Η διαχρονικά συγκινητική μπαλάντα Goodbye Yellow Brick Road γράφτηκε και ερμηνεύτηκε το 1973 από τον Elton John, σε στίχους του τότε μόνιμου συνεργάτη του Bernie Taupin. Περιέχεται στο ομώνυμο διπλό άλμπουμ του Elton John, που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά και πήγε στο Νο 1 των charts Μεγάλης Βρετανίας, ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλίας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού, εκτός από το Goodbye Yellow Brick Road, το άλμπουμ περιείχε τρεις ακόμη μεγάλες επιτυχίες του Elton John: Το εμβληματικό Candle in the Wind, το τόσο χαρακτηριστικό Bennie And The Jets και το ρυθμικό Saturday Night’s Alright (For Fighting).
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ
Στη διάρκεια της μακρόχρονης συνεργασίας τους, ο Bernie Taupin έγραφε στίχους που έμοιαζαν να ταιριάζουν στον Elton John και στη νοοτροπία του. Όχι όμως εδώ! Σ’ αυτό το τραγούδι, ο Taupin φαίνεται να μιλάει για τον εαυτό του. Φαίνεται να μην αντέχει πια την χλιδάτη ζωή του και να θέλει να επιστρέψει στην απλότητα και την ηρεμία των παιδικών του χρόνων, τότε που μεγάλωνε σε μια φάρμα στο Lincolnshire. Σίγουρα ταιριάζει στο προφίλ του αυτή η τάση επιστροφής στις ρίζες, αφού ποτέ του δεν έδειξε να συγκινείται από την ξέφρενη ζωή των σταρ, σε αντίθεση με τον Elton John, που, ολοφάνερα, απολάμβανε την εξτραβαγκάντζα. Όταν πάντως τον ρώτησαν, πώς εμπνεύστηκε αυτούς τους στίχους, η απάντησή του ήταν απρόσμενη: «Δεν θυμάμαι καθόλου! Και είναι περίεργο, γιατί πάντα έχω στο μυαλό μου τους στίχους που έγραψα, σαν να ήταν μόλις χθες. Όμως, με τούτο εδώ δεν έχω καμία ανάμνηση! Γενικότερα, για όλο το άλμπουμ, αν κάποιος μου έλεγε ότι οι στίχοι δεν είναι δικοί μου, μπορεί και να τον πίστευα. Θυμάμαι ότι ήμουν εκεί, αλλά δεν με θυμάμαι να συμμετέχω δημιουργικά». Χρόνια αργότερα, είχε να περιγράψει μια σαφέστερη εικόνα: «Νομίζω, όλο το άλμπουμ Goodbye Yellow Brick Road είναι κινηματογραφικό. Ειδικά στο ομότιτλο τραγούδι, δηλώνω ότι θέλω να κρυφτώ από τους προβολείς της δημοσιότητας, και να ξαναγυρίσω στη φάρμα μου. Ακόμη και σήμερα, αυτός είναι ο στόχος μου. Δεν είναι ότι δεν αντέχω αυτό που κάνω ή ότι διαφέρω από τους υπόλοιπους της κάστας μου, απλώς θέλω να έχω μια δίοδο διαφυγής». Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη, ο Taupin συμπληρώνει: «Υπήρξε μια περίοδος της ζωής μου, που με απασχολούσε αυτή η τάση επιστροφής στις ρίζες μου. Είναι, νομίζω διάχυτο αυτό στις πρώτες δουλειές μου. Δεν πιστεύω ότι γύρισα ποτέ την πλάτη μου στην επιτυχία, ότι απαρνήθηκα ό,τι αυτή συνεπαγόταν, δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο αφελή. Νομίζω, ότι απλώς ευχόμουν να υπάρχει ένας πιο μετριοπαθής τρόπος να απολαμβάνεις την επιτυχία σε ένα πιο ήρεμο περιβάλλον. Ίσως, να υπήρξα αφελής στο πόσο σύντομα επεδίωξα να πετύχω κάτι τέτοιο. Έπρεπε να διανύσω ένα πολύ μακρύ δρόμο και να φάω μερικές γερές καρπαζιές, πριν καλά-καλά διανοηθώ να επιλέξω αυτόν τον τρόπο ζωής. Πάντως σήμερα, μπορώ να πω κατηγορηματικά, ότι έφτασα σπίτι!».
ΣΤΙΧΟΙ – ΜΟΥΣΙΚΗ
Όπως είπαμε, οι στίχοι αφορούν την επιθυμία του ήρωα να αφήσει πίσω του την ως τώρα ζωή του και να επιστρέψει στην πηγή της ευτυχίας του, δηλαδή στο πατρικό του. Ο Taupin, με το μοναδικό λυρικό του ένστικτο, ταυτίζει το κυνήγι των στόχων του με την περιπέτεια της Dorothy, της νεαρής ηρωίδας του Μάγου του Οζ, που αναζητεί την ευτυχία και τελικά την ανακαλύπτει στο πώς νιώθει, όχι στο πού βρίσκεται. Έχοντας το ατού αυτής της εξαιρετικής έμπνευσης, ο Bernie Taupin έχει πια τη δυνατότητα να πλέξει τους στίχους του γύρω από μια πασίγνωστη κινηματογραφική επιτυχία του 1939, το μιούζικαλ «Μάγος του Οζ» (με πρωταγωνίστρια την 17χρονη τότε Judy Garland), που στηρίχτηκε στην ομότιτλη σειρά παιδικών βιβλίων του Αμερικανού συγγραφέα L. Frank Baum (1856-1919).
Σ’ αυτό το έργο λοιπόν, η Dorothy, συντροφιά με το σκυλάκι της Toto και τους καινούργιους φίλους της, το Σκιάχτρο, τον Τενεκεδένιο και το Δειλό Λιοντάρι, αναζητούν το «Κίτρινο Λιθόστρωτο» (Yellow Brick Road), που θα τους οδηγήσει στη Σμαραγδένια Πολιτεία και στον Μάγο του Οζ. Σαν να λέμε δηλαδή, ότι το Κίτρινο Λιθόστρωτο είναι το κανάλι προς την επιτυχία. Πάνω σ’ αυτήν την αλληγορία, ο Taupin δημιουργεί ένα μελαγχολικό, νοσταλγικό ποίημα, όπου ο ήρωας απαρνείται τα πλούτη και τις πολυτέλειες και αποφασίζει να επιστρέψει στα πατρογονικά του.
When are you gonna come down?
When are you going to land?
I should have stayed on the farm
I should have listened to my old man.
You know you can't hold me forever
I didn't sign up with you
I'm not a present for your friends to open
This boy's too young to be singing the blues.
So goodbye yellow brick road
Where the dogs of society howl
You can't plant me in your penthouse
I'm going back to my plough.
Back to the howling old owls
Hunting the horny back toad
Oh, I've finally decided my future lies
Beyond the yellow brick road.
What do you think you'll do then?
I bet they'll shoot down the plane
It'll take you a couple of vodka and tonics
To set you on your feet again.
Maybe you'll get a replacement
There's plenty like me to be found
Mongrels who ain't got a penny
Sniffing for tidbits like you on the ground.
Διαθέτοντας τέτοιας ποιότητας στίχους για «καμβά», είμαστε βέβαιοι ότι ο Elton John θα προσπάθησε να ξεπεράσει τον εαυτό του, για να πετύχει ανάλογο βαθμό τελειότητας με τον στιχουργό του. Και μάλλον τα κατάφερε! Τουλάχιστον σύμφωνα με τους κριτικούς, που σχεδόν στο σύνολό τους, χαρακτηρίζουν το Yellow Brick Road ως το ‘opus magnum’, ως την κορυφαία στιγμή του συνθέτη. Είναι, βλέπετε, αυτή η ονειρική εισαγωγή με το πιάνο, είναι η τόσο καλλιεργημένη φωνή του Elton John, που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην κανονική φωνή και το φαλσέτο, είναι οι ουράνιες τριφωνίες των μόνιμων συνεργατών του, των Davey Johnstone (κιθάρα), Dee Murray (μπάσο) και Nigel Olsson (ντραμς), είναι αυτή η πρωτόφαντη αλληλουχία συγχορδιών, είναι η «τόσο-όσο» προσθήκη των εγχόρδων του μαέστρου Del Newman, φαίνεται πως όλα συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μνημειώδους τραγουδιού. Και όλα αυτά, μέσα σε 3 μέρες. Τόσο πήρε στον Elton John να ολοκληρώσει τη σύνθεση και την ενορχήστρωση. Ο Taupin χρειάστηκε 2,5 εβδομάδες για τους στίχους.
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Όπως είπαμε, είμαστε στο 1973, χρονιά που οι Rolling Stones ηχογράφησαν το άλμπουμ τους Goat’s Head Soup στη Τζαμάικα. Ίσως αυτό να επηρέασε τον Elton John στο να κάνει το ίδιο. Σύντομα όμως αντιλήφθηκε, ότι το στούντιο στη Τζαμάικα δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του, οπότε και αποχώρησε, έχοντας ηχογραφήσει μόνο ένα τραγούδι, το Saturday Night's Alright (for Fighting). Τα υπόλοιπα 16 τραγούδια του άλμπουμ (συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και του Yellow Brick Road) ηχογραφήθηκαν στη Γαλλία, στο περίφημο Chateau d’ Herouville, το οποίο αποδείχτηκε ιδεώδες για τον Elton John, σε αντίθεση με τον γκρινιάρη Ian Anderson, που το αποκάλεσε Chateau D’ Isaster!
ΥΠΟΔΟΧΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΥ
Το σύνολο, σχεδόν, των μουσικών περιοδικών καλοδέχτηκε το νέο τραγούδι. «Ευαίσθητο και πανέμορφο», το χαρακτήρισε το Circus, «ένας φωνητικός θρίαμβος» και «το ζενίθ στο είδος του» το περιγράφει το AllMusic, ενώ το Billboard πηγαίνει παραπέρα, θεωρώντας ότι «ο ηχητικός του αντίκτυπος είναι τόσο ισχυρός, που σε στοιχειώνει» και ότι «ο συνδυασμός της φωνής με τα έγχορδα είναι πολύ όμορφος», παρόλο που «οι στίχοι είναι κάπως δυσνόητοι». Το Cash Box περιγράφει το τραγούδι ως «τρυφερό, μελωδικό ποπ, που θα εντυπωσιάσει όποιον το ακούει, κυρίως για τις φωνητικές δυνατότητες του Elton John», ενώ για τους στίχους του Taupin λέει «ότι είναι υψηλής ποιητικής ποιότητας και ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική του Elton». Τέλος, το Record World χαρακτήρισε το τραγούδι, ως «ένα εντυπωσιακό κομμάτι των John-Taupin, που υπερτερεί σε σχέση με κάθε άλλη δουλειά τους, με μια υπέροχη μελωδία κεντημένη πάνω σε κορυφαίους στίχους».
Όσο για το κοινό, ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό σε όλον τον κόσμο: Στον Καναδά πήγε στο Νο 1, αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, δίνοντας στον Elton John την σπάνια ευκαιρία να δει τρία Νο 1 τραγούδια του, μέσα στην ίδια χρονιά (τα προηγούμενα ήταν το Crocodile Rock και το Daniel). Στις ΗΠΑ κόλλησε στο Νο 2, αφού στην πρώτη θέση ήταν θρονιασμένο το Top of the World, των Carpenters. Στο Ηνωμένο Βασίλειο πήγε ως το Νο 6 και στην Ιρλανδία ως το Νο 4. Αντιθέτως, το ομώνυμο άλμπουμ δεν συνάντησε πουθενά, κανένα εμπόδιο, κατακτώντας την κορυφή των charts σε όλες τις χώρες.
Σήμερα, το τραγούδι βρίσκεται στη θέση 390 των «500 καλύτερων τραγουδιών στον κόσμο» του Rolling Stone και είναι μόνιμα στο setlist των συναυλιών του Elton John.
ΠΟΙΟΙ ΤΟ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΑΝ
Είναι δύσκολο, για οποιονδήποτε καλλιτέχνη, να προσεγγίσει με αξιώσεις ένα τόσο απαιτητικό τραγούδι. Λίγες, λοιπόν, οι διασκευές του και ακόμα λιγότερες αυτές που είναι άξιες λόγου. Προφανώς, η καλύτερη ήταν αυτή του Billy Joel, που κυκλοφόρησε το 1994, ενώ επίσης αξιόλογες ήταν αυτές των Shadows, όπως και των Queens of the Stone Age.
Η πιο σημαντική διασκευή όμως ήρθε απρόσμενα, το 2013 (40 χρόνια μετά την πρώτη εκτέλεση), από την Αμερικανίδα τραγουδοποιό Sara Bareilles, η οποία μάλιστα ενθουσίασε τόσο πολύ τον Sir Elton, που επεδίωξε αμέσως να τραγουδήσει μαζί της. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη χρονιά, όταν τραγούδησε, μαζί με την Bareilles, το τραγούδι της Gravity, σε μια εκδήλωση για την υποστήριξη της έρευνας κατά του καρκίνου του στήθους.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
8/2/25
Δημοσίευση σχολίου