Το 7ο studio album των Jethro Tull κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1974 και είχε τον τίτλο War Child. Από τότε που κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, το This Was(1968), οι Jethro Tull παρέμειναν συνεπείς απέναντι στους θαυμαστές τους, κυκλοφορώντας κάθε χρόνο ένα καινούργιο άλμπουμ. Και τήρησαν αυτό το ετήσιο «ραντεβού» αδιάλειπτα μέχρι και το 1979. Και τι άλμπουμ, ε; Από εκεί και πέρα, τα πράγματα άλλαξαν, αφού οι ίδιοι οι Jethro Tull, πρώτα απ’ όλα, άλλαξαν! Ας τα αφήσουμε όμως αυτά για κάποια άλλη περίσταση. Ας επικεντρωθούμε στο War Child, όπου βρίσκουμε ακόμα τους Jethro Tull στο καλύτερό τους line-up, αυτό που επικράτησε να ονομάζεται Jeffrey’s line-up και που υλοποίησε projects όπως το Thick as a Brick και το Passion Play. Έχουμε λοιπόν, εκτός βεβαίως από τον Ian Anderson (φωνή, φλάουτο, ακουστική κιθάρα, σαξόφωνα), τον γνωστό και μη εξαιρετέο Martin Barre στις κιθάρες, τον John Evan στα πλήκτρα (πιάνο, αρμόνιο, synthesizers, ακορντεόν), τον Jeffrey Hammond στο μπάσο και τον τεράστιο Barriemore Barlow στα τύμπανα και τα κρουστά. Συμμετέχει, όπως πάντα, ο David Palmer ως ενορχηστρωτής, σ’ αυτό το άλμπουμ όμως, ο ρόλος του γίνεται πιο σημαντικός.
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Το War Child σηματοδοτεί την επιστροφή του γκρουπ στη συνήθη φόρμα ενός δίσκου μακράς διαρκείας, με μικρά τραγούδια, διακριτού νοήματος το καθένα. Ξεφεύγουμε πια δηλαδή από τα προηγούμενα concept albums, με το δυσνόητο περιεχόμενο και τις πρωτοποριακές συνθέσεις. Εδώ, τα τραγούδια είναι πιο εύληπτα και η μουσική τους πιο ευφάνταστη. Οι στίχοι διατρέχουν ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικής κριτικής, βάλλοντας κατά του κατεστημένου, της θρησκείας, ακόμα και των μουσικοκριτικών. Μην νομίσετε όμως, ότι η νέα μορφή του δίσκου ήταν μια εύκολη απόφαση! Κατ’ αρχάς, το νέο άλμπουμ δεν προοριζόταν να γίνει ακριβώς άλμπουμ, αλλά το soundtrack μιας ταινίας, που είχε ήδη σχεδιάσει στο μυαλό του ο Ian Anderson. Το σενάριο, στηριγμένο κατά βάση στο Passion Play, αφηγείτο τις μεταθανάτιες εμπειρίες ενός μικρού κοριτσιού, που είχε χάσει τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το έργο όμως ήταν αδύνατον να υλοποιηθεί, εξαιτίας των απαράδεκτων απαιτήσεων του Χόλυγουντ. Ευτυχώς, ίσως! Αλλιώς, όλα έδειχναν ότι θα καταλήγαμε και πάλι σε κάποιο δύσπεπτο concept, που θα οδηγούσε, κατά πάσα πιθανότητα, στο τέλος της μπάντας. Ήδη, η απηνής κριτική που είχε δεχτεί το Passion Play, παρ’ ολίγο να διαλύσει τους Jethro Tull. Αν ξανασυνέβαινε κάτι παρόμοιο, δεν θα γινόταν ανεκτό από τον Ian Anderson. Πάντως ο ίδιος, απτόητος στις κριτικές, θεωρεί το War Child ως ένα ακόμη concept album, μόνο που εδώ δεν έχουμε το δίπολο του καλού και του κακού (όπως στο Passion Play), αλλά το δίπολο ειρήνης-πολέμου και, γενικότερα, αγάπης-μίσους. Σεβαστή βεβαίως η γνώμη του Ian Anderson, όμως δεν θα συμφωνήσουμε! Το War Child ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ CONCEPT ALBUM! Έχει ασφαλώς κομμάτια, που προορίζονταν για soundtrack, οπότε έχουν ίσως κάποια νοηματική συνάφεια, έχει όμως και κομμάτια, που είχαν περισσέψει από τις ηχογραφήσεις στο Chateau d’ Herouville (ή Chateau d’ Isaster, όπως έμεινε γνωστό), αλλά και από τα sessions του Aqualung! Ας δεχτούμε λοιπόν, ότι είναι ένα τυπικό άλμπουμ και ας δούμε ένα-ένα τα δέκα κομμάτια που το απαρτίζουν.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
1. War Child: Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο τραγούδι, ένα πολύ ενδιαφέρον, αλλά και ασυνήθιστο κομμάτι. Στην αρχή, τα ηχεία μας γεμίζουν από ήχους αεροπορικής επιδρομής, ανακατεμένους με ήχους από τραπέζι πρωινού, μέσα από τους οποίους ξεπηδάει το σαξόφωνο και το πιάνο. Σε όλες τις στροφές, το μπάσο είναι καταλυτικό, ενώ το σόλο σαξόφωνο του Anderson θυμίζει κάπως Charlie Parker. Οι στίχοι, ως συνήθως αλληγορικοί, μιλούν για πόλεμο, ενώ στην πραγματικότητα αναφέρονται σε μια κακή σχέση.
2. Queen and Country: Άλλο ένα αλληγορικό κομμάτι, το οποίο αναφέρεται στην υπερφορολόγηση των καλλιτεχνών στη Μεγάλη Βρετανία, με αποτέλεσμα αυτοί να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. (Ένα αντίστοιχο μήνυμα είχαν στείλει και οι Rolling Stones με το“Exile on Main St.). Πρόκειται για ένα απλό ρυθμικό κομμάτι, με πολύ όμορφη στακάτη κιθάρα από τον Martin Barre, με συνοδεία από ακορντεόν και ντραμς. Μοναδική, ίσως, παραφωνία, η έντονη παρουσία εγχόρδων από τον David Palmer, που κάπως ακυρώνει τη ροκιά του κομματιού.
3. Ladies: Αντίθετα με προηγουμένως, εδώ κανείς δεν θα μπορούσε να πει κάτι εναντίον της ενορχήστρωσης. Διότι το “Ladies” είναι ένα αργό βαλς, με μια βελούδινη εισαγωγή από ακουστική κιθάρα και φλάουτο, που στη συνέχεια οδηγείται στη μαγεία της σπανιόλικης κιθάρας του Barre, πλαισιωμένης από καστανιέτες και κοφτά παλαμάκια (όπως στο φλαμένκο), για να καταλήξουμε σε ένα απρόσμενα σφιχτό ροκ κομμάτι.
4. Back Door Angels: Εδώ φτάνουμε, επιτέλους, σε μια πολύ σημαντική στιγμή του δίσκου. Εδώ ακούς και αναγνωρίζεις, χωρίς δισταγμό, το μέγεθος της συνεισφοράς των μεγάλων μουσικών, που ήταν τα τότε μέλη των Jethro Tull. Ακούς τους βαρείς ρυθμούς και τα καταπληκτικά ρολαρίσματα του Barlow, παίρνεις μια καλή ιδέα των δυνατοτήτων του Evan στα πλήκτρα και απολαμβάνεις τον Martin Barre να αφήνει τα χαλινάρια της κιθάρας του, καθώς η εκφραστική φωνή του Ian Anderson υμνεί τις «αθέατες γυναίκες», τους καλούς αγγέλους των ανδρών, με λόγια υπέροχα, σαν κι αυτά:
It is said they put we men to sleep with just a whisper,
And touch the heads of dying dogs and make them linger.
They carry their candles high and they light the dark hours.
And sweep all the country clean with pressed and scented wild-flowers.
5. Sealion: Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με ένα ροκ κομμάτι, που το ρεφρέν του φέρνει σε κάτι πανηγυριώτικο, θα λέγαμε. Οι στίχοι του κριτικάρουν τη μουσική βιομηχανία, με ένα τρόπο όμως αρκετά κρυπτογραφικό, που θα πρέπει να είσαι μυημένος για να καταλάβεις. Αν είναι κάτι που αξίζει να αναφέρουμε για αυτό το τραγούδι, είναι η εξαιρετική δεινότητα του Barriemore Barlow στα ντραμς.
6. Skating Away on the Thin Ice of a New Day: Αν η πρώτη πλευρά του LP δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσει, πλην του “Back Door Angels”, στη δεύτερη πλευρά τα πράγματα αλλάζουν για τα καλά! Και η αλλαγή αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σ’ αυτό το unplugged τραγουδάκι, που γράφτηκε στο Chateau d’ Herouville και που όχι μόνο είναι το καλύτερο αυτού του άλμπουμ, αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές των Jethro Tull! Εδώ πια όλα ξεχειλίζουν! Οι υπέροχοι στίχοι, η εμπνευσμένη ενορχήστρωση, τα σχολιάκια του ακορντεόν, σε συνδυασμό με το glockenspiel, τα κοφτά ακόρντα του Barre, όλα συμβάλλουν στη γλαφυρή απεικόνιση της πορείας μας στη ζωή, πορείας γεμάτης δύσβατα σημεία (thin ice), που τα ξεπερνάμε με θάρρος και ενθουσιασμό, κι ας είναι φορές που νιώθουμε τη μοναξιά του πρωτοπόρου, όπως το περιγράφει μοναδικά (για μια ακόμη φορά) ο ιδιοφυής Anderson:
And as you cross the circle line, the ice-wall creaks behind, you’re a rabbit on the run.
And the silver splinters fly in the corner of your eye shining in the setting sun.
Well, do you ever get the feeling that the story’s too damn real and in the present tense?
Or that everybody’s on the stage, and it seems like you’re the only person sitting in the audience?”
7. Bungle in the Jungle: Και φτάνουμε επιτέλους στο μεγάλο σουξέ! Πρώτη φορά αφήνονται οι Jethro Tull να παρουσιάσουν ένα τραγούδι τόσο ποπ, με όλα τα εχέγγυα της εύκολης ραδιοφωνικής ακρόασης και της ευπώλητης πορείας του. Θυμάμαι, ότι τρομάξαμε τότε λιγάκι, όταν το πρωτοακούσαμε. Λέγαμε «έχει γούστο, να μας διέψευσαν και οι Jethro Tull». Παρά την ελαφράδα του πάντως, δεν ήταν κάποιο χαζοτράγουδο. Πρόκειται για μια ακόμη έξυπνη αλληγορία πάνω στη ζωή και στις σχέσεις των χρηματιστών της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, που στο τραγούδι παρομοιάζονται με διάφορους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. Και για να μην γκρινιάζουμε συνέχεια για τον David Palmer, να πούμε ότι εδώ έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην ενορχήστρωση.
8. Only Solitaire: Ένα ακόμη τραγούδι από το Chateau d’ Herouville, που βρήκε και αυτό επιτέλους τη θέση που του ταίριαζε μέσα στη δισκογραφία των Jethro Tull. Αναφέρεται στις άδικες κριτικές που υπέστησαν οι Jethro Tull από τους μουσικοκριτικούς και ιδιαίτερα τον Steve Peacock. Πρόκειται για ένα φολκ ακουστικό κομμάτι, που ξεκινάει πολλά υποσχόμενο, για να τερματιστεί κάπως απότομα , ύστερα από ενάμισι λεπτό. Ίσως αυτό να αντικατοπτρίζει τα έντονα συναισθήματα του Ian Anderson, ενόσω το έγραφε. Δεν τον αδικώ βέβαια (σκεφτείτε, ένας κριτικός έγραφε ότι η λέξη Tull κάνει ρίμα με τη λέξη dull!), αλλά τους παραέδωσε σημασία.
9. The Third Hoorah: Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια αναθεωρημένη ματιά (reprise, όπως το λέγαμε τότε) του εισαγωγικού κομματιού, δηλαδή του “War Child”, μόνο που εδώ η όλη ενορχήστρωση διανθίζεται με ακουστική κιθάρα, με τσέμπαλο, αλλά και με σκοτσέζικα μουσικά στοιχεία, που σε συνδυασμό με ροκ αποχρώσεις, δίνει σαν αποτέλεσμα ένα ευρωπαϊκό εμβατήριο, που βελτιώνει τη διάθεση, ύστερα από το σκοτεινό διάλειμμα του “Only Solitaire”.
10. Two Fingers: Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου προέρχεται από τις ηχογραφήσεις του “Aqualung” (1971). Πρόκειται για διασκευή του “Lick Your Fingers Clean”, ενός τραγουδιού, που έμεινε τελευταία στιγμή έξω από το “Aqualung”, λόγω έλλειψης χώρου. O Anderson βάζει τη σφραγίδα του, με το σαξόφωνο αυτή τη φορά, την παράσταση όμως εδώ κλέβουν ο Martin Barre και ο Jeffrey Hammond.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Το War Child δεν είναι ανάμεσα στα αγαπημένα μου άλμπουμ των Jethro Tull. Δεν ξέρω, τους είχα συνηθίσει και τους είχα αγαπήσει σε πιο σφιχτοδεμένα έργα. Εδώ παρατηρείται μια πανσπερμία στιχουργικών εμπνεύσεων και μουσικών τάσεων, που -όπως είναι φυσικό- άλλοτε με αγγίζει και άλλοτε με αφήνει αδιάφορο. Πιο πολύ νομίζω ότι με ενόχλησε η «εισβολή» του David Palmer, ο οποίος μάλιστα, στη συνέχεια γίνεται κανονικό μέλος του γκρουπ. Διότι, ξέρετε, όσο πιο πολλά έγχορδα, τόσο λιγότερο ροκ. Φοβόμουν μήπως συμβεί αυτό που συνέβη με τον Phil Spector στο “Let it Be”: Αν ολόκληροι Beatles δεν μπορούν να αντισταθούν σε τέτοιες ενορχηστρώσεις, γιατί να μπορέσουν οι Jethro Tull; Τέλος πάντων, οι φόβοι μου σίγουρα διαψεύστηκαν, αν σκεφτεί κανείς τα άλμπουμ που ήρθαν μετά!
Πάντως, ούτε στα χειρότερά μου άλμπουμ μπορώ να κατατάξω το War Child. Ένας δίσκος που περιέχει το “Skating Away” και το “Back Door Angels” δεν μπορεί να είναι κακός. Άσε, που περιέχει και το “Bungle in the Jungle”, με το οποίο, κακά τα ψέματα, διασκεδάσαμε πολύ! Κάπως έτσι θα πρέπει να σκέφτηκε και το αμερικάνικο κοινό της εποχής, αφού το ανέβασε στη θέση 2 των pop charts. Αντιθέτως, οι συμπατριώτες οι Εγγλέζοι, του επεφύλαξαν χλιαρότερη υποδοχή (θέση 14).
Να πούμε, τέλος, για το εξώφυλλο, ότι ήταν μάλλον ατυχής επιλογή, να επιλεχθεί το αρνητικό μιας φωτογραφία του Anderson για το εμπροσθόφυλλο: Δεν συγκίνησε κανέναν. Παρά ταύτα, ήταν μια πρόγευση από τη φιγούρα του μεσαιωνικού μινιστρέλου, που επρόκειτο να υιοθετήσει ο Ian Anderson στο επόμενο άλμπουμ, το “Minstrel in the Gallery”. Εκείνο πάντως, που παρουσίασε πραγματικό ενδιαφέρον ήταν το οπισθόφυλλο του δίσκου, για το οποίο έχουμε παλιότερα αφιερώσει ολόκληρο άρθρο, πατήστε εδώ
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
10/11/23
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΙΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ WAR CHILD
Μετά την κυκλοφορία των δύο concept albums, του επικού Thick as a brick και του ανατρεπτικού όσο και δυσνόητου A passion play, οι Jethro Tull επέστρεψαν σε πιό βατέs και συμβατικέs μουσικέs φόρμεs του βρετανικού folk rock με "κανονικά" τραγούδια, κυκλοφορώνταs το War child το 1974.. με τον ιδιοφυή Ian Anderson - βασικόs κινητήριοs μοχλόs του συγκροτήματοs - να υπογράφει τιs περίπλοκεs συνθέσειs ("Queen and country", "Sealion"), με πρωταγωνιστικό όργανο το φλάουτο σήμα κατατεθέν τουs. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1974, και η αρχική ιδέα ήταν να γίνει το soundtrack τηs ομώνυμηs ταινίαs War Child - μια μεταφυσική μαύρη κωμωδία - που όμωs δεν γυρίστηκε ποτέ γιατί δεν βρέθηκαν χρηματοδότεs και έτσι εγκαταλείφθηκε το project. Oι Jethro Tull βρίσκονταν τότε σε πολύ καλή δημιουργική περίοδο με την all time classic βασική πεντάδα των μουσικών που ηχογράφησαν το αριστουργηματικό Aqualung! Ian Anderson, Martin Barre, John Evan, Barriemore Barlow και Jeffrey Hammond, σε παραγωγή του μόνιμου συνεργάτη τουs Terry Ellis. Το αγαπημένο μου κομμάτι απ τον δίσκο είναι το "Skating away on the thin ice", ενώ το "Bungle in the jungle" πιστεύω οτι ήταν μια καλή "αβανταδόρικη" αφορμή για τουs αρχάριουs ακροατέs τηs μπάνταs για να μυηθούν στο ιδιαίτερο "τζεθροταλιακό" μουσικό Σύμπαν. η επανακρόαση του δίσκου μου άφησε μια πολύ καλή επίγευση!
Δημοσίευση σχολίου