JERRY LEE LEWIS - THE SESSION...RECORDED IN LONDON WITH GREAT ARTISTS: Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ROCK'N'ROLL

 

Το διπλό άλμπουμ The Session...Recorded in London with Great Artists’ κυκλοφόρησε το 1973 από την Mercury Records και παρουσιάζει τον μεγάλο βιρτουόζο πιανίστα και ερμηνευτή Jerry Lee Lewis (τον επονομαζόμενο ‘Killer’) να ερμηνεύει ξακουστά κομμάτια του rock‘n’roll, αλλά και της blues και country παράδοσης, συνοδευόμενος από μια πλειάδα εκλεκτών Βρετανών μουσικών, όπως οι Albert Lee, Peter Frampton και Rory Gallagher. Κάποιοι απ’ αυτούς τους μουσικούς ήταν σπουδαίοι μπλουζίστες, όχι ίσως  του επιπέδου του Eric Clapton ή του John Mayall ή των Rolling Stones, σύντομα όμως θα μεσουρανούσαν στη διεθνή μουσική σκηνή.

Η ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΗ ΤΟΥ ROCK ‘N’ ROLL
Σχετικά με το άλμπουμ που παρουσιάζουμε, πρέπει να έχουμε υπόψη, ότι όταν μιλάς για ένα αστέρι σαν τον Jerry Lee Lewis, που μαζί με τον Elvis Presley και τον Johnny Cash αποτέλεσαν την «σούπερ τριπλέτα» της Sun Records, δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι το The Session είναι το καλύτερό του άλμπουμ. Είναι όμως σίγουρα το πιο εμπορικό του, χάρη στη δίψα που είχε ο κόσμος για γνήσιο rock ‘n’ roll στη δεκαετία του ’70. Ή μάλλον, πιο σωστά, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, διότι το Session του Jerry Lee Lewis (1973) περιλαμβάνεται στον απόηχο αυτής της «μόδας» για αναβίωση του αυθεντικού rock ‘n’ roll, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Βλέπετε, συνέβη το εξής περίεργο: Τα βρετανικά γκρουπ των 60s ανακάλυψαν τη μαγεία του αμερικάνικου rock ‘n’ roll και δεν αρκέστηκαν να το αναδείξουν στην πατρίδα τους, αλλά βρέθηκαν κιόλας να «εισβάλλουν» στις ΗΠΑ (British Invasion), χρησιμοποιώντας την αμερικάνικη μουσική ως αντιδάνειο!

Βρέθηκε δηλαδή η νεολαία των 60s να λατρεύει μια μουσική, της οποίας τους αρχικούς δημιουργούς τούς γνώριζε ελάχιστα. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα κίνημα «επιστροφής στις ρίζες» και αναγνώρισης των αυθεντικών rock ‘n’ rollers (όπως, περίπου, έγινε και σ’ εμάς με τους ρεμπέτες). Ε λοιπόν, η βρετανική νεολαία αγκάλιασε αυτή τη νέα τάση, με αποτέλεσμα να κληθούν να παίξουν στη Μεγάλη Βρετανία πολλοί εμβληματικοί Αμερικανοί δημιουργοί, όπως ο Chuck Berry, o B.B. King, o Howlin’ Wolf, o Fats Domino και o Little Richard. Μάλιστα, το 1972 ο Chuck Berry παρουσίασε ένα LP με το απαύγασμα των ηχογραφήσεων και εμφανίσεών του Λονδίνο, με τίτλο The London Chuck Berry Sessions, ένα LP που αποτέλεσε την -έως τότε- μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία, αλλά και που οι κριτικοί το αξιολόγησαν ως την ποιοτική του κορύφωση. Ύστερα από μια τέτοια επιτυχία, δεν ήθελε πολύ ο Jerry Lee Lewis να ακολουθήσει.



ΜΙΑ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΑΣΤΕΡΩΝ
Έτσι, λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου του Chuck Berry, ο ακριβοθώρητος Jerry Lee προσγειώνεται στο Λονδίνο με το ιδιωτικό του jet και πηγαίνει στο στούντιο, όπου τον περιμένει μια πολυάριθμη παρέα εκλεκτών μουσικών:
Στις κιθάρες, πρώτα απ’ όλα, έχουμε συνωστισμό! Ο μυθικός Alvin Lee, o Άγιος Rory Gallagher, o 'Mr. Telecaster’ Albert Lee, o -τέως Humble Pie- Peter Frampton, o Delaney Bramlett (των Delaney & Bonnie), o Chas Hodges (των Chas & Dave, αλλά και των Outlaws) και άλλοι! Και από δίπλα τους, κάποια άλλα φωτεινά αστέρια, όπως o ονομαστός Mathew Fisher (πλήκτρα στους Procol Harum), o επίσης πληκτράς Gary Wright των Spooky Tooth (Αμερικάνος αυτός, αλλά εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ο γνωστός και μη εξαιρετέος Klaus Voorman στο μπάσο, ο ντράμερ των Faces (και αργότερα των Who) Kenny Jones, και άλλοι, και άλλοι! Αν θέλετε την -πραγματικά εντυπωσιακή- πλήρη λίστα των μουσικών που συμμετείχαν, μπορείτε να επισκεφτείτε το έγκυρο Discogs (πατήστε εδώ: )


Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ


Δεν πήρε πολύ καιρό να ηχογραφηθεί αυτό το άλμπουμ, παρόλο που ήταν διπλό. Στις 8 Ιανουαρίου 1973 μπήκε όλη αυτή η θαυμαστή παρέα στο στούντιο και μέσα σε 4 ημέρες είχαν τελειώσει. Αλλοίμονο! Αν έχεις να κάνεις με τόσο προικισμένους μουσικούς και τους ζητάς να παίξουν πασίγνωστα γι’ αυτούς κομμάτια, τα πράγματα γίνονται πολύ εύκολα. Απ’ την άλλη όμως, όταν έχεις να κάνεις με τον εκρηκτικό και απρόβλεπτο Jerry Lee Lewis, τα πράγματα δυσκολεύουν. Και έτσι συνέβη! Υπήρξε πολύ ένταση κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Ήταν πρώτη φορά που ο Killer ηχογραφούσε μακριά από το Tennessee και αυτό τον έκανε να νιώσει κάπως άβολα. Άσε που δεν τους γούσταρε και πολύ όλους εκείνους τους μαλλιάδες, που του μαζέψανε τριγύρω του. Υπήρξαν στιγμές, που ήθελε να τα βροντήξει όλα και να γυρίσει στην πατρίδα του, όμως οι συμφιλιωτικές προσπάθειες του παραγωγού Steve Rowland έπιασαν τόπο και η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε αισίως. Πάντως, αργότερα ο Jerry Lee Lewis απένειμε τα εύσημα στους Βρετανούς συναδέλφους του για τον επαγγελματισμό τους: «Έκατσα στο πιάνο, έβαλα τα ακουστικά μου και άρχισα να ηχογραφώ. Δεν βρέθηκε ούτε ένα απ’ αυτά τα παιδιά να καπνίζει χόρτο, να παίρνει χάπια ή να πίνει. Όλοι τους καθαροί! Και, συγχρόνως, οι καλύτεροι μουσικοί, που είχα ποτέ γνωρίσει».


ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Εκτός από τις κλασικές rock ‘n’ roll επιτυχίες του ’50, ο Steve Rowland επέλεξε και κάποια πιο σύγχρονα -τότε- τραγούδια, όπως το Bad Moon Rising των Creedence Clearwater Revival και το Early Morning Rain του Καναδού τραγουδοποιού Gordon Lightfoot. Κατά τα άλλα, όπως θα περίμενε κανείς, το άλμπουμ περιέχει κλασικές επιτυχίες του rock ‘n’ roll, όπως Johnny B. Goode, High School Confidential, What'd I Say, Memphis, Whole Lotta Shakin' Going On και Sea Cruise, αλλά και της country, όπως Music to the Man, Jukebox και Sixty-Minute Man. Πάντως, τα τραγούδια που κάνουν αυτό το άλμπουμ ξεχωριστό, είναι το Drinking Wine Spo-Dee O Dee (που κυκλοφόρησε και ως single, με μεγάλη εμπορική επιτυχία), το «βαρύ» No Headstone On My Grave και η υπέροχη μπαλάντα Trouble In Mind. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει έστω ένα τραγούδι αυτού του άλμπουμ, όπου ο Jerry Lee Lewis να υστερεί σε κέφι, σε έμπνευση, αλλά και σε ερμηνεία, είτε τραγουδάει, είτε βασανίζει το καημένο το πιάνο του. Ο άνθρωπος το απολαμβάνει, είναι ολοφάνερο. Και από κοντά, οι μουσικοί που τον συνοδεύουν, αιτιολογούν απόλυτα τα θαυμαστικά σχόλια που σίγουρα θα είχε να πει γι’ αυτούς, κάθε ακροατής του άλμπουμ.



ΥΠΟΔΟΧΗ
Όπως είπαμε και στην αρχή, το Session αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Jerry Lee Lewis, φτάνοντας μέχρι το Νο 37 των αμερικάνικων charts, ξεπερνώντας το πιο επιτυχημένο -ως τότε- άλμπουμ του, το Golden Hits of Jerry Lee Lewis (US 40, 1964). Μάλιστα, στα country charts έκανε πολύ πιο αισθητή την παρουσία του, φτάνοντας στο Νο 4. Γενικά, αποδείχτηκε ένα πολύ αγαπητό άλμπουμ, που ακούστηκε πολύ στα πάρτι της εποχής (σας διαβεβαιώνω!). Οι κριτικοί ήταν κάπως πιο επιφυλακτικοί, έχοντας να γκρινιάξουν για τα ατέλειωτα σόλα, το εξεζητημένο αρμόνιο και τους περιττούς αυτοσχεδιασμούς, συμφωνούν όμως ότι είναι ιδανικό ‘party record’.


ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Το Session είναι ένα πολύ ευχάριστο άλμπουμ, μια σπάνια συλλογή κλασικών τραγουδιών, που διαμόρφωσαν την αμερικάνικη rock ‘n’ roll σκηνή, τα οποία είχαν την τύχη να αποδοθούν από έναν ανεπανάληπτο αστερισμό εξαιρετικών μουσικών, που ανέδειξαν την παθιασμένη ερμηνεία ενός μοναδικού πιανίστα και ερμηνευτή, του αλησμόνητου ‘Killer’ Jerry Lee Lewis.

ΔΙΚΑΟΠΟΛΙΣ

28/3/25


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου