IRON MAIDEN – A MATTER OF LIFE AND DEATH(2006): ΠΛΕΥΣΗ ΣΕ PROGRESSIVE ΥΔΑΤΑ

 

Αφού οι Iron Maiden έκαναν την ολική επαναφορά τους το 2000, με την κλασική τους σύνθεση (+1 μέλος) και το καλό αλλά «αγχωμένο» Brave New World και στη συνέχεια την επισφράγισαν με το σαφώς ανώτερο Dance of Death του 2003, αποφάσισαν να γυρίσουν σελίδα και να κινηθούν σε διαφορετικό δρόμο. Έτσι, με το επόμενο και δέκατο τέταρτο άλμπουμ τους, A Matter of Life and Death, σηματοδότησαν την έναρξη της τελευταίας και τρέχουσας φάσης τους, αυτής που χαρακτηρίζεται – ίσως και λίγο καταχρηστικά – ως progressive.

Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, οι Maiden είχαν ήδη 13 άλμπουμ «στην πλάτη τους», είχαν γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα σε περιοδείες, είχαν περάσει μια κρίση και είχαν επανέλθει δριμύτεροι και είχαν κατακτήσει, δικαιωματικά, ηγεμονική θέση στο πάνθεον του metal. Με απλά λόγια, δεν είχαν πλέον την ανάγκη να αποδείξουν τίποτα. Επιπλέον, αποτελούσαν και μία προσοδοφόρα «επιχείρηση» και ως εκ τούτου είχαν παύσει προ πολλού να δέχονται πιέσεις για την μουσική κατεύθυνση που θα έπρεπε να ακολουθήσουν, γεγονός που τους έδινε απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. 

ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Για όλους τους παραπάνω λόγους, στο νέο τους δίσκο αποφάσισαν να αλλάξουν πορεία και να πειραματιστούν. Στο A Matter of Life and Death οι ταχύτητες πέφτουν και τα κομμάτια – εκτός 1-2 εξαιρέσεων – μεγαλώνουν σε διάρκεια, πράγμα που τους επιτρέπει να έχουν περισσότερες εναλλαγές στη δομή τους, πιο πολλά και πιο μακροσκελή σόλο, γέφυρες με διαφορετική μελωδική γραμμή και αρκετές ακουστικές εισαγωγές αλλά και outros που ενισχύουν την ατμόσφαιρά τους. Γενικότερα, το άλμπουμ αναδύει μια σκοτεινή, ζοφερή και δυσοίωνη αίσθηση, απόλυτα συνυφασμένη με τους στίχους των τραγουδιών οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον πόλεμο και τις επιπτώσεις του στην ψυχολογία και στις ζωές των στρατιωτών και των υπόλοιπων ανθρώπων, τον κίνδυνο της πυρηνικής καταστροφής και την συμβολή της οργανωμένης θρησκείας στην πυροδότηση πολεμικών συγκρούσεων.

Η θεματολογία του άλμπουμ αντικατοπτρίζεται απόλυτα και στο φανταστικό εξώφυλλο το οποίο εικονίζει τον Eddie ως στρατιώτη πάνω στον πυργίσκο ενός τεθωρακισμένου, να ηγείται μιας ομάδας στρατιωτών-σκελετών μέσα σε ένα ρημαγμένο από τις μάχες τοπίο, διάσπαρτο με κατεστραμμένα κτήρια, πτώματα και ανθρώπινα απομεινάρια. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που ο Eddie δεν είναι το κύριο θέμα του εξωφύλλου αλλά βρίσκεται αρκετά πίσω στο φόντο.

Την παραγωγή του άλμπουμ ανέλαβε για μια ακόμη φορά ο Kevin Shirley και μάλιστα τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν σκόπιμα χωρίς επιπλέον mastering για να βγάζουν μια πιο live αίσθηση και έναν πιο ωμό και τραχύ ήχο, ταιριαστό με την σκοτεινή ατμόσφαιρά τους – τουλάχιστον στην αρχική έκδοση του άλμπουμ, πριν το remaster του 2015. Όσον αφορά τους μουσικούς, όλοι τους βρίσκονται σε καταπληκτική φόρμα, με τον Dickinson να κυριαρχεί με την αγέραστη φωνή του, τον Harris να έχει πάντα ηγετικό ρόλο τόσο ως συνθέτης όσο και με το μπάσο του που πρωταγωνιστεί στα τραγούδια, τους Smith/Murray/Gers να έχουν αρκετό χώρο για να ξεδιπλώσουν, χωρίς περιορισμό, τις μελωδίες και τα σόλο τους και τον McBrain να είναι, όπως πάντα, η στιβαρή ραχοκοκαλιά των συνθέσεων.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Όσον αφορά τα τραγούδια τώρα, το άλμπουμ ξεκινάει με ένα τυπικό εναρκτήριο Maiden κομμάτι, το Different World, παρόμοιου στυλ με τα Wicker Man και Wildest Dream που ανοίγουν τις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες της μπάντας. Γρήγορο και ξεσηκωτικό  τραγούδι, το μικρότερο σε διάρκεια από όλα, κάνει ακριβώς την δουλειά για την οποία προορίζεται, ως ιδανικός δηλαδή «κράχτης» για τον υπόλοιπο δίσκο. 


Από εκεί και μετά το ύφος των συνθέσεων αλλάζει, κάτι που γίνεται άμεσα φανερό στα δυο επόμενα κομμάτια, τα These Colours Don’t run και Brighter than a thousand suns, τα οποία είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια, με πιο σύνθετη δομή, εναλλαγές στη μελωδία τους και μεταπτώσεις στην έντασή τους. Ελαφρώς καλύτερο το These colours… , με ωραίο και δυναμικό ρεφρέν και στίχους που αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους συμμετέχει κάποιος σε μια πολεμική επιχείρηση (“for the passion, for the glory, for the memories, for the money”), πώς νιώθει την ώρα της μάχης και πώς αισθάνονται οι συγγενείς του που μένουν πίσω. Παρεμπιπτόντως, ο τίτλος του (These colours don’t run) μπορεί να μεταφραστεί ως «η σημαία δεν υποστέλλεται» (colours = σημαία) ή πιο ελεύθερα, «δεν υποχωρούμε». Σε πολεμικό πλαίσιο κινείται και το Brighter than a thousand suns που αναφέρεται στην πυρηνική απειλή. Αρκετά καλό κομμάτι με ένα ρεφρέν όμως που αποτελείται από τον τίτλο του που επαναλαμβάνεται καμμιά δεκαριά φορές, ένα μοτίβο που έχουν υιοθετήσει οι Maiden από το X-Factor, κυρίως, και μετά και το συναντάμε σε αρκετά τραγούδια τους αλλά κάποιες φορές καταντάει κουραστικό. Ακολουθεί ένα διάλειμμα από το «πνιγηρό» συναίσθημα των δυο προηγούμενων κομματιών με το The Pilgrim, μια από τις καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, μια σύνθεση με έντονο ρυθμό, ωραία γέφυρα, δυνατό ρεφρέν και στίχους, κατά πάσα πιθανότητα, για την αντικατάσταση των παλαιών παγανιστικών θρησκειών από τον Χριστιανισμό.

Σχεδόν κάθε άλμπουμ των Iron Maiden έχει και ένα επικό κομμάτι που το χαρακτηρίζει. Αυτό συμβαίνει και στο A Matter of Life and Death και το κομμάτι είναι το The Longest Day που αναφέρεται, όπως είναι κατανοητό, στην απόβαση της Νορμανδίας. Ξεκινάει αργά αλλά και αγχωτικά, με το μπάσο του Harris και μια ακουστική μελωδία στην κιθάρα να σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα σε αποβατικό σκάφος που πλησιάζει στην γαλλική ακτή. Σποραδικά χτυπήματα από τα τύμπανα του McBrain, ακούγονται σαν τις εκρήξεις από τις βόμβες των συμμαχικών αεροπλάνων και πλοίων που χτυπάνε τα γερμανικά οχυρά, η ένταση και ο ρυθμός της μελωδίας όσο πάει και κλιμακώνεται και ξαφνικά το κομμάτι «εκρήγνυται», όπως ακριβώς ξεσπάει η κόλαση πυρός την ώρα που ανοίγουν οι καταπέλτες/ράμπες των αποβατικών και οι στρατιώτες ξεχύνονται στην κόλαση της μάχης. Μεγαλειώδες, κολασμένο και απόλυτα βιωματικό κομμάτι που δικαιωματικά του αξίζει ο τίτλο του καλύτερου τραγουδιού του άλμπουμ.


Η ηρεμία μετά τη «μάχη» έρχεται με την πολύ καλή power μπαλάντα, Out of the Shadows, και συνεχίζεται με το μέτριας ταχύτητας The Reincarnation of Bengamin Breeg, ένα σχετικά καλό κομμάτι με στίχους για τον φανταστικό χαρακτήρα Benjamin Breeg, αλλά όχι και κάτι το ιδιαίτερο ώστε να δικαιολογεί την επιλογή του ως πρώτου single του δίσκου. Δείτε εδώ το video

Τα τρία τελευταία τραγούδια του άλμπουμ (For the greater good of God, Lord of Light, The Legacy) έχουν παρόμοια δομή και συγκεκριμένα, ξεκινάνε με ακουστική εισαγωγή που κλιμακωτά αυξάνει σε ένταση, έχουν πιο πολύπλοκα μουσικά θέματα και αρκετές εναλλαγές στη μελωδία τους και φυσικά μεγαλύτερης διάρκειας σόλο που εναλλάσσονται μεταξύ των τριών κιθαριστών. Τα τρία αυτά κομμάτια είναι, ουσιαστικά, αυτά στα οποία παρατηρούνται τα περισσότερα progressive στοιχεία. Ελαφρώς καλύτερο από τα τρία είναι το πρώτο (For the greater…) που, παρόλο που το ρεφρέν του είναι και εδώ ο τίτλος του που επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές, το συνολικό κομμάτι είναι τόσο καλό που καλύπτει το «μειονέκτημα» του ρεφρέν. Από τα άλλα δύο, ξεχωρίζει λίγο περισσότερο το The Legacy το οποίο έχει και μια ακουστική εισαγωγή με μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική κέλτικη/folk μελωδία.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ


To A Matter of Life and Death πήγε αρκετά καλά όταν κυκλοφόρησε, έπιασε καλή θέση στα charts διαφόρων χωρών και κατά κύριο λόγο, έλαβε πολύ καλές κριτικές. Μάλιστα, στην αρχή της περιοδείας τους γι’ αυτό, οι Maiden έπαιζαν όλα τα κομμάτια του live, δείγμα της πίστης που είχαν στο καινούργιο τους υλικό. Σταθμό της περιοδείας για το άλμπουμ αποτέλεσε και η χώρα μας, όπου το σχήμα έπαιξε στις 11/3/2007 στο Ελληνικό. Για την ιστορία, το άλμπουμ έγινε χρυσό στην Ελλάδα.

Το άλμπουμ, βέβαια, δεν είναι εύκολο άκουσμα, δεν είναι ένας δίσκος που θα τον ακούσεις 1-2 φορές χαλαρά και θα βγάλεις άμεσα συμπέρασμα. Η διάρκειά του είναι μεγάλη (71 λεπτά) και απαιτούνται αρκετά ακούσματα για να μπορέσουν να εκτιμηθούν σωστά τα τραγούδια του. Δεν είναι ούτε The Number of the Beast , ούτε Powerslave, ούτε Seventh Son of a Seventh Son και απαιτεί τον χρόνο του. Δεν είναι για τους «τουρίστες» ακροατές αλλά για τους πραγματικούς οπαδούς των Iron Maiden που παρακολουθούν πιστά το συγκρότημα και δεν έχουν μείνει στους Maiden της δεκαετίας του 1980.

Σε κάθε περίπτωση όμως, όποιος του αφιερώσει τον απαραίτητο χρόνο, θα απολαύσει ένα πραγματικά καλό άλμπουμ, πειραματικό και progressive, άξιο του ονόματος των Iron Maiden, που άνοιξε ένα νέο, πιο ώριμο κεφάλαιο για το σχήμα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

29/1/25


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment
  1. Ωραίο άρθρο, πολύ σωστά όλα για τα progressive στοιχεία του album. Άλλα δεν είναι η πρώτη φορά που βαδίζουν σε progressive μονοπάτια οι Maiden. Το κορυφαίο album τους σε αυτόν τον τομέα το Powerslave στέκεται επάξια δίπλα σε κορυφαίες progressive κυκλοφορίες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή