JUDAS PRIEST – FIREPOWER (2018) ΑΡΧΗΓΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 

Λίγο πριν το 2018, κανείς δεν περίμενε κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό από τους Judas Priest. Η μπάντα βρισκόταν σε μια φάση εσωτερικής αναδόμησης αφού, από τη μία, ο ένας κιθαρίστας τους, Κ.Κ. Downing, είχε αποχωρήσει από το σχήμα (από το 2011) και είχε αντικατασταθεί από τον Ritchie Faulkner - που προσπαθούσε ακόμα να βρει τα πατήματά του - και από την άλλη, ο έτερος κιθαρίστας τους, Glen Tipton, άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα της νόσου του Parkinson, κάτι που σήμαινε πως και αυτός, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να αντικατασταθεί. Όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, η τελευταία τους κυκλοφορία, Redeemer of Souls (2014), ήταν ένα αρκετά καλό άλμπουμ που κατάφερε να απορροφήσει έως ένα βαθμό τους όποιους «κραδασμούς» τού Priest οικοδομήματος, αλλά παρόλα αυτά το μέλλον του σχήματος φάνταζε ακόμα αβέβαιο.
Γι’ αυτό και όταν το 2018 κυκλοφόρησε το νέο τους άλμπουμ, Firepower, η πλειοψηφία του metal κόσμου έμεινε έκπληκτη αφού κανείς δεν περίμενε τέτοια ποιοτική δουλειά και μάλιστα από ένα συγκρότημα στη δύση της καριέρας του. Πραγματικά, το άλμπουμ είναι εντυπωσιακό και αν κάποιος δεν γνωρίζει τους Priest και το ακούσει, δύσκολα θα πιστέψει ότι γράφτηκε από ένα σχήμα που μετράει μισό, σχεδόν, αιώνα ζωής. Η αίσθηση που δημιουργεί είναι παραπλήσια αυτής που δημιούργησε το Painkiller, όταν το 1990 έπιασε εξαπίνης τους metal οπαδούς που δεν περίμεναν με τίποτα τέτοια κυκλοφορία, όταν μάλιστα είχαν προηγηθεί και τότε κάποια χρόνια αμφισβήτησης προς το συγκρότημα.
Και μια που αναφέρθηκε το Painkiller, το Firepower θα μπορούσε άνετα να αποτελεί την φυσική του συνέχεια. Ξεχειλίζει από δύναμη, ενέργεια, ένταση και πώρωση και παρουσιάζει ένα σχήμα εντελώς αναγεννημένο, με τα μέλη του να βρίσκονται σε εκπληκτική φόρμα. Ο «νέος» κιθαρίστας, Ritchie Faulkner, έχει δέσει πλέον με τη μπάντα και κυρίως με τον Glen Tipton και δημιουργούν ένα δυνατό κιθαριστικό δίδυμο που σε κάνει να ξεχάσεις την αποχώρηση του εμβληματικού κιθαρίστα K.K. Downing, ο μπασίστας Ian Hill είναι η κλασική ήρεμη δύναμη των Priest, ενώ ο Scott Travis εξακολουθεί να αποδίδει λυσσαλέα στα τύμπανα. Όσο για τον Metal God, Halford, είναι άψογος και η απόδοση θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της συνολικής του καριέρας. Γενικά , το Firepower έχει πολύ καλή και σφιχτοδεμένη παραγωγή, η οποία πρέπει να πιστωθεί στον «κλασικό» τους παραγωγό, Tom Allom, που επέστρεψε στην κονσόλα για πρώτη φορά μετά το Ram it Down (1988), αλλά και στον έτερο παραγωγό και μηχανικό ήχου, Andy Sneap, ο οποίος έχει συνεισφέρει και στη σύνθεση των κομματιών αλλά και στις κιθάρες, βοηθώντας τον Glen Tipton που, όπως προαναφέρθηκε, είχε αρχίσει να έχει πρόβλημα στο παίξιμό του λόγω του Parkinson.
To άλμπουμ έχει συνολική διάρκεια 58 λεπτά και περιλαμβάνει 14 τραγούδια με μέσο όρο διάρκειας τα 4,5 λεπτά, γεγονός που βοηθάει στο να ακούγεται ολόκληρος ο δίσκος ευχάριστα και χωρίς να κουράζει. Ο βασικός όμως παράγοντας που κάνει την ακρόαση του άλμπουμ μοναδική εμπειρία είναι η ποιότητα των τραγουδιών. Όλα τους είναι εξαιρετικά, με εξαίρεση 1 – 2, που κι αυτά δεν είναι για πέταμα, αλλά απλώς καλά.


Το ξεκίνημα γίνεται με το ομώνυμο κομμάτι, που δημιουργεί το πρώτο σοκ με τον καταιγιστικό ρυθμό και το στυλ του, θυμίζοντας και λίγο το ύφος του Painkiller. Πραγματική «δύναμη πυρός», βάζει τον ακροατή άμεσα στο κλίμα του άλμπουμ και κάνει φανερό ότι η συνέχεια θα είναι το ίδιο εντυπωσιακή. Και όντως, ακολουθούν το «εμβατηριακό» Lightning Strikes, με τις εκπληκτικές κιθαριστικές μελωδίες και το ισοπεδωτικό Evil Never Dies. Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια μικρή ανάσα και την παίρνουμε με το μεσαίας ταχύτητας και ατμοσφαιρικό Never the Heroes.
Επιστροφή στην πώρωση με το Necromancer, που μαζί με το Flamethrower, δυο τραγούδια μετά – έχουν λίγο πιο «μοντέρνο» στυλ , πλησιάζοντας το ύφος των Fight – της πρώτης προσωπικής μπάντας του Halford – αλλά ακόμα περισσότερο το ύφος των Halford, του δεύτερου προσωπικού σχήματος του Rob. Δυνατά κομμάτια, φανταστικής θεματολογίας και ιδιαίτερα αιχμηρά, που θα μπορούσαν άνετα να βρίσκονται είτε στο Resurrection είτε στο Crucible, τις δύο καταπληκτικές δουλειές των Halford. Μεταξύ των Necromancer και Flamethrower, μεσολαβούν το Sabbath-ικό, doomy, Children of the Sun και μια από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου , το Rising from Ruin (με την ενός λεπτού instrumental εισαγωγή του, Guardians), μια επική και επιβλητική σύνθεση μεσαίας ταχύτητας που δημιουργεί ένα σκοτεινό και δυσοίωνο συναίσθημα.


Από τα πέντε τραγούδια που μένουν, πολύ καλά είναι το Traitor’s gate, που βγάζει την πώρωση των Firepower και Lightning strikes και το No Surrender με τον εντυπωσιακό ρυθμό και το κολλητικό του ρεφραίν. Για το τελευταίο, μάλιστα , έχει κυκλοφορήσει και βίντεο. Σε αυτή την τελευταία ομάδα βρίσκουμε και τα δυο λιγότερο καλά (θα αποφύγω τον όρο μέτρια) κομμάτια του άλμπουμ, το Spectre, αργό και Sabbath-ικού στυλ κι’ αυτό και το Lone Wolf, ένα σχεδόν stoner metal τραγούδι που τόσο η μελωδία και τα σόλο του όσο και ο τρόπος που τραγουδάει ο Halford θυμίζουν Metallica εποχής Load/Re-load. Τέλος, ο δίσκος κλείνει με την πολύ καλή μπαλάντα Sea of Red, η οποία αναφέρεται στους στρατιώτες που θυσιάστηκαν σε διάφορους πολέμους.
Με το εντυπωσιακό Firepower, οι Judas Priest διέλυσαν τα όποια σύννεφα αμφισβήτησης είχαν συγκεντρωθεί από πάνω τους, αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον του metal κόσμου γι’ αυτούς και απέδειξαν ότι παραμένουν Metal Gods. Παρότι κυκλοφόρησε από μια μπάντα στο τέλος, σχεδόν, της καριέρας της, το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν είναι μια τυπική κυκλοφορία, μια αφορμή για να βγει το συγκρότημα σε περιοδεία αλλά έχει ουσιαστική αξία γιατί περιλαμβάνει πάρα πολύ καλά τραγούδια, ικανά να μείνουν κλασικά στο μέλλον.
Παράλληλα, παρουσιάζει ένα σχήμα σε καταπληκτική φόρμα και με θέληση να προσφέρει ακόμα στο metal, δείχνοντας στις νεώτερες μπάντες πώς «παίζεται η σωστή μπάλα». Εν κατακλείδι, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το Firepower κερδίζει άνετα μια θέση μεταξύ των καλύτερων άλμπουμ της συνολικής καριέρας των Judas Priest και μπορεί άνετα «να κοιτάξει στα μάτια» και να κοντράρει κλασικά άλμπουμ του σχήματος




ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

Το Firepower δεν αποδείχτηκε πυροτέχνημα, και οι Judas Priest, έξι χρόνια μετά, το 2024, ακολουθώντας την ίδια συνταγή, κυκλοφόρησαν την αλμπουμάρα Invincible Shield, δίνοντάς μας για ακόμη μια φορά τα μυαλά στο πιάτο!


ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

2/10/24

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου