Οι No Man’s Land δημιουργήθηκαν το 1985. Το όνομα το πήραμε από τον τίτλο ενός τραγουδιού του Syd Barrett και η αρχική σύνθεσή της μπάντας ήταν ο Δημήτρης Μαυροδήμος στην κιθάρα και τη φωνή, η Εύη Χασαπίδου – Watson στη φωνή, ο Γιώργος Παπαγεωργιάδης στο μπάσο, ο Γιώργος Νίκας στα ντραμς κι εγώ κιθάρα και φωνή. Ξεκινήσαμε πρόβες και στη συνέχεια ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα και στην επαρχία, στην αρχή με πολλές διασκευές και μόνο λίγα δικά μας κομμάτια. Αργότερα ο Δημήτρης αποχώρησε και στη θέση του ήρθε ο Άγις Γράβαρης στα πλήκτρα. Τα live άρχισαν να αυξάνονται, αρχίσαμε να γράφουμε περισσότερα κομμάτια, ώσπου κάποια στιγμή είχαμε έτοιμο υλικό για άλμπουμ. Πριν φτάσουμε στο σημείο αυτό ωστόσο, είχαν συμβεί δύο πράγματα καθοριστικά για την μετέπειτα πορεία του γκρουπ: πρώτον, τα μουσικά μας ακούσματα είχαν αρχίσει να εστιάζουν σε συγκροτήματα της αμερικάνικης ανεξάρτητης σκηνής των μέσων της δεκαετίας του ’80, που τη μουσική τους οι κριτικοί περιέγραφαν με όρους όπως –«νεοψυχεδέλεια», «αναβίωση 60s», «paisley underground» κτλ. Τέτοιες μπάντες ήταν οι Rain Parade, Dream Syndicate, Green on Red, Long Ryders, Thin White Rope και οι R.E.M. στα πρώτα τους άλμπουμ. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ελληνικά γκρουπ τότε, κανένα από τα μέλη των No Man’s Land δεν είχε ιδιαίτερη τρέλα με την αντίστοιχη αγγλική σκηνή της εποχής (New Wave, Goth, Post-punk) - παρόλο που μας άρεσαν κάποιες συγκεκριμένες αγγλικές μπάντες όπως οι Magazine, The Sound, Joy Division, Stranglers. Ούτε και είχαμε περάσει τη φάση του πανκ (εντάξει, κάποιοι από εμάς ίσως είχαν περάσει, αλλά δεν είχαν κολλήσει.) Βέβαια, το πανκ κίνημα δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει με κάποιον τρόπο οποιονδήποτε είχε επίγνωση της μουσικής πραγματικότητας της εποχής εκείνης. Εμείς ενσωματώναμε κάποια – ας πούμε – πανκ στοιχεία στο παίξιμό μας, με τον ίδιο τρόπο που ενσωματώναμε το μπλουζ ή τη σόουλ που ακούγαμε. Γενικά, θεωρώ πως στο ζήτημα αυτό ήμασταν τυχεροί, γιατί κανείς από εμάς δεν ήταν «κολλημένος» με κάποιον ήχο ή κάποιο στιλ, αντίθετα ήμασταν όλοι ανοιχτοί σε ό, τι μας συγκινούσε, ανεξάρτητα από μόδες και ταμπέλες. Επιδιώκαμε – ίσως και ασυνείδητα – μια σύνθεση διαφόρων ιδιωμάτων, ένα αμάλγαμα που δεν ήταν εύκολο να κατηγοριοποιηθεί. Πάντως σίγουρα δεν καθίσαμε ποτέ να πούμε «λοιπόν, θα παίξουμε αυτό ή εκείνο το είδος». Απλά χρησιμοποιούσαμε αυτά που είχαμε, μουσικές δυνατότητες, προτιμήσεις, ακούσματα, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε κάτι που να μας αρέσει.
Οι άμεσα ανιχνεύσιμες επιρροές στο πρώτο μας άλμπουμ ας πούμε είναι σίγουρα η ψυχεδέλεια, το μπλουζ – ροκ και η σόουλ. Ανακαλύπτοντας λοιπόν τα προαναφερθέντα αμερικανικά γκρουπ είδαμε ότι υπήρχε και κάτι άλλο σύγχρονο, κάτι διαφορετικό, που ξέφευγε από τη σχετική μονοτονία του New Wave. Μας άρεσε εκείνος ο συνδυασμός του «παλιοροκάδικου», του classic rock ας πούμε, με έναν πιο φρέσκο, πιο ακατέργαστο ήχο – βέβαια, πολλοί θιασώτες της βρετανικής σκηνής της εποχής απέρριπταν τη συγκεκριμένη αντίστοιχη αμερικάνικη, θεωρώντας ότι αυτά που έπαιζαν τα γκρουπ εκείνα δεν ήταν παρά «αναμασήματα» παλαιότερων μουσικών ιδιωμάτων.
Το δεύτερο γεγονός που έδωσε ώθηση στο γκρουπ ήταν η φιλία μας με το Νίκο Κοντογούρη, το μουσικό δημοσιογράφο, δεινό γνώστη της μουσικής (ιδιαίτερα των 60s) και ιδιοκτήτη του θρυλικού δισκάδικου Art Nouveau στα Εξάρχεια. Εκείνος ήταν που μας μύησε σε κάποια παλαιότερα και εν πολλοίς άγνωστα ψυχεδελικά γκρουπ της δεκαετίας του 60 και του 70, γράφοντάς μας κασέτες με επιλεγμένα κομμάτια, κάποια από τα οποία διασκευάζαμε για τα λάιβ μας. Επίσης μας βοήθησε φέρνοντας μας σε επαφή με ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και διοργανωτές συναυλιών. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως τότε, από τις αρχές ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, υπήρξε μια έκρηξη στην ελληνική ανεξάρτητη σκηνή, με μπάντες, μπαρ και «λαϊβάδικα» (στα Εξάρχεια και στο κέντρο της Αθήνας κυρίως, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές άλλες πόλεις), ανεξάρτητες δισκογραφικές (Pegasus, Creep, Wipe Out, Hitch-Hyke κ.α.) αλλά και πολλά καλά μουσικά φανζίν. Μπορεί μουσική βιομηχανία να μην υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα (τουλάχιστον για το ροκ), αλλά η εποχή εκείνη ήταν πραγματικά μοναδική, καθώς γίνονταν πολλά λάιβ, μικρά και μεγάλα, έβγαιναν δίσκοι, γράφονταν διαρκώς πράγματα σε εφημερίδες και περιοδικά - μουσικά και όχι μόνο.
Το πανκ στην Ελλάδα είχε «σκάσει» γύρω στις αρχές των 80s, και στη συνέχεια η «σκηνή» εκείνη αναμείχθηκε και επεκτάθηκε, καθώς προστέθηκαν και άλλα συγκροτήματα, που έπαιζαν διαφορετικά πράγματα. Εδώ αξίζει να τονίσουμε – χωρίς ίχνος νοσταλγικής διάθεσης - ότι τότε τα πράγματα ήταν σχεδόν απόλυτα DIY (do it yourself – καν’ το μόνος σου). Υπήρχε ένα πάθος, μια τρέλα από όλους, μπάντες, κοινό, «παράγοντες» και μία αθωότητα που δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα. Για παράδειγμα, τα διάφορα μουσικά υποείδη ή ιδιώματα του ροκ δεν ήταν τόσο αυστηρά περιχαρακωμένα: πολύ συχνά σε φεστιβάλ έβλεπες να παίζουν μαζί συγκροτήματα πανκ, νιου γουέιβ, ροκαμπίλι, γκαράζ, νεοψυχεδελικά (όπως οι NML), και το κοινό ανταποκρινόταν σχεδόν πάντοτε θετικά σε όλα. Αλλά βέβαια μιλάμε για μία «σκηνή» εξαιρετικά περιορισμένη, που δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να επεκταθεί, πόσο μάλλον να γίνει βιομηχανία.
Εμείς συνεχίσαμε να παίζουμε λάιβ όπου και όποτε μπορούσαμε, ώσπου το 1986-87 μας έγινε μία πρόταση να συμμετάσχουμε με δύο κομμάτια σε μία συλλογή με τίτλο Cicadas – An Electric Guide to the Greek Underground που ετοίμαζε η Pegasus Records. Τα υπόλοιπα γκρουπ που συμμετείχαν ήταν οι Vílla 21, Anti Troppau Council, The Mushrooms, Blue Light και Human Grape. Έτσι μπήκαμε στο στούντιο και γράψαμε το δικό μας Blue Train και μία διασκευή του Don’t Run Away, ενός τραγουδιού του καναδικού συγκροτήματος British North American Act από το 1968. (Αυτό το δεύτερο κομμάτι μας το είχε προτείνει ο Κοντογούρης, ήταν ένα από εκείνα που μας είχε γράψει σ’ εκείνες τις κασέτες και επειδή στον περισσότερο κόσμο ήταν εντελώς άγνωστο, το περνούσαν για δικό μας.)
Αφού κυκλοφόρησε η συλλογή, ο Πέτρος Κουτσούμπας μας πρότεινε να ηχογραφήσουμε ένα LP. Ο Πέτρος, μία από τις μορφές και τις «κινητήριες δυνάμεις» της εποχής, ουσιαστικά ήταν η Pegasus Records, καθώς και ιδιοκτήτης του Πήγασου, του ιστορικού λαϊβάδικου, και στη συνέχεια υπεύθυνος άλλων δύο σημαντικότατων σκηνών: του 127 db (που είχε μικρή διάρκεια και άδοξο τέλος - περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω) και του An Club. Μπήκαμε λοιπόν στο Blue Moon Studio του Χρήστου Μανολίτση και γράψαμε το Zalion. Ο τίτλος του άλμπουμ αν θυμάμαι καλά δεν σήμαινε τίποτα, ήταν μια από τις παράξενες ιδέες της Εύης Χασαπίδου.
Κάτι που μας έκανε να ξεχωρίζουμε από τις υπόλοιπες ελληνικές μπάντες της εποχής ήταν τα διπλά φωνητικά, οι διφωνίες ανδρικής – γυναικείας φωνής. Αυτό ακριβώς ήταν και που έκανε πολλούς να λένε και να γράφουν στις κριτικές ότι ήμασταν κάτι σαν «νέοι Jeffeson Airplane». Η παρομοίωση αυτή μας εκνεύριζε – κακώς βέβαια, όπως καταλάβαμε εκ των υστέρων: δυστυχώς, όταν είσαι 20 -22 χρονών θέλεις να σε εκτιμούν γι’ αυτό που είσαι, πιστεύεις ότι οι συγκρίσεις τέτοιου είδους σε υποτιμούν, δεν μπορείς να αντιληφθείς ότι είναι τιμή και καμάρι σου να σε συγκρίνουν με ένα τόσο σπουδαίο συγκρότημα όπως οι Jefferson. Άσε που είναι και μια πρώτης τάξεως διαφήμιση. Αλλά ήμασταν νέοι και άπειροι - και ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμασταν (και εξακολουθούμε να βρισκόμαστε) σε ένα τόπο όπου ό, τι έχει να κάνει με το ροκ βρίσκεται στο περιθώριο του περιθωρίου. Ό, τι κάνει η κάθε μπάντα και ο κάθε μουσικός το κάνει ουσιαστικά μόνος του και όροι όπως «μουσική βιομηχανία», «μάνατζερ» και «παραγωγός» στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά κενοί περιεχομένου. Αυτό είναι κάτι που σίγουρα ίσχυε τότε και θεωρώ πως ισχύει ως σήμερα.
Το Zalion λοιπόν, το πρώτο μας άλμπουμ, κυκλοφόρησε το 1988 και οι κριτικές ήταν πολύ καλές έως διθυραμβικές (στον περιορισμένο κύκλο της ανεξάρτητης ροκ σκηνής εννοείται, το mainstream ασχολούταν με άλλα.) Συνεχίσαμε τις ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα παίζοντας παντού, σε μικρά μαγαζιά στο κέντρο, σε μεγαλύτερους χώρους όπως το An Club, το Ρόδον, το Mad (που αργότερα μετονομάστηκε σε Cat’s Miaow), το Club 22 (που σήμερα είναι γνωστό σκυλάδικο) αλλά και σε μαγαζιά και φεστιβάλ στην υπόλοιπη Ελλάδα. Επίσης συμμετείχαμε σε δύο πανευρωπαϊκά φεστιβάλ στη Γαλλία. Εκεί περάσαμε καταπληκτικά, διότι το γαλλικό υπουργείο πολιτισμού έριχνε τότε άφθονο χρήμα σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις και πολλοί δήμοι διοργάνωναν παρόμοια φεστιβάλ με νέους μουσικούς και σχήματα από όλη την Ευρώπη, σε φανταστικά μέρη, με φοβερή φιλοξενία και τα πάντα πληρωμένα φυσικά – σκέτη χλιδή. Δυστυχώς μετά από λίγο όλα αυτά κόπηκαν με την επέλαση της λιτότητας.
Το 127 db που ανέφερα παραπάνω ήταν ένα live stage που βρισκόταν στον πρώτο όροφο ενός παμπάλαιου, σχεδόν ετοιμόρροπου κτηρίου πολύ κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Μιλάμε για μια σάπια ξύλινη εσωτερική σκάλα που τραβούσες τα κάγκελα και έσπαγαν, ξύλινα πατώματα, τέτοια πράγματα. Είναι αληθινό θαύμα το πώς δεν συνέβη κανένα ατύχημα εκεί πέρα, γιατί όποτε είχε λάιβ, ο πρώτος όροφος γέμιζε από πάνκηδες που χοροπηδούσαν μανιασμένα, με αποτέλεσμα να σείεται ολόκληρο το κτήριο. Κάποια στιγμή ήρθε η αστυνομία και το έκλεισε. Νομίζω πως στέκει ακόμα εκεί μέχρι σήμερα, σφραγισμένο, με χτισμένη πόρτα και παράθυρα.
Κάποια στιγμή, το 1989-90, η Εύη αποφάσισε να αποχωρήσει από τη μπάντα. Έφτιαξε τους Echo Tattoo, ένα από τα πιο επιτυχημένα γκρουπ της ανεξάρτητης σκηνής στα 90s, και οι υπόλοιποι NML συνεχίσαμε ως κουαρτέτο. Το 1990 κυκλοφορήσαμε το The Reality Trip, ένα μίνι LP με τέσσερα τραγούδια και συνεχίσαμε να κάνουμε ασταμάτητα λάιβ. Μετά από λίγο ο Γιώργος Παπαγεωργιάδης έφυγε φαντάρος και τον αντικατέστησε ο Μάριος Πρεφτίτσης, ο μπασίστας των Jack of All Trades, ώσπου το 1993 είπαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα, το οποίο τελικά κράτησε γύρω στα οκτώ χρόνια.
Στο διάστημα αυτό εγώ έφτιαξα άλλες δύο μπάντες: τους Jinx με τον ντράμερ των NML Γιώργο Νίκα και άλλους δύο φίλους και τους Proxima, ένα πολυμελές σχήμα με αρκετές εναλλαγές στη σύνθεση. Κανένα από τα δύο αυτά σχήματα δεν έχει επίσημη δισκογραφία, ηχογραφήσαμε ωστόσο μερικά καλά demo (για όποιον ενδιαφέρεται, κάποια από αυτά υπάρχουν στο YouTube).
Το 2001 έπεσε η ιδέα για επαναδραστηριοποίηση των No Man’s Land κι έτσι μαζευτήκαμε ξανά οι τρεις από τους παλιούς (διότι εν τω μεταξύ ο Άγις, ο οργανίστας, είχε μετακομίσει εκτός Αθηνών). Στα πλήκτρα ήρθε αρχικά ο Γιώργος Δημάκης, ενώ για λίγο έπαιξε μαζί μας κι άλλος ένας παλιός φίλος, ο Κωστής Αναγνωστόπουλος (Kosta A. Monk). Ξανά εντατικές πρόβες και άφθονες ζωντανές εμφανίσεις και πολύ σύντομα μπήκαμε γι’ άλλη μια φορά στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε το νέο άλμπουμ που θα είχε τίτλο Home in the Sky.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2008 στην Anazitisi Records του Νίκου Καραθανάση, μια εταιρεία με σημαντικές επανακυκλοφορίες ιστορικών άλμπουμ στο ενεργητικό της (Poll, Κώστας Τουρνάς, PLJ Band, Socrates Drank the Conium κ.α.). Στην πρώτη μας αυτή δισκογραφική δουλειά της νέας χιλιετίας συμμετείχαν πολλοί φίλοι μουσικοί, όπως και στην αμέσως επόμενη που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα την ίδια χρονιά και είχε σαν τίτλο το όνομα της μπάντας. Η ιδιαιτερότητα αυτού του δεύτερου άλμπουμ είναι ότι περιλαμβάνει μόνο δύο κομμάτια μεγάλης διάρκειας, ένα στην κάθε πλευρά. Ο ήχος μας είχε πλέον μετακινηθεί λίγο περισσότερο προς το progressive και το kraut rock. Εν τω μεταξύ είχε αποχωρήσει και ο ντράμερ Γιώργος Νίκας και τη θέση του είχε πάρει ο Χριστόφορος Τριανταφυλλόπουλος από το σπουδαίο ψυχεδελικό γκρουπ των Purple Overdose.
Από το 2008 ως το 2016 κυκλοφορήσαμε συνολικά πέντε άλμπουμ με την Anazitisi και στο διάστημα αυτό η μπάντα άλλαξε ξανά μέλη, ενώ προστέθηκαν και νέα: τον μπασίστα Γιώργο Παπαγεωργιάδη αντικατέστησε ο Νίκος Πεταυρίδης, ενώ προστέθηκαν σταδιακά οι Γιώργος Παυλής (τρομπέτα), Γιώργος Σιργανίδης (φλάουτο, πλήκτρα) και Σταύρος Ελευθερίου (κρουστά, επίσης από τους Purple Overdose).
Όλα αυτά τα χρόνια δε σταματήσαμε να παίζουμε ζωντανά όσο πιο συχνά μπορούσαμε, μια και θεωρούμε ότι τα λάιβ έχουν τεράστια σημασία για το «ζύμωμα», το δέσιμο, αλλά και την εξέλιξη μιας μπάντας. Πάντοτε πιστεύαμε ότι αυτό που μπορεί να συμβεί σε μία ζωντανή εμφάνιση δύσκολα κατορθώνεται στο στούντιο. Εκτός αυτού, επειδή μας αρέσει το απρόβλεπτο, σχεδόν κανένα κομμάτι δεν παιζόταν ποτέ με τον ίδιο τρόπο από τη μία εμφάνιση στην άλλη. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν πάντοτε μέσα στο πρόγραμμα και κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς επρόκειτο να συμβεί όποτε ανεβαίναμε στη σκηνή. Αυτή η τάση αποτυπώθηκε εν μέρει στο τελευταίο μας άλμπουμ (Infinite Equinox, 2016), το οποίο ήταν αποτέλεσμα πολλών ωρών αυτοσχεδιασμού και «αυθόρμητης σύνθεσης» τόσο στο στούντιο, όσο και ζωντανά.
Τι κάνουν σήμερα τα μέλη των No Man’s Land; Οι περισσότεροι εξακολουθούν να ασχολούνται με τη μουσική, άλλοι κατ’ ιδίαν, άλλοι δημοσίως και πιο συστηματικά. Η Εύη έχει ένα σχήμα που ακούει στο όνομα She Tames Chaos, με το οποίο έχει κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, ενώ συμμετέχει επίσης στις δουλειές του νέου τραγουδοποιού Robert Sin. Εγώ έχω από το 2013 μία μπάντα ονόματι Terrapin, η οποία κατά μία έννοια αποτελεί συνέχεια των No Man‘s Land και έχει επίσης δύο δισκογραφικές δουλειές στο ενεργητικό της. Εμφανιζόμαστε ζωντανά σε σταθερή βάση, ενώ τώρα ετοιμάζουμε το τρίτο μας άλμπουμ.
Θα ήθελα να κλείσω με μία επισήμανση: αν το σκεφτεί κανείς, είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακό το πόσα καλά γκρουπ υπήρξαν και υπάρχουν στον τόπο μας – έναν τόπο που όπως είπαμε δεν διαθέτει σχετική μουσική βιομηχανία και όπου το κοινό για το συγκεκριμένο είδος είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Δυστυχώς, η προσφορά σε καλή μουσική στην Ελλάδα παραμένει αντιστρόφως ανάλογη της ζήτησης. Οι μπάντες ξέρουν καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουν από αυτό που κάνουν, ωστόσο συνεχίζουν να το κάνουν στο βαθμό που μπορούν, με πάθος, προσήλωση και αυταπάρνηση. Και αυτό από μόνο του είναι αξιοθαύμαστο, γιατί είναι αληθινό.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
Zalion (Pegasus Records, 1988)
The Reality Trip EP (Brummel Records, 1990)
Home in the Sky (Anazitisi Records, 2008)
No Man’s Land (Anazitisi Records, 2009)
The Drowning Desert (Anazitisi Records, (2010)
Unprotected (Anazitisi Records, 2012)
Infinite Equinox (Anazitisi Records, 2016)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
17/9/24
Πολυ καλη και περιεκτικη ανασκοπηση ενος φοβερου συγκροτηματος απο εναν πολυ καλο μουσικο, τον Βασίλη Αθανασιαδη.
ΑπάντησηΔιαγραφή