BLACK SABBATH – DEHUMANIZER (1992): ΜΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ, ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΤΤΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ


 Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Black Sabbath, μετά από μια περίοδο κρίσης που ακολούθησε την κυκλοφορία του αμφιλεγόμενου Born Again το 1983, είχαν αρχίσει να επανέρχονται στα πράγματα, τόσο με το – παραλίγο προσωπικό άλμπουμ του Iommi, Seventh Star, αλλά ακόμη περισσότερο με τα επόμενα άλμπουμ στα οποία την θέση του τραγουδιστή ανέλαβε ο Tony Martin. Ουσιαστικά, οι Sabbath ήταν πλέον ο Iommi με τραγουδιστή τον Martin, ενώ τα υπόλοιπα μέλη εναλλάσσονταν σε κάθε άλμπουμ. Τελευταία κυκλοφορία εκείνης της περιόδου ήταν το πολύ καλό Tyr (1990), που διαδέχθηκε το - κλασικό πλέον, Headless Cross και όλα έδειχναν ότι η μπάντα είχε πάρει ξανά το δρόμο της, έστω και με αυτή τη μορφή.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ DIO

    Τότε, γύρω στα τέλη του 1991, έσκασε το νέο της επιστροφής του Ronnie James Dio στους Black Sabbath, όπως και των Geezer Butler/Vinny Appice, δημιουργώντας κύμα ενθουσιασμού στους οπαδούς οι οποίοι προσδοκούσαν να ξαναζήσουν στιγμές του 1980-1982, όταν είχαν κυκλοφορήσει τα επικά άλμπουμ Heaven and Hell και Mob Rules.
    Η πρώτη κίνηση για την επιστροφή του Dio στους Black Sabbath, έγινε κατά την διάρκεια της περιοδείας για το άλμπουμ του Lock up the wolves, όταν σε μια συναυλία εμφανίστηκε μαζί του στην σκηνή ο Geezer Butler παίζοντας το μπάσο στο κομμάτι Neon Knights. Μετά το τέλος του show, o Butler του μετέφερε την πρόταση του Iommmi να ξανασυνεργαστούν και ο Dio, αν και είχε κάποιους ενδοιασμούς, δέχτηκε καθώς πίστευε ότι η δουλειά που είχε γίνει με τους Sabbath δέκα χρόνια πριν είχε μείνει ημιτελής. Υπάρχει βέβαια και το ισχυρό ενδεχόμενο ο Dio να δέχτηκε την πρόταση του Iommi γιατί το τελευταίο του άλμπουμ (Lock up the wolves) δεν πήγε τόσο καλά και μια επανένταξή του στους θρύλους του metal θα τον ενίσχυε καλλιτεχνικά.
    Για την θέση του ντράμερ, επιλέχθηκε αρχικά ο Cozy Powell και οι πρόβες ξεκίνησαν με αυτόν στα τύμπανα, όμως ένα ατύχημα που είχε με το άλογό του, στο οποίο έσπασε τον γοφό του, τον οδήγησε εκτός συγκροτήματος. Ο Dio πρότεινε ως αντικαταστάτη του τον Simon Wright, που τότε έπαιζε στο συγκρότημα του πρώτου, όμως οι Butler/Iommi αρνήθηκαν και έφεραν τον Vinny Appice. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε η σύνθεση της μπάντας, που ήταν η ίδια με το κλασικό άλμπουμ Mob Rules (1981).
Οι Black Sabbath το 1992


    Λίγο πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις προέκυψε νέα μανούρα μεταξύ του Dio και των Iommi/Butler λόγω κάποιων προσωπικών διαφορών και οι τελευταίοι σκέφτηκαν να αντικαταστήσουν τον Ronnie με τον Tony Martin (!), τον οποίο μάλιστα τον έφεραν και στο στούντιο να προβάρει κάποια τραγούδια, όμως στο τέλος τα πνεύματα ηρέμησαν και επανήλθαν στον αρχικό σχεδιασμό.

ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ


    Η σύνθεση του δίσκου διήρκεσε από τα τέλη του 1992 έως τις αρχές του 1992 και το πολυαναμενόμενο άλμπουμ των Black Sabbath κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1992 με τον τίτλο Dehumanizer. Δυστυχώς όμως, οι προσδοκίες των metal οπαδών δεν εκπληρώθηκαν καθώς η ποιότητα του νέου δίσκου απείχε παρασάγγας από αυτή των εμβληματικών Heaven and Hell και Mob Rules.
    Το ξενέρωμα έρχεται με το «καλημέρα», βλέποντας το εξώφυλλο του δίσκου που εικονίζει έναν μηχανικό σκελετό-χάροντα που ρίχνει ηλεκτρικές ακτίνες σε ένα ανθρωποειδές ρομπότ. Πραγματικά τώρα, ολόκληροι Black Sabbath δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον να τους φτιάξει ένα εξώφυλλο της προκοπής αντί γι’ αυτή την παιδική βλακεία; Το συγκεκριμένο, ούτε για ερασιτεχνική μπάντα που κυκλοφορεί DIY demo δεν κάνει!
    Προχωρώντας στα τραγούδια, γίνεται άμεσα φανερό ότι το ύφος του άλμπουμ είναι τελείως διαφορετικό από τις προ δεκαετίας κυκλοφορίες των Sabs. Ο ήχος είναι βαρύτερος και πιο τραχύς, με την μπάντα να προσπαθεί να υιοθετήσει ένα πιο σύγχρονο (για την τότε εποχή) στυλ ώστε να μην θεωρείται παρωχημένη. Η πλειοψηφία των κομματιών είναι μεσαίας ταχύτητας, με πιο doom αισθητική, ενώ τα φωνητικά του Dio ακούγονται πιο επιθετικά και με λιγότερη μελωδικότητα. Μέτρια είναι και τα τύμπανα καθώς στερούνται όγκου και ο ήχος τους ακούγεται ξερός και άδειος. Γενικά η παραγωγή του άλμπουμ δεν είναι και η καλύτερη, κάτι που δεν άλλαξε ούτε στην remastered κυκλοφορία του 2011. Πιθανόν αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι ήθελαν να δώσουν μια πιο live αισθητική στα κομμάτια, οπότε δεν υπάρχουν πολλά overdubs ή επιπλέον στρώσεις φωνητικών που «γεμίζουν» τον ήχο. Τουλάχιστον, από πλευράς παραγωγής. διασώζονται το μπάσο και οι κιθάρες στα οποία έχει γίνει καλή δουλειά ενώ ο Iommi έχει αυξήσει την διάρκεια των σόλο του τα οποία είναι και τα μόνα που θυμίζουν στιγμές από τα δυο κλασικά άλμπουμ.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

    Για να είμαι δίκαιος και αντικειμενικός, το Dehumanizer δεν είναι κακό άλμπουμ, αρκεί βέβαια να μπορέσει ο ακροατής να αποστασιοποιηθεί από το παρελθόν και να μπορέσει να το κρίνει ως αυτόνομη κυκλοφορία – πράγμα λίγο δύσκολο, βέβαια. Τα κομμάτια – πάντα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δουλειάς – είναι αξιοπρεπή, κρατάνε το ενδιαφέρον και καταφέρνουν να βγάλουν μια σκοτεινή/doom αισθητική. Από αυτά, όσον αφορά τα πιο αργά τραγούδια, έχουμε το εναρκτήριο, Computer God, ένα industrial/doom κομμάτι με πολύ ωραία μελωδική γέφυρα, που αρχικά προοριζόταν για το προσωπικό άλμπουμ του Butler αλλά τελικά κατέληξε στο Dehumanizer, το κλασικό After All (The Dead), μια κορυφαία doom σύνθεση που βγάζει αρκετή μαυρίλα, το εξίσου αργό και σκοτεινό Letters from Earth, το Sins of the Father, που τα φωνητικά στην αρχή του θυμίζουν έντονα την Ozzy εποχή των Sabbath και το Ι , στο ίδιο ύφος με τα προηγούμενα, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο παρόλο που σχεδόν πάντα έβρισκε θέση στο setlist της μπάντας. Τέλος , υπάρχει και το Too Late, στο στυλ της επικής μπαλάντας, ένα συμπαθητικό τραγούδι, που όμως δεν φτάνει με τίποτα το επίπεδο του επικού μεγαλείου κομματιών όπως το Children of the Sea ή το Sign of the Southern Cross. Μάλλον για «φτωχός συγγενής» τους μοιάζει…


    Το Dehumanizer έχει και τα πιο γρήγορα κομμάτια του και συγκεκριμένα το πρώτο single και video, TV Crimes, ένα δυνατό και συμπαθητικό τραγούδι που κριτικάρει τους τηλε-ευαγγελιστές που τότε βρίσκονταν σε «έξαρση» στις ΗΠΑ, το Master of Insanity, καλύτερο από το προηγούμενο που και αυτό προοριζόταν αρχικά για το προσωπικό άλμπουμ του Butler και το Time Machine που και αυτό αποτελούσε μια σταθερή επιλογή στα live. Για να είμαστε «προσγειωμένοι» βέβαια, οι παραπάνω συνθέσεις μπορεί να είναι αρκετά καλές αλλά συγκρινόμενες με έπη όπως το Neon Nights, Die Young ή Wishing Well χάνουν κατά κράτος. Κλείνοντας, το άλμπουμ ολοκληρώνεται με το Buried Alive, ένα αδιάφορο και βαρετό κομμάτι που, παραδόξως, έχει ένα πολύ καλό ρεφρέν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    To Dehumanizer δεν είχε την ανταπόκριση που πιθανόν ανέμεναν οι Black Sabbath αφού δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις προσδοκίες των φίλων της μπάντας που περίμεναν μια συνέχεια των Heaven and Hell και Mob Rules. Όσον αφορά τους συντελεστές του, κανείς δεν κέρδισε κάτι από την κυκλοφορία του. Το συγκρότημα διασπάστηκε για μια ακόμη φορά, με τους Iommi/Butler να συνεχίζουν τους Sabs ξαναφέρνοντας τον Tony Martin στα φωνητικά και κυκλοφορώντας το Cross Purposes, ενώ ο Dio ενεργοποίησε πάλι το προσωπικό του σχήμα με τον Appice στα ντραμς, κυκλοφορώντας το αμφιλεγόμενο Strange Highways που ηχητικά θα μπορούσε άνετα να είναι το Dehumanizer 2 στην “what if” περίπτωση που δεν τα είχαν ξανασπάσει Iommi/Dio και συνέχιζαν ως Black Sabbath.
    Προσωπικά, θεωρώ πως κακώς έγινε αυτή η δεύτερη συνεργασία Sabbath/Dio, καθώς το σχήμα, με τον Martin στα φωνητικά, είχε αρχίσει να απογειώνεται δημιουργικά και θα μπορούσε να δώσει ακόμα καλύτερα άλμπουμ αν αυτή η πορεία δεν είχε ανακοπεί από το περιττό και αδιάφορο Dehumanizer. Μπορεί, βέβαια, μετά να επανήλθε ο Martin αλλά το momentum είχε πλέον χαθεί και όπως λέει και ο λαός, «το πουλάκι είχε πια πετάξει».

TRIVIA

Αν και λίγο πολύ όλοι το γνωρίζουμε, ας ξαναθυμηθούμε πώς έγινε το δεύτερο «σχίσμα» μεταξύ Dio και Black Sabbath. Το Νοέμβριο του 1992, στο πλαίσιο της περιοδείας για το Dehumanizer, το συγκρότημα ήταν προγραμματισμένο να δώσει δυο συναυλίες στο Λος Άντζελες. Στις ίδιες συναυλίες έπαιζε και ο Ozzy και προτάθηκε στον Iommi να παίξουν κάποια τραγούδια μαζί του. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Dio παρεξηγήθηκε, θεώρησε ότι τον υποτιμούσαν και ότι οι εμφανίσεις αυτές ήταν πιθανόν τα προεόρτια ενός reunion με τον Ozzy με αποτέλεσμα να αρνηθεί να συνεχίσει την περιοδεία μαζί τους και να αποχωρήσει από το σχήμα. Την θέση του στα φωνητικά, για τις δυο εναπομείνασες εμφανίσεις, πήρε ο Rob Halford των Judas Priest!




ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου