BLIND GUARDIAN – SOMEWHERE FAR BEYOND(1992): Ο ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥΣ

 


Μέχρι το 1990, οι Γερμανοί Blind Guardian ήταν ένα ακόμη από τα συγκροτήματα του σωρού που προσπαθούσε να βρει μια θέση στο ευρωπαϊκό power metal στερέωμα. Επηρεασμένοι από τους πρώιμους – εποχής Walls of Jericho, Helloween και άλλους συμπατριώτες τους, όπως οι Running Wild και οι Grave Digger, έπαιζαν στα δυο πρώτα άλμπουμ τους (Battalions of Fear, 1988 και Follow the Blind, 1989) ένα μείγμα άγουρου και «άγαρμπου» speed metal με πολλά στοιχεία thrash, ένα στυλ που, αν παρέμενε ως είχε, δεν τους εγγυόταν μια καλύτερη εξέλιξη.

Υπήρχαν, φυσικά, και θετικά στοιχεία, όπως ορισμένα καλά τραγούδια, στίχοι εμπνευσμένοι από βιβλία και ταινίες επιστημονικής και ηρωικής φαντασίας και τα ωραία εξώφυλλα των δίσκων τους, αλλά η μουσική τους καθαυτή δεν αρκούσε για να τους ανεβάσει κατηγορία. Τα δεδομένα αρχίζουν να αλλάζουν με την κυκλοφορία του τρίτου τους άλμπουμ,Tales from the Twilight World (1990), για να έρθει το τέταρτο, Somewhere far Beyond (1992) που θα βάλει τους Blind Guardian στο Champion’s League των ευρωπαϊκών metal σχημάτων, αποτελώντας τον θεμέλιο λίθο της μετέπειτα μεγάλης πορείας τους.

Στο Somewhere Far Beyond, η εξέλιξη της μπάντας είναι ολοφάνερη: τα thrash στοιχεία του πρόσφατου παρελθόντος έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και κυριαρχεί πλέον το επικό-λυρικό και ηρωικό power metal ύφος, με κάποιες folk πινελιές, που δημιουργεί μια μαγική ατμόσφαιρα, ικανή να ταξιδέψει τον ακροατή σε μυθικούς κόσμους, παρέα με θρυλικούς μοναχικούς άρχοντες-πολεμιστές, σε σκοτεινά δάση και αφιλόξενες περιοχές μαζί με νάνους και ξωτικά, σε ξεχασμένες αρχαίες πόλεις και σε φουτουριστικές δυστοπικές κοινωνίες.

Εκτός της εξέλιξης στο μουσικό στυλ, φανερή είναι και η εξέλιξη στην απόδοση των μουσικών. Οι δυο κιθαρίστες, André Olbrich και Marcus Siepen, εντυπωσιάζουν με τις μελωδίες τους, τα περίτεχνα σόλο τους αλλά και με τα υπερηχητικά riffs τους που κυριαρχούν σε όλα σχεδόν τα κομμάτια, ο Thomas Stauch «βομβαρδίζει» ανελέητα από την θέση των ντραμς, ενώ κορυφαίος όλων είναι ο τραγουδιστής/μπασίστας και βασικός συνθέτης (μαζί με τον Olbrich), Hansi Kursch, με την χαρακτηριστική γρέζα/τσιριχτή/ένρινη/λυρική/ φωνή του (και την «κλασική» γερμανίλα στην προφορά) που δημιουργεί ρίγη πώρωσης και συγκίνησης.

Από τα τραγούδια του άλμπουμ που κινούνται όλα σε υψηλό επίπεδο αυτό που ξεχωρίζει άμεσα και έχει γίνει πλέον κλασικό, είναι το The Bard’s Song–In the forest, μια ακουστική folk/επικο-λυρική μπαλάντα, ίσως το πιο αγαπημένο κομμάτι των οπαδών των Blind Guardian, η οποία έχει καθιερωθεί εδώ και χρόνια ως η sing-alone στιγμή κάθε συναυλίας τους, με τους οπαδούς να αναλαμβάνουν τα φωνητικά και να τραγουδάνε κάθε της στίχο. Μια πραγματικά συγκινητική εμπειρία για όποιον την έχει βιώσει. Το τραγούδι έχει και το έτερόν του ήμισι, το The Bard’s Song–The Hobbit, το οποίο, δυστυχώς,  επισκιάζεται από το πρώτο μέρος, πράγμα που είναι τεράστια αδικία καθώς πρόκειται για μια από τις πιο μεγαλειώδεις στιγμές του δίσκου, ένα έπος στο οποίο ακούμε συνοπτικά την ιστορία της νουβέλας του J.R.R. Tolkien, The Hobbit, τις περιπέτειες δηλαδή που βιώνουν το χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς, ο μάγος Γκάνταλφ και μια ομάδα νάνων με επικεφαλής τον Θόριν Δρύασπη, στην διάρκεια του ταξιδιού τους για την ανάκτηση του θησαυρού των τελευταίων που τον έχει αρπάξει ο δράκος Smaug (Νοσφιστής).


Η μουσική πανδαισία, βέβαια, αφορά, όπως ανέφερα πιο πριν, το σύνολο του άλμπουμ και έτσι εκτός των δυο The Bard’s Song έχουμε το εναρκτήριο Time what is time που παρά την ακουστική του έναρξη «εκρήγνυται» σε ένα ταχύτατο κομμάτι με βαρύ riff , περίπλοκη ενορχήστρωση, μανιασμένα σόλο και παθιασμένα, «μεγαλειώδη» φωνητικά από τον Hansi Kursh. Στιχουργικά βασίζεται στην πασίγνωστη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Ridley Scot, Blade Runner με την «αφήγηση» να γίνεται από μια ρέπλικα. Στο ίδιο μοτίβο, με λίγο περισσότερο επικό τόνο και με ένα καταπληκτικό ρεφρέν, ακολουθεί το Journey through the Dark, άλλη μια κορυφαία στιγμή του δίσκου, με στιχουργική αναφορά στον «Αιώνιο Πρόμαχο» (Eternal Champion), έναν εκ των ηρώων του συγγραφέα επιστημονικής/ηρωικής φαντασίας, Michael Moorcock. Όπως βλέπουμε, ενώ έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι Blind Guardian «μελοποιούν» ιστορίες από τα βιβλία του Tolkien, δεν ισχύει απόλυτα κάτι τέτοιο καθώς αντλούν την στιχουργική τους έμπνευση από τον ευρύτερο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, λογοτεχνικό και κινηματογραφικό.

Το επικό ταξίδι συνεχίζεται με το διάρκειας σχεδόν ενός λεπτού αλλά ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό, Black Chamber, για να ακολουθήσουν δυο πομπώδη και ιδιαίτερα «μεγαλοπρεπή» κομμάτια, τα Theater of Pain και Quest for Tanelorn, με πολυεπίπεδα φωνητικά , συμφωνική ενορχήστρωση και ήχο εμπλουτισμένο από ταιριαστά ηχητικά εφέ. Το πρώτο βασίζεται στο διήγημα The Merman’s Children του αμερικανού Poul Anderson, εμπνευσμένο από τον θρύλο των Γοργόνων της δανέζικης λαογραφίας και το δεύτερο στο «σύμπαν» του Moorcock όπου αναφέρεται η μυθική πόλη Tanelorn. Το Ashes to Ashes που ακολουθεί είναι το μόνο κομμάτι που ξεφεύγει από το πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας και είναι αφιερωμένο στον πατέρα του Hansi Kursch που πέθανε την περίοδο που γραφόταν το άλμπουμ. Πολύ καλό τραγούδι και ιδιαίτερα δυναμικό αν και αφορά ένα δυσάρεστο προσωπικό γεγονός.

Το άλμπουμ κλείνει με το ομότιτλο τραγούδι, Somewhere far Beyond, του οποίου όμως προηγείται μια εισαγωγή ενός σχεδόν λεπτού, το The Piper’s Calling, ένα εμβατήριο παιγμένο από σκωτσέζικες γκάιντες. Ο τίτλος του είναι 79th’s Farewell to Gibraltar και γράφτηκε το 1848 από τον ταγματάρχη John McDonald του 79ου συντάγματος πεζικού (Cameron Highlanders) με αφορμή την διαταγή που έλαβε το σύνταγμα για να μετακινηθεί από το Γιβραλτάρ όπου ήταν το πόστο του. Το εμβατήριο αποτελεί ιδανική εισαγωγή για το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, μια ιδιαίτερα δυναμική σύνθεση, με εναλλασσόμενες μελωδίες, χορωδιακά φωνητικά, πλούσια ηχητικά εφέ, πολυεπίπεδες φωνητικές γραμμές και φυσικά μια επική ατμόσφαιρα. Σε ένα σημείο του μάλιστα, από την μέση και μετά ακούγεται ένα τμήμα του προαναφερόμενου εμβατηρίου γεγονός που προσδίδει μια επιπλέον επικολυρική νότα στο τραγούδι. 


ΛΙΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο καταπληκτικό εξώφυλλο του άλμπουμ που εικονίζει μια συντροφιά από βάρδους να βρίσκονται στην καρδιά ενός σκοτεινού δάσους, καθισμένοι γύρω από έναν μηχανισμό που μοιάζει αρκετά με γυροσκόπιο, ενώ ανάμεσα από τα δέντρα παραμονεύουν και τους παρατηρούν διάφορα αποτρόπαια πλάσματα της νύχτας. Το εξώφυλλο είναι έργο του Andreas MarschalI που έχει φτιάξει επίσης και άλλα εξώφυλλα για άλμπουμ της μπάντας, όπως αυτά του Tales from the Twilight World και Nightfall in Middle Earth. 

To Somewhere Far Beyond αποτελεί αδιαμφισβήτητα το άλμπουμ που εκτόξευσε την καριέρα των Blind Guardian και τους έβαλε στο κλαμπ των μεγάλων ονομάτων του power metal αλλά και του metal γενικότερα. Στη χώρα μας μάλιστα ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία αυτής της σχέσης λατρείας του power metal κοινού προς τη μπάντα, μια σχέση που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με τα δυο επόμενα άλμπουμ του συγκροτήματος. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη κυκλοφορία αποτέλεσε οδηγό για την μετέπειτα πορεία των Blind Guardian και δημιούργησε ένα ιδιαίτερο παρακλάδι του power metal που συνδυάζει επικολυρικές και folk μελωδίες, δυναμικό και συμφωνικό metal και στίχους εμπνευσμένους από το ευρύτατο σύμπαν της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ένα παρακλάδι που ενέπνευσε αρκετά νέα συγκροτήματα να ασχοληθούν με το είδος, να το εξελίξουν και να εμπλουτίσουν τον συγκεκριμένο χώρο.



TRIVIA

  • Η έκδοση του άλμπουμ σε βινύλιο, περιλαμβάνει τα 10 τραγούδια που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Η έκδοση του CD περιλαμβάνει τρία επιπλέον bonus tracks: την διασκευή Spread our wings στους Queen, την διασκευή Trial by Fire στους Satan και μια διαφορετική εκδοχή του Theater of Pain.
  • Οι Blind Guardian, με τη χρήση γκάιντας στα κομμάτια The Piper’s Calling και Somewhere Far Beyond προηγούνται των Grave Digger που έκαναν επίσης χρήση γκάιντας στο άλμπουμ τους Tunes of War αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1996. Παρόλα αυτά, μεγαλύτερος ντόρος έγινε με τις γκάιντες στην κυκλοφορία των δεύτερων. Πολύ πιθανό επειδή είχε προηγηθεί η κυκλοφορία της ταινίας Braveheart (1995) από την οποία εμπνεύστηκαν οι Grave Digger και η οποία λόγω του επικού-πολεμικού στοιχείου της ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους metal οπαδούς. 


ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

8/1/25


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου