Shredders. Άλλη κατηγορία κιθαριστών, πολλά επίπεδα πιο πάνω, με υψηλότατη τεχνική, πολύπλοκο παίξιμο και εφέ. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για τους heavy κιθαρίστες και εμφανίστηκε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 όταν το heavy metal είχε κατακτήσει τον κόσμο. Σταδιακά, μήνα με το μήνα, υπήρχε και μια κυκλοφορία shredder κιθαρίστα, κατά βάση instrumental ( σ.σ. πως αλλιώς θα δείξει το ταλέντο;) αν και υπήρξαν περιπτώσεις όπως αυτή των David Chastain, Chris Impellitteri αλλά και άλλων που χρησιμοποίησαν φωνητικά. Στο σημερινό άρθρο, ο Rockmachine.gr συγκέντρωσε τους κυριότερους shredder εκπροσώπους και ζήτησε από τους Σπύρο Γιαννακόπουλος, Δημήτρη Σειρηνάκη, Σάκη Φράγκο, Δημήτρη Συμελιάδη(τον μόνο που ξέρει κιθάρα), Χρήστο Κισατζεκιάν(σ.σ. το έγραψα σωστά!!!!!) και Κώστα Τσιρανίδη να γράψουν ένα κομμάτι για τους Shredders που τους αρέσουν, πάντα με την σημείωση ότι κανένας από τους παραπάνω δεν είναι κιθαρίστας για να γράψει βάσει του παιξίματος. Τους κρίνουμε με την αίσθηση του ακροατή και του fan. Κλείνοντας, μια σημείωση: ΔΕΝ θα μπούμε σε ιστορικά στοιχεία που θα πλατειάσουν το κείμενο και θα χαθεί η προσέγγιση με την οποία θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους μεγάλους κιθαρίστες.
Α.Ρ.
Ο άνθρωπος παίζει 5627 νότες το λεπτό! Αστειεύομαι, αλλά όταν μιλάμε για τον Chris Impellitteri το αστείο μπορεί και να φλερτάρει με την πραγματικότητα! Βιώνοντας την αυτοκτονία και των δύο γονιών του στην τρυφερή ηλικία των εννέα ετών, η κιθάρα έγινε το στήριγμα για τον μικρό Chris και ένας συνοδοιπόρος ζωής που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ αφού πρωτίστως φρόντισε ο ίδιος να μάθει όλα τα χούγια του εξάχορδου αδελφού. Ένα βήμα πάντα πίσω από τον ασυναγώνιστο Σουηδό μαέστρο, το 2003 στο περιοδικό Guitar One θα ψηφιστεί ως ο δεύτερος ταχύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών. Ο Chris Impellitteri είναι από τους αθλητές της ηλεκτρικής κιθάρας.
Φουριόζος, επιθετικός αλλά και συναισθηματικός δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει χαλίφης στην θέση του χαλίφη. Το μαύρο e.p. του 1987 με την ονομασία Impellitteri και τα γοτθικά γράμματα που σε κάνουν να σκεφτείς το όνομα Malmsteen είναι μία παρατεταμένη άσκηση δεξιότητας μέσα από τέσσερα τραγούδια με τον Rob Rock στο μικρόφωνο. Ένα χρόνο αργότερα θα κάνει την σύνδεση με την οικογένεια των Rainbow φέρνοντας τον Graham Bonnet στο συγκρότημα, κυκλοφορώντας το Stand in line και διασκευάζοντας το Since you been gone μεταξύ άλλων, απέχοντας όμως κατά πολύ από την άριστη χρήση της κιθάρας του Ritchie Blackmore στην αυθεντική μορφή του τραγουδιού. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε με αξιόλογα έργα μεταξύ των οποίων τα Victim of the system(1993) και Answer to the master (1994). Σ.Γ.
Η αλήθεια είναι πως δεν αντιμετώπισε ποτέ την κιθάρα ως "άθλημα". Για τον Neal Schon η κιθάρα ήταν πάντοτε ένα μέσο για να υπηρετήσει την ευρύτερη εικόνα της μουσικής και να προσδώσει μεγαλύτερη καλλιτεχνική βαρύτητα στον ήχο. Όμως, αυτό δεν σήμαινε πως δεν είχε τις αντοχές και τα "skills" των πιο αθλητικών του χώρου. Στον δίσκο Escape του 1981 των Journey, στο τραγούδι Mother, Father λαμβάνουμε δύο εκπληκτικά solos. Στο δεύτερο μέρος ο Neal αποφασίζει να "υπερβάλλει" χωρίς να χάσει όμως τον μουσικό προσανατολισμό. Στους Hardline και στο μοναδικό άλμπουμ που έλαβε αποκλειστικά μέρος, στο Double Eclipse του 1992, δόθηκε περισσότερος χώρος στην εκτελεστική του δεινότητα καθότι η μουσική ήταν πιο guitar oriented. Ακούστε το τραγούδι Bad Taste και θα καταλάβετε πόσο τεχνικά άρτιος παίχτης είναι.
Το κερασάκι όμως έρχεται το 1986, όταν ο μεγάλος "κοντός" θα τον συμπεριλάβει στην "μικτή κόσμου" από κιθαριστόνια δίνοντάς του το ελεύθερο να shredd-άρει στο τραγούδι Stars. Το χαμόγελό του δείχνει την άνεση που έχει δίπλα σε ονόματα όπως του Yngwie Malmsteen, του George Lynch και λοιπών που είναι νεότεροί του και βρίσκονται σε top φόρμα. Σ.Γ.
Το γνωστό μονοπάτι της Shrapnel Records ακολούθησε ο Αμερικάνος Gregg Howe (σ.σ. καμία σχέση με τον Steve Howe των Yes), αναπτύσσοντας δίσκο με δίσκο ένα υψηλό και περίτεχνο παίξιμο, από τον πρώτο κιόλας δίσκο του. Έχει κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ, όλα υψηλού επιπέδου και με προσωπικότητα. Αξίζει να αναφερθούν οι 2 δίσκοι High Gear, Now Hear This) που ηχογράφησε σαν Howe II με τον αδελφό του, Andrew Howe. Α.Ρ.
Σπουδαίος κιθαρίστας με παίξιμο κοντά σε αυτό του Malmsteen (σ.σ. κάποιοι τον χαρακτήρισαν κλώνο), ο Αμερικάνος David Chastain που το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, μας απασχόλησε θετικά με τις Instrumental κυκλοφορίες του, είτε σαν Chastain είτε σαν David Chastain είτε σαν CJSS. Στις πολλές κυκλοφορίες που έκανε, υπήρξαν κι αρκετές με φωνητικά, αυτά της Leather Leone (στις κυκλοφορίες σαν Chastain). Εντυπωσιακό, φανταχτερό παίξιμο, μετά από ένα σημείο μάλλον κούραζε. Α.Ρ.
Μαζί με τους Steve Vai και Yngwie Malmsteen, ο Joe Satriani συμπληρώνει την τριάδα των τριών κορυφαίων κιθαριστών του είδους. Δάσκαλος του Steve Vai, o 67χρονος Satriani, παρουσίασε έναν εξαιρετικό άλμπουμ, το Surfing with the Alien(1987), όπου οποιαδήποτε σύγκριση με τους άλλους shredders της εποχής ήταν ανώφελη. Ακόμα και στο Flying in a Blue Dream(1989) όπου τραγουδάει ο ίδιος, το αποτέλεσμα είναι υπέροχο, με το I Believe να εξακολουθεί να είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια (έχει φωνητικά). Κάτι πολύ πάραπάνω από ένας shredder κιθαρίστας, τεχνική και δεξιοτεχνία. Η ικανότητά του να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις συγκροτήματος (Deep Purple, Chickenfoot και πρόσφατα με τους Sammy Hagar's "The Best Of All Worlds"΄), δείχνει ότι εκτός από εξαιρετικός κιθαρίστας είναι και έξυπνος. Α.Ρ.
Gregg Howe/J. Satriani/D.Chastain |
Ο Steve Vai αδίκως θα μπορούσε να περιγραφεί απλά ώς ένας ακόμα shredder. Ναι, η τεχνική του είναι εξαιρετική, τα ακροβατικά του πάνω στην ταστιέρα παραμένουν
εντυπωσιακά και η «τερματισμένη» χρήση του τρέμολο θα μπορούσε σχεδόν να κατοχυρωθεί σε αυτόν. Αλλά ο Steve Vai είναι κάτι πολύ παραπάνω. Μιλάμε για έναν
άνθρωπο που εκτός από τις τεράστιες γνώσεις μουσικής θεωρίας που κατέχει, και το
τρομερό του «αυτί» (φαντάσου, έγραφε στο χαρτί τις νότες των κομματιών του Frank Zappa… για όλα τα όργανα!) διαθέτει ένα μυαλό που δε σταματάει να σκέφτεται και να ζει τη μουσική μέσα στην καθημερινότητά του. Πρόκειται για εξαιρετικό ηχολήπτη και μουσικό παραγωγό, ο οποίος έχει τρομερά ανεπτυγμένη την αίσθηση της μελωδίας και της ενορχήστρωσης και που έχει πλήρη γνώση της μουσικής τεχνολογίας. Συχνά τον αναφέρουν ως εξωγήινο- και θα μπορούσε να είναι, αν δεν είχε έναν αξιολάτρευτο χαρακτήρα που εμπνέει ανθρωπιά, σεβασμό κι ευγένεια… Πραγματικά, μοναδικός! Δ.Σ.
Κιθαρίστας- ειδική περίπτωση. Ναι, είναι αυτός που φοράει ένα bucket από τα KFC στο κεφάλι του, και κανένας δεν έχει δει το πραγματικό του πρόσωπο- πάντως, το αληθινό του όνομα είναι Brian Patrick Carroll . Από το 2011 μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει εκατοντάδες EPs – μιλάμε για 662 EP’s (!) που δεν ξεπερνούν τα 30 λεπτά και πρόκειται για studio και live ηχογραφήσεις. Ακόμα και μια ακρόαση όμως σε κάνει να καταλάβεις πόσο ιδιαίτερος είναι… Και ναι, ήταν ένας από τους κιθαρίστες που έπαιξαν για κάμποσα χρόνια στους «νέους» Guns N’ Roses και μάλιστα, με τις παράλογες απαιτήσεις του κατάφερε να κάνει τον Axl Rose να μην τον αντέχει (συνήθως συμβαίνει το αντίθετο!), καθώς όσο γραφόταν το ChineseDemocracy, ο Buckethead επέμενε να ηχογραφεί μέσα από ένα… κοτέτσι, στο οποίο υπήρχαν και κότες, εννοείται! Μιλάμε για εντελώς παρανοϊκή ιδιοφυία! Δ.Σ.
Ο John Petrucci είναι ο άνθρωπος που έχει επηρεάσει όσο κανένας άλλος κιθαρίστας το progressive metal των τελευταίων 30 ετών. Η τεχνική του τον τοποθετεί στην κορυφή, αλλά η αίσθηση της μελωδίας και οι συνθέσεις του, τον κάνουν ακόμα πιο σπουδαίο. Πάντα είχε μια «κλινική» προσέγγιση στο πώς μελετούσε κιθάρα (μόνο με μετρονόμο, όπως και το είδωλό του, ο Steve Morse) και για πολλά χρόνια, μετά από κάθε του συναυλία ανέλυε τί πήγε καλά και τί όχι, πώς αυτό επηρέαζε το παίξιμό του και τι θα μπορούσε να έχει βελτιώσει. Παρόλα αυτά, ο Petrucci, επειδή εξακολουθεί να είναι metalhead που άκουσε Yes και Rush – και όχι το ανάποδο!- έχει κερδίσει την εκτίμηση και των παραδοσιακών metal οπαδών και καταφέρνει πάντα ν’ ακούγεται γήινος και ειδικά το παίξιμό του στα πιο αργά κομμάτια των Dream Theater να χαρακτηρίζεται από έντονη εκφραστικότητα και συναίσθημα. Δ.Σ.
Ο Marty Friedman είναι σήμερα ένας αναγνωρισμένος κιθαρίστας, συνθέτης και παραγωγός. Από τους πιο πετυχημένους και διάσημους shredders. Την καριέρα του την απογείωσε η συμμετοχή του και η προφορά του στους Megadeth, στους οποίους συμμετείχε και έλαβε μέρος στα καλύτερα τους άλμπουμ. Εκθαμβωτικός κιθαρίστας, υπέροχος συνθέτης και τέρας τεχνικής μας χάρισε μαζί με τον Mustaine στιγμές κιθαριστικής έκστασης! Τον μάθαμε παρέα με τον Jason Becker στους Cacophony
και τα δύο άλμπουμ που έκαναν παρέα, Speed Metal Symphony(1987) και Go Off την επόμενη χρονιά, δύο άλμπουμ «δύσκολα» για εμάς τους απλούς ακροατές. To Dragon’s kiss(1988) έδειξε μια πιο μελωδική προσέγγιση και ανέδειξε ένα μείγμα neoclassical ύφους και πλούσιων αναφορών σε ανατολίτικές κλίμακες. Μετά ήρθε η απογείωση με τους Megadeth, όπου κάθε άλμπουμ μαζί τους ήταν και μια καθαριστική αποκάλυψη μέχρι και το 2000 όπου οι δρόμοι τους χώρισαν. Ενδιάμεσα είχε κυκλοφορήσει ακόμα τρία προσωπικά άλμπουμ! Μετακόμισε μόνιμα στην Ιαπωνία όπου εκτός από τα
προσωπικά άλμπουμ που συνεχίζει να κυκλοφορεί, έγινε δημοφιλής και ως τηλεοπτικός παρουσιαστής σε παιχνίδια αλλά και σε μουσικές εκπομπές. Από το 2003 μέχρι και σήμερα έχει κυκλοφορήσει ακόμα επτά προσωπικά άλμπουμ με κορυφαίο νομίζω το Loudspeaker(2006), αλλά σε όλα η μουσική του είναι αρκετά προσιτή στον μέσο ακροατή. Πιστεύω ότι οι πιο συναρπαστικές στιγμές του βρίσκονται στα Tornado of Souls, Hangar 18, Lucretia από τα χρόνια του στους Megadeth αν και ήταν τόσο συναρπαστικός που ότι και να έκαναν μαζί ήταν τόσο καλό… Αν θέλετε μια πρόταση από τα
προσωπικά του άλμπουμ, απολαύστε τα Valley of Eternity από το Dragon’s Kiss, Devil Take Tomorrow από το υπέροχο Loudspeaker και Late September από το ξεχασμένο True Obsessions(1996). Δημ. Σειρ.
Μαζί με τον Marty Friedman ο Vinnie Moore είναι ο πιο αγαπημένος μου shredder! Μετρημένος, μελωδικός, προσιτός, ταπεινός, μας έχει δώσει πανέμορφα instrumental άλμπουμ και σε όποια μπάντα έχει συμμετάσχει έχει δώσει αυτό το κάτι «παραπάνω». Πάντα μου άρεσε η απλότητα του στον ήχο του, το όχι τόσο πολύ πολύπλοκο, τραχύ και γρήγορο παίξιμο που έχει και η επιμονή του στην μελωδία. Ξεκίνησε και αυτός από την Shrapnel του Mike Varney και ήταν από τους ηγέτες αυτού του τρομερού κύματος καθαριστών που κυκλοφορήσαν μια σειρά από instrumental άλμπουμ. Τα δύο πρώτα του άλμπουμ Mind’s eye(1986) και Time Odyssey(1988), είναι επιτομές ανάμεσα στην μελωδία και το βιρτουόζικο καθαριστικό παίξιμο. Αλλά ο Vinnie Moore δεν ήταν ατομικός παίχτης. Πριν το πρώτο του άλμπουμ πέρασε από τους Vicious Rumors και συμμετείχε και στην μπάντα του Alice Cooper στα χρόνια του Hey Stoopid. Κυκλοφόρησε έξι προσωπικά άλμπουμ και μετά το Defying Gravity(2001), κάνει την έκπληξη και εντάσσεται σε μια μπάντα που δύσκολα θα το περίμενε κανείς. Μπαίνει στους U.F.O. και μαζί ξεκινούν μια νέα καριέρα με μια σειρά από νέες δουλείες και περιοδείες σε όλο τον κόσμο. Είχαμε την χαρά να τους δούμε και στα μέρη μας! Μάλιστα το 2022, ήταν να κλείσουν στην Ελλάδα με δύο τελευταίες συναυλίες την καριέρα τους, αλλά δυστυχώς αυτές οι συναυλίες ακυρώθηκαν τελικά. Έτσι η τελευταία φορά που είδαμε τον Vinnie Moore με τους U.F.O. στην χώρα μας ήταν στο Fuzz, 16 Απριλίου 2010 και την επομένη στη Θεσσαλονίκη στο Block 33 όταν έκαναν την περιοδεία για Visitor. Το όνομα του αναγράφεται σε έξι άλμπουμ των U.F.O. τα οποία και λογικά δεν είναι στα κλασσικά τους, αλλά όλα είχαν την γοητεία του. Δημιουργικός πάντα, τα τελευταία χρόνια, κυκλοφορεί ξανά προσωπικές δουλειές και παραμένει ένα σοφός, εκλεκτικός και ταπεινός μουσικός που απολαμβάνει όμως καθολικό σεβασμό και αναγνώριση! Θεωρώ κορυφαίο έπος το Prelude/Into the Future από το Time odyssey και από εκεί και πέρα δοκιμάστε τα Hero without honor και Daydream από το πρώτο του άλμπουμ, όπως και το καταπληκτικό Cinema από το Soul Shifter(2019). Δημ. Σειρ.
Η Great Kat, (Katherine Thomas), είναι σίγουρα από τις πλέον αμφιλεγόμενες φιγούρες στον κόσμο της μουσικής, γνωστή για την εξαιρετική της δεξιοτεχνία τόσο στην κιθάρα όσο και στο βιολί. Μπορεί να έχει μείνει στην συνείδηση μας ως μια υπερβολική και αστεία, ίσως, φιγούρα, ποιος μπορεί όμως να μας αδικήσει για αυτή την άποψη; Αλλά από εκεί και πέρα, τις μουσικές της ικανότητες και δεξιότητες δεν τις αμφισβήτησε ποτέ κανείς. Ναι, είναι τρομερά δύσκολο και ψυχοφθόρο να κάτσει κάποιος να ακούσει τα άλμπουμ της, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που της βγάζουν το καπέλο για αυτά που έχει κάνει, τουλάχιστον από τεχνικής άποψης. Αρχικά σπούδασε και διέπρεψε στο Julliard Music School, βιολί, όπου και κέρδισε πολλές διακρίσεις, αλλά έκανε καριέρα ως shredder κιθαρίστρια. Αυτή η απόφαση ήταν αποτέλεσμα της επιθυμίας της να φέρει την κλασική μουσική σε ένα ευρύτερο κοινό, συνδυάζοντάς την με την ενέργεια και την επιθετικότητα του heavy metal. Υιοθέτησε το καλλιτεχνικό όνομα The Great Kat, και δημιούργησε μια υπερβολική και σοκαριστική περσόνα τύπου dominatrix, με δέρμα, καρφιά και μια σκληρή, αυταρχική στάση, τόσο υπερβολική που επί της ουσίας κανείς ποτέ δεν την έλαβε στα σοβαρά. Αναφέρεται στον εαυτό της ως η "Ενσάρκωση του Μπετόβεν", ισχυριζόμενη μια πνευματική και καλλιτεχνική σύνδεση με τον μεγάλο συνθέτη. Η μουσική της είναι ένας συνδυασμός κλασικών συνθέσεων και speed metal, ένα είδος που αποκαλεί η ίδια "shred classical. Από την άλλη όμως, αναγνωρίζεται ως μία από τις ταχύτερες κιθαρίστριες στον κόσμο, έχει λάβει αμέτρητες διακρίσεις, και ορισμένα περιοδικά, όπως το Guitar One, να την κατατάσσουν ανάμεσα στους 10 πιο γρήγορους shredders όλων των εποχών! Η ικανότητά της να παίζει και την κιθάρα και το βιολί σε τόσο υψηλές ταχύτητες είναι πραγματικά ανεπανάληπτη! Μπορείτε να τεστάρετε την αντοχή των νεύρων σας ακούγοντας το Beethoven on Speed ή το Worship Me or Die!(1987). Δημ. Σειρ.
Το όνομα του θρύλος. Η δεξιοτεχνία του απαράμιλλη και η τεχνική του εκθαμβωτική. Ο χαρακτήρας του αμφιλεγόμενος. O Σουηδός ιππότης της εξάχορδης θεάς, ο γνήσιος Βίκινγκ shredder, είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά κεφάλαια στην ιστορία της ηλεκτρικής κιθάρας, αφού, από τότε που τον ανακάλυψε ο οραματιστής Mike Varney, της ιστορικής Shrapnel Records, το παίξιμο στο συγκεκριμένο όργανο άλλαξε δια παντός. Φυσικά μιλάμε για τον Yngwie Malmsteen και ό,τι και να του καταλογίζουν κατά καιρούς, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την επιδραστικότητα του και, φυσικά, την αίσθηση που προκάλεσε όταν πρωτοεμφανίστηκε στην δισκογραφία. Επηρεασμένος από τον Ritchie Blackmore και τον Uli Jon Roth, αλλά και από κλασικούς μουσικούς όπως ο Paganini και ο Bach, ο Malmsteen ανέπτυξε ένα μοναδικό στυλ που συνδύαζε την κλασική μουσική, την μεταλλική βαρύτητα και την αξεπέραστη ταχύτητα με την οποία ανεβοκατέβαινε την ταστιέρα για πλάκα. Κάπως έτσι έγινε διάσημος στις αρχές των 80s με τους Steeler και τους Alcatrazz, μέχρι που αποφάσισε να ακολουθήσει προσωπική καριέρα και να βγάλει τα δικά του αριστουργήματα μέχρι της αρχές της επόμενης δεκαετίας, όταν οι τάσεις της μουσικής βιομηχανίας άλλαξαν και τον έβαλαν στον πάγο. Δεν πειράζει, δεν είναι όλα για όλους. Ο Malmsteen επαναπροσδιόρισε την metal κιθάρα, τόσο με την προσφορά του σε αυτό που αποκαλούμε neoclassical metal όσο και με το παροιμιωδώς εντυπωσιακό παίξιμο του και αυτό είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, καταφέρνοντας στην πορεία να αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στη μουσική σκηνή και πλειάδα μιμητών, αναγνωρισμένος ως ένας από τους σπουδαιότερους κιθαρίστες όλων των εποχών. More is More! Κ.Τ.
Ο Αμερικάνος Jason Becker ήταν μία κιθαριστική διάνοια και ένας τρομερά ταλαντούχος νέος μουσικός. Ήδη από μικρός είχε κάνει πάταγο στην πόλη του επιδεικνύοντας την άψογη τεχνική του. Σύντομα η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της και μόλις στα 16 του ξεκίνησε με το τον γνωστό και μη εξαιρετέο Marty Friedman, τους Cacophony, ένα shred σχήμα που κυκλοφόρησε δύο τεχνικότατα άλμπουμ, τα Speed Metal Symphony(1987) και Go Off! (1988). Από εκεί, η φήμη του μεγάλωσε τόσο πολύ που άρχισε να εμφανίζεται ως το νέο μεγάλο όνομα στον χώρο της ηλεκτρικής κιθάρας, φιγουράροντας σε εξώφυλλα περιοδικών, κλείνοντας συμφωνίες με εταιρείες και κυκλοφορώντας το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, Perpetual Burn(1989). Το παίξιμο του, επηρεασμένο τόσο από την κλασική μουσική αλλά και χρησιμοποιώντας fusion στοιχεία, τράβηξε την προσοχή του David Lee Roth, που έχρισε αντικαταστάτη του Steve Vai για το A Little AIn’t Enough(1991). Ωστόσο, η μοίρα θα του έπαιζε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. Νιώθοντας μυοσκελετικές ενοχλήσεις, το έψαξε και τελικά διαγνώσθηκε με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση, μία εκφυλιστική διαταραχή του νευρικού συστήματος, που δεν έχει γνωστή θεραπεία και μοιραία οδηγεί στον θάνατο. Όλα έδειχναν πως το τέλος είχε έρθει πρόωρα για τον 22χρονο βιρτουόζο. Ωστόσο, ο Becker δεν εγκατέλειψε την μάχη. Αφού σταθεροποιήθηκε η κατάσταση του, συνέχισε να συνθέτει μουσική, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα επικοινωνίας που αναπτύχθηκε από τον πατέρα του, καθώς και υπολογιστές με ειδικό software.
Το άλμπουμ του Perspective (1995) έγινε το πρώτο άλμπουμ πάσχοντα από την εν λόγω ασθένεια. Η ζωή του Jason Becker είναι μία ιστορία για την ανθρώπινη ανθεκτικότητα, την ελπίδα και την δύναμη της μουσικής. Προτείνεται ανεπιφύλακτα το σχετικό ντοκιμαντέρ Not Dead Yet (2012), που περιγράφει ενδελεχώς την ζωή και την καριέρα του μεγάλου αυτού κιθαρίστα και ανθρώπου. Κ.Τ.
Πολύ καλός κιθαρίστας ο Eric Johnson, έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό χάρη στη συμμετοχή του στο άλμπουμ G3: Live in Concert (1997) με τους Joe Satriani και Steve Vai αν και ο ίδιος δισκογραφούσε από το 1986. Ο Johnson έγινε γνωστός χάρη στις δεξιότητά του στη ηλεκτρική κιθάρα αλλά και στην ακουστική και στην lap steel. Παίζει ακόμα μπάσο πιάνο και τραγουδάει. Πραγματικό ταλέντο. Τελευταίο άλμπουμ του το The Book of Making / Yesterday Meets Today (2022) αλλά θα σας πρότεινα να ακούγατε το Ah Via Musicom (1990). Α.Ρ.
Εγώ το έχω γράψει ουκ ολίγες φορές. ΔΕΝ πάει καλά ο ψηλολέλεκας αυτός... γυαλίζει το μάτι του! Αυτός ρε συ έχει παραμείνει δεκατριών χρονών. Απλά η αντικειμενική ηλικία του δέρματός του εξαφάνισε την ακμή και τα σπυράκια! Όμως αυτό ακριβώς τον κάνει τον Paul Gilbert ξεχωριστό ανάμεσα σε εκατοντάδες επώνυμους shredders.
Όπου κι αν έδρασε τούτος ο αχαλίνωτος παικταράς, από τους “ακροβατικούς” Racer X έως τους πλατινένιους Mr. Big, μα και στη δική του προσωπική δισκογραφία, ο συνομίλικος μου έδεσε την κιθάρα του κόμπο ναυτικό, έτσι, για πλάκα. Και τούτο μάλιστα, με ένα διαρκές μειδίαμα (για τους απανταχού συναδέλφους του εκνευριστικό, αφού για να παίξουν αυτά που παίζει...ιδρώνουν!) που θυμίζει την αντίστοιχη ευκολία του ανυπέρβλητου Eddie Van Halen. Όσο για την προσωπικότητά του, η κατ’ ιδίαν συνέντευξη μας το 2008 στα παρασκήνια του ιστορικού AN Club με τούτο τον ταπεινό γίγα, με ήθελε να νιώθω πως μιλώ με έναν φίλο μου καλό που κουβαλά την ίδια παράφορη τρέλα για τη Μουσική!… Από τα όσα μας προσέφερε ως τώρα ως σόλο καλλιτέχνης θα πρότεινα για ακρόαση τα King of Clubs (1998), Alligator Farm (2000), Silence Followed by a Deafening Roar (2006), Vibrato (2012) και Behold Electric Guitar (2019). To ντεμπούτο των Racer X, Street Lethal (1986) είναι must have μα και το “Second Heat” (1987) δεν πάει πίσω. Τέλος από τους εμπορικότατους Mr. Big, το ντεμπόυτο τους, που φαντάζομαι ήδη το έχεις και το Lean into it.Χ.Κ.
Eric Johnson/Paul Gilbert/Tony McAlpine |
Επιτρεψέ μου εδώ να ξεκινήσω με μια ομολογία. Τούτο το μοναδικό στα ιστορικά της “σκληρής” μουσικής φαινόμενο (διότι περί αυτού πρόκειται!) το “συνάντησα” προσωπικά ως έναν απαράμιλλο και ευφάνταστο πληκτρά στον πρώτο προσωπικό δίσκου του έτερου γίγα Vinnie Moore, το μνημειώδες Mind’s Eye (1986). Κουνούσα το κεφάλι μου πέρα-δώθε με την ανυπέρβλητη τεχνική του πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα παραλληλίζοντας τον με τον Franz Liszt.
Φαντάζεσαι τι κοκομπλόκο έπαθα λοιπόν όταν την ίδια χρονιά απέκτησα το Edge of Insanity για να ανακαλύψω πως, πέρα από κορυφαίος πιανίστας, ήταν ένας χαρισματικός ηλεκτρικός κιθαρίστας που συνάμα έγραφε και καταπληκτικές ορχηστρικές συνθέσεις! Για να μάθω αργότερα πως εξίσου ταλαντούχος είναι και στο βιολί… Με άλλα λόγια, όταν ο Θεός μοίραζε χαρίσματα, εμείς κρατούσαμε ομπρέλα και ο Tony Macalpine κοιμόταν ανάσκελα...γυμνός!!! Με την Ακαδημαϊκή του κλασική παιδεία να τον χαρακτηρίζει εξαρχής, τούτος ο κάποτε πανέμορφος μιγάς ήταν μαζί με τους διδασκάλους Ritchie Blackmore & Uli Jon Roth και τον Yngwie Malmsteen οι ήρωες της ηλεκτρικής εξάχορδης Θεάς που μπόλιασαν την βαρυμεταλλική μουσική με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κλασικής Μουσικής, όπως αυτή άνθισε από το 1.400 και μετά. Στις face-to-face συνεντεύξεις μας το 2005 και το 2006 ο ξυρισμένος πλέον Αμερικανός απέδειξε πως πέρα από μουσικάρα, είναι και ευγενέστατο πλάσμα. Για τα δικά μου γούστα, δεν υπάρχει “μέτριο” κύημα του Tony. Όμως αν πρέπει να επιλέξω με το ζόρι προτεινόμενες δουλειές του, πάρε με κλειστά τα μάτια το προαναφερθέν ντεμπούτο του όπως και το “Maximum Security” (1987). Όμως μην σταματήσεις εκεί! Ψάξου και στα όσα έκανε απαστράπτοντας σε jazz fusion χωράφια όπως με τους C.A.B. και τους Planet X. Χ.Κ.
Είχα την τύχη να δω τον Gus Trax να παίζει κιθάρα οριακά ενήλικο, νομίζω, και χωρίς είναι ακόμα σε κάποιο συγκρότημα και μάζευα τα σαγόνια μου από το πάτωμα. Θεωρούσα αδιανόητο, ότι είχα βρει κάποιον συμπατριώτη μας, να παίζει σαν τον Jason Becker σε τόσο νεαρή ηλικία. Η πορεία του, δικαίωσε πρώτα απ’ όλα τον ίδιο τον Κώστα, που παρότι από την επαρχία (Λάρισα), το εκπληκτικό του ταλέντο, δεν τον εμπόδισε να παίξει τελικά στους thrashers Ssuicidal Angels, κάνοντας κανονική διεθνή καριέρα και δημιουργώντας μερικούς από τους αγαπημένους μου δίσκους της ελληνικής σκηνής, με τους πιο power/progressive Blake Fate και Sunburst. Δεν φοβάται να πειραματιστεί, να δοκιμάσει πράγματα κι αυτό είναι ίδιον μεγάλων παιχτών, που έχουν εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και παραμένει πολύ χαμηλών τόνων άνθρωπος, όπως όταν ξεκινούσε (κάτι που για εμάς που ασχολούμαστε επαγγελματικά με το χώρο, είναι εξίσου σημαντικό). Θεωρώ ότι είναι άνετα από τους καλύτερους Έλληνες παίχτες στο χώρο και μπορεί να κάνει και ακόμα μεγαλύτερη καριέρα με το work ethic που έχει. Σ.Φ
Δε νομίζω ότι έχω να πω πολλά για τον Κώστα Καραμητρούδη, έναν μουσικό που στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ακούγαμε ότι υπάρχει στην Καλαμαριά ένας κιθαρίστας που σε λίγο όλος ο κόσμος θα μιλά γι’ αυτόν. Μας συστήθηκε με το Children of the night των Dream Evil και συνέχισε για να κατακτήσει τον κόσμο. Και μόνο το γεγονός ότι υπήρξε για αρκετά χρόνια κιθαρίστας στη σόλο μπάντα του Ozzy Osbourne, αρκεί για να βάλω μία τελεία και να πούμε «μόκο» σε όλους τους υπόλοιπους, καθώς, μιλάμε για την πιο «υψηλού κύρους» θέση κιθαρίστα σε ολόκληρη τη heavy metal σκηνή. Στο χαλαρό όμως. Και την πήρε ο Κώστας με το σπαθί του. Αν δεν συναναστραφείς με ξένους μουσικούς ή δημοσιογράφους, δεν μπορείς να αντιληφθείς σε πόσο μεγάλη εκτίμηση τον έχουν ΟΛΟΙ, για όσα έχει πετύχει και συνεχίζει να πετυχαίνει στην καριέρα του με τους Firewind και ως σόλο καλλιτέχνες, πλέον. Ποιος είμαι εγώ να μιλήσω για την τεχνική του, τα σόλο ή τις μελωδίες του; Εγώ το μόνο που μου μένει να κάνω, είναι κάθε φορά που παίζει, να τον θαυμάζω μέσα από το κοινό και να νιώθω περήφανος για όσα έχει πετύχει. Βρείτε μου έναν κιθαρίστα που να μπορεί να στέκεται με τόση αυτοπεποίθηση στο σανίδι κι ελάτε να το ξανασυζητήσουμε. Σ.Φ.
Την άλλη Κυριακή: 42 κλασικά Progressive Άλμπουμ που ΠΡΕΠΕΙ να έχεις στη δισκοθήκη σου!
Χαχαχαχα, έγραψαν οι μισοί μεγάλο πατέρας
ΑπάντησηΔιαγραφή