BRUCE DICKINSON - ACCIDENT OF BIRTH (1997): ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ METAL


Τρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από τους Iron Maiden (Αύγουστος του 1993), o Bruce Dickinson δεν περνούσε και τις πιο ευχάριστες στιγμές όσον αφορούσε την προσωπική του καριέρα. Μετά το απλά καλό Balls to Picasso(1994) – το οποίο, ουσιαστικά, είχε εμπορική απήχηση λόγω του επικού τραγουδιού, “Tears of the Dragon” και όχι λόγω των υπόλοιπων συνθέσεων – το 1996, o Bruce, περνώντας μάλλον κάποιου είδους κρίσης μέσης ηλικίας, έκανε διάφορες δηλώσεις αποκήρυξης του metal, την είδε νεανίας/τζόβενο και κυκλοφόρησε το άλμπουμ Skunkworks υιοθετώντας τον grunge/alternative ήχο. Φυσικά το άλμπουμ πήγε – δικαίως – φούντο και ο Dickinson, απογοητευμένος, σκεφτόταν να σταματήσει να ασχολείται με τη μουσική και να στραφεί σε άλλες δραστηριότητες.
    Τότε εμφανίστηκε ο κιθαρίστας/παραγωγός/συνθέτης Roy Z (Roy Ramirez) και του παρουσίασε κάποια riffs, ιδέες και ημιτελή κομμάτια, λέγοντάς του ότι τον θεωρούσε την καλύτερη επιλογή για να τα τραγουδήσει. Ο Dickinson πείστηκε και έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που ανέστησε την καριέρα του και ανέβασε σημαντικά τις «μετοχές» του στον χώρο του metal. Να πούμε εδώ ότι ο Roy Z δεν ήταν άγνωστος στον Bruce αφού είχαν συνεργαστεί και στο άλμπουμ Balls to Picasso, τόσο συνθετικά όσο και εκτελεστικά, αφού η μπάντα του Roy, Tribe of Gypsies, αποτέλεσε τους μουσικούς του Bruce στο συγκεκριμένο δίσκο.

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ 

    Με ανανεωμένη πλέον διάθεση και στα σίγουρα χέρια του Roy Z, ο οποίος έχει το χάρισμα να ανασταίνει καριέρες (βλ. Rob Halford λίγα χρόνια αργότερα), ο Bruce Dickinson επανήλθε δυναμικά στο παιχνίδι με ένα από τα καλύτερα metal άλμπουμ της δεκαετίας του 1990. Το Accident of Birth όμως, εκτός του ότι χαρακτηρίζεται από την επιστροφή του Dickinson στο metal, χαρακτηρίζεται και από μια άλλη μεγάλη επιστροφή, αυτή του Adrian Smith από την αφάνεια. Εκείνη την περίοδο, ο Smith βολόδερνε με την ανύπαρκτη μπάντα του, Psycho Motel, και η συμμετοχή του στο σχήμα αποτέλεσε την ευκαιρία και για την δική του επανεμφάνιση στον χώρο ύστερα από 8 περίπου χρόνια. Το σχήμα, εκτός από τον Bruce και τον Adrian Smith, περιλαμβάνει και τρία μέλη των Tribe of Gypsies, τους Eddie Casillas στο μπάσο, David Ingraham στα τύμπανα και φυσικά τον Roy Z στην κιθάρα, με τον τελευταίο να αναλαμβάνει επίσης την παραγωγή και την σύνθεση (μαζί με τον Dickinson) της πλειονότητας των κομματιών.



    Το ύφος του άλμπουμ είναι κατά βάση κλασικό heavy metal με μια όμως πιο μοντέρνα ματιά ώστε να μην ακούγεται retro ή κόπια των Iron Maiden. Εκτός των παραδοσιακών metal στοιχείων, υπάρχουν αρκετά βαριά και κοφτά riffs, χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, που παραπέμπουν σε groove metal μπάντες εκείνης της εποχής σαν τους Pantera, αλλά και κάποια industrial σημεία, σκόρπια σε διάφορα τραγούδια. Να διευκρινιστεί ότι αυτά τα στοιχεία δεν είναι πολλά και είναι σοφά τοποθετημένα στα κομμάτια ώστε να μην ξενίζουν τον παραδοσιακό metal ακροατή αλλά, αντίθετα, να προσδίδουν μια σύγχρονη αισθητική στο όλο αποτέλεσμα. Αυτοί οι λίγοι νεωτερισμοί συνδυάζονται άψογα με τον παραδοσιακό metal ήχο αλλά και την Maiden αύρα που είναι διάχυτη σε όλο το άλμπουμ και διακρίνεται ιδιαίτερα στον καλπάζοντα «ρυθμό ορισμένων τραγουδιών, σε αρκετά ρεφρέν, στις εναλλαγές των σόλο και φυσικά στα φωνητικά που βγάζουν δύναμη και σιγουριά και θυμίζουν και πάλι τον παλιό καλό Dickinson, την αγαπημένη μας «Air raid siren».

ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Πριν περάσουμε στα τραγούδια, πρέπει να αναφερθούμε και στο εξώφυλλο του δίσκου καθώς η ωραία «βιτρίνα» αποτελεί πάντα ένα επιπλέον κίνητρο για να μπεις στο «κατάστημα». Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε την επανεμφάνιση του κλασικού σχεδιαστή εξωφύλλων των Iron Maiden, του Derek Riggs, με ένα πραγματικά καταπληκτικό εξώφυλλο: μια ανατριχιαστική μαριονέτα – γελωτοποιό, με φάτσα ψυχάκια και μάτια που πετάγονται έξω από τις κόγχες, ντυμένη με την βρετανική σημαία, που βγαίνει από την κοιλιά ενός παχύσαρκου τύπου και κρατάει ένα ρόπαλο του baseball με καρφιά, περίπου σαν το ρόπαλο του Negan (Lucille) στη σειρά “The Walking Dead”. Στο re-issue του άλμπουμ, η μαριονέτα εικονίζεται καρφωμένη σε σταυρό, σχέδιο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε στο single δίσκου, “Man of sorrows”. H μαριονέτα αυτή μάλιστα, «βαφτίστηκε» Edison (Eddie’s son ίσως;), προφανώς ως τρολάρισμα του γνωστού Eddie των Maiden.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

    To άλμπουμ ξεκινάει με το “Freak”, ένα γρήγορο κομμάτι, ιδανικό για opener, που δίνει με τη μία το στίγμα της νέας προσπάθειας του Bruce και φέρνει τα πρώτα κύματα αισιοδοξίας στους οπαδούς του. Το εξασκημένο αυτί μπορεί να διακρίνει στην όλη δομή του τραγουδιού τα νεωτερικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως, όπως τους industrial ήχους και τον κοφτό ρυθμό στο μεσαίο τμήμα.
Ακολουθεί το “Toltec 7 Arrival”, ένα ατμοσφαιρικό ιντερλούδιο λίγων δευτερολέπτων που θυμίζει λίγο την εισαγωγή του Die Young των Black Sabbath και το οποίο οδηγεί στο “Starchildren”, ένα mid-tempo κομμάτι με βαρύ riff και γενικότερα έναν groove metal τόνο που φωνάζει Pantera από το κουπλέ μέχρι και το σόλο – πλην των φωνητικών. Αρκετά καλό τραγούδι με ευπρόσδεκτους τους πειραματισμούς.


    Μετά το “Starchildren”, το άλμπουμ αρχίζει να εκτοξεύεται με αρχή το “Taking the Queen”, που ξεκινάει με ακουστική εισαγωγή, για να φορτώσει στη συνέχεια και καταλήξει σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, όπου ο Dickinson αποδεικνύει πόσο ταλαντούχος τραγουδιστής είναι. Είναι η πρώτη σύνθεση με φανερές τις Maiden επιρροές, κυρίως στο πολύ καλό σόλο. Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από την έκπληξη του “Taking the Queen” ακολουθεί το σοκ του “Dark side of Aquarius”, ίσως το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, μια σαρωτική σύνθεση, με πολύ καλό riff, κορυφαίο ρεφρέν, «θανατηφόρο» σόλο, maiden-ικό drumming, τέλεια μελωδική γέφυρα, και την φωνάρα του Dickinson να κλείνει τα στόματα όσων τόλμησαν να τον αμφισβητήσουν.
    Ο καταιγισμός συνεχίζεται με το “Road to Hell”, ένα κομμάτι των Dickinson/Smith, με δυνατό pre-chorus, πιασάρικο ρεφρέν, καταπληκτικές δισολίες και αύρα Maiden και μετά περνάμε για λίγη χαλάρωση στη μεγαλειώδη και ατμοσφαιρική power μπαλάντα, “Man of Sorrows”, που επίσης αποτελεί κορυφαία στιγμή του “Accident…” και θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το «αδερφάκι» του θεϊκού “Tears of the Dragon”.
    Ακολουθεί το ομώνυμο, “Accident of Birth”, με βαρύ, Sabbath-ικό riff και λίγα industrial στοιχεία, ένα αρκετά καλό τραγούδι που δεν φτάνει όμως το επίπεδο των τεσσάρων προηγούμενων. Στο επίπεδο αυτό επανερχόμαστε με το “The Magician”, άλλο ένα ισοπεδωτικό κομμάτι, με γρήγορο Iommi-κό riff, κορυφαίο ρεφρέν, θεϊκά εναλλασσόμενα σόλο και υποδειγματικά φωνητικά και μετά έχουμε επιστροφή στο πιο πειραματικό στυλ, με το “Welcome to the Pit”, ένα σχετικά καλό, Panter-oειδές, mid-tempo τραγούδι που ανήκει κι αυτό στην ομάδα των πιο «μοντέρνων» συνθέσεων του άλμπουμ, μαζί με τα “Freak”, “Starchildren” και “Accident of Birth”.
    Το άλμπουμ κλείνει με δυο πολύ καλά τραγούδια, το “Omega” και το “Arc of Space”.Το πρώτο ξεκινάει ως power μπαλάντα, έχει ένα καταπληκτικό μελωδικό σόλο από τον Adrian Smith και όταν τελειώνει, έχουμε ξαφνική αλλαγή ρυθμού, ξεκινάει δεύτερο καταιγιστικό σόλο με φοβερές εναλλαγές και το τραγούδι εκτοξεύεται μέχρι το τέλος του σε άλλο επίπεδο. Μαζί με το “Dark side of Aquarius” αποτελούν άνετα τα δυο κορυφαία κομμάτια του άλμπουμ. Το δεύτερο, “Arc of Space” είναι μια εξαιρετική μπαλάντα που ολοκληρώνει ιδανικά τον δίσκο. Στην αμερικανική και ιαπωνική έκδοση του “Accident…” υπάρχει ένα επιπλέον κομμάτι , το “Ghost of Cain” το οποίο είναι εξαιρετικό και κακώς χρησιμοποιήθηκε ως bonus. Θα μπορούσε άνετα να υπάρχει και στην κανονική έκδοση ή να είναι στην θέση κάποιου από τα πιο πειραματικά τραγούδια όπως για παράδειγμα το “Welcome to the Pit”. To “Ghost of Cain” υπάρχει και στην re-issue έκδοση του 2005, στο δεύτερο CD, μαζί με demo και εναλλακτικές εκδοχές ορισμένων τραγουδιών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ



Το Accident of Birth έγινε δεκτό στον κόσμο του heavy metal με διθυραμβικά σχόλια και σηματοδότησε την επαναφορά του Bruce Dickinson στη θέση που δικαιωματικά του ανήκε, αυτή ενός από τους κορυφαίους τραγουδιστές του είδους. To άλμπουμ ξεχειλίζει από ενθουσιασμό, ενέργεια και ποιότητα καθώς κανένα κομμάτι δεν είναι περιττό, ακόμα και τα πιο πειραματικά, ενώ στην φωνή του Bruce διακρίνεται σε υπέρτατο βαθμό η ενέργεια, η δύναμη και κυρίως, η αυτοπεποίθηση που έλειπε από τις προηγούμενες κυκλοφορίες.
Για τους οπαδούς των Iron Maiden δε, ήταν μια όαση αισιοδοξίας, καθώς είχαν απογοητευθεί από τον νέο τραγουδιστή, Blaze Baley, της αγαπημένης τους μπάντας και κυρίως από το μέτριο The X-Factor, το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μαζί του. Τουλάχιστον τώρα μπορούσαν να απολαύσουν τον κλασική φωνή των Maiden με bonus τον έναν από τους κιθαρίστες της κλασικής σύνθεσης.
Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα του “Accident of Birth” ήταν ότι έθεσε σε κίνηση τις διεργασίες που θα οδηγούσαν λίγα χρόνια αργότερα στην πολυπόθητη επαναφορά του Bruce Dickinson, αλλά και του Adrian Smith, στους Iron Maiden έτσι ώστε να ξανασμίξει η κλασική τους σύνθεση (μαζί με τον Gers) και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο , ακόμα πιο επιτυχημένο, για το μεγαλύτερο heavy metal συγκρότημα.

ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΜΕΤΑ
    Την επόμενη χρονιά, το 1998, ο Bruce Dickinson, με ακριβώς την ίδια μπάντα, κυκλοφόρησε το αποκορύφωμα της προσωπικής του καριέρας, το Chemical Wedding, που γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Εκεί πλέον ήταν που «ο κύβος ερρίφθη» για την επιστροφή του στους Iron Maiden, καθώς, μετά την κυκλοφορία του Virtual XI, με τον Baley, που αποδείχτηκε κατώτερο του μετρίου, η ποιοτική ψαλίδα μεταξύ των δυο σχημάτων άνοιξε επικίνδυνα υπέρ του Bruce και ο manager των Maiden, Rod Smallwood άρχισε να βλέπει εφιάλτες.
    Το 2005, ως μέλος πλέον των Iron Maiden, κυκλοφόρησε το έκτο του άλμπουμ, Tyranny of Souls, πάλι σε συνεργασία με τον Roy Z, μία επίσης καλή κυκλοφορία, ενώ την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (10/2023) αναμένεται η κυκλοφορία του νέου του δίσκου μετά από χρόνια, με τίτλο The Mandrake Project.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

8/11/23








 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου