Μετά από σχεδόν 50 χρόνια στην πρώτη γραμμή του Heavy Metal, έφτασε το 2020 η στιγμή για τον ηγέτη των Saxon, Peter Rodney “Biff” Byford να κυκλοφορήσει το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ. Έχοντας μόλις αναρρώσει από ένα έμφραγμα και μια επέμβαση για τριπλό bypass, o Biff επέστρεψε ζωντανότερος από ποτέ και με το άλμπουμ αυτό εγκαινίασε μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο, τόσο για τον ίδιο όσο και για τo βασικό του συγκρότημα, τους Saxon.
Το School of Hard Knocks δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τον ήχο της κύριας μπάντας του, απλά έχει περισσότερα hard rock στοιχεία, κάποιες επιρροές από τον ήχο των ‘70s, ενώ σε συγκεκριμένα τραγούδια προσεγγίζει το στυλ που είχαν οι Saxon στα πρώτα τους άλμπουμ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι συνθέσεις με πιο σύγχρονο και πιο βαρύ ύφος. Όσον αφορά τους στίχους, αυτοί αναφέρονται σε θέματα που συναντάμε σε κάθε άλμπουμ των Saxon, όπως τη ζωή μιας μπάντας στον δρόμο, προσωπικές εμπειρίες του Biff, αυτοκίνητα ή μηχανές, επιστημονική φαντασία και ιστορικά γεγονότα. Σύμφωνα, άλλωστε, και με τα λόγια του ίδιου του Byford: «…στο άλμπουμ αυτό τραγουδάω για το παρελθόν μου και για πράγματα που μου αρέσουν αλλά περισσότερο απ’ όλα ήθελα τα τραγούδια να αντανακλούν εμένα, την προσωπικότητά μου και την ζωή μου. Υπάρχει αρκετή ποικιλία στα κομμάτια και δεν είναι όλα επικεντρωμένα στο heavy metal ύφος αλλά έχουν στοιχεία από διάφορα είδη μουσικής που μου αρέσουν…».
Το άλμπουμ ξεκινάει με δυο συνθέσεις κλασικού, 80s metal, που θα μπορούσαν άνετα να υπάρχουν σε κάποιο από τα πρώτα Saxon άλμπουμ. Το πρώτο είναι το Welcome to the show , που αναφέρεται στην εμπειρία μιας συναυλίας και τη σχέση μεταξύ του κοινού και της μπάντας και το δεύτερο είναι το ομώνυμο, School of hard knocks, στο οποίο ο Biff αναφέρεται στη ζωή του, από πού ξεκίνησε και πώς κατέληξε να πάρει τον δρόμο του metal.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι ο Byford είχε δύσκολα παιδικά χρόνια καθώς έχασε την μητέρα του όταν ήταν 11 ετών, ενώ ο πατέρας του είχε πρόβλημα αλκοολισμού και γινόταν αρκετές φορές βίαιος. Όταν μάλιστα ο τελευταίος έχασε το χέρι του σε εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο που δούλευε, ο Biff αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί σε ξυλουργείο/επιπλοποιείο, ενώ από τα 18 του ξεκίνησε να δουλεύει σε ορυχείο εξόρυξης κάρβουνου. Επιπλέον, έγινε και πατέρας στα 16 , όταν η τότε κοπέλα του έμεινε έγκυος σε αυτή την ηλικία. Βλέπουμε επομένως ότι ενηλικιώθηκε και έμαθε τη ζωή μέσα από δυσκολίες και στο «σχολείο του δρόμου» (School of hard knocks).
Το επόμενο τραγούδι, The Pit and the Pendulum, είναι αυτό που ξεχωρίζει από σύνολο των κομματιών και κατά τη γνώμη μου είναι το καλύτερο του άλμπουμ. Μια επιβλητική, σκοτεινή και σχεδόν progressive σύνθεση, με αρκετές αλλαγές στο ρυθμό και στο ύφος και καταπληκτικό σόλο, Dream Theater–ικού τύπου. Οι στίχοι του αναφέρονται στην ομώνυμη ιστορία του Edgar Allan Poe, σχετικά με έναν φυλακισμένο που βασανίζεται από ιεροεξεταστές ενώ στην ενός λεπτού εισαγωγή που προηγείται (Inquisitor), o Byford διαβάζει κάποια αποσπάσματα από το διήγημα με την συνοδεία flamenco κιθάρας.
Ακολουθεί ένα κομμάτι επιστημονικής φαντασίας, το Worlds Collide, μια σύνθεση πιο «μοντέρνου» metal, με βαρύ riff, που θυμίζει κομμάτια από το άλμπουμ των Saxon, Metalhead (1999). Στο σημείο του σόλο δε, ο ρυθμός γίνεται πιο κοφτός φέρνοντας στο μυαλό groove metal μπάντες, όπως τους Pantera.
Μετά το Worlds Collide έρχεται η δεύτερη καλύτερη στιγμή του δίσκου με το Scarborough Fair, μια διασκευή ενός παραδοσιακού αγγλικού τραγουδιού το οποίο είχε πρωτοδιασκευαστεί από τους Simon & Garfunkel πίσω στο 1966 (άλμπουμ Parsley, Sage, Rosemary and Thyme). Πολύ καλή και συναισθηματική η εκδοχή του Biff , ενώ υπάρχει και βίντεο με τον Byford να τραγουδάει το κομμάτι σε διάφορα σημεία της πόλης του Scarborough.
Το Scarborough Fair δεν είναι η μοναδική διασκευή του άλμπουμ, καθώς υπάρχει και η κομματάρα Throw down the sword των Whishbone Ash από το δίσκο-έπος Argus (1972). O Biff έχει δηλώσει ότι θέλησε να το διασκευάσει, επειδή ήταν το πρώτο τραγούδι που άκουσε πιτσιρικάς και περιλάμβανε στίχους σχετικά με μάχες, πόλεμο και γενικότερα, ιστορία, θέματα δηλαδή που τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Το συγκεκριμένο τραγούδι αποδίδεται άψογα από τον Biff και μαζί με τα Scarborough Fair και The pit and the pendulum ανήκει στις κορυφαίες στιγμές του School of hard knocks.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει άλλα τέσσερα τραγούδια – Pedal to the metal, Hearts of steel, Me and You, Black and White – με τα δύο πρώτα να κινούνται στο ύφος των Saxon της τελευταίας δεκαπενταετίας, το τρίτο να είναι μια μπαλάντα σε πιο «εμπορικό» στυλ και το τελευταίο μια hard rock σύνθεση σχετικά αδιάφορη.
Συνοψίζοντας, το School of Hard Knocks είναι μια τίμια κυκλοφορία από τον Biff Byford, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί ως κάποιο σημαντικό κομμάτι της συνολικής του δισκογραφίας. Προσωπικά δεν βρίσκω τον λόγο που κυκλοφόρησε κάτω από το όνομά του και όχι σαν ένα ακόμη Saxon άλμπουμ αφού η πλειονότητα των κομματιών θα μπορούσε άνετα να υπάρχει σε κάποια από τις κυκλοφορίες των τελευταίων. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια αρκετά καλή δουλειά, χωρίς εκπλήξεις ή περίεργους πειραματισμούς, μια «λιτή» μουσική αυτοβιογραφία του Biff που σέβεται την μουσική του πορεία και ενδείκνυται κυρίως για τους φανατικούς οπαδούς των Saxon.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
17/4/24
Δημοσίευση σχολίου