H κυκλοφορία του άλμπουμ Tales From Topographic Oceans (Δεκ. 1973). βρίσκει τους Yes στην κορυφή του progressive αλλά φανερά μουσικά εκτροχιασμένους και παγιδευμένους σε ένα πολυδαίδαλο πυκνό ήχο, που δύσκολα θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Σχεδόν αμέσως με την κυκλοφορία του, ο επιβλητικός οργανίστας Rik Wakeman ανακοινώνει την αποχώρησή του για να συνεχίσει την πετυχημένη προσωπική καριέρα του (είχε ήδη κυκλοφορήσει το προσωπικό άλμπουμ The Six Wives of Henry VIII(1973) κι ετοίμαζε το Journey To The Center Of The Earth(Μάιος 1974) με τους Yes να ψάχνουν αντικαταστάτη του. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Jon Anderson, έχοντας το μυαλό του στον αντικαταστάτη του Wakeman, αρχίζει να έχει το μυαλό του ανοιχτό, ακούει διάφορους δίσκους και μεταξύ αυτών και το L’Apocalypse des Animaux(1970). Ο εντελώς διαφορετικός ήχος των πλήκτρων, η φαντασία των συνθέσεων και οι γαλήνιες μελωδίες, τον αιχμαλωτίζουν, τσεκάροντας το όνομα του συνθέτη, Βαγγέλης Παπαθανασίου. Με το Tales From Topographic Oceans να έχει μόνο από τις προ παραγγελίες να έχει γίνει χρυσό (100.000 αντίτυπα) και το συγκρότημα να έχει κλείσει την βρετανική περιοδεία, η αποχώρηση του σημαντικού γραναζιού που λεγόταν Rik Wakeman, ήταν σημαντική. Το πρώτο όνομα που ήλθε στο μυαλό του Anderson ήταν του Βαγγέλη κι έτσι πήγε να τον συναντήσει στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, όπου τον υποδέχτηκε φορώντας την περίφημη μεταξωτή ρόμπα του! Ξεκίνησαν κάποιες πρόβες, αλλά ήταν φανερό ότι τα πράγματα δεν προχωρούσαν όπως επιθυμούσαν. «Όταν λέγαμε ας το παίξουμε ξανά, έλεγε, «Λοιπόν, δεν θα το παίξω ίδια»» θυμάται ο κιθαρίστας Steve Howe. «Αυτοσχεδιάζαμε αλλά και μαθαίναμε κομμάτια καθώς προχωρούσαμε και νομίζω ότι τότε συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν τόσο αυθόρμητος μουσικός ήταν και θα είχαμε πρόβλημα με το παίξιμό του. Η ικανότητα του Βαγγέλη να πλέκει περίτεχνες ενορχηστρώσεις σε συνδυασμό με τις τρομερές του ικανότητες ως σολίστ, θα έπρεπε να τον είχαν κάνει να ταίριαζε στο γκρουπ, αλλά φάνηκε ότι δεν μπορούσαν να δέσουν μεταξύ τους κι επέστρεψε σπίτι του, αφήνοντας τους Yes με τέσσερα πλέον μέλη. Τότε ο Steve Howe τηλεφώνησε στον Keith Emerson των ELP, αν ήθελε να γίνει μέλος τους. Μια πρόσκληση, που αν είχε δεχτεί ο Emerson, θα άλλαζε την πορεία του progressive rock. Η απάντησή του ήταν «Γιατί πρέπει να συμμετάσχω στο Yes όταν έχω τους Emerson Lake and Palmer; Μουσικά θα ήταν καταπληκτικό να συνεργαστώ μαζί τους, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε τότε μια ένας μουσικός με εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής των Yes και με πλούσια τεχνική ικανότητα που να μπορεί να σολάρει και να εντυπωσιάσει το κοινό” . Κι αυτός ο μουσικός ήταν ο Ελβετός Patrick Moraz από τους άγνωστους Refugee, που μπορούσε να όχι μόνο να τα συνδυάσει όλα τα παραπάνω αλλά και να δουλέψει σαν μέλος ομάδας. Συμπωματικά, οι Refugee είχαν σχηματιστεί από 2 πρώην μουσικούς, τους Lee Jackson και Brian Davison, του πρώην συγκροτήματος του Keith Emerson, τους Nice! Έως εκείνη τη στιγμή, ο Moraz ζούσε σε ένα υγρό, υπόγειο, γεμάτο αρουραίους, κοντά στο Earls Court και χρειαζόταν να περπατά τρία μίλια κάθε ημέρα έως το studio που έκαναν πρόβες. Μόλις οι Yes του έκαναν πρόταση, άρπαξε την ευκαιρία για να συναντήσει τον πολύ διαφορετικό κόσμο στον οποίο ζούσαν οι Yes, όπου κάθε μέλος έφθανε στο studio με τα ακριβά αυτοκίνητά του. «Μιλούσα με το crew όταν είδα τον (ντράμερ) Alan White να φθάνει με ένα sport αυτοκίνητο, κατασκευασμένο ειδικά γι αυτόν! Ο Howe έφτασε με επίσης sport μεταλλικό μπλε αυτοκίνητό, οδηγούμενο από τον roadie του, o Anderson με μια παλιά και σπάνια Bentley και μετά ο Squire με μια Rolls Royce Silver Cloud». (σ.σ. κι αυτός πηγαινοερχόταν με τα..πόδια). Ο Moraz εντυπωσιάστηκε από τον χαλαρό ρυθμό που είχαν στο studio. «Κούρδισα τα όργανα πριν αρχίσουμε να παίζουμε μαζί και αυτό με το οποίο είχε παίξει ο Βαγγέλης ενώ οι άλλοι ετοιμαζόντουσαν. Άρχισα να αυτοσχεδιάζω δείχνοντας λίγη από την ταχύτητα και τις ικανότητές μου και μαζεύτηκαν γύρω από το ηλεκτρικό πιάνο και το Moog. Έπαιξα διάφορα, συμπεριλαμβανομένου ενός περάσματος από το «And You And I» και για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι εκείνο ήταν το καίριο σημείο που με δέχτηκαν. Μπήκαν κι αυτοί και αρχίσαμε να παίζουμε το κομμάτι όπου το έπαιξαν με απίστευτη ταχύτητα», θυμάται ο Moraz. «Τότε ο Anderson με ρώτησε τι θα έβαζα σαν εισαγωγή στο κομμάτι. Εξήγησα τον ρυθμό στους White και Squire και πρότεινα στον Anderson να χρησιμοποιήσει φλάουτο. Γράψαμε το take, στην αρχή παίζαμε αργά, μετά επιταχύναμε, φτιάχνοντας μια jazzy prog εισαγωγή, που έγινε το άνοιγμα του «Sound Chaser. Τους ένιωσα δεμένους και ικανοποιημένους, ειδικά μετά την αβεβαιότητα των τελευταίων εβδομάδων». Από την πλευρά του, ο Steve Howe θυμάται ότι με την παρουσία του Moraz, ήταν και πάλι σε λειτουργία. Η μεγαλοπρέπειά του, έφερε κάτι σαν φρέσκο αίμα όπως ήταν με τον Wakeman. Ο Moraz ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόμαστε. Το Relayer (σ.σ. σε μια ελεύθερη μετάφραση, σημαίνει Αναμεταδότης) κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1974 (No 5UK, No4 USA) και ήταν το μοναδικό άλμπουμ των Yes με τον Moraz στα πλήκτρα, αφού αποχώρησε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του Going for the One, στα τέλη του 1976.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Ο Keith Emerson συνέχισε με τους Emerson Lake and Palmer και το 1977 κυκλοφόρησαν το 2πλό Works 1 κι ο Patrick Moraz μόλις έφυγε από τους Yes κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ The Story of I(1976). Το 1980 έγινε μέλος των Moody Blues με τους οποίους κυκλοφόρησε 5 άλμπουμ, με πρώτο το Long Distance Voyager(1981).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
28/11/23
Δημοσίευση σχολίου