THE MOODY BLUES - EVERY GOOD BOY DESERVES FAVOUR: ΤΟ ΠΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥΣ

Η «σήραγγα του χρόνου», για μία ακόμη φορά, θα μας φέρει στο έτος 1971, όπως το έχει κάνει τόσες φορές. Τι να πρωτοθυμηθούμε από τα άλμπουμ που σας έχουμε παρουσιάσει απ’ αυτήν την εύφορη χρονιά: Sticky Fingers, Who’s Next, Led Zeppelin IV, LA Woman, Master of Reality, Aqualung, Fireball, Look at Yourself και πόσα ακόμη μνημεία του ροκ. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο αριθμός των ασυναγώνιστων άλμπουμ, που κυκλοφόρησαν εκείνη τη χρονιά και, εξίσου εντυπωσιακό το εύρος των ειδών μουσικής, που τα άλμπουμ αυτά εκφράζουν. Και μάλιστα, όχι μονοθεματικά, αλλά -το πιο συχνό- ένα τολμηρό κράμα ρυθμών και στυλ, σε μια πρωτόγνωρη συνύπαρξη. Για να πάρετε μια ιδέα για τι άλμπουμ μιλάμε, θα σας απαριθμήσουμε τα πιο επιτυχημένα στο τέλος του άρθρου, ώστε να διαπιστώσετε και μόνοι σας, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν κατακλυσμό έμπνευσης και δημιουργικότητας.

Ας επανέλθουμε λοιπόν στο θέμα μας, που είναι πολύ χαρακτηριστικό δείγμα της χρονιάς που μιλάμε, μιας και πρόκειται για ένα δίσκο, που ίσως να μην μας απασχολούσε αν είχε κυκλοφορήσει κάποια άλλη στιγμή. Θα σπεύδαμε, μάλλον, να τον χαρακτηρίζαμε πολύ «ποπ», πολύ μελωδικό, ίσως γλυκερό. Όχι όμως το 1971! Εκείνη τη χρονιά, λες κι έβρεξε χρυσόσκονη, ό,τι άλμπουμ έβγαινε, απ’ όποιο μουσικό είδος και να προερχόταν, είχε το δικό του εκτόπισμα και άφηνε το δικό του ανεξίτηλο σημάδι στη δισκογραφία, πολύ περισσότερο -όπως στη δική μας περίπτωση- που μιλάμε για ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι σπουδαίοι Moody Blues, οι δημιουργοί του Nights in White Satin (1967), οι προπάτορες του progressive και οι σημαντικότεροι εκφραστές της ρομαντικής ψυχεδέλειας. Χωρίς άλλες πολυλογίες, μιλάμε για το Every Good Boy Deserves Favour, το έβδομο και πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Moody Blues, που πήγε Νο 1 στη Μεγάλη Βρετανία και Νο 2 στις ΗΠΑ και έβγαλε και το επιτυχημένο single The Story in Your Eyes.


ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ


Στην αρχή, το άλμπουμ αυτό προοριζόταν να είναι απλώς η συνέχεια του επιτυχημένου A Question of Balance, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις. «Δεν βλέπαμε το λόγο για μεγάλες αλλαγές», λέει ο μπασίστας John Lodge, «αφού τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά για εμάς, γιατί να αλλάξουμε;». Όμως, καμιά φορά, η επιτυχία προξενεί και αρνητικές σκέψεις. «Η τεράστια επιτυχία, που απολαμβάναμε εκείνον τον καιρό, μας δημιούργησε ένα αίσθημα ενοχής και μια υποψία ανεπάρκειας και αβεβαιότητας», εξομολογείται ο κιθαρίστας Justin Hayward, «γι’ αυτό και τούτο εδώ το άλμπουμ είναι μάλλον τροχιοδεικτικό, εξερευνητικό του ‘πιστεύω’ μας και των προοπτικών μας ως συγκρότημα. Απ’ αυτή την άποψη είναι ένα έργο γλυκόπικρο, γιατί μας οδηγεί αναπόδραστα σε ένα τέλος». Πράγματι,  στο άλμπουμ αυτό γίνεται ξεκάθαρη η διάκριση της μελωδικής unplugged εκδοχής, που υποστήριζαν ο Justin Hayward και ο Ray Thomas απ’ τη μια, και, από την άλλη, της πιο «ροκ» ηλεκτρονικής κατεύθυνσης των Mike Pinder και Graeme Edge, κάτι που οδήγησε στην αποξένωση των μελών του γκρουπ και τις ανακατατάξεις στη σύνθεσή τους, όμως λειτούργησε ευεργετικά για το συγκεκριμένο άλμπουμ, αφού αποτέλεσε την αιτία αυτής της διευρυμένης αντίληψης των μουσικών επιλογών της μπάντας, καθιστώντας το τελικό αποτέλεσμα μοναδικό.

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ

Οι Moody Blues μπήκαν στο στούντιο το Νοέμβριο του 1970, παρατάσσοντας την κορυφαία τους πεντάδα: Τον Justin Hayward (φωνή, κιθάρα, σιτάρ), τον John Lodge (φωνή, μπάσο, βιολοντσέλο), τον Graeme Edge (drums, electronic drums, κρουστά), τον εμβληματικό Ray Thomas (φωνή, φλάουτο, όμποε, φυσαρμόνικα) και τον γιγάντιο μουσικό Mike Pinder (φωνή, Mellotron, Hammond, πιάνο, τσέμπαλο, celesta, Moog synthesizer, βιολοντσέλο). Παραγωγός ήταν, ως συνήθως, ο Tony Clarke και μηχανικός ο Derek Varnals. Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε το Μάρτιο 1971, μεσολάβησε όμως και ένα διάλειμμα ενός μηνός, τον Δεκέμβριο, προκειμένου το γκρουπ να πραγματοποιήσει μια προγραμματισμένη περιοδεία στις ΗΠΑ. Για άγνωστους λόγους, δεν χρησιμοποίησαν το κλασικό στούντιο της Decca στο West Hampstead, αλλά ένα άλλο στούντιο στο Wessex του Λονδίνου. «Ήταν επαναστατικό για εμάς αυτό που συνέβη», θυμάται ο Hayward, «ήταν μια αλλαγή για την αλλαγή, τίποτε άλλο. Λες και το γρασίδι θα ήταν πιο πράσινο στον χώρο του νέου στούντιο. Μάλλον όλα αυτά οφείλονταν στη μεγάλη μας επιτυχία. Δεν ήμασταν πια ένα ‘underground’ σχήμα, ήμασταν ένα γκρουπ που γέμιζε στάδια στις ΗΠΑ. Και αυτά που ηχογραφούσαμε εκείνο τον καιρό, ήταν σχεδόν απολογητικά προς τους παλιούς θαυμαστές μας».

ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ


Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 23 Ιουλίου 1971,με ένα εξώφυλλο, που σε μαγνήτιζε αμέσως με την παιδική αθωότητα που εξέπεμπε. Ο πανέμορφος πίνακας του εξωφύλλου ήταν δημιούργημα του ζωγράφου Phil Travers, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον πίνακα Der Kristal, του Γερμανού εικαστικού Sulamith Wülfing (1901-1989). Σας παραθέτουμε εδώ τον αρχικό πίνακα, ώστε να διαμορφώσετε δική σας άποψη για τον βαθμό της έμπνευσης του Travers. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.


Εξίσου εντυπωσιακός με τον πίνακα του εξωφύλλου, είναι και ο τίτλος του άλμπουμ: Every Good Boy Deserves Favour. Ειδικά για τους μη εξοικειωμένους με τη μουσική, ο τίτλος αποτελεί ένα μυστήριο. Δεν είναι όμως τίποτε άλλο από τον μνημονικό κανόνα, που χρησιμοποιείται από τους σπουδαστές της μουσικής, για τη σειρά που γράφεται κάθε νότα πάνω στις γραμμές του πενταγράμμου: Στην πρώτη γραμμή μπαίνει η μι (Ε), στην δεύτερη η σολ (G), στην τρίτη η σι (Β), στην τέταρτη η ρε (D) και στην πέμπτη η φα (F).  Ακριβώς αυτή την αλληλουχία συγχορδιών την ακούμε στο εισαγωγικό κομμάτι του δίσκου (Procession) και το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται σε όλο το άλμπουμ.

Με την ευκαιρία, να πούμε ότι υπάρχει μνημονικός κανόνας και για τις νότες που γράφονται στα 4 ενδιάμεσα διαστήματα του πενταγράμμου: Είναι η λέξη FACE, διότι στο πρώτο διάστημα γράφεται η νότα φα (F), στο δεύτερο η νότα λα (Α), στο τρίτο η νότα ντο (C) και στο τέταρτο η νότα μι (Ε).



ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

1 Procession: Ο δίσκος ξεκινά με ένα κομμάτι, που θυμίζει έντονα ουβερτούρα όπερας, σαν ένας προάγγελος δηλαδή όσων πρόκειται να ακολουθήσουν. Γραμμένο και από τα 5 μέλη της μπάντας (πρώτη και μοναδική φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο), επιδιώκει να περιγράψει την εξέλιξη της μουσικής, από την αρχή του χρόνου μέχρι τις μέρες μας, προσδιορίζοντάς την σε τρεις λέξεις: Ερήμωση, Δημιουργία, Επικοινωνία (desolation, creation, communication). Βαρύ κομμάτι! Δύσκολο και πολύ φιλόδοξο. Ο Graeme Edge (ντραμς) επιβεβαιώνει αυτή την εντύπωση: «Είχαμε θράσος τότε! Τολμήσαμε να γράψουμε ένα κομμάτι, που περιέγραφε τη μουσική εξέλιξη. Ξεκινούσαμε με μπουμπουνητά και κρουστά άγριων φυλών, για να καταλήξουμε σε μελωδίες της ανατολικής, αλλά και της δυτικής μουσικής». Καλά! Δεν είναι έτσι ακριβώς, όπως τα θέλει η σεμνότητα του Edge. Οι Moody Blues είχαν το μουσικό ανάστημα για μια τέτοια αναδρομή και το πετυχαίνουν περίφημα! Πολύ περισσότερο, που σε αυτόν τον δίσκο, το φλάουτο και το mellotron (σήμα κατατεθέν του γκρουπ) ενισχύονται από τον Moog Synthesizer του Pinder. Κλείνοντας με αυτό το κομμάτι, να μην παραλείψουμε να επισημάνουμε, ότι ο Graeme Edge χρησιμοποιεί εδώ, για πρώτη φορά, ένα kit ηλεκτρονικών ντραμς, που ετοίμασε -ειδικά γι’ αυτόν- το Πανεπιστήμιο του Sussex.

2 The Story in Your Eyes: Αυτή η όμορφη σύνθεση του κιθαρίστα Justin Hayward  είναι ιδανική για τη συνέχεια του άλμπουμ, ύστερα από το ερεβώδες Procession. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο ρυθμικό κομμάτι της μετα-μπητλικής περιόδου, ό,τι πρέπει για single. Ο επιβλητικός ήχος της κιθάρας του Hayward, μιας Gibson ES-335 του 1963, μας υπενθυμίζει ότι οι ‘Moodies’ μπορούν να είναι και ροκ, όταν θέλουν.

3 Our Guessing Game: Ο καθάριος ήχος του πιάνου μάς βάζει στο τρίτο τραγούδι, μια μπαλάντα του Ray Thomas, ένα συγκινητικό τραγούδι, με υπέροχη μελωδία, καλόγουστη ενορχήστρωση και ενδοσκοπικούς στίχους για το νόημα της ζωής: "There are times when I think I've found the Truth...times when I know that I'm wrong -- you wonder why the world is turning around? Unhappy faces... so blind they cannot see the way life ought to be."


4 Emily’s Song: Σειρά του μπασίστα John Lodge να μας παρουσιάσει τις συνθετικές και τραγουδιστικές του δυνατότητες. Το τραγούδι του είναι μια ανάλαφρη μπαλάντα, κάπως αναντίστοιχη με τις ρωμαλέες μπασογραμμές του. Δικαιολογείται όμως, γιατί το τραγούδι αυτό το έγραψε για τη νεογέννητη κόρη του! 

5 After You Came: Ένα ρυθμικό τραγουδάκι, γραμμένο από τον drummer Graeme Edge, που θυμίζει έντονα τους Who των 60s. Λίγο φορμαλιστικό στην προσέγγισή του, δεν παύει να είναι ένα ευπρόσωπο τραγούδι, που προσπαθεί -μαζί με το The Story in Your Eyes- να μας υπενθυμίσει ότι μιλάμε για τον πιο ροκ δίσκο των Moody Blues.



6 One More Time to Live: Η δεύτερη πλευρά του LP ξεκινά με μια σύνθεση του John Lodge, που -με κάποιο τρόπο- συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το Procession, τουλάχιστον ως προς τη χρήση όλων αυτών των λέξεων που τελειώνουν σε -tion. Πολύ έέξυπνη ιδέα και πολύ όμορφα εκτελεσμένο κομμάτι, με ιδιαίτερα ευαίσθητους στίχους: “He who wants to fight begins the end of time – for I have riches more than this”. Το αγαπημένο μου αυτού του άλμπουμ.

7 Nice to Be Here: Η σκυτάλη περνάει για δεύτερη φορά στον Ray Thomas, με ένα τραγούδι που παραπέμπει σε κέλτικο χορό. Ο Ray αντλούσε συχνά την έμπνευσή του από σκηνές της υπαίθρου, εδώ όμως είναι επηρεασμένος και από τις παιδικές εικονογραφήσεις της Beatrix Potter. Ένα πολύ ευχάριστο τραγούδι, με όμορφες εναλλαγές της ηλεκτρικής κιθάρας με το φλάουτο.

8 You Can Never Go Home: O Justin Hayward επανέρχεται με μια μελαγχολική μπαλάντα, την οποία όμως φροντίζει να προικίσει με μελωδικά σχολιάκια της κιθάρας του. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια των Moody Blues που, κάπως, ασφυκτιά στην προτελευταία θέση του άλμπουμ.

9 My Song: “Last, but not least” συνηθίζουν να λένε οι αγγλόφωνοι και η έκφραση αυτή ταιριάζει γάντι σε τούτο το τραγούδι. Δημιούργημα του Mike Pinder, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένα από τα αριστουργήματα των Moody Blues. Ένας μνημειώδης συνδυασμός συμφωνικού μεγαλείου και μουσικής μεγαλοφυίας, που συμπληρώνεται με μαγικές πινελιές του Moog synthesizer και ολοκληρώνεται με τη χορωδία να κεντάει πάνω σε έναν ιδανικό καμβά από mellotron, κιθάρα, ντραμς, μπάσο και κλασικά tympani. Τι ωραίος τρόπος να τελειώσουν το άλμπουμ!

Δεν θα πρέπει πάντως να κλείσουμε την παρουσίαση του ‘My Song’ χωρίς να διηγηθούμε αυτή την ιστορία (αξίζει τον κόπο): Στη διάρκεια της ηχογράφησης του κομματιού, ο Pinder έκρινε ότι τα φωνητικά του θα έπρεπε να βγαίνουν σαν να προέρχονται από το υπερπέραν. Για να ανταποκριθεί σ’ αυτή την απαίτηση, ο μηχανικός Derek Varnals θεώρησε σκόπιμο να φορέσει στο κεφάλι του Pinder ένα χαρτόκουτο, ώστε η φωνή του να φιλτράρεται μέσα απ’ αυτό. Πραγματικά, η φωνή έβγαινε σαν να έρχεται από το διάστημα. Όμως το θέαμα του Pinder με το χαρτόκουτο στο κεφάλι είχε κάνει τους πάντες μέσα στο στούντιο να γελάνε υστερικά, ενώ ο καημένος ο Pinder, μην έχοντας συναίσθηση της εικόνας που παρουσίαζε, απορούσε με τα γέλια τους, κάτι που βέβαια οδηγούσε σε ακόμα περισσότερα γέλια. 

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Ένα πανέμορφο άλμπουμ, μια εξαιρετική παραγωγή, που -μέσα στην πανδαισία μουσικής, που επικράτησε το 1971- βρήκε την ευκαιρία να αναδειχθεί και να αποτελέσει όχι μόνο μία από τις καλύτερες δουλειές των Moody Blues, αλλά και ένα κόσμημα του ψυχεδελικού ήχου.

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ


ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ 1971

Στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, δεν υπήρξε ποτέ μία γενιά, που να μην ισχυρίστηκε ότι είναι καλύτερη από κάθε άλλη. Το ξέρουμε αυτό! Εδώ όμως δεν μιλάμε για μια απλή εγωκεντρική άποψη, για μια νοσταλγική αυτεπιβεβαίωση. Εδώ μιλάμε με γεγονότα. Και τα γεγονότα λένε, ότι μπορούμε να απαριθμήσουμε, χωρίς δυσκολία, 30 άλμπουμ που έγραψαν ιστορία και βγήκαν όλα το 1971. Δείτε τα:


Bill Withers Just as I Am

Black Sabbath  Master of Reality

Carole King Tapestry

Cat Stevens Teaser and the Firecat

David Bowie Hunky Dory

Deep Purple Fireball

Don McLean American Pie

Emerson, Lake & Palmer Tarkus

George Harrison Bangladesh (live)

Harry Nilsson Nilsson Schmilsson

Isaac Hayes Shaft

James Brown Sex Machine

Janis Joplin Pearl

Jethro Tull Aqualung

John Lennon Imagine

Joni Mitchell Blue

Led Zeppelin Led Zeppelin IV

Marvin Gaye What’s Going On

Paul McCartney Ram

Pink Floyd Meddle

Rod Stewart Every Picture Tells a Story

Rory Gallagher Deuce

T. Rex Electric Warrior

The Doors L.A. Woman

The Rolling Stones Sticky Fingers

The Who Who’s Next

Uriah Heep Look at Yourself

Van Der Graaf Generator Pawn Hearts

Van Morrison Tupelo Honey

Yes Fragile


Και σημειώστε παρακαλώ, ότι δύο απ’ αυτά, το What’s Going On και το Blue βρίσκονται στην 1η και στην 3η θέση, αντιστοίχως, της λίστας με τα 500 σημαντικότερα άλμπουμ του περιοδικού Rolling Stone.

Να συμπληρώσουμε ακόμη, ότι στην Ελλάδα to 1971 κυκλοφόρησαν ο Μπάλος (Διονύσης Σαββόπουλος), το «ταγάρι» (Poll) και το Ζωντανοί στο Κύτταρο (live).

Λοιπόν; Σκέφτεστε κάποια πιο πετυχημένη χρονιά; 

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ

7/3/25


 Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ EVERY GOOD BOY DERVES FAVOUR


Μετά το πιο ακουστικό A Question of Balance, οι Moody Blues επιμένουν στην υπέρμετρη

χρήση πλήκτρων (mellotron) και στις εντυπωσιακές ηχητικές παραλλαγές που αποτελούν

το σήμα κατατεθέν του ήχου τους. Η ενσωμάτωση ενός Mini-Moog ενισχύει ακόμη

περισσότερο το ορχηστρικό οπλοστάσιό τους. Το Every Good Boy Deserve Favour αφορά

την αναζήτηση και εύρεση των πραγμάτων που δίνουν αξία στη ζωή, αλλά με την οπτική

γωνία ενός παιδιού. Γιορτάζει και θρηνεί για την κατάσταση αυτού του κόσμου και τα

άτυχα παιδιά που πρέπει να μεγαλώσουν και να μάθουν τα πάντα γι 'αυτόν. Ο Pinder

προσφέρει μουσικό πλούτο που απλά σε αφήνει άφωνο, ο Hayward είναι θαυμάσιος, ο

ήχος της κιθάρας του είναι δυνατός και αριστοτεχνικός. Ο Lodge εντυπωσιάζει, με τον ήχο

του μπάσου του να είναι μελωδικός και «πιασάρικος». Ο Thomas και ο Edge, ως συνήθως,

είναι εξαιρετικοί. Το Every Good Boy Deserve Favour είναι ένα λυρικό ταξίδι, με

υπέροχους ενδοσκοπικούς στίχους και δίκαια θεωρείται ένα από τα κορυφαία άλμπουμς

των θρυλικών Moody Blues

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου