Δεν υπήρξα ποτέ αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει οπαδό των Allman Brothers με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ο σεβασμός μου για αυτούς απλά συσσωρεύτηκε τις τελευταίες δεκαετίες (εκτιμώντας τα αποθανόντα μέλη, ακούγοντας την δισκογραφία τους κλπ.). Όταν εξετάζουμε τους δύο γίγαντες του Southern rock στη δεκαετία του 1970, μπορούμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία που διακρίνουν τον ήχο τους: η δύναμη (Lynyrd Skynyrd) και ο εγκέφαλος (The Allman Brothers Band). Ενώ ο Ronnie Van Zant και η παρέα του ταρακούνησαν τα στάδια με τις δυναμικές συγχορδίες τους στα μέσα της δεκαετίας, οι Allman Brothers ανέλαβαν τον αυτοσχεδιασμό κάνοντας πιο σοφιστικέ το Southern rock. Δυστυχώς, και τα δυο κορυφαία συγκροτήματα αντιμετώπισαν τραγικές απώλειες κατά τη διάρκεια της ακμής τους. Το Eat A Peach είναι ένα υπέροχο κύκνειο άσμα για τον εξαιρετικό κιθαρίστα Duane Allman καθώς και τον μάγο του μπάσου Berry Oakley, οι οποίοι πέθαναν σε ξεχωριστά ατυχήματα με μοτοσικλέτα μέσα σε έναν χρόνο.
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Οι Allman Brothers Band σχηματίστηκαν το 1969 και ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που διέθεταν διπλές κιθάρες, καθώς και δύο ντράμερ! Αφού αγωνίστηκαν να βρουν κοινό με τα δύο πρώτα στούντιο LP τους, οι Allman Brothers Band έφτασαν στην επιτυχία με το At Fillmore East(1971).
Η άνοδος τους ήταν εξαρχής προβληματική. Ενώ ο δίσκος τους At Fillmore East διέγραψε το χρέος τους προς την Capricorn Records και γέμισε τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, τα μέλη του συγκροτήματος βυθίστηκαν περισσότερο σε «ανθυγιεινές» συνήθειες, σε σημείο που, προς το τέλος του έτους, ο κιθαρίστας Duane Allman και ο μπασίστας Berry Oakley κλείστηκαν σε κέντρο αποτοξίνωσης, μαζί με τους roadies Robert Payne και Joseph "Red Dog" Campbell. Η αποτοξίνωση δε βοήθησε πραγματικά τους εθισμούς τους, πράγμα λογικό αφού η έννοια της «απεξάρτησης» ήταν ακόμα στα σπάργανα εκείνη την εποχή. Παρόλα τα προβλήματα οι προσδοκίες ήταν υψηλές καθώς έμπαιναν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το τρίτο στούντιο LP τους. Τον Σεπτέμβριο του 1971 ξεκίνησαν ηχογραφήσεις στο Criteria Studios στο Μαϊάμι, στις οποίες έγραψαν το Blue Sky, ένα ορχηστρικό που ονόμασαν The Road to Calico πριν εξελιχθεί σε Stand Back και το πανέμορφο ορχηστρικό Little Martha του Duane. Μόνο λίγες εβδομάδες πέρασαν από την έναρξη των ηχογραφήσεων όταν, στις 29 Οκτωβρίου 1971, ο Duane Allman χρησιμοποίησε ένα διάλειμμα από το στούντιο για να ξεκινήσει μια βόλτα με μοτοσικλέτα. Τρέχοντας σε μεγάλο αυτοκινητόδρομο, έφτασε σε μια διασταύρωση όπου συγκρούστηκε με ένα φορτηγό - και υπέστη πολλούς σοβαρούς εσωτερικούς τραυματισμούς, όταν παρέκκλινε για να το αποφύγει. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Duane δεν τα κατάφερε. Ήταν μόλις 24 ετών, όταν πέθανε, στερώντας από το συγκρότημα τον ηγέτη και το δημιουργικό του πνεύμα, ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούσε να εδραιώσει τη φήμη του.
Βαθιά συγκλονισμένα, τα υπόλοιπα μέλη σκέφτηκαν για λίγο να τα παρατήσουν, αλλά γρήγορα αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει με τον Duane ήταν να συνεχίσουν. Ευτυχώς το ταλέντο περίσσευε στη σύνθεση του γκρουπ: ο αδελφός του Allman, Gregg, κράτησε τα φωνητικά και τα πλήκτρα διατηρώντας παράλληλα την οικογενειακή παράδοση και ο κιθαρίστας Dickey Betts δούλεψε σκληρά για να καλύψει την απουσία του Duane, ενώ στη rhythm section - ο μπασίστας Berry Oakley, οι ντράμμερς Jai Johanny Johansson και Butch Trucks – εξακολούθησαν να αποτελούν πηγή δύναμης. Αρχικά συμφώνησαν να κάνουν ένα διάλειμμα 6 μηνών για να ξεπεράσουν τον θάνατο του Duane, αλλά η μοναξιά και η θλίψη που ένιωθαν τους οδήγησε στο στούντιο μετά από λίγες εβδομάδες. Τα τρία κομμάτια που ηχογραφήθηκαν στις ηχογραφήσεις του Δεκεμβρίου στο Μαϊάμι και μπήκαν στο άλμπουμ ήταν τα Melissa, Les Brers in A Minor και Ain't Wastin' Time No More. Τα ζωντανά κομμάτια, συμπεριλαμβανομένου του εκτεταμένου Mountain Jam, ηχογραφήθηκαν στο Fillmore East σε δύο ξεχωριστές συναυλίες. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι η ηχογράφηση του Eat a peach χωρίζεται σε 3 φάσεις: Α. Ζωντανά κομμάτια από το Fillmore East (τα περισσότερα από την ίδια συναυλία που τροφοδότησε το προηγούμενο live album), Β. Studio sessions που έγιναν με τον Duane, Γ. Μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου από το "νέο" συγκρότημα, ηχογραφήθηκε στα μεταξύ Δεκεμβρίου 1971– Ιανουαρίου 1972. Συνεπώς, χρονολογικά, το άλμπουμ ξεκινά πραγματικά από τη δεύτερη πλευρά, με το Mountain Jam (μπορείτε να ακούσετε τις εναρκτήριες νότες του στο fadeout του Whipping Post, του τελευταίου κομματιού στην τελευταία πλευρά του Live at Fillmore East.) Το instrumental jam βασίζεται στο First There Is A Mountain του Donovan, αλλά σύντομα διαφοροποιείται με εκτεταμένα riffs - πάντα εστιασμένα σε συμπαγές ροκ, αλλά και με την ατμόσφαιρα τζαζ αυτοσχεδιασμού. Ο Duane και ο Dicky ενώνουν τις κιθαριστικές γραμμές σαν ηλεκτρικά φίδια - και ο Duane απογειώνεται σε ένα πραγματικά δαιμονισμένο σόλο, περπατώντας στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ οκνηρίας και τρέλας. Ο προαιώνιος δαίμονας ή άγιος που υπάρχει σε κάθε καλλιτέχνη ξεχύνεται μέσα από τα δάχτυλά του. Η μεγάλη διάρκεια του κομματιού οδήγησε στο υποχρεωτικό «μοίρασμά» σε δύο πλευρές του δίσκου. Αργότερα, στην CD έκδοση, το συναντάμε ολόκληρο. Προχωρώντας στην τρίτη πλευρά θα ακούσουμε το συγκρότημα πίσω στο Fillmore, στο "One Way Out". Ο Duane παίζει γραμμές που μοιάζουν με άρπα κατά τη διάρκεια των φωνητικών του Gregg, στη συνέχεια ακολουθεί ένα σόλο του Dicky με μια γερή δόση slide κιθάρας, riffs που εναλλάσσονται με γοργό ρυθμό και σε ξεσηκώνουν. Το τραγούδι είναι για έναν άντρα που έχει παράνομη σχέση με μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος έχει προφανώς επιστρέψει στο σπίτι. Αρχίζει να αναρωτιέται αν αξίζει την ταλαιπωρία και ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν βγαίνει από την μπροστινή πόρτα, αφού δεν θέλει να συναντηθεί με τον άντρα της. Είναι διασκευή ενός μπλουζ τραγουδιού του Sonny Boy Williamson, απόλυτα προσαρμοσμένη στο στυλ των Allmans. Το "Trouble No More" των Muddy Water είναι το επόμενο, με τον Duane να ολισθαίνει ξανά σε funky διάθεση.
Το "Stand Back" (από τον Gregg) είναι το πρώτο από τα τρία στούντιο κομμάτια με τον Duane. Το riff ακολουθεί τους στίχους που περιγράφουν την ιστορία μιας χαμένης αγάπης. Το "Blue Sky", γραμμένο και τραγουδισμένο από τον Dicky Betts, είναι για τη γυναίκα του Sandy Bluesky" Wabegijig, και παρόλο που οι στίχοι του είναι κοινότυποι, έχει μια φυσική φρεσκάδα που πηγάζει από την αλληλεπίδραση κιθάρας μεταξύ Duane και Dicky.
Έχει μια country αίσθηση, αλλά παραμένει στον ήχο των Allman Bros – προσπαθώντας να «παντρέψει» country με blues. Ο Duane Allman και ο Dickey Betts παίζουν σόλο στη «γέφυρα» του κομματιού - ο ένας παίζει "lead" lead, ο άλλος παίζει "rhythm" lead – για να συγχρονιστούν σε ένα riff γύρω στις 2:30 του κομματιού. Το Blue Sky σηματοδότησε την πρώτη φορά που ο Dickey Betts τραγούδησε ένα τραγούδι των Allman Brothers. Το τελευταίο κομμάτι, που άφησε πίσω του ο Duane, ήταν το Little Martha. Είναι η μόνη μελωδία, σε οποιοδήποτε άλμπουμ των Allman Brothers η οποία θεωρείται αποκλειστικά δική του σύνθεση. Είναι ένα υποβλητικό, αέρινο και ταξιδιάρικο ντουέτο ακουστικής κιθάρας με τον Dicky, που δίνει μια γεύση από μια πλευρά του Duane που σπάνια φάνηκε στη σκηνή. «Ο Duane και εγώ πάντα μιλούσαμε για να κάνουμε ακουστικό ένα μέρος του live», λέει ο Dicky. "Αλλά με κάποιο τρόπο απλά δεν φτάσαμε ποτέ σε αυτό...") Αν και ο Duane μπορούσε να ανέβει σε μια σκηνή και να την κάψει με την «ηλεκτρική φωτιά» του, ήταν επίσης ικανός να μαλακώσει σε σημείο που θα μπορούσε να κοιμίσει ένα βρέφος. Ο Duane το έγραψε για την Dixie Lee Meadows, ένα κορίτσι με το οποίο είχε σχέση. "Little Martha" ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο την αποκαλούσε ο Duane. Σύμφωνα με το Midnight Riders: The Story of The Allman Brothers Band του Scott Freeman, ο Duane Allman ισχυρίστηκε ότι «άκουσε» το κομμάτι σε ένα όνειρο, στο οποίο ο Jimi Hendrix του έδειξε πώς να το παίξει χρησιμοποιώντας μια βρύση νεροχύτη σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Ο Duane ξύπνησε και άρχισε να το παίζει στην κιθάρα του! Το "Melissa" γράφτηκε από τον Gregg το 1967. Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε και άρεσε πολύ στον Duane. Ο Gregg πάντα ένιωθε ότι δεν ήταν αρκετά δυνατό για τους Allmans, αλλά αποφάσισε να το συμπεριλάβει ως φόρο τιμής στον Duane.
Για χρόνια ο Gregg προσπαθούσε να βρει το κατάλληλο γυναικείο όνομα για τίτλο στο τραγούδι, ώσπου μια μέρα που περίμενε στην ουρά σε κάποιο σουπερμάρκετ άκουσε μια κυρία να φωνάζει Melissa ένα μικρό κοριτσάκι που έτρεχε στον διάδρομο. Η πρώτη πλευρά, η τελευταία χρονολογικά, ανοίγει με το Ain't Wasting Time No More, το πρώτο κομμάτι της "νέας" μπάντας. Οι στίχοι και η φωνή του Gregg δίνουν μια εικόνα θλίψης και ανυπακοής. Αν και λίγο πιο ενδοσκοπικό από τις περισσότερες μελωδίες τους, αυτό το κομμάτι μεγαλώνει μέσα σου, όσο περισσότερο το ακούς. Είναι η προσπάθεια του Gregg να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου του αδερφού του. Για να ολοκληρθεί ο δίσκος, ο Betts συνεισέφερε το εννιάλεπτο instrumental Les Brers in A Minor. Ο τίτλος είναι παραποίηση στα γαλλικά του The Brothers In A Minor. Ο Gregg Allman θυμάται στη βιογραφία του το 2012 ότι έκαναν 29 λήψεις του τραγουδιού και χρησιμοποίησαν τη δεύτερη. Το μπάσο του Berry Oakley ξεχωρίζει στο τραγούδι, που θαρρείς ότι γράφτηκε για κινηματογραφική ταινία.
Ο ΤΙΤΛΟΣ
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο ο τίτλος είναι μια αναφορά στον Duane που χτύπησε με τη μοτοσικλέτα του ένα φορτηγό με ροδάκινα. Επίσης πολλοί πίστεψαν ότι το φορτηγό- καρπούζι που απεικονίζεται στο εσώφυλλο προφήτευσε ότι ο Oakley συγκρούστηκε με ένα παρόμοιο όταν πέθανε, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Την εποχή που σκοτώθηκε ο Duane, το συγκρότημα δεν είχε σκεφτεί τίτλο για το άλμπουμ. Όταν ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση, η Atlantic Records πρότεινε να ονομαστεί The Kind We Grow in Dixie, μια πρόταση που απορρίφθηκε ασυζητητί. Ήταν ο Butch Trucks που πρότεινε να το ονομάσουν Eat a Peach for Peace. Ο τίτλος αφορά μια αγαπημένη έκφραση του Duane και αποτελεί μια αναφορά σε ένα σεξουαλικό υπονοούμενο, σε συνδυασμό με ένα ποίημα του T.S. Eliot. Στον Duane δεν άρεσε να δίνει απλές απαντήσεις, οπότε όταν κάποιος τον ρώτησε για την επανάσταση, εκείνος είπε: "Δεν υπάρχει επανάσταση. Όλα είναι εξέλιξη». Μετά σταμάτησε και είπε: "Κάθε φορά που πηγαίνω νότια, τρώω ένα ροδάκινο για ειρήνη... τη δίποδη ποικιλία.» Αυτή η φράση χαράχτηκε στη μνήμη του Trucks, που πρότεινε στη δισκογραφική εταιρεία ο τίτλος του άλμπουμ να είναι: " Eat a Peach for Peace", το οποίο τελικά συντομεύτηκε σε Eat a Peach.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Ο David Powel της Wonder Graphics είχε δει παλιές καρτ-ποστάλ σε ένα φαρμακείο στην Αθήνα της Τζόρτζια. Μία απ’ αυτές απεικόνιζε ένα ροδάκινο σε ένα φορτηγό και μια άλλη ένα καρπούζι πάνω σε βαγόνι τρένου. Στο εσώφυλλο του άλμπουμ συναντάμε μια περίτεχνη τοιχογραφία με ένα φανταστικό τοπίο μανιταριών με νεράιδες, σχεδιασμένο από τους Powell και Floury Holmes. «Έλεγε μια ιστορία ευτυχισμένης, μυστικιστικής αδελφοσύνης που πλησίαζε όλο και περισσότερο στη φαντασία καθώς το συγκρότημα πάλευε με την τραγωδία του θανάτου του Duane», σύμφωνα με τον βιογράφο Alan Paul.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ, υπήρχαν πολλές «Κασσάνδρες» που προέβλεπαν ότι το συγκρότημα θα κατέρρεε χωρίς τον Duane. Για να ξεκινήσει η προώθηση του δίσκου, οργανώθηκε μια ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση της εμφάνισης του συγκροτήματος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο Warehouse της Νέας Ορλεάνης. Η κίνηση αυτή βοήθησε στην ενίσχυση της ιδέας ότι οι Allman Brothers Band ήταν ακόμα ζωντανοί και ροκάρουν ανελέητα. Όταν ο δίσκος βγήκε στις 12 Φεβρουαρίου 1972, γνώρισε άμεση επιτυχία και σύντομα έφτασε στο No.4 του Billboard album chart. Το Melissa ήταν το πιο επιτυχημένο single του άλμπουμ, φτάνοντας στο #65 στο Billboard Hot 100. Τα Ain't Wastin' Time No More και One Way Out κυκλοφόρησαν επίσης ως singles, φτάνοντας στους αριθμούς 77 και 86, αντίστοιχα. Το 1972 η μπάντα έπαιξε σχεδόν εκατό συναυλίες για να υποστηρίξει το δίσκο, κυρίως ως headliners, συχνά με support τους Cowboy ή τους Wet Willie. Όπως είπε ο Trucks, "Παίζαμε γι' αυτόν (Duane) και αυτός ήταν ο τρόπος να είμαστε πιο κοντά του".
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μερικές φορές, όταν προσπαθείς να διαχειριστείς μια απώλεια, όλα φαίνεται να γίνονται ζήτημα επιβίωσης. Πολλά rock συγκροτήματα βίωσαν θανάτους βασικών μελών τους, αλλά ο θάνατος ενός αυθεντικού καλλιτέχνη κοστίζει στη μουσική περισσότερο από τον θάνατο ενός star - και ο Duane Allman ήταν αυθεντικός καλλιτέχνης. Έζησε για τη rock μουσική και μέσα στη rock μουσική, αγαπώντας την με το πάθος που μερικές φορές οδηγεί τους ανθρώπους στην αυτοκαταστροφή. Το κενό του πόνεσε και ήταν αδύνατο να καλυφθεί από κάποιον άλλο μουσικό. Μόνο η μουσική και τα συναισθήματα που γεννά μπορούσε να το καλύψει. Η λύπη, η γιορτή, ο θυμός, η αγάπη και πάντα η χαρά της δημιουργίας ενός νέου δίσκου, συναισθήματα που απλόχερα προσφέρει το Eat a peach.
Υ.Γ. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του κιθαρίστα των Allman Brothers Dicky Betts, που «έφυγε» πριν λίγες μέρες.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
10/5/24
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ EAT A PEACH
Με θυμάμαι να έχω πάρει το χαρτιζλίκι από τη μητέρα μου και να πηγαίνω, Σάββατο μεσημέρι, μετά το σχολείο (τότε πηγαίναμε και το Σάββατο σχολείο) στο Τετράγωνο, ένα μικρό αλλα πολύ ενημερωμένο κατάστημα δίσκων στην οδό Λευκωσίας, στην Πλτ. Αμερικής. Δεν θυμάμαι πότε πρωτοάκουσα Allman Brothers, θυμάμαι ότι η ελληνική έκδοση ήταν μονή και θυμάμαι πόσο με είχε εντυπωσιάσει ο γλυκός ήχος των κιθάρων. Κι αυτή ένρινη φωνή του Gregg Allman, πόσο ξεχωριστή είναι....
Δημοσίευση σχολίου