Το Behind Blue Eyes, ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια των Who, περιέχεται στο κορυφαίο άλμπουμ τους Who’s Next (1971) και περιλαμβάνεται στο μόνιμο ρεπερτόριο των ζωντανών εμφανίσεων των Who. Το τραγούδι, σύνθεση του Pete Townshend, προοριζόταν αρχικά να συμπεριληφθεί στην ροκ όπερα Lifehouse, που ετοίμαζαν οι Who εκείνη την εποχή, όμως τελικά αυτό το project εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα τα κομμάτια που είχαν ετοιμαστεί έως τότε για το συγκεκριμένο εγχείρημα, να συγκροτήσουν το περιεχόμενο του Who’s Next. Το Behind Blue Eyes ξεχώρισε αμέσως μέσα από το άλμπουμ, μαζί με το We Won’t Get Fooled Again, και συγκαταλέγεται στις διαχρονικές επιτυχίες των Who. Στην πορεία του χρόνου, έγινε αντικείμενο πολλών διασκευών, μεταξύ των οποίων και της πολυσυζητημένης διασκευής των Limp Bizkit, το 2003.
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ
Όλα ξεκίνησαν στις 9 Ιουνίου 1970, μετά από μια συναυλία των Who στο Denver του Κολοράντο. Μια από τις groupies του συγκροτήματος άσκησε μεγάλη πίεση στον Pete Townshend, σε βαθμό που αυτός παραλίγο να ενδώσει. Αυτό όμως θα ήταν ευθέως αντίθετο προς το κήρυγμα και τις διδαχές του γκουρού Meher Baba, στον οποίο ο Townshend πίστευε τυφλά. Αντί λοιπόν να ξεσαλώσει, ο Pete πήγε και κλείστηκε μόνος στο δωμάτιό του και εκεί, για να εξορκίσει τον πειρασμό, άρχισε να γράφει μια προσευχή: “If my fist clenches, crack it open” (Αν σφίξω τη γροθιά μου, άνοιξέ τη μου) ήταν τα πρώτα λόγια. Τα λόγια αυτά συμπεριλήφθηκαν αυτούσια στους τελικούς στίχους του τραγουδιού, και μάλιστα στο hard rock σημείο του. Ξεκινώντας λοιπόν από εδώ, ο Townshend ολοκλήρωσε το κείμενο, βλέποντάς το από την πλευρά ενός κακού και σκληρού ανθρώπου. Βλέπετε, στην όπερα Lifehouse που ετοίμαζε, υπήρχε και ο ρόλος του Jumbo, που ήταν ο κακός της ιστορίας. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το πνεύμα της λυρικής εξιστόρησης, ο Jumbo προοριζόταν να τραγουδήσει επί σκηνής έναν σπαρακτικό μονόλογο, όπου διεκτραγωδούσε τη μοναξιά και τα άγχη ενός κακού ανθρώπου, θέλοντας να μας πει ότι και οι μοχθηροί έχουν τις αδύναμες στιγμές τους. Διευκρινίζει ο Pete Townshend: «Οι στίχοι είναι κάπως αντισυμβατικοί, διότι αφορούν τον κακό της ιστορίας, ο οποίος νιώθει ότι πιέζεται να παίξει αυτόν τον ρόλο, καθώς μέσα του ένιωθε καλό παιδί. Τον βρίσκουμε σε μια φάση συναισθηματικής κρίσης, όπου κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη και τραγουδάει αυτούς τους στίχους. Διότι υπάρχουν φορές, που οι κακοί δεν είναι κακοί από τη φύση τους, απλώς κάπου χάθηκαν στη διαδρομή».
ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Το Behind Blue Eyes ξεκινά ως μια πολύ μελωδική μπαλάντα: Η φωνή του Roger Daltrey μπαίνει μοναχική και θλιμμένη, μόνο με τη συνοδεία των δακτυλισμών του Townshend σε μια κλασική κιθάρα, για να πλαισιωθεί σύντομα με μπάσο και με τα εξαίρετα φωνητικά των Townshend και Entwistle: “Noone knows what it’s like to be a bad man, to be the sad man, behind blue eyes”. Και έτσι συνεχίζει αυτή η πανέμορφη μπαλάντα, με την αιθέρια φωνή του Daltrey και την unplugged συνοδεία των Townshend και Entwistle. Δεν γίνεται όμως να είσαι ο εκρηκτικός κιθαρίστας Pete Townshend και να έχεις δίπλα σου στα ντραμς τον παρανοϊκό Keith Moon και να κάτσεις ήσυχος, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Κάπου εκεί ενδιάμεσα, ο Townshend σεληνιάζεται, αρχίζει τους «ανεμόμυλους» πάνω στη Les Paul και, παράλληλα, λύνει τα λουριά του Keith Moon: “If my fist clenches, crack it open/ before I use it and lose my cool/ when I smile tell me some bad news/ before I laugh and act like a fool”. Είναι απίστευτο πώς συνδυάζεται αυτή η ροκ έκρηξη με τη μελαγχολία και τη μελωδικότητα του πρώτου μέρους του κομματιού. Είναι πάντως κάτι που αρέσει στον Townshend και το έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιπτώσεις.
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Όπως συνέβαινε συνήθως με τους Who, η πρώτη ηχογράφηση του Behind Blue Eyes έγινε στο home studio του Townshend. «Θυμάμαι, ότι η γυναίκα μου βρήκε το τραγούδι πολύ όμορφο», μας αφηγείται ο Townshend, «και της απάντησα, γελώντας, ότι της αρέσει ένα τραγούδι για έναν κακό, πονηρό και άπιστο τύπο». Έχοντας αυτή την πρώτη ηχογράφηση ως υπόδειγμα, οι Who πήγαν στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1971, στα Record Plant Studios, όπου ηχογράφησαν όλα τα κομμάτια, που επρόκειτο να περιληφθούν στην όπερα Lifehouse. Μάλιστα, στην εκτέλεση του Behind Blue Eyes παίζει Hammond ο μέγας πολυοργανίστας Al Kooper. Όμως, κάτι δεν άρεσε στον Pete Townshend. Κάπου εκεί, λοιπόν, θυμήθηκε τον παλιό τους γνώριμο Glyn Johns, που είχε κάνει την παραγωγή του My Generation (1965) και που, στο μεταξύ, είχε κάνει παραγωγές για τους Rolling Stones, τους Led Zeppelin, τους Kinks, και πόσους ακόμη, άσε που ήταν και ο αρχιμηχανικός στην ηχογράφηση του Let It Be των Beatles. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για έναν παραγωγό με κύρος και άποψη και ο Pete Townshend ήξερε, όταν πήρε τις ταινίες με τις αμερικάνικες ηχογραφήσεις και του τις πήγε, ότι θα υπάκουε σ’ αυτό που θα του πρότεινε ο Johns, χωρίς πολλά-πολλά. Και, όπως αναμενόταν, ο Glyn Johns δεν εντυπωσιάστηκε με την ιδέα της όπερας Lifehouse. Αντίθετα, πρότεινε να πάρουν όλα αυτά τα τραγούδια και να φτιάξουν ένα κανονικό άλμπουμ: «Έκανα αυτή την πρόταση», λέει ο Johns, «γιατί τα τραγούδια που άκουσα δεν χρειάζονταν κάποια υποστηρικτική ιστορία για να έχουν κάποιο νόημα. Στέκονταν όπως ήταν, από μόνα τους». Και αφού έπεισε τον Townshend για την εγκατάλειψη της ιδέας της όπερας και τη δημιουργία ενός νέου άλμπουμ, τον έπεισε και να πετάξουν τις ηχογραφήσεις της Νέας Υόρκης και να δουλέψουν όλο το υλικό απ’ την αρχή. Και πόσο δίκιο είχε! Όταν ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του Who’s Next στα Olympic Studios, τον Απρίλιο του ’71, οι Who αντιλήφθηκαν αμέσως την μεγάλη ποιοτική διαφορά: «Κάθε φορά που πηγαίναμε στο στούντιο, μέναμε κατάπληκτοι από την επεξεργασία που είχε κάνει στο μεταξύ ο Glyn», θυμάται ο Pete Townshend, «ήταν απίστευτος ο ήχος που μπορούσε να παράγει αυτός ο τύπος».
Ειδικά πάντως, στην ηχογράφηση του Behind Blue Eyes, συνέβη και ένα λυπηρό απρόοπτο, που όμως βοήθησε πάρα πολύ την εκφραστικότητα του Roger Daltrey στην απόδοση του τραγουδιού. Μόλις εκείνη την ημέρα, ένα διερχόμενο αυτοκίνητο σκότωσε το σκυλάκι του Daltrey: «Ήταν ο πρώτος μου σκύλος και τον αγαπούσα πολύ. Με το ζόρι συγκρατούσα τη στενοχώρια μου», διηγείται ο ίδιος. Αυτή η θλίψη βγαίνει υπέροχα μέσα από την ερμηνεία του Daltrey, αντανακλώντας τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο του ήρωα: “But my dreams are not as empty, as my conscience seems to be”. Για την ιστορία, η εκτέλεση με τον Al Kooper κυκλοφόρησε σαν bonus track, στην επανέκδοση του Who’s Next σε CD, το 1995.
Η ΥΠΟΔΟΧΗ
Παρόλο που το Behind Blue Eyes προοριζόταν να κυκλοφορήσει ως single στη Μεγάλη Βρετανία, τελικά αυτό δεν έγινε, λόγω άρνησης του Pete Townshend, που θεωρούσε ότι το τραγούδι αυτό δεν είναι καθόλου χαρακτηριστικό των Who, ώστε να κυκλοφορήσει μόνο του. Στις άλλες χώρες όμως, εκεί που ο Townshend δεν μπορούσε να ασκήσει βέτο, το single κυκλοφόρησε και πήγε πολύ καλά, φτάνοντας στο Νο 34 των US charts. Όσο για το άλμπουμ Who’s Next, δεν το συζητάμε: Νο 1 στη Μεγάλη Βρετανία, Νο 4 στις ΗΠΑ, παραμένοντας 41 συνεχόμενες βδομάδες στα αμερικάνικα charts.
ΠΟΙΟΙ ΤΟ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΑΝ
Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, το Behind Blue Eyes είναι αναπόσπαστο μέρος του set list των συναυλιών των Who, από τότε που κυκλοφόρησε (Αύγουστος 1971) έως σήμερα. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι δεν πτόησε κάποιους καλλιτέχνες, που θέλησαν να παρουσιάσουν την δική τους εκδοχή του τραγουδιού. Από τις διασκευές που κυκλοφόρησαν, η πιο στυλάτη ήταν αυτή της Sheryl Crow, το 2001, και η πιο αμφιλεγόμενη αυτή των Limp Bizkit, ενός αμερικάνικου rap rock γκρουπ, που κυκλοφόρησε το 2003. Και μόνο το γεγονός, ότι οι Limp Bizkit πρόσθεσαν μια ακόμα στροφή στο ήσυχο μέρος του κομματιού, ενώ συγχρόνως κατήργησαν το ροκ μέρος (!), έφτανε για να τους μισήσουν οι πιστοί οπαδοί των Who. Σε μια ψηφοφορία του Rolling Stone Magazine, η ερμηνεία των Limp Bizkit αναδείχτηκε ως η χειρότερη διασκευή ever! Παρά ταύτα και παρά τις μέτριες επιδόσεις του τραγουδιού στις ΗΠΑ, που πήγε ως τη θέση 71, σε άλλες χώρες έσκισε: Νο 1 σε Τσεχία και Σουηδία, Νο 3 σε Αυστρία, Δανία, Γερμανία και Νορβηγία, Νο 4 σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, top 20 σε Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Ελβετία, καθόλου άσχημα θα λέγαμε! Πάντως, για να μην λέμε μόνο τα αρνητικά, στο video clip των Limp Bizkit πρωταγωνιστεί η Halle Berry!
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
To Behind Blue Eyes είναι μια συναρπαστική και υποβλητική προσέγγιση μιας διαταραγμένης προσωπικότητας, που μοιάζει σήμερα πολύ πιο επίκαιρη από τότε. «Φαίνεται ότι αυτό το τραγούδι απηχεί τον τρόπο, με τον οποίο αποφασίζουμε για τον εαυτό μας», είπε πρόσφατα ο Townshend, «τον τρόπο που προδίδουμε τον εαυτό μας, τον τρόπο που ζούμε μια ζωή που θα μπορούσε να είναι ψεύτικη, τον τρόπο που το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή μας είναι να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και να μην κρυβόμαστε πίσω από την εμφάνιση – είτε δείχνουμε όμορφοι είτε άσχημοι- κρυβόμαστε πίσω από τον τρόπο που παρουσιαζόμαστε στους άλλους».
To Behind Blue Eyes αναφέρεται σε έναν άνθρωπο, που όλοι τον μισούν και τον αποφεύγουν. Έναν άνθρωπο με έντονα προβλήματα διαχείρισης θυμού, που όμως επιζητεί την ενσυναίσθησή μας. Και, παρόλο που ο Pete Townshend -όπως και ο Roger Daltrey- είναι γαλανομάτης, ΔΕΝ είναι αυτοβιογραφικό.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
9/11/24
Δημοσίευση σχολίου