


Και ενώ μουσικά το συγκρότημα δείχνει να αναζητά την εμπορική επιτυχία, στιχουργικά θα στραφεί για μια ακόμα φορά στον αποκρυφισμό – όχι τόσο απροκάλυπτα όσο στο πρώτο άλμπουμ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Blue Blue Ship όπου η ηρωίδα έχει πεθάνει και επιστρέφει στον κόσμο στοιχειώνοντας τον! Πρόκειται για ένα αρκετά καλό άλμπουμ από το οποίο όμως λείπει η επιτυχία, η οποία θα απογείωνε το συγκρότημα και θα του έδινε το φιλί της ζωής για να συνεχίσει. Ένα χρόνο μετά το συγκρότημα θα ανακοινώσει την διάλυσή του.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (2013 - σήμερα)

Σχεδόν 30 χρόνια μετά οι Coven θα επανέλθουν στο προσκήνιο επανακυκλοφορώντας το Witchcraft από την Nevoc, δισκογραφική εταιρία του συγκροτήματος, ενώ την επόμενη χρονιά θα κυκλοφορήσει η συλλογή Metal Goth Queen: Out of the Vault 1976–2007, που περιείχε ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις του γκρουπ.
Το 2013 το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Jinx - το πρώτο μετά το 1974 - και πάλι από την Nevoc, στο οποίο για μια ακόμα φορά πειραματίζονται σε όλο το φάσμα της ροκ. Θα βρει κανείς συνθέσεις hard rock, new wave των ‘80s, κλασικού metal και φυσικά παραπομπές στο πρώτο κλασικό άλμπουμ (λχ αποκρυφιστικές προσευχές). Πέραν των κλασικών μελών των Coven σε τρία από τα τραγούδια του άλμπουμ η Jinx πλαισιώνεται από τα μέλη των συγκροτημάτων Wolfpack 44 και We Are Hex εισφέροντας στην ποικιλομορφία του ήχου. Μόνο ψεγάδι το γεγονός ότι σε κάποια κομμάτια η φωνή της Jinx είναι χαμηλά σε σχέση με τα άλλα όργανα. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα πραγματικά άρτιο άλμπουμ, που έρχεται να επιβεβαιώσει πόσο αδικημένο γκρουπ ήταν και παραμένουν οι Coven. Αξίζει να ακούσει κανείς το «The Quick and the Dead» και είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσει μαζί μου!


Το συγκρότημα στο πλαίσιο προώθησης του άλμπουμ εμφανίστηκε ζωντανά σε επιλεγμένα festival όπως το Northwestern Black Circle Festival και το Hell's Headbash.
Η πάντα δραστήρια Jinx επαναδραστηριοποίησε τους Coven το 2017, με νέο line up αυτή τη φορά, προκειμένου να εμφανιστεί ζωντανά στο Roadburn Festival της Ολλανδίας (20.04.2017). Ήταν η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Coven στην ευρωπαϊκή ήπειρο! Έκτοτε το συγκρότημα συνεχίζει να εμφανίζεται σποραδικά χαρίζοντας λίγη από την μαγεία του ένδοξου παρελθόντος.
Σύντομα θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την Jinx Dawson και τους Coven ζωντανά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (22 και 23 Απριλίου) σε μια εμφάνιση, που οι φίλοι του occult αλλά και του ευρύτερου φάσματος της rock σκηνής πριν λίγο καιρό δεν θα μπορούσαμε να διανοηθούμε.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ BLACK SABBATH


Ο χρόνος δικαίωσε εν μέρει τους Coven, αφού το πρώτο άλμπουμ έμελλε να αποτελέσει ευαγγέλιο για δεκάδες καλλιτέχνες και φίλους της μουσικής μεταξύ των οποίων Mercyful Fate, ο King Diamond, οι Lucifer και φυσικά όλο το φάσμα συγκροτημάτων του Black Metal! Αυτό που διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων είναι ότι τρόπος ερμηνείας της Dawson έχει επηρεάσει άπειρες ερμηνεύτριες των 70s και 80s με γνωστότερη την Ann Wilson των Heart.
Αντικείμενο συζήτησης εξάλλου έχει γίνει ο βαθμός επίδρασης, που δέχτηκαν οι πατέρες του metal Black Sabbath από τους Coven και κυρίως το Witchcraft. Πέραν της θεματολογίας οι Sabbath, που έως τότε ονομάζονταν Earth, αποφάσισαν να υιοθετήσουν το όνομα Black Sabbath από το ομώνυμο τραγούδι των Coven. O John Michael "Ozzy" Osbourne θα «αντιγράψει» το όνομα του μπασίστα και ιδρυτή των Coven, Oz Osborne, ενώ το περίφημο «devils horns» ο Geezer Butler δανείστηκε από την Jinx και εν συνεχεία το έδειξε στον Dio, ο οποίος το κατέστησε σήμα κατατεθέν. Οι παραπάνω ομοιότητες και φυσικά ο αποκρυφισμός έκανε το περιοδικό Rolling Stone να χαρακτηρίσει τους Sabbath μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ ως την «βρετανική απάντηση στους Coven».
Σε συνεντεύξεις του ο Iommi έχει δηλώσει ότι οι όποιες ομοιότητες οφείλονται σε απλή σύμπτωση. Έχει υποστηριχθεί βέβαια ότι η άρνηση αυτή έχει να κάνει με την προσπάθεια των Sabbath να αποσυνδεθούν με ενδεχόμενη σχέση με τον αποκρυφισμό και τους φόνους που διέπραξε ο Manson, γεγονός το οποίο έβλαψε ανεπανόρθωτα την καριέρα των Coven. Θυμίζω ότι οι φόνοι διαπράχθηκαν το 1969 και η δίκη έγινε το 1971 – περίοδο κατά την οποία οι πατέρες του metal κυκλοφόρησαν τα 3 πρώτα κλασικά άλμπουμ τους.
Η όποια επιρροή βέβαια μπορεί να οφείλεται στο ενδιαφέρον, που έδειξαν οι Sabbath, για τον αποκρυφισμό και την μελέτη έργων του Aleister Crowley, του συγγραφέα βιβλίων τρόμου Dennis Wheatley και του Mario Bava σκηνοθέτη της ταινίας τρόμου Black Sabbath (1963) με πρωταγωνιστή τον Boris Karloff. Τα δύο συγκροτήματα περιόδευσαν μαζί με τον μύθο να θέλει τους Coven να ζωγραφίζουν ανεστραμμένους σταυρούς έξω από το καμαρίνι των Sabbath πριν την εμφάνιση τους στο Memphis το 1970.



TRIVIA
• Η Jinx Dawson και ο Oz Osborne πριν τους Coven έπαιζαν σε ένα γκρουπ που ονομαζόταν Him, Her & Them το οποίο είχε παίξει live με τους Yardbirds, την μπάντα του Alice Cooper και τους Vanilla Fudge.
• Έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ το budget για το πρώτο κλασικό άλμπουμ, το studio δεν επέτρεψε στο γκρουπ να ηχογραφήσει το σόλο της κιθάρας στο White Witch Of Rose Hall! Το τραγούδι αυτό είναι βασισμένο στην ιστορία της Annie Palmer, την «Λευκή Μάγισσα της Τζαμάικα», η οποία δολοφόνησε μεταξύ άλλων τους συζύγους της πριν η ίδια πέσει θύμα δολοφονίας από ένα σκλάβο. Για την ίδια «ηρωίδα» ο Johnny Cash έγραψε το κομμάτι «The Ballad of Annee Palmer».
• Ο κιθαρίστας του συγκροτήματος Jim Donlinger μετά τους Coven προσχώρησε στους Lovecraft και λίγο αργότερα εστράφη στον χριστιανισμό!

Την άλλη Κυριακή: 17 Συγκροτήματα που άντεξαν το grunge.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗΣ


23/3/25


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου