OI JETHRO TULL ΣΤΟ ΜΟΝΤΕ ΚΑΡΛΟ
Τον Δεκέμβριο του 1974, όταν πλέον τελείωναν οι τουρνέ υποστήριξης του War Child, o Ian Anderson νοίκιασε ένα σπίτι στο Λος Άντζελες, όπου, απερίσπαστος από τις τρέχουσες προσωπικές του έννοιες (είχε μόλις χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο Jennie), αλλά και τις κόντρες του με τους μουσικοκριτικούς, έκατσε κάτω και έγραψε ΜΟΥΣΙΚΗ! Κι αυτή τη φορά μάλιστα, αποφάσισε ότι δεν θα έκανε τις ενορχηστρώσεις overdub στα ηχογραφημένα κομμάτια, αλλά θα τις ενσωμάτωνε στην αρχική μορφή των τραγουδιών. Έτσι, κάλεσε στο Λος Άντζελες τον μόνιμο ενορχηστρωτή του γκρουπ, τον David Palmer, μαζί με τον οποίο ολοκλήρωσε τη συμμετοχή των εγχόρδων στα νέα κομμάτια. Στο μεταξύ, στην Αγγλία, είχε τελειώσει η κατασκευή ενός mobile studio (σαν αυτό των Rolling Stones), που είχε παραγγείλει ο Ian Anderson, ώστε οι Tull να μπορούν να ηχογραφούν όπου θέλουν, μακριά από την επαχθή βρετανική φορολόγηση. Το νέο απόκτημά τους βαφτίστηκε Maison Rouge και σαν πρώτος του προορισμός επιλέχτηκε το Monte Carlo. Εκεί -πίστευε ο Anderson- το γκρουπ θα εύρισκε την απαραίτητη ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση για την ηχογράφηση του νέου άλμπουμ. Βέβαια, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς έτσι: Οι υπόλοιποι της μπάντας, εξαντλημένοι από τις περιοδείες, είδαν το Monte Carlo σαν ευκαιρία για διακοπές. Πολλές ώρες της ημέρας αφιερώνονταν στο κολύμπι και στην ηλιοθεραπεία, ενόσω ο εργασιομανής Anderson δούλευε πάνω στα νέα κομμάτια. Κι αυτό, νομίζω, φαίνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο άλμπουμ. Κάθε κομμάτι ξεκινάει ακουστικά, με τον Ian να τραγουδάει και να παίζει φλάουτο και κιθάρα, και στη συνέχεια μπαίνουν οι υπόλοιποι, πάνω στην ήδη στρωμένη μορφή του τραγουδιού, εμπλουτίζοντάς το με διάφορα ηχοχρώματα. Το αποτέλεσμα είναι πανέμορφο: Σχεδόν κάθε κομμάτι του άλμπουμ είναι ένας υπέροχος συνδυασμός μιας εσωστρεφούς ακουστικής μπαλάντας με μια εκρηκτική ροκ μεταστροφή. Ειδικά το ομώνυμο τραγούδι είναι το τέλειο παράδειγμα της ροκ μελωδικότητας, που χαρακτηρίζει τους Jethro Tull των 70s. Βεβαίως, όλα αυτά που λέμε, είναι εκ των υστέρων διαπιστώσεις. Τότε που συνέβαιναν, εκνεύριζαν πολύ τον Anderson: «Ήταν εντελώς περιττό να πάμε στο Monte Carlo για την ηχογράφηση του Minstrel. Θεωρήσαμε όμως τότε ότι, αν απομακρυνόμασταν από τις γυναίκες μας και τις κοπέλες μας, θα μας βοηθούσε να δουλέψουμε σαν συγκρότημα. Τελικά, συνέβη το αντίθετο: Εγώ δούλευα μόνος μου ή παιδευόμουνα με ένα κουιντέτο εγχόρδων, ενώ οι υπόλοιποι έκαναν χαλαρές διακοπές!». Ο Martin Barre το έβλεπε εντελώς διαφορετικά: «Ο Ian βρισκόταν στην κορύφωσή του ως συνθέτης, ίσως επειδή ήταν θυμωμένος. Δεν πειράζει! Αν αυτό τον βοηθούσε να γράφει τόσο ωραία, τι μας νοιάζει, έτσι δεν είναι; Εγώ πάντως δεν θυμάμαι κάποιες τριβές μεταξύ μας, βρισκόμασταν σε τέλεια φάση. Όμως ο Ian έχει την τάση να τα παίρνει όλα πολύ στα σοβαρά». Ο Anderson πάντως, επιμένει να θεωρεί ότι το άλμπουμ βγήκε πιο εγωκεντρικό απ’ όσο θα ήθελε ο ίδιος: «Το Minstrel in the Gallery είναι κάπως πιο άγριο, κάπως πιο σκοτεινό από το προηγούμενο, αλλά και το επόμενο άλμπουμ μας (Σ.Σ. το “War Child” και το “Too Old to Rock ‘n’ Roll”). Είναι κάποια τραγούδια, που φαίνεται σαν να υποχρέωσα τη μπάντα να με ακολουθήσει τυφλά. Θα ήταν, ίσως, προτιμότερο να μην συμμετάσχουν οι υπόλοιποι σε αυτά, να τα άφηνα μόνο με ακουστική κιθάρα».
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Να ξεκινήσουμε με τον τίτλο του άλμπουμ, που αναφέρεται στους μινιστρέλους, δηλαδή τους πλανόδιους τροβαδούρους των ελισαβετιανών χρόνων, οι οποίοι φρόντιζαν για τη διασκέδαση της αριστοκρατίας. Οι μινιστρέλοι, προκειμένου να μην αναμειγνύονται με τους ευγενείς πελάτες τους, έπαιζαν τη μουσική τους σκαρφαλωμένοι σε κάποιον εξώστη, όπως ακριβώς απεικονίζεται στο εξώφυλλο του δίσκου, το οποίο προέρχεται από έναν πίνακα της εποχής. Η ιδέα γι’ αυτόν τον τίτλο ήρθε στον Ian Anderson από έναν ανάλογο εξώστη που διέθετε το νέο τους mobile studio. Ο εξώστης αυτός έχει απαθανατιστεί στο οπισθόφυλλο του δίσκου.
Η επιλογή αυτού του τίτλου είχε και το επακόλουθο της καθιέρωσης μιας νέας σκηνικής παρουσίας για το γκρουπ, όπως βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία:
Και αν τυχόν δεν τους αναγνωρίζετε, πρόκειται για το κλασικό line-up Ian Anderson, Barriemore Barlow, Jeffrey Hammond Hammond, Martin Barre και John Evan.
Α’ ΠΛΕΥΡΑ
1) Minstrel in the Gallery: Το άλμπουμ ανοίγει ιδανικά, με το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο -κάπως- προετοιμάζει τον ακροατή για όλα όσα πρόκειται να ακούσει στη συνέχεια. Στην αρχή, ακούμε ήχους από μια μεγάλη αίθουσα, γεμάτη ανθρώπους. Ξαφνικά, ακούγεται ξεκάθαρη η φωνή του Anderson να τραγουδάει σαν τελάλης, για να επιβάλει ησυχία. Τα πρώτα μέτρα συνοδεύονται από ακουστική κιθάρα και φλάουτο (παιγμένα από τον ίδιο), ενώ ακούγονται και απόμακρες δεύτερες φωνές, σαν να προέρχονται από το βάθος της μεγάλης αίθουσας. Πολύ όμορφο σκηνικό! Οι στίχοι, όπως συνηθιζόταν στους ελισαβετιανούς χρόνους, είναι υπαινικτικοί (oblique suggestions λέει ο Ian), αλλά δηκτικοί, π.χ. “He titillated men of action/Belly warming, hands still rubbing/ On the parts they never mention …”. Και κάπου εκεί, στα μέσα του τραγουδιού, ανοίγουν οι πύλες της Κόλασης! Ο Martin Barre, με ένα από τα ωραιότερα riff που έχει δημιουργήσει, διαλύει βίαια τις ρομαντικές εικόνες, που είχε φτιάξει έως τότε ο Anderson. Η μαινόμενη Les Paul του, δίνει το σύνθημα στους Barlow και Hammond Hammond να βγουν και αυτοί στο προσκήνιο, όσο πιο επιβλητικά μπορούν. Και έτσι εντυπωσιακά ξεκινάει το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, όπου οι στίχοι είναι οι ίδιοι με το πρώτο μέρος, μόνο που τώρα συνοδεύονται από παραμορφωμένη ηλεκτρική κιθάρα και βαριά ντραμς, έτσι ώστε να τονίσουν την αδιάλειπτη συνέχεια του ρόλου του μινιστρέλου στην κοινωνία, από τον Μεσαίωνα έως σήμερα. Είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου ο Anderson αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή του Martin Barre στο κομμάτι, τόσο που να μοιράζεται μαζί του τα credits του τραγουδιού! Πρόκειται σίγουρα για την πιο εντυπωσιακή ροκ έκφραση του γκρουπ και το βρίσκω -μεταξύ μας- πολύ ευχάριστο, όποτε οι Jethro Tull αφηνιάζουν!
2) Cold Wind to Valhalla: Όπου Valhalla είναι ο Παράδεισος των Βίκινγκς και το τραγούδι αυτό είναι μια ωδή προς τους βόρειους θεούς. Όπως και στο προηγούμενο κομμάτι, έτσι και σ’ αυτό έχουμε μια ήρεμη ακουστική εισαγωγή, για να «αγριέψει» στη συνέχεια. Προφανώς, αυτό το κομμάτι υστερεί πολύ έναντι του πρώτου, μας δίνει όμως την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, για μία ακόμα φορά, πόσο σπουδαίος κιθαρίστας είναι ο Ian Anderson!
3) Black Satin Dancer: Επιτέλους! Αυτό το κομμάτι ανοίγει με φλάουτο! Αυτό όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακό είναι το πιανάκι του John Evan, όπως επίσης και το κουιντέτο εγχόρδων που διευθύνει ο David Palmer, που πλαισιώνουν με τρόπο ιδανικό τούς -ασυνήθιστα- αισθησιακούς στίχους του τραγουδιού. Εξηγεί ο Anderson: «Το Black Satin Dancer είναι η κλασική περίπτωση του φαλλοκράτη παλληκαρά, παρόλο που ενυπάρχει και λίγη λάγνα ευαισθησία. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε μια φαντασίωσή μου για μια γυναίκα ξαπλωμένη σε μαύρα σατέν σεντόνια. Πρόκειται πάντως για απόλυτη μυθοπλασία. Δεν έχω δει ποτέ μου μαύρα σατέν σεντόνια».
4) Requiem: Και φτάνουμε στο τέλος της 1ης πλευράς του LP, με μία από τις πιο όμορφες μελωδίες που έχει συνθέσει ο Anderson, με πολύ μελαγχολικούς στίχους. Η μελαγχολία αυτή αναδεικνύεται μοναδικά από την ερμηνεία του Ian Anderson, που πλαισιώνεται υπέροχα από τα βιολιά του Palmer και το κοντραμπάσο του Jeffrey Hammond, αλλά και από τον ίδιο τον Anderson, με την ακουστική κιθάρα του και το φλάουτό του.
Β’ ΠΛΕΥΡΑ
5) One White Duck / 010 = Nothing at All: Η 2η πλευρά του δίσκου ξεκινάει με ένα τραγούδι (μάλλον δύο τραγούδια, συγχωνευμένα σε ένα), που ξεχειλίζει από συναισθήματα. Είναι ένα τραγούδι, που αναφέρεται στο τέλος μιας σχέσης, οπότε οι fans των Jethro Tull θεωρούν ότι ο Ian Anderson μιλάει για το πρόσφατο -τότε- διαζύγιό του. Άλλωστε, είναι συνηθισμένο στην Αγγλία, τα παντρεμένα ζευγάρια να κρεμάνε στον τοίχο ένα στολίδι με πάπιες, που περπατάνε στη σειρά, το οποίο συμβολίζει την κοινή πορεία του ζευγαριού. Λένε τότε, για το αρμονικό ζευγάρι, ότι “They have their ducks in a row”. Είναι λοιπόν αυτονόητο, ότι «μία πάπια στον τοίχο» σημαίνει χωρισμό. Ο Ian βέβαια δεν το παραδέχεται: «Είναι όπως όλα τα τραγούδια μου. Περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και πολλή φαντασία». Όπως και νάχει, πρόκειται για ένα πολύ μελωδικό κομμάτι (ειδικά το πρώτο μέρος, με την λευκή πάπια), όπου τα έγχορδα του Palmer τονίζουν ιδανικά την γεμάτη ευαισθησία ερμηνεία του Ian Anderson.
6) Baker Street Muse (Pig-Me and the Whore | Nice Little Tune | Crash-Barrier Dancer | Mother England Reverie): Εδώ πια τα πράγματα σοβαρεύουν. Το Baker Street Muse είναι μια 17λεπτη σουίτα, στην οποία ενυπάρχουν τρία ακόμα τραγούδια και ένα ορχηστρικό κομμάτι. Ξαφνικά, το ύφος και η πολυπλοκότητα της μουσικής, μάς παραπέμπουν στα Thick as a Brick και Passion Play, χάρη στις τέλειες εναλλαγές folk και rock, τις απρόσμενες αυξομειώσεις του ρυθμού, τις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις και τους καλοδουλεμένους στίχους, που κριτικάρουν με συμπάθεια, αλλά και σαρκασμό, τους Λονδρέζους της Baker Street, που αναλώνονται σε επαγγελματικά άγχη και ανεκπλήρωτους πόθους και καταλήγουν, τελικά, στο δρόμο, σαν τους τελευταίους αλήτες (σαν τον Aqualung; ). Κάποιος, λοιπόν, θα μπορούσε να πει ότι το Baker Street Muse δεν είναι παρά ένα ακόμα concept κομμάτι, όπως τα παλιότερα, πριν από το War Child. Ας δούμε τι λέει γι’ αυτό ο Ian Anderson: «Το Baker Street Muse μονταρίστηκε σαν ένα “mini conceptual” κομμάτι, που απαρτίζεται από τέσσερα τραγούδια συν ένα ορχηστρικό. Αναφέρεται σε μια εποχή της ζωής μου, που έμενα μόνος σε μια μονοκατοικία, που είχε και στάβλο, δίπλα στη Baker Street (Σ.Σ. Αυτό το είδος μονοκατοικίας που έμενε ο Ian, κάπως σαν αστική αγροικία θα λέγαμε, ονομάζεται “mews cottage”, απ’ όπου εμπνεύστηκε το λογοπαίγνιο “Baker Street Muse”). Εκεί λοιπόν, στη μοναξιά μου, καθόμουν και παρατηρούσα αυτή τη γειτονιά, που μου ήταν άγνωστη ως τότε. Δεν θυμάμαι πια τι ακριβώς ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση, ώστε να γράψω τους αντίστοιχους στίχους. Αυτό που θυμάμαι, είναι ότι τότε κυνηγούσα, πολύ επίμονα μάλιστα, μια κοπέλα που μου άρεσε πολύ και η οποία σήμερα είναι η γυναίκα μου! Οπότε, είχαμε τουλάχιστον happy end!». Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ένα πολύ φροντισμένο κομμάτι, με αψεγάδιαστες εκτελέσεις απ’ όλους τους συντελεστές του άλμπουμ. Προς το τέλος του κομματιού, οι στίχοι επαναλαμβάνονται, όπως γινόταν και στο Thick as a Brick, για να φτάσουμε στο φινάλε, όπου ο Anderson διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να βγει από το στούντιο και φωνάζει: “I can’t get out!”.
7) Grace: Κι ενώ ο καθένας θα νόμιζε ότι ο δίσκος τελειώνει με την κραυγή απόγνωσης του Anderson μέσα από το κλειστό στούντιο, πετάγεται ξαφνικά αυτό το τραγουδάκι των 37” και κλέβει τη δόξα του φινάλε! Ποιος ξέρει γιατί! Κάπως, ίσως, όπως οι Beatles στο Abbey Road, που δεν αφήνουν το άλμπουμ τους να τελειώσει με το μνημειώδες The End, αλλά βάζουν σφήνα το Her Majesty. Μόνο που εδώ, το φινάλε είναι πιο μελαγχολικό.
ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Οι κριτικοί ήταν πιο μοιρασμένοι αυτή τη φορά. Υπήρξαν, βεβαίως, οι συνηθισμένες χλιαρές κριτικές, υπήρξαν όμως και κάποιες ιδιαίτερα ενθουσιώδεις. Πάντως, εμπορικά, το άλμπουμ δεν ανήκει στα πιο επιτυχημένα των Jethro Tull, αφού στις ΗΠΑ πήγε μέχρι το Νο 7, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία έπιασε μόλις τη θέση 20.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Θεωρώ το Minstrel in the Gallery ως ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ των Jethro Tull. Προσωπικά, το κατατάσσω στο top 5, δίπλα στα Aqualung, Thick as a Brick, Passion Play και Songs from the Wood. Θεωρώ, πρώτα απ’ όλα, ότι έχει υπέροχες μελωδίες. Σπάνια βρίσκουμε τον Ian Anderson σε τόσο υψηλό επίπεδο έμπνευσης (Ίσως επειδή ήταν θυμωμένος, όπως έλεγε ο Martin Barre). Δεύτερον, οι ενορχηστρώσεις του David Palmer είναι ασυναγώνιστες. Είμαι ο πρώτος που γκρινιάζει όταν μπαίνουν πολλά βιολιά σε ένα ροκ κομμάτι. Όμως εδώ, έχει γίνει εξαιρετικά καλόγουστη δουλειά, χωρίς να φτάνει σε υπερβολές, κρατώντας ένα χαμηλό, διακριτικό προφίλ. Τέλος, πρέπει να υποκλιθώ, για μία ακόμα φορά, στους φανταστικούς αυτούς μουσικούς, που απάρτιζαν τους Jethro Tull των 70s: Τον απαράμιλλο Ian Anderson, τον φοβερό Martin Barre, που εδώ ξεσηκώνει τον κόσμο με τα φονικά του riff, τον εξαιρετικό πληκτρά John Evan, τον Jeffrey Hammond Hammond που κάνει όλη τη βρωμοδουλειά, και τον σπουδαίο Barriemore Barlow, τον οποίο -προσοχή!- ο μέγας John Bonham είχε αποκαλέσει «τον μεγαλύτερο rock drummer της Αγγλίας»! Δυστυχώς, το Minstrel in the Gallery επρόκειτο να είναι η τελευταία φορά, που αυτή η κορυφαία πεντάδα παίζει μαζί. Λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Jeffrey Hammond Hammond ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το γκρουπ και, γενικότερα, από την ροκ σκηνή, για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική, που ήταν ανέκαθεν η μεγάλη του αγάπη. Το γεγονός δεν ήταν ξαφνικό, ο άνθρωπος είχε ενημερώσει εγκαίρως τους υπόλοιπους για τις προθέσεις του. Όμως, η αποχώρησή του κόστισε πολύ στον Ian Anderson, γιατί ο Jeffrey ήταν παλιός και καλός φίλος. Από εκεί και πέρα, οι σχέσεις μεταξύ των μελών έγιναν πιο επαγγελματικές και, σιγά-σιγά, αλλοίωσαν το φιλικό, δημιουργικό περιβάλλον, μέσα από το οποίο προέκυψαν τα αριστουργήματά τους.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
29/12/23
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ MINSTREL IN THE GALLERY
Δύσκολο άλμπουμ, αλλά εξαιρετικό. Ένας μουσικός λαβύρινθος μελωδιών και πυκνής ποίησης, που τότε, δεν κατάλαβα λέξη. Σαν καλειδοσκόπιο, το Minstrel In the Gallery περιστρέφεται, προσφέροντας εικόνες και ήχους, που μόνο η ιδιοφυία του Ian Anderson θα μπορούσε να γράψει!
ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΙΑΠΗ
Ian Anderson και Ritchie Blackmore είναι παλιοί καλοί φίλοι και ο Ritchie δηλώνει μεγάλοs fan των Jethro Tull απ τα 70s, έχει δε παρακολουθήσει πολλέs συναυλίεs τουs.. και ο Μέγαs κιθαρίσταs - που συνήθωs τα σχόλιά του στάζουν φαρμάκι - δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια:
Απορώ πώs θυμούνται όλεs αυτέs τιs κλίμακεs, τουs χρόνουs, τουs αλλόκοτουs ρυθμούs (9/5) τιs παύσειs κλπ. o Martin Barre και οι υπόλοιποι μουσικοί τηs μπάνταs θα πρέπει να έχουν μνήμη υπολογιστή! ..εγώ μπορεί να γράφω riffs και συγχορδίεs, αλλά οι συνθέσειs του Anderson με ξεπερνάνε.. ποτέ δεν σταματά να με εκπλήσσει με το γράψιμό του.. ζηλεύω τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει τιs μελωδίεs του. Say no more.. Ian Αnderson is a genius!!
Δημοσίευση σχολίου