Το σημερινό «Ποιος θυμάται» δεν αφορά κάποιον rock star ή -έστω- κάποιο ποπ είδωλο. Το σημερινό μας άρθρο είναι αφιερωμένο σε μια επιβλητική προσωπικότητα της μουσικής, που υπερβαίνει τέτοιους στενούς χαρακτηρισμούς. Είναι αφιερωμένο σε μια πολυσχιδή καλλιτέχνιδα, που σφράγισε με το μεγάλο ταλέντο της, αλλά και τον μαχητικό χαρακτήρα της, τη διεθνή σκηνή του 20ου αιώνα: την ανεπανάληπτη Nina Simone! Την τραγουδίστρια, στιχουργό, συνθέτη, πιανίστα, ενορχηστρωτή κομματιών μουσικής jazz, blues, RnB, gospel, folk, μέχρι κλασικής και ποπ, αλλά και επιφανή αγωνίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η Eunice Kathleen Waymon, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1933, στο Tryon, μια γραφική κωμόπολη της Βόρειας Καρολίνας. Ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά μιας αφροαμερικάνικης οικογένειας, που πάλευε με νύχια και με δόντια για τα προς το ζην. Οι γονείς της, Μεθοδιστές πάστορες και οι δύο, προσπάθησαν να δώσουν αυστηρή χριστιανική αγωγή στα παιδιά τους. Έτσι, η μικρή Eunice έμαθε, από πολύ νωρίς, να έχει αδιαπραγμάτευτη πίστη και σεβασμό, αλλά κυρίως ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, κάτι που φάνηκε περίτρανα αργότερα, στην πορεία της ζωής της. Σε πολύ μικρή ηλικία (3-4 χρονών) ήρθε σε επαφή με τα πλήκτρα του πιάνου και μαγεύτηκε. Ο ζήλος της να μάθει αυτό το όργανο ήταν τέτοιος, που κινητοποίησε μια γειτόνισσά τους, που ήταν δασκάλα πιάνου, να μάθει στο παιδί τα στοιχειώδη της μουσικής και να τη φέρει σε επαφή με τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Σοπέν και τους άλλους μεγάλους κλασικούς. Έτσι, σε ηλικία 12 χρονών, το προικισμένο αυτό κοριτσάκι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει το πρώτο της κονσέρτο, ενώπιον των κατοίκων της μικρής της πόλης. Τότε ήταν όμως, που βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την αδικία και τον ρατσισμό: Οι γονείς της, για τους οποίους είχαν προβλεφθεί τιμητικές θέσεις στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν στο πίσω μέρος της αίθουσας, μαζί με τους υπόλοιπους μαύρους. Η 12χρονη Eunice αρνήθηκε να παίξει, μέχρις ότου οι γονείς της να επανέλθουν στις αρχικές τους θέσεις. Και το πέτυχε! Το γεγονός αυτό σημάδεψε τη ζωή της και αποτέλεσε -όπως ομολόγησε η ίδια- την κύρια αιτία τής έντονης ανάμειξής της στο κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Οι συμπολίτες της πάντως, αναγνωρίζοντας το σπάνιο ταλέντο της μικρής, έκαναν έρανο για τα δίδακτρά της στη φημισμένη Σχολή Μουσικής Julliard της Νέας Υόρκης. Οι στόχοι όμως της Eunice Waymon ήταν πολύ υψηλότεροι. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στο Julliard, η Eunice υπέβαλε αίτηση υποτροφίας στο περίφημο “Curtis Institute of Music”, στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας. Δυστυχώς, παρά τις άριστες εξετάσεις που έδωσε, δεν έγινε δεκτή. Η ίδια απέδωσε το γεγονός σε ρατσιστικούς λόγους και επέμεινε σε αυτή την άποψη σε όλη της τη ζωή. «Το φαντάζεστε», έλεγε αργότερα η κόρη της, η Lisa Celeste Simone Stroud, «να μελετάς τουλάχιστον 5 ώρες την ημέρα, κάθε ημέρα για 7 χρόνια, να κάνεις μια άριστη ακρόαση και να σε απορρίπτουν, όχι γιατί δεν ήσουν αρκετά καλή, αλλά λόγω του χρώματος του δέρματός σου;». Πάντως, το Curtis Institute αρνήθηκε σθεναρά αυτή την κατηγορία. Κατ’ αυτούς, το μόνο πρόβλημα ήταν, ότι υπήρχαν μόνον τρεις υποτροφίες για 72 αιτήσεις και η επιλογή έγινε με πολύ αυστηρά κριτήρια, χωρίς προκαταλήψεις. Μάλιστα, το 2003, λίγο πριν το τέλος της ζωής της, η Nina Simone δέχθηκε μια ειδική τιμητική διάκριση, που της απένειμε το Ινστιτούτο.
Η «ΓΕΝΝΗΣΗ» ΤΗΣ NINA SIMONE
Το τέλος του ονείρου της υποτροφίας, έφερε τη νεαρή Eunice αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα: Έπρεπε επειγόντως να βρει δουλειά! Και τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει, από το να βρει δουλειά ως πιανίστα; Ξεκίνησε λοιπόν να παίζει πιάνο σε ένα night club στο Atlantic City. Οι θρησκευόμενοι γονείς της έφριξαν, μόλις έμαθαν τα νέα! Η μητέρα της έλεγε ότι η αγαπημένη της κόρη είχε διαβεί τις πύλες της Κόλασης! Για να ησυχάσει από τον γονικό έλεγχο, η Eunice αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της σε Nina Simone. To “Nina” προήλθε από την ισπανική λέξη “niña”, που σημαίνει «μικρή», το δε “Simone” από το μικρό όνομα της αγαπημένης της ηθοποιού Simone Signoret. Σ’ αυτό το club ήταν, που, για πρώτη φορά, της ζήτησαν να τραγουδάει κιόλας, παράλληλα με το πιάνο, και έτσι αποκαλύφθηκε η σπάνια έφεσή της στο τραγούδι, που την ανέδειξε σε μία από τις καλύτερες jazz και soul τραγουδίστριες όλων των εποχών. Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός του κλασικού πιάνου (με τις έντονες επιρροές του Johann Sebastian Bach) και της υπνωτιστικής κοντράλτο φωνής της Nina, δεν θα μπορούσε να μείνει στην αφάνεια για πολύ καιρό: Σύντομα, ηχογράφησε το πρώτο της σινγκλ (1958), που ήταν μια διασκευή του “I Loves You, Porgy” της Billie Holiday (του μεγάλου ινδάλματος της Nina Simone), από τη δημοφιλή όπερα του George Gershwin “Porgy & Bess” (Σ.Σ. Στην όπερα αυτή περιέχεται και το πασίγνωστο “Summertime”). Όπως ήταν φυσικό, αμέσως μετά ακολούθησε το πρώτο της άλμπουμ, με τίτλο “Little Girl Blue” (1959), στο οποίο συμπεριλαμβανόταν το “My Baby Just Cares For Me”, ένα παλιό τραγουδάκι του Nat King Cole, που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία της Nina Simone.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΝΤΙΒΑ
Η μεγάλη επιτυχία του πρώτου της άλμπουμ, έφερε -σε χρόνο ρεκόρ- την κυκλοφορία του δεύτερου, με τίτλο “The Amazing Nina Simone” (1959), για να ακολουθήσουν στη συνέχεια, στο διάστημα 1959-1993, άλλα 30 (!) άλμπουμ της μεγάλης αυτής καλλιτέχνιδας, χωρίς εδώ να μετράμε άλλα 80 (!) άλμπουμ, που κυκλοφόρησαν από το 1960 έως σήμερα, και περιλαμβάνουν συλλογές, live, remixes και box sets, 40 εκ των οποίων μετά τον θάνατό της. Το ρεπερτόριό της, όπως είπαμε και στον πρόλογο, εκτεινόταν από jazz, blues, RnB, gospel, folk, μέχρι ποπ! Τα τραγούδια που ερμήνευε είτε ήταν δικά της, είτε -συχνά- διασκευές γνωστών κομματιών, που στα χέρια της ανέβαιναν επίπεδο! Για παράδειγμα, ανάμεσα στις μεγάλες της επιτυχίες, συγκαταλέγονταν οι soul αποδόσεις ιστορικών τραγουδιών, όπως το “Don’t Let Me Be Misunderstood”, το “I Put A Spell On You” και το “Ne Me Quitte Pas” του Jacques Brel. Και να μην ξεχάσουμε, βέβαια, και την μοναδική ερμηνεία του “House Of The Rising Sun”, αλλά και του “Here Comes The Sun” των Beatles. Σαν ένας σύγχρονος «Μίδας» της μουσικής, ό,τι έπιανε στα χέρια της το έκανε χρυσό! Χάρη σ’ αυτές τις ερμηνείες, την αποκάλεσαν «Πρωθιέρεια της Soul» (High Priestess of Soul).
Παρ’ όλες όμως τις μεγάλες της επιτυχίες και το μεγαλοπρεπές προσωνύμιο της «Πρωθιέρειας», η ψυχή της ήταν αφιερωμένη στην κλασική μουσική και στη τζαζ: «Ο Μπαχ είναι ο μέγας δάσκαλος», έλεγε σε μια συνέντευξή της. «Αλλά και οι μεγάλοι της τζαζ, ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Ο John Coltrane, o Dizzy Gillespie, o Miles Davis είναι μεγάλοι μαέστροι. Αναντίρρητα μεγάλος είναι και ο Duke Ellington. Και ο Art Blakey. Θα ήταν ευχής έργο να μπορούσα να παίξω μαζί τους. Όπως και με τον Oscar Peterson, έναν από τους μεγαλύτερους πιανίστες του κόσμου». Τι είναι όμως αυτό, που κάνει τη Nina Simone να θεωρεί κορυφαία αυτή τη μουσική; Την απάντηση την έδωσε η ίδια, στο φημισμένο Ronnie Scott’s Jazz Club, στο Σόχο, όπου εμφανιζόταν το 1984: «Είναι η δομή. Η καθαρότητα. Ο τόνος. Οι αποχρώσεις. Οι υπαινιγμοί. Οι παύσεις. Όλη αυτή η δυναμική του ήχου και της μουσικής. Είναι ό,τι πλησιέστερο στο Θεό μπορώ να φανταστώ».
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ
Όντας μέλος μιας φτωχής οικογένειας μαύρων, σε μια μικρή πόλη του Αμερικάνικου Νότου, η Nina Simone βίωσε εξ απαλών ονύχων το μίσος και την περιφρόνηση των λευκών. Και μάλλον αυτά τα βιώματα της διαρκούς, διαβρωτικής προκατάληψης, να καθόρισαν τη μουσική της πορεία. Το βέβαιο είναι, ότι η Simone αξιοποίησε, σε όλη της τη σταδιοδρομία, τα χαρίσματά της για να συνεισφέρει στην ευτυχία όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως χρώματος. Αμέσως μόλις έγινε γνωστή, στο τέλος του ’50, αρχές του ’60, αφιέρωσε τη ζωή της στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσθέτοντας στο ρεπερτόριό της -με μεγάλη αυταπάρνηση- στρατευμένα τραγούδια, όπως τα "To Be Young, Gifted And Black", "Blacklash Blues", "Mississippi Goddam", "I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free" και -πάνω απ’ όλα- το συγκλονιστικό “Strange Fruit” της Billie Holiday. Η επίδρασή της ήταν τέτοια, που έκανε τον ονομαστό συγγραφέα και ακτιβιστή James Baldwin (1924-1987), που είχε γίνει διάσημος με το βιβλίο του “I’m Not Your Negro”, να τη χρίσει άτυπη διάδοχό του στον αγώνα των μαύρων για δικαιοσύνη.
Αυτό το ασίγαστο πάθος της για κοινωνική αλλαγή, αλλά και μουσική καινοτομία, τη χαρακτήρισε σε όλη της την πορεία. «Το καθήκον ενός καλλιτέχνη», έλεγε, «έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι να αντανακλά την εποχή του. Και θεωρώ ότι αυτό ισχύει για τους ζωγράφους, τους γλύπτες, τους ποιητές και τους μουσικούς. Είναι βεβαίως επιλογή του καθενός, αλλά εγώ έχω αποφασίσει να αντανακλώ την εποχή μου και τις συνθήκες, μέσα στις οποίες βρίσκομαι. Για μένα, αυτό είναι καθήκον μου. Σε καιρούς τόσο κρίσιμους, όπου είμαστε σε απόγνωση, όπου κάθε ημέρα είναι ένας αγώνας επιβίωσης, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να εμπλακείς ενεργά». Όσο αποφασιστική και θαρραλέα υπήρξε απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες, που προέρχονταν από την καταγωγή της, άλλο τόσο σκληρή και αδιαπραγμάτευτη στάθηκε προς τη μουσική βιομηχανία, ένα κατόρθωμα που λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να καυχηθούν ότι κατάφεραν. Όπως -πολύ εύστοχα- το διατύπωσε ο Nick Cave: «Η μεγάλη Nina Simone ήταν όλη ένα παράπονο: Η ράτσα της, το φύλο της, το χαμένο της ταλέντο (ήθελε να γίνει κλασική πιανίστρια, να μην ξεχνάμε), όλη αυτή η οργή μεταβολίστηκε στη δουλειά της, κάνοντάς την έτσι τόσο πολυεπίπεδη. Ακόμα και τα υπέροχα ερωτικά τραγούδια της, που τα κατατάσσω στα πιο λαμπερά κομμάτια που έχουν ποτέ ηχογραφηθεί, είναι πασπαλισμένα με μια αποστροφή και περιφρόνηση για τα έργα των ανθρώπων. Αυτή η αναπόδραστη τροχιά σύγκρουσης αντίθετων δυνάμεων, αγάπης και μίσους, είναι που κάνει τις υπαρξιακές και πολιτικές ανησυχίες τής Nina Simone τόσο συναρπαστικές».
Η NINA SIMONE ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τρεις εμφανίσεις έχει κάνει η Nina Simone στη χώρα μας, η πρώτη το 1989 στον Λυκαβηττό, στις 14 και 15 Ιουνίου στο Ρωμαϊκό Ωδείο Πάτρας, για το 10 φεστιβάλ της πόλης και στις 18 Σεπτεμβρίου 1998 στο Ράδιο Σίτυ Θεσσαλονίκης, στο 10 Γαία Φέστιβάλ.ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Μόνο ανέφελη δεν ήταν, δυστυχώς, η ζωή της Nina Simone. Εθισμένη από νωρίς στα ναρκωτικά και παντρεμένη επί 10 χρόνια με έναν σύζυγο που την κακοποιούσε (τον χώρισε το 1971), ζούσε διαρκώς μέσα σε εφιάλτες. Τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, διεγνώσθη με διπολική διαταραχή, κάτι που δικαιολόγησε, σε μεγάλο βαθμό, το ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς που την χαρακτήριζε, και που, χάρη στη στοχευμένη αγωγή, τη βοήθησε να ηρεμήσει. Για καλή της τύχη, την ίδια εποχή, το 1986 δηλαδή, μία διαφήμιση του αρώματος Chanel, όπου ακουγόταν η μεγάλη επιτυχία “My Baby Just Cares For Me”, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του κοινού και, επακόλουθα, τις πωλήσεις των δίσκων της, προσφέροντάς της έτσι τα απαραίτητα μέσα για να ζήσει ειρηνικά το υπόλοιπο της ζωής της. Μόνο τα δέκα τελευταία της χρόνια (1993-2003), η Nina Simone πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο CD. Το τελικό στάδιο της ζωής της, το πέρασε στο Aix-en-Provence, στη Νότια Γαλλία, όπου και πέθανε στον ύπνο της, τον Απρίλιο του 2003, από καρκίνο. Οι στάχτες της, σύμφωνα με την επιθυμία της, σκορπίστηκαν σε διάφορες αφρικανικές χώρες.
Υ.Γ. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή της ξεχωριστής Nina Simone, υπάρχει στο Netflix ένα προσεκτικά τεκμηριωμένο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Τι συνέβη κυρία Simone;».
https://www.youtube.com/watch?v=z7jIOawq8y8
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
4/12/23
Το Gaia Festival είχε λάβει χώρα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε ανοιχτή σκηνή και όχι στο Ράδιο Σίτυ (ευτυχώς!).
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Nina Simone ήταν τρομερά επιβλητική και η μουσική έρεε από μέσα της. Μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές που έχω ζήσει σε συναυλία, ήταν η εκτέλεση του Sinnerman, το οποίο μέχρι τότε δεν γνώριζα. Όταν τραγουδούσε “Power, Lord” ξανά και ξανά, σηκωνόταν από το πιάνο με ουρά που έπαιζε και ξεκινούσε να χορέψει, αλλά σταματούσε λόγω πόνων στα πόδια της και καθόταν. Και ξανά. Και ξανά.
Θρύλος.