Οι Βραζιλιάνοι Angra αποτέλεσαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 ένα από τα καλύτερα και πιο προβεβλημένα σχήματα του power metal και, μαζί με κάποιους εξίσου κορυφαίους συνοδοιπόρους τους (Gamma Ray, Stratovarius, Hammerfall κ.α.), κατάφεραν να κάνουν το συγκεκριμένο μουσικό είδος ένα από τα πιο επιτυχημένα στο metal φάσμα, τουλάχιστον για εκείνη τη χρονική περίοδο.
Όποτε γίνεται λόγος γι’ αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία των σχολίων επικεντρώνεται στο δεύτερο άλμπουμ τους, το πρωτοποριακό και μνημειώδες Holy Land αλλά και στο ορμητικό ντεμπούτο τους, το Angels Cry, ενώ για το τρίτο άλμπουμ τους, το Fireworks οι αναφορές είναι ελάχιστες, με τις περισσότερες από αυτές μάλιστα να το θεωρούν ως μια αδύναμη κυκλοφορία. Ο χαρακτηρισμός αυτός, βέβαια, δεν ισχύει, καθώς η συγκεκριμένη κυκλοφορία είναι μία από τις καλύτερες του συγκροτήματος και μπορεί άνετα να κοιτάξει στα μάτια αυτές που θεωρούνται κλασικές.
ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Το Fireworks βγήκε τον Ιούλιο του 1988 εν μέσω κάποιων φημών ότι υπήρχε κρίση στους κόλπους των Angra και συγκεκριμένα ανάμεσα στον τραγουδιστή, Andre Matos και τους δυο κιθαρίστες, Lureiro και Bittencourt. Παρόλα αυτά, η κυκλοφορία του δίσκου καταλάγιασε αυτή τη φημολογία και ηρέμησε τους οπαδούς που ανησυχούσαν για το μέλλον της αγαπημένης τους μπάντας.
Μουσικά, το άλμπουμ κινείται σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση από τον προκάτοχό του, γεγονός που ξένισε πολλούς από τους φίλους της μπάντας οι οποίοι μάλλον περίμεναν μια συνέχεια του Holy Land, πράγμα που οι Angra, προς τιμήν τους, δεν έκαναν. Τα στοιχεία της παραδοσιακής βραζιλιάνικης μουσικής δεν υπάρχουν πλέον, το ίδιο και τα πολυφωνικά – χωρωδιακά γεμίσματα, όπως και τα εφέ των γρηγοριανών ύμνων.
Αντιθέτως, το Fireworks χαρακτηρίζεται από καθαρόαιμα και γρήγορα power metal riffs - που αρκετές φορές αγγίζουν και την περιοχή του progressive - και από μαζική χρήση keyboards που χρησιμεύουν ως background μουσικό φόντο, δημιουργώντας μια ονειρικά μελωδική ατμόσφαιρα, ενώ σε αρκετά σημεία παίρνουν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κυρίως στη μέση ορισμένων κομματιών. Επιπλέον, στις ηχογραφήσεις έχει χρησιμοποιηθεί και ορχήστρα που καταφέρνει να δώσει περισσότερο βάθος και ατμόσφαιρα στα τραγούδια. Όσον αφορά τα φωνητικά, ο Andre Matos εντυπωσιάζει για ακόμη μια φορά με τη δύναμη, το συναίσθημα και την μελωδικότητά του, όμως το highlight του δίσκου είναι οι κιθάρες, με τους Kiko Loureiro και Rafael Bittencourt να δίνουν μαθήματα τεχνικής, ταχύτητας και μελωδίας, τόσο στα riffs όσο και στα εναλλασσόμενα σόλο τους. Η μόνη «ένσταση» που θα μπορούσαμε να έχουμε είναι τεχνικής φύσεως και αφορά την παραγωγή του γνωστού ελληνοκύπριου Chris Tsangarides, η οποία έχει «θάψει» το μπάσο του Luis Mariutti και έχει στερήσει όγκο από τα ντραμς του Ricardo Confessori.
Γενικά, το άλμπουμ δεν είναι τόσο «άμεσο» όσο τα δυο προηγούμενα, αντίθετα θα έλεγα ότι ανήκει στην κατηγορία των «growers», δηλαδή σε αυτά που όσο περισσότερο τα ακούς τόσο περισσότερα πράγματα ανακαλύπτεις. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν κομμάτια-κράχτες που να ξεχωρίζουν υπερβολικά σε σχέση με το σύνολο, κομμάτια δηλαδή πιο «εμπορικά» που θα έδιναν το ερέθισμα σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ Angra να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο άλμπουμ. Αντίθετα, όλες οι συνθέσεις έχουν, πάνω-κάτω, το ίδιο υψηλό επίπεδο και ο δίσκος είναι ιδανικός για οπαδούς που έχουν είδη «γράψει χιλιόμετρα» στο metal, γνωρίζουν την μπάντα και δεν είναι απλά «τουρίστες» που έχουν ακούσει 3-4 κομμάτια της δισκογραφίας λόγω του ντόρου που έκανε το προηγούμενο άλμπουμ τους, Holy Land, λίγα χρόνια πριν.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Όσον αφορά τα τραγούδια καθαυτά θα επιχειρήσω μια ταξινόμηση βασισμένος αποκλειστικά και μόνο στα προσωπικά μου κριτήρια και προτιμήσεις. Στην κατηγορία των «κορυφαίων» του άλμπουμ θεωρώ ότι ανήκουν τρία κομμάτια, με πρώτο το Gentle Change, άνετα το καλύτερο του δίσκου και ένα από τα καλύτερα της δισκογραφίας των Angra. Μια καταπληκτική σύνθεση με φοβερή μελωδία και συναίσθημα, εντυπωσιακά πλήκτρα και ονειρικό σόλο πιάνο. Οι επόμενες θέσεις ανήκουν δικαιωματικά σε δυο power κομμάτια, το Metal Icarus, ίσως το βαρύτερο του άλμπουμ, με ωραία γέφυρα και ρεφρέν και τρελή «σολομαχία» μεταξύ Lureiro και Bittencourt και το Mystery Machine, με περίτεχνους ρυθμούς στα τύμπανα, γρήγορο ρυθμό, ενδιαφέρον riff και πολύ καλά φωνητικά από τον Matos.
Στη δεύτερη ομάδα κομματιών μπορούμε να βάλουμε το opener Wings of Reality, μια σύνθεση αποκλειστικά του Matos και ιδανικό για το ξεκίνημα του δίσκου, το ιδιαίτερο Petrified Eyes, που ξεκινάει με μια περίεργη τζαζο-φανκ εισαγωγή και προοδευτικά μετατρέπεται σε έναν power metal δυναμίτη, το mid-tempo Paradise, το ομότιτλο, Fireworks, μια ιδιαίτερα μελωδική και ταξιδιάρικη ημι-μπαλάντα και τέλος το Speed, ένα υπερηχητικό, όπως ακριβώς δηλώνει και ο τίτλος του, κομμάτι που ως ένα σημείο λες «ΟΚ, μια χαρά πωρωτικό είναι» αλλά όταν μπαίνουν τα σόλο μένεις άναυδος, καθώς μιλάμε για ταχύτατο, εναλλασσόμενο shredding και μάλιστα δυο φορές πριν τελειώσει το κομμάτι!
Για το τέλος μένουν τα δυο λιγότερο καλά (τρόπος του λέγειν τώρα) τραγούδια, το “Extreme Dream”, ένα γρήγορο κομμάτι που μπορεί να μην φτάνει την ποιότητα των Metal Icarus ή Mystery Machine αλλά σε αποζημιώνει στο μέγιστο όταν μπαίνει το εντυπωσιακό του σόλο και τέλος το “Lisbon”, το single του άλμπουμ, που πέρα από ένα καλό μελωδικό κομμάτι, στα όρια της μπαλάντας, δεν θεωρώ ότι έχει κάτι το ιδιαίτερο ώστε να επιλεχθεί ως single.
To Fireworks, χωρίς να είναι ένα «εύκολο» άλμπουμ, πήγε αρκετά καλά, πούλησε περίπου 700.000 κομμάτια και σε κάποιες χώρες έγινε χρυσό. Ακολούθησε και περιοδεία όπου οι Angra εμφανίστηκαν και στην χώρα μας, στις 9 και 10 Ιανουαρίου 1999, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα. Δυστυχώς, μετά το τέλος της περιοδείας , η συνέχεια δεν ήταν καλή για το συγκρότημα αφού στα μέσα του 2000, οι φήμες που κυκλοφορούσαν τα τελευταία χρόνια έγιναν πραγματικότητα: ο Matos αποχώρησε από την μπάντα, παίρνοντας μαζί του και το rhythm section (Mariutti – Confessori) και σχημάτισε τους Shaman, ένα σχήμα-«γενόσημο» των Angra, με ένα βέβαια εξαιρετικό ντεμπούτο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συνοψίζοντας, το Fireworks μπορεί να μην είναι το ιδανικότερο άλμπουμ των Angra για να τους γνωρίσει κάποιος για πρώτη φορά, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι μια δουλειά που μπορεί να ξεχαστεί ή να αγνοηθεί. Αποτελεί άλλη μια ποιοτική κυκλοφορία τους, ένας δίσκος που τους εξελίσσει από ένα power metal συγκρότημα που προκάλεσε αίσθηση στο χώρο του metal, σε μια ώριμη πλέον μπάντα με δυνατότητες να εξερευνήσει ακόμη περισσότερα metal πεδία.
Ταυτόχρονα, αποτελεί και «τέλος εποχής» αφού είναι το άλμπουμ που κλείνει την πρώτη περίοδο των Angra, αυτή της κλασικής τους σύνθεσης (Matos, Lureiro, Bittencourt, Mariutti, Confessori), δίνοντας την σκυτάλη σε μια νέα, εξίσου καλή σύνθεση, που θα προσθέσει στην δισκογραφία του συγκροτήματος κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
28/2/24
Δημοσίευση σχολίου