ICED EARTH – THE GLORIOUS BURDEN(2004): ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11/9/2001, πέρα από τον νέο κύκλο βίας, αίματος και στρατιωτικών επεμβάσεων που ξεκίνησαν, είχαν αντίκτυπο και στην ψυχολογία του αμερικανικού λαού , αναζωπυρώνοντας και ενισχύοντας το εθνικό τους αίσθημα. Αυτή η τόνωση του πατριωτισμού άγγιξε και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τους Iced Earth.
Συνεπαρμένος από το πατριωτικό κλίμα που ήταν έντονο εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ, ο κλασικός τραγουδιστής του συγκροτήματος (από το τρίτο άλμπουμ τους Burnt Offerings(1995), Matt Barlow, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μπάντα και να ενταχθεί στο αστυνομικό σώμα, θέλοντας έτσι να προσφέρει στην ασφάλεια της πατρίδας του. Έτσι, ο αρχηγός και κιθαρίστας των Iced Earth, John Schaffer, αναγκάστηκε να μπει στη διαδικασία αναζήτησης νέου τραγουδιστή, έχοντας μάλιστα τα φωνητικά του άλμπουμ ήδη ηχογραφημένα από τον Barlow!

Ο ΝΕΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ

Τελικά, ως αντικαταστάτης βρέθηκε ο τότε τραγουδιστής των Judas Priest, Tim “Ripper” Owens που, αρχικά, συμφώνησε με τον Schaffer να ηχογραφήσει τα φωνητικά μόνο για το συγκεκριμένο άλμπουμ, έχοντας τους Iced Earth ως ένα side-project, παράλληλα με την κανονική του απασχόληση στους Priest. H επιστροφή όμως του Rob Halford, το 2003, στους τελευταίους και η συνακόλουθη απόλυση του Owens, τα έφερε έτσι ώστε αυτός να ενταχθεί πλήρως στους Iced Earth, αποτελώντας και επισήμως τον διάδοχο του Matt Barlow. Το υπόλοιπα μέλη της μπάντας ήταν ο Ralph Santolla στην κιθάρα, ο James MacDonough στο μπάσο και ο Richard Christy στα ντραμς. Να σημειωθεί ότι ενώ τα φωνητικά του άλμπουμ ηχογραφήθηκαν ξανά από τον Owens, κάποια σημεία εκείνων που είχε γράψει ο Barlow χρησιμοποιήθηκαν ως δεύτερα φωνητικά σε ορισμένα τραγούδια.
Το έβδομο άλμπουμ των Iced Earth, The Glorious Burden, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2004 και η πρώτη διαφορά που κάνει αίσθηση, σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες της μπάντας, είναι η θεματολογία του άλμπουμ, όπου από τις dark fantasy ιστορίες του παρελθόντος περνάμε σε ένα ιστορικό concept στο πλαίσιο του οποίου παρουσιάζονται σημαντικές προσωπικότητες, γεγονότα και μάχες της παγκόσμιας και της αμερικανικής ιστορίας. Η αλλαγή αυτή οφείλεται - όπως και στην περίπτωση του Barlow – στην επίδραση που είχαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις τις 11/9/2001 στον John Schaffer, που μέσω του νέου άλμπουμ του σχήματός του βρήκε τον ιδανικό τρόπο να εκφράσει την φιλοπατρία του.
Από μουσικής πλευράς, η βασική διαφορά είναι, φυσικά, τα φωνητικά του Tim Owens, που είναι σε όλα τα επίπεδα ανώτερα από αυτά του Barlow, δίνοντας επιπλέον αξία στο άλμπουμ. Κατά τ΄ άλλα, ακούμε το γνώριμο metal των Iced Earth, με τα χαρακτηριστικά «τσιτωμένα» riffs του Schaffer, τις power metal εξάρσεις, το στιβαρό rhythm section, τα επικά σημεία, όλα εμπλουτισμένα με άφθονη μελωδία και ιδιαίτερη «πολεμική» ατμόσφαιρά. Τα τραγούδια είναι καλοπαιγμένα, απλά στην δομή τους, ευκολοάκουστα, με διάρκεια που δεν κουράζει, ενώ οι διαφορές σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι οι αναφορές στον thrash ήχο έχουν μειωθεί αισθητά και δεν υπάρχει πλέον η «σκοτεινή», στα όρια του gothic, αισθητική που χαρακτήριζε πολλά από τα παλιότερα κομμάτια.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το άλμπουμ ξεκινάει με τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ (The Star-Spangled Banner) και ακολουθεί το “Declaration Day” , ένα αρκετά καλό, mid-tempo κομμάτι που σε βάζει άμεσα στο όλο κλίμα του δίσκου, με πατριωτικούς στίχους που αναφέρονται φυσικά στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας (4/7/1776) των δεκατριών αμερικανικών αποικιών από την εξουσία της Μεγάλης Βρετανίας. Στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο αναφέρεται και το “Valley Forge”, με ένα μελωδικό κουπλέ, ένα επιθετικό ξέσπασμα στο ρεφρέν και με στίχους που προκαλούν τους σύγχρονους αμερικανούς να αναρωτηθούν αν είναι αντάξιοι των προγόνων τους και των θυσιών που εκείνοι έκαναν.


Σε πιο αιχμηρό, βίαιο και άμεσο ύφος έχουμε τρία κομμάτια: Το “The Reckoning (Don’t tread on me)”, με σχεδόν thrash riffing και φωνητικά που ξυρίζουν, το “Greenface”, σε παρόμοιο στυλ που ταιριάζει άλλωστε με το θέμα που πραγματεύεται, τη δράση των ειδικών δυνάμεων και τέλος το “Red Baron/Blue Max”, αφιερωμένο στον Πρώσο πιλότο-θρύλο του Α’ ΠΠ, τον Manfred von Richthofen γνωστό και ως «Κόκκινο Βαρώνο». Πολύ καλό κομμάτι, απλό αλλά «τσιτωμένο» και αγχωτικό που σε κάνει να βιώνεις την αίσθηση μιας αερομαχίας.
Από τα πιο γνωστά τραγούδια του δίσκου είναι το “When the Eagle Cries”, μια power μπαλάντα που αναφέρεται στα γεγονότα τη 9/11. Προσωπικά, δεν το θεωρώ ως κάτι ιδιαίτερο, ένα απλά ΟΚ τραγούδι, που γι’ αυτό που πραγματεύεται κιόλας - την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να εκδικηθούν για τα χτυπήματα – μάλλον ως κλάψα ακούγεται παρά ως δυναμικό κομμάτι εκδίκησης. Παρέα με το παραπάνω, θα βάλω και το “Hollow Man”, άλλη μια μπαλαντοειδή σύνθεση, τελείως αδιάφορη, με στίχους άσχετους με την θεματολογία του άλμπουμ που δίνει την εντύπωση ότι από κάπου είχε περισσέψει και το έβαλε ο Schaffer στη λίστα για να συμπληρώσει το άλμπουμ.
Το πρώτο μέρος του Glorious Burden κλείνει με δυο από τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου, τα “Attila” και “Waterloo”, με το πρώτο να αναφέρεται στον γνωστό Ούννο πολέμαρχο και το δεύτερο στην περιβόητη μάχη του Βατερλώ (18/6/1815). Επικές συνθέσεις και τα δύο, με καταιγιστικό ρυθμό, μανιασμένα riffs από των Schaffer, επιβλητικά φωνητικά και ιαχές από τον Owens και επική πολεμική ατμόσφαιρα ικανή να σε μεταφέρει νοητά στα πεδία των μαχών.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ (Gettysburg)

    Πολύ καλό το πρώτο μέρος του άλμπουμ – με τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις – αλλά η κορυφή είναι το δεύτερο, που αποτελείται από την 33λεπτη αριστουργηματική σύνθεση, “Gettysburg (1863)”. Το κομμάτι αφορά την πιο αιματηρή μάχη του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, που διεξήχθη στην κωμόπολη του Gettysburg της πολιτείας Πενσιλβάνια το χρονικό διάστημα 1-3/7/1863. Αποτέλεσε σημείο καμπής στην σύγκρουση Βορείων και Νοτίων, καθώς οι τελευταίοι, μετά την ήττα τους από λάθος στρατηγικές εκτιμήσεις του διοικητή τους, Robert E. Lee, δεν ανέλαβαν ξανά επιθετικές πρωτοβουλίες και περιορίστηκαν στην άμυνα μέχρι την τελική τους συνθηκολόγηση.
    Το “Gettysburg (1863)” χωρίζεται σε τρία τραγούδια, τα “The Devil to Pay”, “Hold at all costs” και “High Water Mark”, που αντιστοιχούν σε κάθε μια από τις μέρες της μάχης και σε ολόκληρη τη διάρκειά του, ο Owens δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, προσαρμόζοντας τον τρόπο που τραγουδάει, την χροιά και την ένταση της φωνής του ανάλογα με τα συμβάντα που περιγράφουν οι στίχοι. Τα ογκώδη riffs του Schaffer, σε άλλα σημεία πιο αργά και δραματικά και σε άλλα πιο αιχμηρά και καλπάζοντα, ζωντανεύουν στα αυτιά του ακροατή το πεδίο της μάχης, ενώ τα τύμπανα, που άλλες φορές παίζουν σαν πυροβολαρχία και άλλες δίνουν εμβατηριακό ρυθμό στο κομμάτι, σε μεταφέρουν μέσα στις γραμμές της κάθε παράταξης και σε κάνουν να νιώσεις το άγχος της επικείμενης σύγκρουσης.
Κομβική στην όλη εκτέλεση του κομματιού είναι η συμμετοχή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Πράγας, που δημιουργεί μια κινηματογραφική αίσθηση και έναν ιδιαίτερα δραματικό τόνο στη σύνθεση και μαζί με τα εφέ από κανονιοβολισμούς, πυροβολισμούς, καλπασμούς αλόγων, κλαγγές όπλων, κραυγές πόνου και πολεμικές ιαχές, πετυχαίνει να κάνει τον ακροατή να βιώσει τον ηρωισμό και την επιμονή των Νοτίων, το πείσμα και τη σιδερένια θέληση των Βορείων να τους απωθήσουν, τις προσπάθειες των διοικητών να εμψυχώσουν τους άντρες τους και την τελική απόγνωση και πίκρα του στρατηγού Lee όταν καταλαβαίνει ότι όλα έχουν πια τελειώσει.
Πρόκειται πραγματικά για ένα εντυπωσιακό και βιωματικό κομμάτι, ένα soundtrack της μάχης και ίσως η κορυφαία και πιο απαιτητική σύνθεση του John Schaffer από ολόκληρη την δισκογραφία των Iced Earth. Να σημειώσω εδώ ότι η απόλυτη εμπειρία της ακρόασης του Gettysburg επιτυγχάνεται με την παράλληλη ανάγνωση των στίχων τόσο για να μπορεί να καταλάβει ο ακροατής τι συμβαίνει όσο και γιατί μεταξύ των στίχων, παρεμβάλλονται σημειώσεις του Schaffer, όπου διευκρινίζει ποια γεγονότα και ποιες φάσεις τις μάχης αντιστοιχούν σε κάθε αλλαγή του κομματιού.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ

    To “The Glorious Burden”, αν και αντιμετώπισε κάποια αρνητική κριτική από ευρωπαίους, κυρίως, δημοσιογράφους και οπαδούς συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας. λόγω του αμερικανικού πατριωτισμού που προβάλει, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, από τα καλύτερα των Iced Earth και το μοναδικό που διαφέρει θεματολογικά από τα υπόλοιπα. Μπορεί μουσικά να μην παρουσιάζει καινοτομίες, έχει όμως αξιόλογα έως κορυφαία τραγούδια και φυσικά τον εκπληκτικό Tim Owens στα φωνητικά. Τέλος, για όσους αναζητούν το κάτι παραπάνω, τα γεγονότα τα οποία πραγματεύεται το άλμπουμ, μπορούν να αποτελέσουν το ερέθισμα για περαιτέρω ενασχόληση με αρκετά ενδιαφέροντα θέματα της ιστορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ

    Τα κομμάτια που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αφορούν την digipack έκδοση του άλμπουμ με δυο CD, όπου το δεύτερο περιλαμβάνει μόνο το Gettysburg (1863). H ευρωπαϊκή έκδοση – και αυτή που κυκλοφόρησε και στην χώρα μας – είναι ένα CD και δεν υπάρχει η εισαγωγή με τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ – το άλμπουμ ξεκινάει απευθείας με το “Declaration Day” – ούτε το “Greenface”.

ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ



    Το 2007, οι Iced Earth κυκλοφόρησαν το όγδοο άλμπουμ τους Framing Armageddon: Something Wicked Part 1, επιστρέφοντας στη γνωστή τους θεματολογία του φανταστικού. Το άλμπουμ αποτελεί τη συνέχεια του επιτυχημένου, πέμπτου δίσκου τους, Something Wicked this way Comes(1998).
    Τον επόμενο χρόνο (2008), έβγαλαν το The Crucible of Man: Something Wicked Part 2, τρίτη συνέχεια της ιστορίας, στο οποίο επέστρεψε στα φωνητικά ο Matt Barlow, για να ξαναφύγει το 2011 και να αναλάβει τα φωνητικά ο Stu Block.
    Με τον Stu Block, η μπάντα κυκλοφόρησε τρία άλμπουμ – Dystopia (2011), Plagues of Babylon (2014), Incorruptible (2017).
    Στις 6/1/2021, ο John Schaffer συμμετείχε στις διαδηλώσεις και στην εισβολή στο Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον, όπου ένα πλήθος υποστηρικτών του Donald Trump διαμαρτυρόταν για νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ, υπέρ του Joe Beiden. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων φωτογραφήθηκε να είναι παρών και του αποδόθηκαν έξι κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα. Ο Schaffer παραδόθηκε στις αρχές, δέχτηκε να συνεργαστεί μαζί τους και αφού μπήκε λίγους μήνες φυλακή, έκτοτε βρίσκεται σε επιτήρηση από το FBI. H υπόθεσή του θα εξεταστεί τον Φεβρουάριο του 2024 με ενδεχόμενη ποινή από 3,5 έως 5 χρόνια φυλάκιση.
    Μετά τα γεγονότα αυτά, η δισκογραφική εταιρεία των Iced Earth ακύρωσε το συμβόλαιό τους και τα υπόλοιπα μέλη εγκατέλειψαν την μπάντα, με τους Iced Earth να μπαίνουν στον πάγο με το μέλλον αβέβαιο.

TRIVIA

 - Η φράση “Don’t tread on me” [βλ. το κομμάτι “The Reckoning (Don’t tread on me)], αποτέλεσε σύνθημα του αγώνα της αμερικανικής ανεξαρτησίας και πρωτοεμφανίστηκε στη σημαία/λάβαρο, Gadsden Flag, μια έμπνευση του στρατιωτικού και πολιτικού από την Ν. Καρολίνα, Christopher Gadsden. Ήταν μια κίτρινη σημαία που εικόνιζε έναν κουλουριασμένο κροταλία και από κάτω του την συγκεκριμένη φράση. Ο κροταλίας από την Gadsden Flag, αχνοφαίνεται κάτω δεξιά στο εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου των Metallica (ή “Black Album”), στον οποίο υπάρχει και το τραγούδι “Don’t tread on me”.

 - Η κοιλάδα Forge (βλ. τραγούδι Valley Forge) στην Πενσυλβάνια, ήταν η τοποθεσία που στρατοπέδευσε ο αμερικανικός επαναστατικός στρατός τον χειμώνα 1777-1778 (και ως τον Ιούνιο του 1778) υπό την ηγεσία του George Washington, προκειμένου να αποφύγει την αιχμαλωσία από τους Βρετανούς, όταν κατέλαβαν την Φιλαδέλφεια. Το στράτευμα, με πεσμένο το ηθικό, υποσιτισμένο και μέσα σε συνθήκες ψύχους, κατάφερε με την υποστήριξη και το παράδειγμα του αρχηγού του να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες και να ανακάμψει και αφού εκπαιδεύτηκε σε τακτικές μάχης από τον Πρώσο βαρώνο Friedrich von Steuben, να επανέλθει στη δράση γέρνοντας την πλάστιγγα του αγώνα, σταδιακά υπέρ των επαναστατών. Για το λόγο αυτό , η «στρατοπέδευση στο Valley Forge» (the Valley Forge Encampment) αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία του αγώνα της αμερικανικής ανεξαρτησίας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

20/12/23
 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου