Το 4ο άλμπουμ του Cat Stevens, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1970, με τίτλο Tea for the Tillerman, αποτελεί ορόσημο στην καριέρα του καθώς μετέτρεψε έναν καλοβαλμένο νεαρό ποπ τροβαδούρο σε έναν μεγάλο σταρ. Μέσα από το άλμπουμ αυτό ξεπήδησαν 4 πολύ επιτυχημένα singles (Where Do the Children Play?, Hard Headed Woman, Sad Lisa και Into White) και, κυρίως, δύο ανεπανάληπτες επιτυχίες (Wild World και Father and Son), καθιερώνοντάς το ως ένα άλμπουμ-σταθμό για το soft rock. Παρά τα 22 μόλις χρόνια της ηλικίας του, ο Cat Stevens όχι μόνο εκπλήσσει με την ωριμότητα και την κομψότητα των στίχων του, αλλά παράλληλα αναδεικνύεται σε έναν κορυφαίο ερμηνευτή, με καλλιεργημένη και εκφραστική φωνή, αλλά και σε δεξιοτέχνη μουσικό, παίζοντας ο ίδιος κιθάρα, πιάνο, όργανο Hammond και Vibraphone. Άξιοι συμπαραστάτες του, ο μόνιμος συνεργάτης του Alun Davis (κιθάρα) και ο Paul Samwell-Smith, τέως μπασίστας των Yardbirds, που είχε και την ευθύνη της παραγωγής του άλμπουμ. Εξίσου σημαντικός και ο ρόλος του ενορχηστρωτή Del Newman και των εξαιρετικών μουσικών Jack Rothstein (βιολί), John Ryan (κοντραμπάσο) και Harvey Burns (κρουστά).
Η ηχογράφηση του άλμπουμ πραγματοποιήθηκε σε 3 από τα πιο ιστορικά στούντιο του Λονδίνου: το Morgan Studios, το Olympic Studios και το Island Records Studios (μόνο το Abbey Road Studios έλειπε, για να συμπληρωθεί το καρέ).
Το πανέμορφο εξώφυλλο του δίσκου είναι δημιούργημα του ίδιου του Cat Stevens, ο οποίος -εκτός των άλλων- είχε ταλέντο και στη ζωγραφική, για ένα διάστημα μάλιστα φοίτησε και στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
O Cat Stevens ξεκίνησε τη διαδρομή του στη μουσική σκηνή από πολύ νωρίς: Ήταν μόλις 18 χρονών όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ Matthew & Son (1966), ενώ -μόλις ένα χρόνο αργότερα- έβγαλε και 2ο άλμπουμ, με τίτλο New Masters (1967). Τα δύο αυτά άλμπουμ, που παρουσίασαν μέτρια επιτυχία, ανέδειξαν κάποια πολύ επιτυχημένα singles (I Love my Dog, Portobello Road, Matthew & Son, The First Cut Is the Deepest, κ.ά.), τα οποία όμως δεν ήταν παρά κάποια ακόμη εύπεπτα ποπ τραγουδάκια, σαν αυτά που έβγαιναν σωρηδόν εκείνη την εποχή στο “swinging London”, και ο νεαρός καλλιτέχνης καθόταν και απολάμβανε την πρώιμη επιτυχία του. Τότε όμως, ξαφνικά, μαύρα σύννεφα σκίασαν τον καταγάλανο ουρανό του Cat Stevens: Το 1969 διαγνώστηκε με φυματίωση, γεγονός που τον κράτησε στο νοσοκομείο, σε κρίσιμη κατάσταση, κάπου έναν χρόνο. Στο διάστημα αυτό, όπου βρέθηκε μεταξύ ζωής και θανάτου, άλλαξε εντελώς τη στάση του απέναντι στη ζωή. Ο έφηβος, λίγο ψηλομύτης, επιτυχημένος καλλιτέχνης, που κοίταζε τη ζωή αφ’ υψηλού, έδωσε τη θέση του σ’ έναν προσγειωμένο, ώριμο άνθρωπο, που αναζητούσε θέματα πιο σοβαρά από το I Love My Dog. Στη διάρκεια της μακρόσυρτης καραντίνας του, ο Cat Stevens έγραψε 40 νέα τραγούδια, εντελώς διαφορετικού ειδικού βάρους από αυτά που έγραφε έως τότε. Κάποια από αυτά συμπεριλήφθηκαν στο άλμπουμ Mona Bone Jakon (1970), που βγήκε αμέσως μετά το τέλος της νοσηλείας του, ενώ 6 μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1970, παρουσιάζει το Tea for the Tillerman, το άλμπουμ που τον καθιέρωσε στη διεθνή σκηνή.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Το άλμπουμ αποτελείται από 11 κομμάτια: 5 στην Α’ πλευρά του LP (εκ των οποίων τα 4 πρώτα έγιναν όλα επιτυχίες) και 6 στη Β’ πλευρά, όπου δεν υπάρχει τέτοια πληθώρα επιτυχιών, υπάρχει όμως το Father and Son, ένα τραγούδι που από μόνο του αρκεί για να κάνει τη πλευρά Β’ εξίσου σημαντική. Ας τα δούμε αναλυτικά:
1 Where Do the Children Play?: Πολύ ωραία επιλογή για να ξεκινήσει το άλμπουμ. Μια όμορφη μπαλάντα, με κιθαρούλα, πιανάκι και μια μικρή δόση μπάσου να συνοδεύουν την εκφραστική φωνή του Cat Stevens. Κι όμως, το τραγούδι αυτό είναι ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, ενάντια στην ακατάσχετη τεχνολογική εξέλιξη, που -όπως πάει- δεν θα αφήσει χώρο στα παιδιά για να παίξουν.
2 Hard Headed Woman: Ένα απλό τραγούδι αγάπης, με απλούς στίχους, απλή μουσική και απλή ενορχήστρωση, μέχρι τη χρονική στιγμή 2.10, όπου ο Stevens εντείνει ξαφνικά τη φωνή του και αλλάζει αριστοτεχνικά το κλίμα. Τραγούδι χαρακτηριστικό της νέας πορείας του καλλιτέχνη, συγκαταλέγεται στις διαχρονικές του επιτυχίες.
3 Wild World: Ίσως το ωραιότερο τραγούδι του δίσκου. Ίσως το ωραιότερο τραγούδι του Cat Stevens. Σίγουρα, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για τον χωρισμό. Διότι, εδώ δεν έχουμε κάποιον που κλαίει τη μοίρα του, επειδή τον άφησε η αγαπημένη του. Ή κάποιον, που προσπαθεί να ξεχάσει ή κάποιον που σκέφτεται πώς να εκδικηθεί. Εδώ, έχουμε κάποιον, που νοιάζεται για την τύχη της κοπέλας στη συνέχεια! Κάποιον, που προσπαθεί να την προετοιμάσει για τις δυσκολίες και τους κινδύνους «εκεί έξω» και της εύχεται καλή τύχη! Και, σαν να μη φτάνουν αυτοί οι στίχοι, του σπάνιου ψυχικού μεγαλείου, έχουμε και αυτήν την πανέμορφή μελωδία, που με το εισαγωγικό μουρμούρισμα (lalalala), αποτυπώνεται εύκολα στη μνήμη και γίνεται αμέσως sing along, έχουμε αυτή την λιτή και διακριτική ενορχήστρωση, έχουμε -πάνω απ’ όλα- αυτή την εκφραστική φωνή, που ξεχειλίζει αξιοπρεπή πόνο, και νάτο το αριστούργημα!
4 Sad Lisa: Τέταρτη επιτυχία στη σειρά, ένα όμορφο μελαγχολικό κομμάτι, όπου το πιάνο και το βιολί δίνουν τον τόνο. «Το τραγούδι αυτό το έγραψα, για ένα γλυκό κορίτσι από τη Σουηδία, την Λίζα, που ήρθε να δουλέψει στο πατρικό μου, το 1969, και ήταν πάντα τόσο θλιμένη», θυμάται ο Cat Stevens. «Νομίζω, ότι κατάφερα να εκφράσω τη μοναξιά της μέσα απ’ αυτό το τραγούδι, ελπίζω όμως να κατάφερε να ξεφύγει απ’ αυτήν την κατάσταση».
5 Miles from Nowhere: Το τραγούδι που κλείνει την Α’ πλευρά του LP, μιλάει για κάποιον που θέλει να φτάσει κάπου, αλλά απέχει ακόμα πολύ από τον στόχο του. Πρόκειται για ένα όμορφο τραγούδι, με ωραίες κιθαριστικές και πιανιστικές στιγμές, αδικείται όμως λόγω της θέσης του, μετά δηλαδή από 4 αλλεπάλληλες επιτυχίες. Παρά ταύτα, υπήρχαν πολλοί οπαδοί αυτού του τραγουδιού τότε. Μεταξύ των οπαδών, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον δημιουργό του, ο οποίος έχει να πει τα εξής: «Πολύ σημαντικό τραγούδι. Προσδιορίζει με ακρίβεια πού βρισκόμουν εκείνη την εποχή. Δεν είμαι, βέβαια, πια σ’ αυτή τη θέση, όμως πάντα υπάρχουν βουνά που πρέπει να ανέβεις. Εφόσον μπήκες στο ψάξιμο για ανώτερες έννοιες, αυτό δεν σταματάει ποτέ».
6 But I Might Die Tonight: «Το τραγούδι αυτό μιλάει για τους ανθρώπους, που νομίζουν ότι η ζωή τους είναι στα χέρια κάποιου άλλου και θα πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να πάρουν αμέσως τη ζωή τους στα χέρια τους, γιατί αύριο -ποιος ξέρει- μπορεί να πεθάνουν», μας λέει ο Cat Stevens. Η δική μου εντύπωση πάντως, δεν ήταν αυτή. Ήταν μάλλον οι άχρηστες συμβουλές, που σπεύδουν να σου δώσουν κάποιοι που φάνηκαν τυχεροί (ή αδίστακτοι) στη ζωή τους και τα βόλεψαν μια χαρά. Και σε βλέπουν να δουλεύεις ασταμάτητα, χωρίς κάποιο όφελος, και σε θεωρούν και τεμπέλη! Τέλος πάντων, ό,τι και να είναι, πρόκειται για ένα ακόμη όμορφο τραγούδι, όχι στο ύψος των προηγουμένων, άψογα όμως εκτελεσμένο.
7 Longer Boats: Δύο στροφές έχει όλες κι όλες αυτό το τραγούδι, που επαναλαμβάνονται χωρίς ρεφρέν, απ’ την αρχή ως το τέλος. Στη διάρκεια του τραγουδιού, προστίθενται σταδιακά όλο και περισσότερα όργανα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ενός mantra που οδηγείται σε κρεσέντο. Οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από την ελληνική μυθολογία και, συγκεκριμένα, από τον βαρκάρη που περνάει τις ψυχές στην απέναντι όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Το νόημα των στίχων είναι να μην παραιτηθείς ποτέ από την αθωότητά σου, γιατί αυτό είναι το κλειδί του παραδείσου.
8 Into White: Μια συγκινητική φολκ μπαλάντα, που ξεχωρίζει από τον σαγηνευτικό ήχο του βιολιού. Οι στίχοι περιγράφουν, με εξαιρετική μαεστρία, ειδυλλιακές σκηνές της βρετανικής υπαίθρου. «Αυτό το τραγούδι ήταν και παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου αυτού του άλμπουμ», μας λέει ο Cat Stevens. «Στην πραγματικότητα, το τραγούδι αυτό ζωγραφίζει μιαν εικόνα, το προσπαθώ αυτό συχνά στα τραγούδια μου, μόνο που αυτό βρίσκω ότι είναι πολύ ζωηρό. Υπήρξα πάντα οπαδός του Van Gogh και θεωρώ ότι το τραγούδι είναι αφιερωμένο σε αυτόν».
9 On the Road to Find Out: Το τραγούδι αυτό μιλάει για έναν νέο, που θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και ξεκινάει ένα ταξίδι, για να καθαρίσει τις σκέψεις του και να δει τι καινούργιο μπορεί να ανακαλύψει. Ο Cat Stevens εμπνεύστηκε αυτό το τραγούδι από το συναισθηματικό κενό που ένιωσε, όταν -έφηβος ακόμη- βίωσε την αναγνωρισιμότητα και τις υλικές απολαβές, χωρίς όμως να γνωρίσει την ευτυχία ή την πνευματική ηρεμία. Το κομμάτι θυμίζει, στη σύλληψη και εκτέλεσή του, το Longer Boats, έχουμε δηλαδή ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, μόνο που σε κάθε στροφή προστίθενται περισσότερα όργανα, ενώ η φωνή του Cat Stevens γίνεται όλο και πιο σκληρή και αγωνιώδης, ιδίως προς το φινάλε, όπου μας καλεί απεγνωσμένα να διαβάσουμε τη Βίβλο (pick up the good book).
10 Father and Son: Φτάνουμε, επιτέλους, στο δεύτερο τραγούδι-σταθμό αυτού του άλμπουμ, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του soft rock, που πραγματεύεται με ιδιαίτερη ευαισθησία, την αντίθετη πολικότητα πατέρα -γιού. Ο πατέρας, από τη μια, να προσπαθεί να εμφυσήσει λίγη ηρεμία στο επαναστατημένο μυαλό του γιού του, επιδιώκοντας παράλληλα να αναβάλει, όσο μπορεί, την αναπόφευκτη απόδραση του παιδιού από την πατρική εστία (It’s not time to make a change, just relax, take it easy), ενώ από την άλλη, ο γιός αρνείται να δεχτεί ως δεδομένη την πατρική σοφία και προστατευτικότητα. Θέλει να τον αντιμετωπίζουν ως ίσο και να τον πείθουν με επιχειρήματα (If they were right I’d agree, but it’s them they know, not me), αυτό όμως φαίνεται αδύνατον να γίνει. Ο αναπότρεπτος χωρισμός, που είναι οικείος σε κάθε γιό και κάθε πατέρα, αποκτά μεγαλύτερη δραματικότητα και ένταση, χάρη στην ερμηνεία του Cat Stevens, ο οποίος τραγουδά ήρεμα και χαμηλόφωνα όσο παριστάνει τον πατέρα, ενώ αντιθέτως αυξάνει την ένταση και την τονικότητα, όταν δίνει τον λόγο στον γιό. Εξαιρετικά συγκινητικό κομμάτι, στέκεται ισάξια δίπλα στο Wild World, μαζί με το οποίο αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ, ίσως και της όλης δισκογραφίας του Cat Stevens.
11 Tea for the Tillerman: Τραγουδάκι διάρκειας ενός λεπτού, ένα υστερόγραφο του Cat Stevens, ίσως για να μας εξηγήσει τι σημαίνει τελικά ο τίτλος του άλμπουμ: Tea for the Tillerman (Τσάι για τον τιμονιέρη). Ναι, γιατί άραγε θα έπρεπε να προσφέρουμε τσάι στον τιμονιέρη; Δεν νομίζω ότι καταφέρνει να μας το εξηγήσει, αν -τέλος πάντων- ήταν αυτή η πρόθεσή του. Αυτό που απομένει είναι ένα συμπαθητικό κομματάκι, εμπλουτισμένο με φωνητικά γκόσπελ, που κλείνει πολύ όμορφα το άλμπουμ.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Ένα, όπως είπαμε, ιστορικό άλμπουμ του soft rock και της φολκ μουσικής, γεμάτο από όμορφα τραγούδια, μοναδικής ευαισθησίας και διαχρονικών μηνυμάτων. Ειδικά, τα δύο κορυφαία τραγούδια του, το Wild World και το Father and Son, το φέρνουν να στέκεται στο πιο ψηλό σημείο της δημιουργικότητας του Cat Stevens, δίπλα βεβαίως στο Teaser and the Firecat (1971), που μας χάρισε το Moonshadow και το Morning Has Broken.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
16/8/24
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ TEA FOR THE TILLERMAN
Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, θυμάμαι κάθε μελωδία και κάθε στίχο από αυτό το υπέροχο άλμπουμ. Θεωρώ ότι το Tea for the Tillerman, μαζί με τα Teaser and the Firecat(1971) και Buddha and the Chocolate Box(1974) είναι 3 από τα καλύτερα άλμπουμ του ελληνοκύπριου τροβαδούρου, που παραμένουν ζωντανά μέχρι σήμερα. Κι ας έχει ξεχαστεί τι σημαίνει τροβαδούρος και μπαλάντα!
Δημοσίευση σχολίου