SAXON – HELL, FIRE AND DAMNATION(2024): ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΚΕΦΑΛΙΑ, ΞΑΝΑ!

Δυο χρόνια μετά το εξαιρετικό Carpe Diem (2022) και ένα χρόνο μετά το δεύτερο άλμπουμ διασκευών τους, More Inspirations (2023), οι ακούραστοι Saxon επανέρχονται δριμύτεροι με την τελευταία στούντιο κυκλοφορία τους, το εντυπωσιακό Hell, Fire and Damnation.
    Το νέο άλμπουμ δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τον προκάτοχό του και ακολουθεί το γνωστό μουσικό μοτίβο που έχει καθιερώσει η μπάντα την τελευταία, τουλάχιστον, δεκαπενταετία: δυναμικό, κλασικό και ψυχωμένο heavy metal, που ξεσηκώνει, ενθουσιάζει και κρατάει τους Saxon ψηλά στην εκτίμηση και στις προτιμήσεις του metal κόσμου.
    Αρχικά, το Hell, Fire and Damnation φέρνει και την πρώτη αλλαγή στο συγκρότημα μετά από πολλά χρόνια, με την αποχώρηση του κιθαρίστα Paul Quinn, του μόνου μέλους μαζί με τον Byford, που είχε απομείνει από την αρχική σύνθεση τους . O Quinn δήλωσε αρχικά ότι θα σταματούσε να συμμετέχει στις περιοδείες επειδή πλέον τον κουράζουν αλλά θα παρέμενε στο γκρουπ. Αργότερα, όμως, ανακοίνωσε την οριστική του αποχώρηση λέγοντας ότι εκτός της κούρασης ήθελε να ασχοληθεί πλέον με τα blues. Σοβαρή η απώλεια για τους Saxon, όμως στη θέση τουήρθε ένας άξιος αντικαταστάτης, ο Brian Tatler, κιθαρίστας και βασικό μέλος των θρύλων του NWOBHM, Diamond Head. Βετεράνος κι αυτός της σκηνής, αποδεικνύεται άξιος αντικαταστάτης του Quinn σε βαθμό που η αλλαγή αυτή να περνάει απαρατήρητη.
    Ας μπούμε στην ουσία τώρα: το άλμπουμ μάς «καλωσορίζει» πριν καν ακούσουμε νότα, με το επικό και σκοτεινό του εξώφυλλο που εικονίζει έναν άγγελο-τιμωρό, εκπρόσωπο του καλού, να μάχεται μια στρατιά από δαίμονες. Καταπληκτική εικαστική δουλειά και απόλυτα ταιριαστή με τον τίτλο του δίσκου.
    Περνώντας στα τραγούδια, ξεκινάμε με το Prophecy, μια εισαγωγή ενός και κάτι λεπτού, όπου ακούμε μια διήγηση περί της αιώνιας μάχης μεταξύ του καλού και του κακού με την επιβλητική φωνή του γνωστού βρετανού ηθοποιού Brian Blessed. Η εισαγωγή αυτή οδηγεί στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, το Hell, Fire and Damnation, ένα ιδανικό opener track, με υψηλές δόσεις επιθετικότητας και ενέργειας και ωραίες μελωδίες στις κιθάρες, όπου φαίνεται ο αέρας ανανέωσης που έφερε στη μπάντα ο Tatler. Συνέχεια με το Madame Guillotine, μια σύνθεση μεσαίας ταχύτητα , με βαρύ riff, ωραία μελωδία στο ρεφρέν, αφιερωμένη στο γνωστό όργανο εκτέλεσης, την γκιλοτίνα ή λαιμητόμο, που γνώρισε μέρες «δόξας» κυρίως στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης.


    Αφήνουμε την «κυρία Γκιλοτίνα» και επανερχόμαστε στην ένταση με τo Fire and Steel, μια σχεδόν speed/power metal κομματάρα στην οποία έχει την τιμητική του το rhythm section της μπάντας , οι Nibbs Carter (μπάσο) και Nigel Glockler (ντραμς) που δείχνουν τι παικταράδες είναι. Το τραγούδι αναφέρεται στην πόλη του Sheffield και στον ηγετικό ρόλο που είχε στην Βιομηχανική Επανάσταση αλλά και μετέπειτα, αφού εκεί ανθούσε η βιομηχανία χάλυβα της Μ. Βρετανίας και η μεταλλουργία. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Byford έχει ξαναγράψει στίχους σχετικά με την βιομηχανική επανάσταση και την δουλειά σε εργοστάσια αφού έχει παρόμοια προσωπικά βιώματα: προέρχεται από την εργατική τάξη, ενώ στα νιάτα του έχει δουλέψει σε ανθρακωρυχείο (στην ευρύτερη περιοχή του Yorkshire όπου υπάγεται και το Sheffield) ως χειριστής μηχανήματος που ανέβαζε το κάρβουνο από τις στοές.
    Από το Sheffield περνάμε τον Ατλαντικό και ταξιδεύουμε στο Roswell του New Mexico (There’s something in Roswell) για να τσεκάρουμε τι πραγματικά έπεσε από τον ουρανό: εξωγήινο σκάφος, μετεωρολογικό μπαλόνι ή πειραματικό αεροπλάνο; Φοβερό τραγούδι, με ωραία riffs και ενορχήστρωση που αναδύει μια αίσθηση μυστηρίου.
    Μετά το There’s something in Roswell, ξεκινάει μια τριπλέτα κομματιών, εκ των οποίων τα δυο είναι πραγματικά επικά. Αρχίζουμε με το θεϊκό και ίσως το καλύτερο του άλμπουμ, Kubla Khan and the merchant of Venice, μια καταιγιστική σύνθεση με φοβερά φωνητικά από τον Biff, σολάρες, rhythm section πολυβόλο, επικό ρεφρέν και στίχους για τον Μάρκο Πόλο, τα ταξίδια του στην κεντρική Ασία και την Κίνα και την ζωή του στη Αυλή του Κουμπλάι Χαν , αυτοκράτορα των Μογγόλων και εγγονού του γνωστού Τζένγκις Χαν.
    Διάλειμμα μεταξύ των επών με το Pirates of the Airwaves, ένα πολύ καλό τραγούδι με πιο hard rock αισθητική που θυμίζει τους Saxon του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘80/αρχών 90ς και αναφέρεται στους πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς από τους οποίους μάθαινε τη rock μουσική ο πιτσιρικάς Byford. Το “Pirates…” θα συγκινήσει ιδιαίτερα όσους από εμάς είμαστε άνω των 45 και έχουμε βιώσει τις ίδιες αγνές, ρομαντικές και ξεχασμένες πλέον στο χρόνο μουσικές εμπειρίες.
    Ώρα για λίγη ιστορία με το δεύτερο έπος, 1066 , μια περιγραφή του αγώνα των Βρετανών εναντίον των Νορβηγών Βίκινγκς και των Νορμανδών, που οδήγησε στην ήττα των πρώτων και στην κατάκτηση του νησιού από τους τελευταίους το συγκεκριμένο έτος. Βαρύ κομμάτι, με εμβατηριακό ρυθμό και επιβλητικό ρεφρέν που καταφέρνει να περάσει στον ακροατή την αίσθηση της σύγκρουσης μεταξύ των αντίπαλων στρατευμάτων.


    Επιστροφή στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Salem της Μασσαχουσέτης την περίοδο 1692-1693 για να θυμηθούμε τη μαζική υστερία με τις δίκες των «μαγισσών» και τις εκτελέσεις δεκάδων αθώων γυναικών (Witches of Salem). Κορυφαία στιγμή του κομματιού είναι το ξεκίνημα όπου ακούγονται οι κραυγές φρίκης και τρόμου των μαγισσών την ώρα που καίγονται στην πυρά. Ένα πραγματικά εντυπωσιακό εφέ που σε βάζει άμεσα στο όλο κλίμα του τραγουδιού, μια μεσαίας ταχύτητας «σκοτεινή» και «γοτθική» σύνθεση, σε παρόμοιο στυλ με το Lady in Grey του προηγούμενου άλμπουμ, Carpe Diem.
    Το άλμπουμ κλείνει με το Super Charger ένα γρήγορο κομμάτι, απλό στη δομή του αλλά τσιτωμένο – αναφέρεται σε μηχανές ή αυτοκίνητα άλλωστε -  που θα μπορούσε άνετα να ανήκει σε ένα από τα κλασικά άλμπουμ των Saxon της πρώτης τους περιόδου (Wheels of Steel, Denim and Leather κλπ).
    Το Hell, Fire and Damnation, ήδη από την στιγμή που είχαν παρουσιαστεί τα singles του - το ομώνυμο και το There’s something in Rowsell - αναμενόταν με ιδιαίτερη ανυπομονησία από τους metal οπαδούς. Όταν πλέον κυκλοφόρησε, έλαβε διθυραμβικές κριτικές από όλους, από απλούς οπαδούς μέχρι μουσικά sites και κανάλια στο Youtube, κάτι που το αξίζει και με το παραπάνω. Είναι μια άψογη δουλειά από όλες τις απόψεις, τόσο από την ποιότητα των συνθέσεων και την απόδοση της μπάντας όσο και από θέμα παραγωγής και μίξης. Ακόμα και η διάρκειά του είναι ιδανική – περίπου 43 λεπτά – και δεν κουράζει σε κανένα σημείο αφού με το που τελειώνει σε βάζει στο τριπάκι να θες να το ξανακούσεις.
    Οι Saxon αποδεικνύουν για ακόμη μια φορά ότι είναι μάχιμοι, ότι η ηλικία είναι κάτι που δεν τους αφορά και ούτε τους επηρεάζει και κυρίως, ότι βγάζουν ακόμα άλμπουμ επειδή πραγματικά γουστάρουν και όχι ως τυπική διαδικασία, απλά και μόνο για να συντηρούνται στην επικαιρότητα και να κάνουν περιοδείες. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο να γραφτεί. Επενδύστε στο άλμπουμ άφοβα και όσοι δεν το έχετε ακούσει, σπεύστε να το κάνετε άμεσα. Η μπαντάρα μίλησε στο γήπεδο και πήρε πάλι κεφάλια.   
    

10/10



TRIVIA

Στο Witches of Salem αναφέρεται η εκτέλεση των μαγισσών στην πυρά (burning at the stake), κάτι που, όλοι όσοι γνωρίζουν για το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, θεωρούν ότι είναι η πραγματικότητα. Η ιστορική αλήθεια, όμως, είναι ότι καμία από τις κατηγορούμενες ως μάγισσες δεν κάηκε στην πυρά, αλλά οι εκτελέσεις έγιναν με απαγχονισμό (στο Gallow’s Hill που αναφέρει το τραγούδι), ενώ κάποιες πέθαναν στη φυλακή.
Οι εκτελέσεις στην πυρά εφαρμόζονταν στην Ευρώπη και έτσι δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το ίδιο συνέβαινε και με τις αντίστοιχες περιπτώσεις στην Αμερική των πρώτων αποικιακών χρόνων, πράγμα που δεν ισχύει.




ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου