Το γεγονός ότι οι Accept εξακολουθούν να είναι υπολογίσιμη δύναμη, είναι κάτι που δεν αμφισβητείται, καθώς από το 2009 που έκαναν ένα νέο ξεκίνημα με τον Mark Tornillo στα φωνητικά, διάγουν μια δεύτερη νεότητα, έχοντας κυκλοφορήσει πέντε ποιοτικότατα άλμπουμ με τα οποία κατάφεραν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των metal οπαδών για την ιστορική μπάντα.
Το συγκρότημα, βέβαια, δεν έχει μεγάλη σχέση με τους Accept της κλασικής περιόδου (1979-1986), αφού το μόνο μέλος που υπάρχει από τότε είναι ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης, Wolf Hoffmann, καθώς ο μπασίστας Peter Baltes, που ήταν παρών στη νέα αρχή της μπάντας το 2009, έχει πλέον αποχωρήσει από το 2018. Παρόλα αυτά, το ύφος του σχήματος δεν έχει αλλάξει, ούτε έχουν γίνει εκπτώσεις στην αξία των συνθέσεων και αυτό πιστοποιείται για ακόμη μια φορά με τη νέα τους κυκλοφορία, τον δέκατο έβδομο δίσκο τους, Humanoid.
Η νέα τους δουλειά, δεν διαφοροποιείται καθόλου από το ύφος των προηγούμενων πέντε κυκλοφοριών της περιόδου Tornillo αλλά ακολουθεί την ίδια, πετυχημένη συνταγή: κλασικό heavy metal προσαρμοσμένο στο σήμερα χωρίς να ακούγεται «παλιακό», δυναμικά riffs, ευκολομνημόνευτα και πωρωτικά ρεφρέν, χορταστικά, εναλλασσόμενα σόλο με εντυπωσιακή μελωδία και φυσικά τα χαρακτηριστικά, βραχνά και με γρέζι, φωνητικά του Tornillo βγαλμένα από την σχολή Udo ή Bon Scott. Γενικά, το άλμπουμ κυλάει μια χαρά, δεν έχει κάποιο filler και θεωρώ ότι είναι ελαφρώς καλύτερο από τα δύο προηγούμενα, The rise of Chaos (2017), Too mean to die (2021) – πλησιάζοντας το επίπεδο του Blind Rage (2014), του καλύτερου, κατά τη γνώμη μου, δίσκου τους όσον αφορά την τελευταία τους, από το 2009 και μετά, φάση. Κάποιες μικροδιαφορές που θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι κάποια κομμάτια κινούνται σε πιο hard rock ύφος, προσεγγίζοντας το AC/DC στυλ, ενώ στα σόλο του Hoffmann δεν υπάρχουν καθόλου μελωδίες που να παραπέμπουν ή να «διασκευάζουν» θέματα κλασικής μουσικής.
H σημερινή σύνθεση των Accept |
Περνώντας στο τεχνικό κομμάτι, την παραγωγή του άλμπουμ την έκανε ο Βρετανός παραγωγός, συνθέτης και μουσικός, Andy Sneap, o οποίος έκανε και την παραγωγή στις φετινές αλμπουμάρες των Saxon και Judas Priest. Τυχαίο; Δε νομίζω! Όσον αφορά την σύνθεση της μπάντας, εκτός του Mark Tornillo στα φωνητικά και του ηγέτη Wolf Hoffmann στην lead κιθάρα (που είναι και το συνθετικό δίδυμο των Accept), έχουμε επίσης στις κιθάρες τον Uwe Lulis (γνωστό και από την θητεία του στους Grave Digger την περίοδο 1987-1990), τον Martin Motnik στο μπάσο και τον Christopher Williams στα τύμπανα. Για κάποια περίοδο υπήρχε και τρίτος κιθαρίστας, ο Phil Shouse, που όμως δεν συμμετέχει πλέον στο συγκρότημα.
Από τα 11 τραγούδια του Humanoid, τουλάχιστον τα μισά είναι κορυφαία με τις τρεις πρώτες θέσεις να ανήκουν αδιαμφισβήτητα στα εξής: στο ομώνυμο - που το γνωρίζαμε ήδη πριν βγει το άλμπουμ αφού είχε κυκλοφορήσει ως πρώτο single και βίντεο - ένα χαρακτηριστικό δείγμα ολόκληρου του δίσκου, επιθετικό, τραχύ, με τύμπανα που σφυροκοπούν, ρεφρέν που κολλάει άμεσα στο μυαλό και στίχους για την σταδιακή αντικατάσταση της ανθρώπινης πρωτοβουλίας και σκέψης από την τεχνητή νοημοσύνη. Ακολουθεί το Frankenstein, η ιστορία για το γνωστό τέρας/εργαστηριακό δημιούργημα, ένα φοβερό κομμάτι με ωραία γέφυρα και ρεφρέν και η τριάδα της κορυφής συμπληρώνεται με το The Reckoning, δεύτερο single και βίντεο του δίσκου. Εντυπωσιακό τραγούδι με πωρωτικό riff και κιθάρες που οργιάζουν στις σολο-μαχίες μεταξύ Hoffmann και Lulis.
To εναρκτήριο, Driving into Sin, είναι εξίσου κορυφαίο και με μια ανατολίτικη χροιά στη μελωδία και κυρίως στο σόλο του, όπως πολύ καλά είναι και τα «συναυλιακά» Nobody gets out alive και Unbreakable, με το δεύτερο να αναφέρεται στο συγκρότημα και το δέσιμο με τους οπαδούς του, μια πραγματικά αδιάσπαστη σχέση. Το άλμπουμ έχει, κλασικά, και την power μπαλάντα του, το Ravages of time, παρόμοια με τις μπαλάντες που περιλαμβάνονταν σε προηγούμενους δίσκους, όπως και το καλό, mid-tempo, Man up, μια προτροπή να στέκεσαι όρθιος μπροστά στις δυσκολίες που σου φέρνει η ζωή.
Τρελή κομματάρα, ένα party song σε AC/DC ρυθμό, είναι το Straight up Jack, μια ωδή στα πιώματα και την τρελή διασκέδαση, ενώ μια αναφορά στο στυλ των παλιών Accept, εποχής Udo, είναι το Mind’s Game, με έντονη την 80-λα, κυρίως στο ρεφρέν. Το άλμπουμ κλείνει, όπως συμβαίνει στους τελευταίους δίσκους τους, με ένα επιθετικό και γρήγορο κομμάτι, με καταιγιστικά riffs και σόλο, το Southside of Hell, που καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο του ενδιαφέρον του ακροατή μέχρι την τελευταία νότα του δίσκου. Τέλος, σε ειδική έκδοση του άλμπουμ, μάλλον για την ιαπωνική αγορά, υπάρχει και το Hard times, μια διασκευή τραγουδιού του soul/progressive soul/R&B αφροαμερικανού καλλιτέχνη Baby Huey (James Thomas Ramey) το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1971.
Συμπερασματικά, το Humanoid, είναι μια πολύ καλή κυκλοφορία που προσφέρει 50 περίπου λεπτά κλασικού heavy metal και δεν κουράζει σε κανένα σημείο της. Μπορεί να μην έχει νεωτερισμούς και σε πολλά σημεία να θυμίζει στιγμές από τα προηγούμενα πέντε άλμπουμ του συγκροτήματος αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία αφού δεν νομίζω κάποιος οπαδός των Accept να περιμένει ή να θέλει κάτι διαφορετικό.
Όπως συνέβη με τα τελευταία άλμπουμ των Saxon, Judas Priest αλλά και Bruce Dickinson, έτσι και το νέο άλμπουμ των Accept, αποδεικνύει ότι οι βετεράνοι του heavy metal δεν είναι τελειωμένη υπόθεση ή ρομαντική ανάμνηση αλλά αντίθετα, είναι ακόμα μάχιμοι και μπορούν να κυκλοφορούν δίσκους που ενθουσιάζουν τον κόσμο του metal. Straight metal, ποιότητα και πώρωση είναι αυτά που προσφέρει το Humanoid και αυτά είναι όλα όσα χρειαζόμαστε. Απλά πράγματα!
9/10
TRIVIA
Ο παραγωγός του άλμπουμ, Andy Sneap, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο χώρο του metal ως ιδρυτής, βασικός συνθέτης και κιθαρίστας της βρετανικής thrash metal μπάντας, Sabbat, οι οποίοι κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι στα δυο πρώτα άλμπουμ τους (History of a time to come, 1988 και Dreamweaver, 1989) τραγουδιστής τους ήταν ο Martin Walkyier, ο οποίος όταν αποχώρησε, δημιούργησε τους γνωστούς thrash/folk metallers, Skyclad.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
5/6/24
Δημοσίευση σχολίου