STICKY FINGERS: Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΩΝ ROLLING STONES ΣΤΑ 70'S


Sticky Fingers τιτλοφορείται το 9ου studio album των Rolling Stones, που κυκλοφόρησε στις 23 Απριλίου του 1971 και που, πριν καλά-καλά πάρει τη θέση του στις προθήκες των δισκοπωλείων, είχε χαρακτηριστεί ιστορικό! Και όχι άδικα: Ήταν, πρώτα απ’ όλα, η μακρά αναμονή μέχρι να κυκλοφορήσει. Είχε περάσει ενάμισης χρόνος από την κυκλοφορία του Let It Bleed (Νοέμβριος ’69), πράγμα σπάνιο εκείνη την εποχή, οπότε αυτό σαφώς προϊδέαζε για κάτι σπουδαίο. Επιπλέον, επρόκειτο για το πρώτο άλμπουμ που έβγαζαν μακριά από την έως τότε δισκογραφική τους, την Decca, και τον γνωστό και μη εξαιρετέο μάνατζερ Allan Klain, που υπαγόρευαν το ύφος του γκρουπ με εμπορικά κριτήρια και εκμεταλλεύονταν την απήχησή τους. Τώρα, επιτέλους, οι Stones θα μπορούσαν να εκφραστούν όπως ήθελαν και να ηχογραφήσουν ό,τι ήθελαν, μέσω τη εταιρίας τους Rolling Stones Records. Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η αιτία των αναμενόμενων αλλαγών. Το Sticky Fingers είναι το πρώτο τους studio album χωρίς το βασικό ιδρυτικό τους μέλος, τον Brian Jones, και, παράλληλα, το πρώτο τους με τον Mick Taylor (ο οποίος είχε ήδη παίξει στο live Get Yer Ya-Ya’s Out και σε 2 τραγούδια στο Let it Bleed). Είναι επίσης το πρώτο τους άλμπουμ μετά τα τραγικά γεγονότα του Altamont, αλλά και το πρώτο μετά τη διάλυση των Beatles! Τέλος, το ανεπανάληπτο εξώφυλλο του άλμπουμ το είχε επιμεληθεί ο Andy Warhol!
Πέρα, πάντως, απ’ όλη αυτή την εντυπωσιακή «προίκα», το Sticky Fingers ξεχώρισε αμέσως για το περιεχόμενό του: Οι Rolling Stones ήδη αποκαλούντο «μάστορες του rock ‘n’ roll», αλλά εδώ το αποδεικνύουν περίτρανα! Το Sticky Fingers δεν έχει να κάνει με πέντε Εγγλεζάκια του British Invasion, που παίζουν αμερικάνικους σκοπούς, αλλά με πέντε ώριμους blues καλλιτέχνες, που αφηγούνται τα βιώματά τους, μέσα από δικά τους κομμάτια, μοναδικής έμπνευσης.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Όλοι αντάμα κι ο ψειριάρης μόνος του

Είναι αδύνατον να μιλήσεις γι’ αυτό το άλμπουμ, χωρίς να ξεκινήσεις από το απίστευτο εξώφυλλό του. Διότι δεν είναι μόνο η καταπληκτική έμπνευση του Andy Warhol, που αναδεικνύει τον υπαινιγμό του τίτλου, αλλά και η τόσο προσεγμένη υλοποίηση της ιδέας, παρά τις προφανείς δυσκολίες και το μεγάλο κόστος που συνεπαγόταν. Βλέπετε, ο τίτλος του άλμπουμ παραπέμπει αυτομάτως στον γνωστό αγγλικό ιδιωματισμό sticky fingers (κολλώδη δάχτυλα), που σημαίνει τον κλέφτη, τον «αλαφροχέρη» στην ελληνική αργκό. Αν όμως, αντί του ιδιωματισμού, προτιμήσεις την κατά λέξη ερμηνεία του τίτλου, έχεις να κάνεις με κάποιον, που -αφού ασχολήθηκε με το περιεχόμενο του καβάλου του- κατέληξε να έχει κολλώδη δάχτυλα. Έτσι, ο Andy Warhol, έχοντας προφανώς επιλέξει την κατά λέξη ερμηνεία, φωτογραφίζει από κοντά τον καβάλο ενός νεαρού, που φοράει στενό τζιν, με αληθινό φερμουάρ που ανοίγει και φανερώνει το λευκό σλιπ του νεαρού. Η -έτσι κι αλλιώς- πολυδάπανη αυτή ιδέα, έγινε ακόμα ακριβότερη, διότι η χρήση ενός κανονικού φερμουάρ θα κατέστρεφε το βινύλιο, ειδικά όταν στοιβαζόταν, οπότε χρειάστηκε να κατασκευαστεί ειδικό φερμουάρ επί τούτου. Στις μεταγενέστερες επανεκδόσεις του άλμπουμ, το αληθινό φερμουάρ έχει αντικατασταθεί από μια φωτογραφία του. Και μια λεπτομέρεια: Θυμάμαι, όταν βγήκε το άλμπουμ, ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι ο νεαρός με το τζιν ήταν ο Mick Jagger. Αυτό έχει διαψευστεί κατηγορηματικά. Πάντως ο Andy Warhol δεν αποκάλυψε ποτέ το όνομα του μοντέλου που ποζάρισε.
Το εσώφυλλο


Το Sticky Fingers απαρτίζεται από 10 κομμάτια. Κάποια απ’ αυτά είναι ροκ, κάποια μπλουζ, κάποια country. Σε κάθε περίπτωση, θα λέγαμε ότι το άλμπουμ αυτό σηματοδοτεί την επιστροφή των Rolling Stones στις ρίζες. Τέρμα οι πειραματισμοί και οι περίεργες ενορχηστρώσεις με synthesizers, κλπ. Τα τραγούδια που ηχογράφησαν εδώ, υποστηρίζονται βασικά από τα πέντε μέλη του γκρουπ, με την περιστασιακή προσθήκη κάποιων σπουδαίων μουσικών, όπως ο σαξοφωνίστας Bobby Keys, ο οργανίστας Billy Preston, οι πιανίστες Nicky Hopkins και Jack Nitzche, και άλλοι. Παραγωγός, ως συνήθως εκείνη την εποχή, ο Jimmy Miller. Αυτό που θέλησαν να δείξουν οι Stones, επιλέγοντας μια δωρική προσέγγιση των τραγουδιών τους (στην πλειοψηφία τους, για να είμαστε ακριβείς), είναι ότι είναι και παραμένουν ένα live συγκρότημα, ένα συγκρότημα των συναυλιών και όχι των στούντιο, σταυροφόροι του αγνού ροκ και του παραδοσιακού μπλουζ, σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση της δεκαετίας του ’70. Και, πραγματικά, τα κατάφεραν! Πριν προχωρήσουμε στην αναλυτική παρουσίαση των τραγουδιών, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν ηχογραφήθηκαν όλα μαζί, ούτε κάτω από τις ίδιες συνθήκες. To Sister Morphine είχε γραφτεί για το άλμπουμ Let It Bleed, αλλά έμεινε έξω την τελευταία στιγμή, ενώ τα Brown Sugar, Wild Horses και You Gotta Move ηχογραφήθηκαν στα Muscles Shoals Sound Studios, ένα μοναχικό κτίσμα σε μια ερημική περιοχή στην Αλαμπάμα. Αξίζει τον κόπο εδώ, να δώσουμε τον λόγο στον Keith Richards, να μας αφηγηθεί πώς βρέθηκαν εκεί, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Life (εκδόσεις Λατέρνατιβ): «Σε πολύ καλή φόρμα και με τρομερό κέφι, αρχές Δεκέμβρη, καταλήξαμε στα Muscles Shoals Sound Studios στο Σέφιλντ της Αλαμπάμα,  έχοντας τελειώσει την τουρνέ (μάλλον όχι ακριβώς ‘τελειώσει’, αφού στο βάθος στεκόταν απειλητικό το Άλταμοντ Σπίντγουεϊ που μας περίμενε σε λίγε μέρες). Εκεί ηχογραφήσαμε τα Wild Horses, Brown Sugar και το ‘You Gotta Move. Τρία κομμάτια σε τρεις μέρες σε αυτό το τέλειο οκτακάναλο στούντιο. Το Muscles Shoals ήταν ένας εξαίρετος χώρος για να δουλέψεις, εντελώς ανεπιτήδευτος. Μπορούσες να πας εκεί και να γράψεις ένα τραγούδι έτσι απλά, χωρίς να σε ζαλίζουν με εκείνες τις ανόητες λεπτομέρειες και παρατηρήσεις που σου κάνουν αλλού: ‘Μπορούμε να δοκιμάσουμε να βάλουμε λίγο το μπάσο σε εκείνο το σημείο;’ Αυτό. Το ζήταγες , σ’ το έκαναν, το έγραφες και τέλος. Ήταν ένα από τα καλύτερα στούντιο που υπήρχαν, μόνο που ήταν μία παράγκα στη μέση του πουθενά». Όσο για τα υπόλοιπα τραγούδια, ας μας πει πάλι ο Keith: «Τα υπόλοιπα τα ηχογραφήσαμε στο σπίτι του Μικ, στο Στάργκροουβς, στο καινούργιο μας σούπερ μετακινούμενο στούντιο ηχογραφήσεων, το Mighty Mobile, και μερικά στο Olympic Studios, το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1970».
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ



BROWN SUGAR: Το άλμπουμ ξεκινά πολύ δυνατά, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ροκ κομμάτια των Rolling Stones, που αρχίζει με ένα από τα πιο εμβληματικά riff του Keith Richards, που όμως ΔΕΝ έχει γράψει ο Keith Richards! Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: «Είμαι ο άρχοντας των riffs (Lord of the Riffs). Το μόνο που έχασα και το χρεώθηκε ο Μικ Τζάγκερ ήταν το Brown Sugar και σε αυτό του βγάζω το καπέλο. Μου την έφερε. Δηλαδή, εντάξει, μπορεί λίγο να το συμμόρφωσα το κομμάτι εδώ κι εκεί, αλλά ήταν δικό του – και τα λόγια και η μουσική». Και τι λόγια! Δουλεμπόριο, ρατσισμός, σεξ, διαστροφές, … Σήμερα, αυτό οι στίχοι δεν θα επιτρέπονταν πουθενά. Στο Sticky Fingers όμως ταίριαξαν απόλυτα, αφού αποτέλεσαν την επιτομή της λαγνείας και της αναίδειας των Stones, που τόσο επιτυχημένα αποτυπώθηκε στο logo τους με τη βγαλμένη γλώσσα.
SWAY: Δεύτερο στη σειρά, ένα υπέροχο αργό κομμάτι, μια μπαλάντα όπου ο Keith Richards αφήνει το προσκήνιο στον μεγάλο κιθαρίστα Mick Taylor (o Richards δεν συμμετέχει καθόλου!). Όταν πρωτοβγήκε, δεν έκανε μεγάλη εντύπωση, σήμερα όμως, το Sway συγκαταλέγεται στα μεγάλα ακατέργαστα διαμάντια του απέραντου μουσικού καταλόγου των Stones.

WILD HORSES: Το τραγούδι, που αναβαθμίζει το Sticky Fingers από ένα καλό άλμπουμ σε ένα σπουδαίο άλμπουμ, είναι το Wild Horses. Μια συγκλονιστική μπαλάντα, όπου κυριαρχεί η υπέροχη εναλλαγή της 12χορδης κλασικής με την ηλεκτρική κιθάρα (βαθιά υπόκλιση στους Richards και Taylor), που αναδεικνύει τους μοναδικής ευαισθησίας στίχους του Mick Jagger: “I’ve watched you suffer a dull aching pain / now you’ve decided to show me the same…”.  Στίχους, που οι φήμες λένε ότι έχουν γραφτεί για την Marianne Faithfull, της οποίας το όνομα θα συναντήσουμε και αργότερα, στο κομμάτι Sister Morphine.
CAN’T YOU HEAR ME KNOCKING: Στη συνέχεια, έχουμε ένα 7λεπτο κομμάτι, που ξεκινάει σαν ροκ, για 2,5 λεπτά και στη συνέχεια εξελίσσεται σε ένα αυθόρμητο, σαρωτικό jamming, όπου οι τεχνικοί του στούντιο είχαν την έμπνευση να μην σταματήσουν την ηχογράφηση και έτσι προέκυψε αυτό το σπάνιο υβρίδιο, στο οποίο, εκτός από τον Mick Taylor, ξεχωρίζουν ο Bobby Keys, o Billy Preston και ο «κρουστός» Rocky Dijon. 
YOU GOTTA MOVE: Η πρώτη πλευρά του LP τελειώνει λίγο περίεργα, με τη διασκευή ενός delta blues κομματιού των ‘30s, γραμμένο από τον Fred McDowell. Παρά την αδιαπραγμάτευτη αγάπη τους για τα παραδοσιακά blues, ο Mick Jagger και ο Keith Richards δείχνουν εδώ να υιοθετούν ένα ύφος χλευαστικό, που όμως σώζεται από την ακουστική κιθάρα του Keith και το στιβαρό bass drum του Charlie Watts.



BITCH: Το πρώτο τραγούδι της 2ης πλευράς του LP είναι εξ ίσου ρυθμικό, εξίσου δυναμικό, εξίσου προβοκατόρικο με αυτό που ανοίγει την 1η πλευρά, το Brown Sugar δηλαδή. Δεν θυμάμαι να μας είχε συμβεί συχνά αυτό, να μην μας νοιάζει από ποια πλευρά θα ξεκινήσουμε το δίσκο. (Μόνο στο Machine Head των τιτανοτεράστιων είχα αντίστοιχο δίλημμα, με το Highway Star και το Smoke On The Water). Είναι, στ’ αλήθεια, πολύ σπάνιο να προκύψουν τέτοια «δίδυμα» τραγούδια στο ίδιο άλμπουμ. Όπως όμως το Brown Sugar ανήκει αποκλειστικά στον Mick Jagger, το Bitch είναι 100% δημιούργημα του Keith Richards.
 I GOT THE BLUES: Ένα υπέροχο τραγούδι, σπονδή των Rolling Stones στη soul των 60s, με πνευστά που θυμίζουν παραγωγή της Stax Records και μαγικά γεμίσματα από το αρμόνιο του μοναδικού Billy Preston. O Mick Jagger ερμηνεύει με σπάνια ευαισθησία και μας παραδίδει ένα ατόφιο “late-night classic” τραγούδι. Κατά τη γνώμη μου, μια από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ.
SISTER MORPHINE: Τραγουδάρα! Πώς μπορεί ένα κομμάτι, που αναφέρεται στις καταστροφικές επιπτώσεις της ηρωίνης, να είναι τόσο ωραίο; Γραμμένο αρχικά από την Marian Faithfull, χρειάστηκε το μαγικό άγγιγμα των Jagger/ Richards, για να πάρει την τελική, εκθαμβωτική μορφή του. Να μην παραβλέψουμε βεβαίως εδώ την καθοριστική συμβολή του Ry Cooder (slide guitar) και του μεγάλου Jack Nitzsche (πιάνο). To Sister Morphine είναι το πιο παλιό κομμάτι του άλμπουμ, αφού γράφτηκε το Μάρτιο 1969 και προοριζόταν αρχικά για το Let It Bleed, αλλά τελικά βρήκε την ιδανική του θέση στο Sticky Fingers, όπου αποτέλεσε το πρώτο μέρος μιας τριλογίας κατά των ναρκωτικών. Μιας τριλογίας, που συμπληρώνεται από τα δύο εναπομένοντα τραγούδια του άλμπουμ.



DEAD FLOWERS: Ένα χαρούμενο country τραγουδάκι, που όμως δείχνει ανάγλυφα την κατάντια του ναρκομανούς, μέσα μάλιστα από τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της δυτικής κοινωνίας. Πραγματικά ευφυείς στίχοι. Το τραγούδι αυτό ξεχωρίζει, χάρη κυρίως στο όμορφο boogie πιανάκι του Ian Stewart και στις πολύ όμορφες δεύτερες φωνές του Keith Richards.
MOONLIGHT MILE: Και επιτέλους, ύστερα από εννέα καλά, καλύτερα, ή και ακόμα καλύτερα τραγούδια, έρχεται ένα αριστούργημα! Μια μελαγχολική, σκοτεινή μπαλάντα, που ηχογραφήθηκε στο mobile studio των Rolling Sones και ήταν το αποτέλεσμα μιας ολονύχτιας συνεργασίας του Mick Jagger και του Mick Taylor (αξιοπερίεργη η παντελής απουσία του Keith Richards). Η υποβλητικότητα του κομματιού τονίζεται από τα έγχορδα του μαέστρου Paul Buckmaster (ενορχηστρωτή του Elton John). Το κρεσέντο της ορχήστρας στεφανώνεται ιδανικά από τα εμβληματικά ντραμς του Charlie Watts. Μνημειώδες κλείσιμο ενός μνημειώδους δίσκου.
ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Είπαμε ήδη από τη αρχή, ότι είχαν διαμορφωθεί ιδανικές συνθήκες για την λαμπρή υποδοχή του άλμπουμ, οι οποίες όμως ξεπεράστηκαν! Το Sticky Fingers ήταν το πρώτο άλμπουμ των Rolling Stones που πήγε Νο 1 ταυτοχρόνως σε Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ. Συγχρόνως, το Brown Sugar πήγε στο Νο1 του Billboard Hot 100 του 1971. Σήμερα, θεωρείται ένα από τα καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) άλμπουμ των Rolling Stones και περιλαμβάνεται βεβαίως στον κατάλογο "The 500 Greatest Albums of All Time" του περιοδικού Rolling Stone.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Παρά την παρουσία δύο απόλυτων ροκ ύμνων (Brown Sugar, Bitch), το Sticky Fingers είναι ένα μπλουζ άλμπουμ. Είναι η πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή των Rolling Stones και γεφυρώνει το κενό μεταξύ της «εμπορικής» τους περιόδου των εγγλέζικων hits και της bluesy αμερικάνικης εποχής τους, που θα τους χαρακτηρίσει πλέον, σε όλη τη δεκαετία του ’70. Η επίμονη αναφορά στις φονικές επιπτώσεις των ναρκωτικών δείχνει μια «αφύπνιση» και απομάκρυνση του γκρουπ από την επιπόλαιη ανεμελιά των χίπικων 60s, που δυστυχώς επιστεγάζεται από τους διαδοχικούς θανάτους των Hendrix, Joplin και Morisson, δίπλα στον χαμό του «δικού τους» Brian Jones (που αποτέλεσαν τα πρώτα μέλη της ‘Λέσχης των 27’). Ταυτόχρονα όμως, τα τραγικά αυτά γεγονότα δίνουν ευκαιρία σ’ ένα 20χρονο κιθαρίστα, τον Mick Taylor, να λάμψει, προσθέτοντας το δικό του απαράγραπτο ίχνος σε ένα πολύ-πολύ σπουδαίο άλμπουμ. Που, στα 50 τόσα χρόνια που ακολούθησαν και στα τόσα πολλά και όμορφα πράγματα που επιχείρησαν οι Rolling Stones, δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν το επίπεδο του Sticky Fingers.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ

14/6/24

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ STICKY FINGERS
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 ήταν δύσκολα ή καλύτερα, σκληρά για τους Rolling Stones, αφού τα ναρκωτικά είχαν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά τους. Όμως το Sticky Fingers, το πρώτο για τη δική τους δισκογραφική εταιρεία, Rolling Stones Records και το πρώτο studio για τον νέο κιθαρίστα, Mick Taylor που το bluesy ύφος των περισσοτέρων τραγουδιών, του δίνει άπλετο χώρο να δείξει το ταλέντο του. Όσες φορές κι αν το ακούσω, έχω την αίσθηση ότι τα 10 τραγούδια του, σημάδεψαν το υπόλοιπο της δεκαετίας του 70 για τους Stones.



 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου