JETHRO TULL-SONGS FROM THE WOOD(1977): ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΟ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΜΟΛΥΝΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΝΤΥΜΕΝΟ ΜΕ ΤΟΝ HARD ROCK ΗΧΟ ΤΩΝ JETHRO TULL

Στις 11 Φεβρουαρίου 1977, οι Jethro Tull κυκλοφορούν το 10ο στούντιο άλμπουμ τους, με τίτλο Songs from the Wood, που προοριζόταν να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που συμπληρώνεται με τα Heavy Horses (1978) και Stormwatch (1979). Η τριλογία αυτή, που υμνεί τη φυσική ζωή και το περιβάλλον, έμελλε ταυτόχρονα να σηματοδοτήσει και το τέλος των Jethro Tull, όπως τους μάθαμε και τους αγαπήσαμε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, αφού πλέον, μετά το Stormwatch, απομακρύνονται κάποια εμβληματικά μέλη του γκρουπ (Glascock, Evan και Barlow, αλλά και ο Palmer), επιφέροντας δραστικές αλλαγές στον ήχο και το ύφος των Jethro Tull.
Αντλώντας έμπνευση από τη ζωή της υπαίθρου και τις λαϊκές παραδόσεις του τόπου του, ο Ian Anderson δημιουργεί έναν υπέροχο καμβά φολκλορικής μουσικής, πάνω στον οποίο σκορπάει απλόχερα κάποια ροκ κεντίδια ηλεκτρικής κιθάρας, δυνατών ντραμς, έντονου μπάσου και του χαρακτηριστικού φλάουτου, για να μας προσφέρει, με τη βοήθεια των πλήκτρων και των synthesizers, ένα ακόμη αξεπέραστο δημιούργημα progressive rock, σήμα κατατεθέν των Jethro Tull των 70s. Τούτη τη φορά πάντως, δεν επιδιώκει την παραγωγή ενός concept album, αλλά μάλλον ενός θεματικού έργου, που έχει ως στόχο να μας φέρει σε επαφή με την παραδοσιακή βρετανική μουσική, μέσω της οποίας να εκτιμήσουμε την ομορφιά του απλού αγροτικού βίου, σε σχέση με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της αστικής καθημερινότητας. Και ποιος θα μπορούσε να είναι πειστικότερος κήρυκας της επιστροφής στις ρίζες από τον ίδιο τον Ian, ο οποίος, αμέσως μετά τον γάμο του με τη 2η σύζυγό του Shona Learoyd, το 1976, μετακόμισε σε μια αγροικία του 16ου αιώνα, που περιστοιχίζεται από ένα κτήμα έκτασης 2 τετραγωνικών χιλιομέτρων! Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι προφανές ότι η στενότερη επαφή με τη φύση είναι κάτι αναπόδραστο. Και, σαν να μην έφτανε αυτό το ιδανικό σκηνικό για να εμπνευστεί, ο Ian έλαβε και ένα απρόσμενο δώρο: Ένας Αμερικανός συνεργάτης του, ονόματι Jo Lustig, του δώρισε ένα βιβλίο με τίτλο Folklore, Myths and Legends of Britain, προσφέροντάς του, χωρίς να το φανταστεί, και το κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο για τα νέα του βιώματα. «Πράγματι, το βιβλίο αυτό μου έδωσε ιδέες για τους χαρακτήρες και τις ιστορίες που παρουσιάζω στο Songs from the Wood», παραδέχεται ο Ian, «οι οποίες μάλιστα βρήκαν χώρο και στο επόμενο άλμπουμ μας, το Heavy Horses, αλλά και στο μεθεπόμενο, το Stormwatch».
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενά τους άλμπουμ, που ηχογραφήθηκαν στο εξωτερικό, εξαιτίας της «φορολογικής εξορίας» των Jethro Tull (όπως και τόσων άλλων Βρετανών καλλιτεχνών, εκείνη την εποχή), το Songs from the Wood γράφτηκε στα Morgan Studios του Λονδίνου. Η επάνοδός τους στα Morgan Studios, όπου τελευταία φορά είχαν ηχογραφήσει το Passion Play, λειτούργησε ευεργετικά στην καλή διάθεση και στη συνοχή των μελών του συγκροτήματος. Ο ίδιος ο Ian Anderson παραδέχεται, ότι το οικείο περιβάλλον των Morgan Studios έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των φιλικών σχέσεων, που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Jethro Tull. Σημειωτέον, ότι μιλάμε για το κρίσιμο διάστημα μετά την αναχώρηση του Jeffrey Hammond Hammond, που ήταν ο βασικός συνδετικός κρίκος του γκρουπ, αφού ήταν συμμαθητής του Ian Anderson, αλλά και του John Evan. Τώρα, την θέση του είχε πάρει ο John Glascock, ο οποίος, σαν μπασίστας, ήταν κλάσεις ανώτερος του Jeffrey, δεν είχε όμως αυτή τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση με τους υπόλοιπους, που μόνο παλιοί συμμαθητές μπορούν να έχουν. Κι όμως! «Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ πιο αρμονική και χαλαρή σχέση μεταξύ μας» επιβεβαιώνει ο ντράμερ Barriemore Barlow, ενώ ο David Palmer έχει να λέει «για μια μοναδική ατμόσφαιρα συντροφικότητας και χαράς». Να πούμε με την ευκαιρία, ότι ο David Palmer, ο σταθερός ενορχηστρωτής των Jethro Tull σε όλα τα προηγούμενα άλμπουμ τους, εμφανίζεται εδώ ως ισότιμο έκτο μέλος του γκρουπ, αναλαμβάνοντας το ρόλο του 2ου πληκτρά. Μάλιστα, για χάρη του παραδοσιακού ύφους, εγκαταλείπει τις βαρύγδουπες ενορχηστρώσεις των προηγούμενων άλμπουμ, περιοριζόμενος μόνο στα synthesizers και, περιστασιακά, στο πιάνο.

Βρίσκει όμως και εδώ τρόπο να κάνει το θαύμα του, αφού -δεν ξέρω πώς- βρήκε (και κουβάλησε στο στούντιο) ένα φορητό εκκλησιαστικό όργανο, ο ήχος του οποίου έδωσε μια εντελώς ξεχωριστή χροιά στο ηχόχρωμα του Songs from the Wood. Το παράδειγμά του έσπευσαν να μιμηθούν και οι υπόλοιποι, όσο μπορούσαν: Ο Ian έφερε μια παραδοσιακή φλογέρα κι ένα μαντολίνο, ο Martin Barre έπαιξε λαγούτο, ο Barlow κάτι μεσαιωνικά κρουστά και ένα παραδοσιακό ντέφι, όλοι μπήκαν απόλυτα στο κλίμα, που προσπαθούσε να διαμορφώσει ο Anderson.

Η ηχογράφηση ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 1976, με το Ring Out Solstice Bells και ολοκληρώθηκε δύο μήνες αργότερα, με το Jack-in-the-Green. Σε σύγκριση με προηγούμενα άλμπουμ, όπου ο ρόλος του Anderson στην τραγουδοποιία ήταν μονολιθικός, εδώ υπήρξε πολύ σημαντική συμμετοχή και των υπολοίπων μελών, ιδίως του Martin Barre και του David Palmer. Το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό: Ένα άλμπουμ πλημμυρισμένο από νοσταλγικές εικόνες της αμόλυντης υπαίθρου, αλλά και της μεσαιωνικής Βρετανίας, που ξεφεύγει από τον χαρακτηριστικό hard rock ήχο των Jethro Tull, χωρίς όμως να απομακρύνεται από τον progressive χαρακτήρα, που τους καθιέρωσε.
ΥΠΟΔΟΧΗ
Οι κριτικές υπήρξαν ιδιαίτερα θερμές για το νέο άλμπουμ, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς την -συχνά ανεξήγητη- επιφυλακτικότητα που είχαν δείξει οι μουσικοκριτικοί σε προηγούμενες δουλειές των Jethro Tull. Αλλά και η ανταπόκριση του κοινού ήταν ανάλογη: Το άλμπουμ ανέβηκε αμέσως στο Νο 13 της Μεγάλης Βρετανίας και, ακόμα καλύτερα, στο Νο 8 στις ΗΠΑ. Το single που ξεχώρισε από το άλμπουμ, το Whistler, πήγε ως το Νο 59 των Hot 100 των ΗΠΑ, ενώ το Ring Out Solstice Bells ανέβηκε στο Νο 28 των βρετανικών χριστουγεννιάτικων charts. Ανεξάρτητα πάντως από την γνώμη του κοινού και των κριτικών, το Songs from the Wood είναι το αγαπημένο άλμπουμ των μελών της μπάντας, με τον Ian Anderson να το συγκαταλέγει στα 5 πιο αγαπημένα του των Jethro Tull.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Η αρχική έκδοση του άλμπουμ, σε μορφή βινυλίου, περιείχε 9 τραγούδια, 5 στην πρώτη πλευρά και 4 στη δεύτερη. Ας τα δούμε ένα-ένα:
https://www.youtube.com/watch?v=z83FuD7n7eM  (Songs from the Wood)
1. SONGS FROM THE WOOD: Παράδοξη εισαγωγή για Jethro Tull, όμως ιδανική επιλογή για τους στόχους του άλμπουμ. Αυτή η a cappella τριφωνία, εκτελεσμένη άψογα από το γκρουπ, μας βάζει αμέσως στο κλίμα μιας μεσαιωνικής μυσταγωγίας, δίνοντάς μας μια πρόγευση αυτού που πρόκειται να ακολουθήσει. Άλλωστε και οι στίχοι αυτό προσπαθούν, να μας βάλουν στο φολκλορικό κλίμα, που με τόση μαεστρία προετοίμασε για εμάς ο ιδιοφυής Ian Anderson: “Let me bring you all things refined: Galliards and lute songs served in chilling ale. Greetings, well-met fellow, hail! I am the wind to fill your sail. I am the cross to take your nail: A singer of these ageless times — with kitchen prose, and gutter rhymes”. Αλλά και η ενορχήστρωση δεν πάει πίσω! Ένα υπέροχο ανακάτεμα φλάουτου, λαγούτου και οργάνου συμπλέκονται αρμονικά με τα riff του Martin Barre και το μεγαλοπρεπές μπάσο του John Glascock. Καλά ξεκινάμε!


2. JACK-IN-THE-GREEN: Εδώ ο Anderson καταπιάνεται με μια παλιά, σχεδόν ξεχασμένη παράδοση, ένα σύμβολο της Πρωτομαγιάς, τον Jack-in-the-Green, ένα είδος ανοιξιάτικου Καρνάβαλου, που συμβολίζει τη διαρκή αναγέννηση της φύσης. Στα μάτια του Ian Anderson δεν είναι απλώς ένα σύμβολο, αλλά μια υπερφυσική δύναμη, που μας εγγυάται την παντοτινή κυριαρχία του πράσινου. Και, σαν να θέλει να μας πείσει ότι μια τέτοια υπερδύναμη υπάρχει στ’ αλήθεια, ο Ian παίζει ο ίδιος όλα τα όργανα που συμμετέχουν σ’ αυτό το τραγούδι! Όχι ότι αυτό ήταν κάτι πρωτότυπο, εκείνη την εποχή διέπρεπαν κάποιοι άλλοι σπουδαίοι πολυοργανίστες, όπως ο Mike Oldfield ή ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, μόνο που να, ο Ian διέθετε επιπλέον και εξαιρετική φωνή. Πραγματική υπερδύναμη!

3. CUP OF WONDER: Ένα εύθυμο, ρυθμικό τραγουδάκι, που αναφέρεται λίγο-πολύ στο θέμα του προηγούμενου τραγουδιού, του Jack-in-the-Green δηλαδή. Εδώ, ο Ian Anderson και η εκλεκτή του παρέα μάς περιγράφουν, με ζωηρό ηχόχρωμα, τις γιορτές της Πρωτομαγιάς και την καλή διάθεση που επικρατεί σε τέτοιες περιπτώσεις: “Pass the plate to all who hunger… pass the cup of crimson wonder”.
  4. HUNTING GIRL: Και φτάνουμε, επιτέλους, στο σημαντικότερο σημείο του άλμπουμ. Εκεί, όπου ο ήχος ξαφνικά σκληραίνει και οι Jethro Tull, ενωμένοι σαν γροθιά και συγχρονισμένοι σαν συμφωνική ορχήστρα, κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα από κάθε τι άλλο: Να ροκάρουν! Το έχω γράψει και σε άλλη περίπτωση, είναι απολαυστικός ο ροκ ήχος των Jethro Tull, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι και οι ίδιοι θα περίμεναν! Και όλη αυτή η ροκ ραψωδία εναρμονίζεται με τα υπόλοιπα κομμάτια, χωρίς να απομακρυνθεί  από το κλίμα του άλμπουμ, δηλαδή από το ειδυλλιακό σκηνικό της βρετανικής υπαίθρου. Βοηθάνε, βέβαια, σ’ αυτό  και οι στίχοι. Αυτοί οι πονηροί, σκαμπρόζικοι, σχεδόν ασεβείς στίχοι του Ian Anderson. Που έχουν να κάνουν με την τυχαία, εφήμερη σχέση μιας αριστοκράτισσας αμαζόνας και ενός κοινού θνητού, κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής εξόρμησης μιας ομάδας προνομιούχων ανθρώπων. Καταπληκτική αντίθεση: Εκείνη να είναι “the Queen of all the pack" και εκείνος “just a normal low-born so and so”. Και όλα αυτά, να μας τα τραγουδάει ο Ian Anderson από τη σκοπιά του ταπεινού ανθρώπου, αναδεικνύοντας, μέσα απ΄ την ερμηνεία του, το δέος που νιώθει ένας παρίας απέναντι στους ισχυρούς αλλά και την χαμηλή αυτοεκτίμησή του. Εξαιρετικό!
5. RING OUT, SOLSTICE BELLS: Ένα ακόμη χαρωπό, αισιόδοξο κομμάτι, που αντλεί το θέμα του από τον παγανιστικό εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου, που λάμβανε χώρα την μικρότερη ημέρα του χρόνου, την 21η Δεκεμβρίου (μια γιορτή, που -με την καθιέρωση του Χριστιανισμού- μετεξελίχθηκε στη γιορτή των Χριστουγέννων).  Νομίζω, ότι αυτό το τραγούδι αντικατοπτρίζει, καλύτερα από κάθε άλλο, την επιδίωξη του Ian Anderson να συνδυάσει αρμονικά τη σύγχρονη μουσική με τη μεσαιωνική τεχνοτροπία: Απ’ τη μια, τα ρυθμικά παλαμάκια και τα μελωδικά φωνητικά των εράλδων, και απ’ την άλλη οι αιχμηρές κιθαριές του Martin Barre, το πιανάκι του John Evan και τα synthesizers του Palmer συνθέτουν ένα πρωτόγνωρο κράμα διαχρονικού βρετανικού φολκλόρ. Και δίπλα σ’ όλα αυτά, οι καμπάνες! Χαρά Θεού!  «Μα προσπάθησα επίτηδες να γράψω αυτό το τραγούδι με έναν τέτοιο τρόπο», λέει ο Anderson σε μια συνέντευξη. «Ήθελα, επιτέλους, να έχω ένα πιασάρικο κομμάτι, με πολύ air play, μήπως και πετύχει στα single charts». Θεμιτό.
6. VELVET GREEN: Η δεύτερη πλευρά του δίσκου ξεκινάει κάπως σκοτεινά. Μπορεί μουσικά να μην διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα κομμάτια, στιχουργικά όμως, γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν είναι όλα ρόδινα και φωτεινά στη Βρετανική ύπαιθρο. Οι στίχοι περιγράφουν ένα -μάλλον εκβιαστικό- πηδηματάκι στην εξοχή, που καταλήγει στο «δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις».  Υπάρχουν πολλά σεξουαλικά υπονοούμενα, κάπως χοντροκομένα, όπως "Never a care with your legs in the air", ή "A young girl's fancy and an old maid's dream" και διάφορα άλλα, που μας θυμίζουν, εδώ που τα λέμε, τα παλιά ελληνικά βουκολικά κωμειδύλλια, κάτι σαν την Γκόλφω και τον Τάσο. Τέλος πάντων, δεν θα έλεγα ότι το τραγούδι αυτό είναι από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου, ας το προσπεράσουμε.
https://www.youtube.com/watch?v=8Yj1zu0KQqI (The Whistler)


7. THE WHISTLER: Μια πολύ όμορφη σύνθεση του Anderson, μια πολύ όμορφη στιγμή του άλμπουμ: Ο “Whistler” (ο αυλητής, αυτός που παίζει την φλογέρα) είναι μια ακόμα φιγούρα των μεσαιωνικών χρόνων. Πρόκειται για έναν περιπλανώμενο μουσικό (όπως ο μινιστρέλος του Minstrel in the Gallery), που γυρνάει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας τον απλό λαό, μόνο που, στο συγκεκριμένο τραγούδι, βρίσκει τον μάστορά του. Ερωτεύεται μια χωριατοπούλα και της τάζει ό,τι έχει και δεν έχει για να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του. Οι στίχοι, πάντα γλαφυροί, μας ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο, όπου ο ερωτευμένος αυλητής τάζει στο κορίτσι πράγματα αμύθητα (έξι φοράδες και έξι χρυσά μήλα), ενώ -παράλληλα- προσπαθεί να της περιγράψει πόση ομορφιά έχει ο έξω κόσμος. Θα πρέπει όμως η κοπέλα να αποφασίσει γρήγορα, γιατί ο ήρωάς μας μένει μόνο 7 ημέρες σε κάθε μέρος που επισκέπτεται. Οι όμορφες εικόνες, που αναδύονται από τους στίχους, διαπλέκονται πανέμορφα με τους Κέλτικους σκοπούς, μέσα από μια ανάλαφρη ενορχήστρωση, όπου κυριαρχεί η φλογέρα (the whistle), που παίζει επί τούτου ο Ian Anderson, κάνοντας -για χάρη των στίχων- μια πρόσκαιρη «απιστία» στο αγαπημένο του φλάουτο. Πολύ όμορφο τραγούδι! Και πολύ χαρακτηριστικό του κλίματος και των ηθών της Βρετανικής υπαίθρου. Για ένα περίεργο λόγο όμως, και παρόλο που στις ΗΠΑ διακρίθηκε ως single, στη Μεγάλη Βρετανία δεν μπήκε στα charts!
8. PIBROCH (CAP IN HAND): Παράξενο κομμάτι, πολύ θορυβώδες για το ύφος του άλμπουμ και πολύ μεγάλης διάρκειας (κάπου 9 λεπτά), ίσως περισσότερης απ’ όσο χρειαζόταν. Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει το τραγούδι, είναι η απομίμηση του ήχου της γκάιντας, που πετυχαίνει ο Martin Barre με την κιθάρα του σε reverse echo. Βλέπετε, ο κύριος τίτλος του τραγουδιού “Pibroch” σημαίνει μουσική για γκάιντα, εξ ου και ο Barre φροντίζει να γεμίσει πειστικά το κομμάτι με τον στριγκό, μακρόσυρτο ήχο των Highlands. Οι στίχοι, όπως πάντα, αριστοτεχνικοί, μιλάνε για έναν άνδρα, που γυρνάει ύστερα από πολλές περιπέτειες στο σπίτι του, για να βρει την αγαπημένη του γυναίκα να μοιράζεται την ζωή της με άλλον. Εμπνευσμένη πινελιά για την κορύφωση του δράματος, η αλλαγή της αφήγησης από τρίτο σε πρώτο πρόσωπο: Put my cap on my head, I turn and walk away.
9. FIRE AT MIDNIGHT: Καλά, δεν θα άφηνε ο Anderson να τελειώσει αυτός ο δίσκος με τον παραμορφωμένο ήχο της κιθάρας του Barre. Θα ατονούσε όλο αυτό το κλίμα, που τόσο επιμελώς διαμόρφωσε στα προηγούμενα τραγούδια. Για να γλυκάνει λοιπόν τα αυτιά μας, λίγο πριν μας αποχαιρετήσει, μας προσφέρει αυτό το χαμηλόφωνο «κέρασμα», όπου ο κουρασμένος από τον καθημερινό μόχθο αγρότης επιστρέφει στο σπιτικό του, για να απολαύσει τη γαλήνη μιας ήρεμης οικογενειακής ζωής. Ιδανικό κλείσιμο!
Το οπισθόφυλλο



ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Το φολκ στοιχείο δεν έλειψε ποτέ από το έργο των Jethro Tull, σ’ αυτόν όμως τον δίσκο έφτασε στο απώτατο σημείο του, δίνοντάς μας κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του ρεπερτορίου τους. Ορισμένοι θεωρούν ότι το Songs from the Wood συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα των μεταλλίων (για να χρησιμοποιήσουμε τη ορολογία των Ολυμπιακών Αγώνων). Δεν είναι και αστήρικτος ένας τέτοιος ισχυρισμός. Η μπάντα βρίσκεται στο απόγειο των δυνατοτήτων της, οι στίχοι είναι εξαιρετικοί, κάποια κομμάτια είναι αληθινά διαμάντια και, στο κάτω-κάτω, είναι ένας από τους πιο αγαπημένους δίσκους του Ian Anderson. Εμένα, πάντως, όχι!. Δεν λέω, συμφωνώ με όλα τα επιχειρήματα για την αξία του δίσκου, δεν θα περιλάμβανα όμως το Songs from the Wood στην πρώτη πεντάδα των αγαπημένων μου Tull albums. Για να ακριβολογώ, θα το κατέτασσα στην 6η θέση. Εσείς;
 

ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ

13/89/24

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΙΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ SONGS FROM THE WOOD

Η διαχρονική ενασχόληση και αγάπη του Ian Anderson με τη φύση και την αγγλική εξοχή αποτελούν το βασικότερο κίνητρο για να αναπτύξει τιs ιδέεs του και τιs εξαίρετεs όσο και περίπλοκεs μελωδίεs του, παντρεύονταs ιδανικά το folk rock που πρώτοι καθιέρωσαν οι Jethro Tull με progressive στοιχεία ώστε να τουs καθιστούν άμεσα αναγνωρίσιμουs. Με την αστείρευτη συνθετική έμπνευση του πολυπράγμωνα συνθέτη στα καλύτερά τηs, κυκλοφόρησαν το θαυμάσιο Songs from the wood το 1977. Με το πιό δεμένο και δημιουργικό line up τηs μπάνταs και στην ακμή τηs διαδρομήs τουs, με βασική αιχμή του δόρατοs τουs ήχουs του φλάουτου να παντρεύονται ιδανικά με τιs κιθάρεs του Martin Barre και τα πλήκτρα του John Evan, δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ στη συναρπαστική μουσική τουs! Ακούγονταs τα τραγούδια μεταφέρεσαι νοερά στα βοσκοτόπια τηs Αγγλίαs, με τόσο πειστικό τρόπο ώστε να φαντάζεσαι οτι από κάπου θα ξεπηδήσουν τα ξωτικά του δάσουs και ο Robin Hood. Ο δίσκοs είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του ύφουs που θέλει να μαs περάσει αυτόs ο ανεξάντλητοs μουσικόs εγκέφαλοs που λέγεται Ian Anderson, η βαριά κινητήρια ατμομηχανή του σιδηρόδρομου Jethro Tull. Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιο κομμάτι, εκτόs απ το ομώνυμο, θα επέλεγα το Jack in the green, Cup of wonder και Hunting girl, δηλαδή η πρώτη πλευρά βινυλίου, χωρίs φυσικά να παραγνωρίζω ή να υποτιμώ τα υπόλοιπα.. το θεωρώ ένα απ τα σημαντικά prog-rock albums των 70's και δεν πρέπει να λείπει απο καμμιά  ενημερωμένη δισκοθήκη!



 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου