Με το όγδοο άλμπουμ τους Nightbraker(1993), οι Riot εγκαινίασαν την τρίτη φάση της καριέρας τους, που διήρκεσε μέχρι το 2006 περίπου και χαρακτηρίζεται από την είσοδο στο σχήμα του νέου τραγουδιστή Mike DiMeo και από την υιοθέτηση ενός ιδιαίτερα μελωδικού hard rock ήχου. Άλμπουμ-σταθμό σε αυτή τη νέα τους μουσική φάση αποτέλεσε η επόμενη κυκλοφορία τους, το The Brethren of the Long House, το οποίο παγίωσε τη μουσική τους αυτή μεταστροφή και έδειξε το δρόμο που θα ακολουθούσαν για τους επόμενους 3-4 δίσκους τους.
Το ”Brethren…” κινείται στο μουσικό ύφος που καθιέρωσε το Nightbraker αλλά πιο κατασταλαγμένα πλέον. Τα καθαρόαιμα power metal στοιχεία του Thundersteel, οι πειραματισμοί του The Privilege of Power και η χύμα rock/metal αίσθηση των πρώτων κυκλοφοριών έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και αυτό που ακούμε είναι hard rock τύπου Thin Lizzy, UFO ή Rainbow σε συνδυασμό με κλασικό metal δεκαετίας 1980.
Η νέα αυτή αισθητική τονίζεται από τα φωνητικά του Mike DiMeo, ο οποίος, μπορεί να μην πιάνει τις οκτάβες του Tony Moore ή να μην βγάζει την ένταση και την «αλητεία» των Speranza/Forrester, έχει όμως μια ιδιαίτερα ζεστή και μελωδική φωνή, με μια ελαφριά, bluesy βραχνάδα που ταιριάζει απόλυτα με το νέο πρόσωπο της μπάντας. Εντυπωσιακή είναι και η δουλειά στις κιθάρες, με τον αρχηγό και βασικό συνθέτη, Mark Reale, να συνεργάζεται θαυμάσια με τον Mike Flyntz, ένα δίδυμο που προσφέρει φοβερές μελωδίες και εξαιρετικά σόλο. Φυσικά, δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε το άλλο δίδυμο, αυτό του rhythm section και συγκεκριμένα τον μπασίστα Pete Perez και τον ντράμερ John Macaluso, οι οποίοι συμβάλλουν τα μέγιστα στο συνολικό αποτέλεσμα. Για τα τυπικά, να σημειωθεί εδώ ότι η σύνθεση της μπάντας είναι κατά τα 4/5 η ίδια με το Nightbraker (Mark Reale/Mike Flyntz – κιθάρες, Mike DiMeo -φωνητικά, Pete Perez – μπάσο), με μόνη αλλαγή τον ντράμερ, αφού ο John Macaluso αντικατέστησε τον γνωστό γυρολόγο Bobby Jarzombek, αν και ο τελευταίος έχει συμμετοχή σε πέντε κομμάτια του δίσκου.
Η ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
Πέρα από το μουσικό του ύφος, το The Brethren of the Longhouse έχει και μια πραγματικά ενδιαφέρουσα θεματολογία, αυτή της διαμάχης μεταξύ των γηγενών πληθυσμών και φυλών της Βορείου Αμερικής και των ευρωπαίων αποίκων που ήρθαν να κατακτήσουν τη γη των πρώτων και να εγκατασταθούν στα εδάφη τους. Δεν υπάρχει, βέβαια, κάποια ενιαία ιστορία που να εξελίσσεται μέσω των κομματιών, απλά σε όλα τα τραγούδια γίνονται αναφορές στα συναισθήματα , στους φόβους και στον αγώνα που έκαναν, από τη μία πλευρά οι ινδιάνοι για να απωθήσουν τους εισβολείς και να διαφυλάξουν την ελευθερία τους και από την άλλη οι άποικοι για να εκτοπίσουν τους γηγενείς πληθυσμούς και να δημιουργήσουν μια νέα πατρίδα. Χρονολογικά – χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά - η όλη ιστορία τοποθετείται στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, πριν από τον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας.
Η εισαγωγή σε όλο αυτό το «ινδιάνικο» κλίμα γίνεται ιδανικά με το “Τhe Last of the Mohicans”, μια «επιμεταλλωμένη» instrumental διασκευή του βασικού θέματος του soundtrack της επικής ταινίας του 1992, «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» (με πρωταγωνιστές τους Daniel Day-Lewis και την Madeleine Stowe) και ακολουθεί το “Glory calling”, ένα «πολεμικό» κομμάτι με καταιγιστικό ρυθμό, ρεφρενάρα , φοβερά leads και εναλλαγή εντυπωσιακών σόλο από τους Reale/Flyntz. Στο ίδιο πλαίσιο βρίσκονται και τα “Rolling Thunder” , “Ghost Dance” , ‘Holy Land” και κυρίως, τα κορυφαία “Wounded Heart” και “Blood of the English”, ενώ η ομώνυμη σύνθεση, “The Brethren of the Longhouse”, με τον εμβατηριακό ρυθμό της και τη διπλή κιθαριστική μελωδία της θυμίζει άνετα τους μεγάλους Thin Lizzy.
Εκτός των παραπάνω , πιο δυναμικών τραγουδιών, το άλμπουμ περιλαμβάνει και δυο πολύ καλές μπαλάντες, την bluesy, “Rain”, στο οποίο «ακούμε» την απόγνωση αλλά και την αποφασιστικότητα των ινδιάνων να αντισταθούν στους ευρωπαίους εισβολείς ακόμα κι αν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει ελπίδα και την ακόμα καλύτερη “Santa Maria”, με καταπληκτικό πιάνο και latin κιθαριστικές μελωδίες, που μας μεταφέρει 250 χρόνια πριν το ιστορικό πλαίσιο του άλμπουμ, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε τα πρώτα νησιά της Καραϊβικής.
H ποικιλία κομματιών του δίσκου συνεχίζεται με δυο διασκευές, το πασίγνωστο “Out in the Fields” των Gary Moore/Phil Lynott (βρίσκεται στο άλμπουμ του Gary Moore, Run for Cover του 1985) που αποδίδεται εξαιρετικά και το “Shenandoah” ένα πολύ ατμοσφαιρικό, παραδοσιακό τραγούδι, όπου η σύνθεση του πρωτότυπου ανιχνεύεται κάπου στη δεκαετία του 1850. Το άλμπουμ κλείνει με το instrumental, “The Last of the Mohicans (Reprise), ένα εξάλεπτο κομμάτι που εξελίσσεται πάνω στο μουσικό θέμα του soundtrack της ομώνυμης ταινίας, με αρκετές εναλλαγές στη διάρκειά του και με το μπάσο του Perez να κερδίζει τις εντυπώσεις, ενώ στην επανέκδοση του άλμπουμ το 1999 – κυρίως για την αγορά των ΗΠΑ – ως τελευταίο κομμάτι υπάρχει το “Sailor”, μια αρκετή καλή σύνθεση με ωραίες μελωδίες από μαντολίνο.
Σαν άλμπουμ το The Brethren of the Longhouse είχε μια αρκετά καλή αποδοχή από τους οπαδούς των Riot αλλά και τους ψαγμένους metal οπαδούς γενικότερα, πάντα βέβαια στο πλαίσιο της μικρής αναγνωρισιμότητας των Riot, μια «κατάρα» που βάραινε και βαραίνει ακόμα την μπάντα.
Ουσιαστικά, η απήχηση του άλμπουμ ήταν μεγαλύτερη στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, ενώ στην πατρίδα τους, στις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε το 1999, τέσσερα χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία. Μέχρι τότε οι Αμερικανοί μόνο ως άλμπουμ εισαγωγής μπορούσαν να το βρουν.
Όπως αναφέρθηκε, ο δίσκος αυτός παγίωσε το νέο μουσικό τους ύφος πάνω στο οποίο πάτησαν για να βγάλουν το επόμενο άλμπουμ τους, Inishmore(1997), με το οποίο γνώρισαν ακόμη μεγαλύτερη αποδοχή. Παραδόξως, στα επόμενα χρόνια οι Riot σπάνια επέστρεφαν στο “The Brethren…” , περιλαμβάνοντας ελάχιστα ή και κανένα τραγούδι του στα live τους με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον ένα από τα «ξεχασμένα» ή αδικημένα άλμπουμ τους.
Κρίμα, βέβαια, καθώς αποτελεί μια από τις καλύτερες δουλειές τους, έναν απολαυστικό δίσκο που όλα τα τραγούδια του, εκτός της εξαιρετικής μουσικής τους, δημιουργούν, λόγω του στιχουργικού τους περιεχομένου και μια κινηματογραφική αίσθηση, μεταφέροντας τον ακροατή σε εκείνη την εποχή, όπου ινδιάνοι και λευκοί μάχονταν για την επιβίωση και την επικράτηση στις ακόμα άγνωστες, μυστήριες, παρθένες και ανεξερεύνητες εκτάσεις του Νέου Κόσμου.
TRIVIA
- Το “Longhouse” αποτελούσε ένα μεγάλο οίκημα των ινδιάνικων φυλών των σημερινών βορειοανατολικών ΗΠΑ, στο οποίο ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί σε ξεχωριστά διαμερίσματα. Επιπλέον, χρησίμευε και ως χώρος συνέλευσης κάθε φορά που συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι από τις διάφορες φυλές της ομοσπονδίας/αδελφότητας (brethren) των Iroquois.
- To Shenandoah είναι ινδιάνικο όνομα και κατά μία εκδοχή σημαίνει «όμορφη κόρη των αστεριών» και, σύμφωνα με κάποιον μύθο, έτσι λεγόταν μια λίμνη στα βουνά της Βιρτζίνια. Επίσης, έτσι ονομαζόταν εκείνα τα χρόνια ένας ινδιάνος αρχηγός της φυλής Oneida του έθνους των Iroquois. Σήμερα, Shenandoah ονομάζεται ένα εθνικό πάρκο/εθνικός δρυμός στην πολιτεία Βιρτζίνια των ΗΠΑ.
- Το τραγούδι Santa Maria, αν και σε κανένα σημείο του δεν αναφέρεται το όνομα του Χριστόφορου Κολόμβου, αφορά αυτόν, καθώς Santa Maria ονομαζόταν το πλοίο στο οποίο επέβαινε, ενώ τα άλλα δυο πλοία της αποστολής ήταν τα Pinta και Niña.
18/10/23
Εξαιρετική παρουσίαση του δίσκου. Πολλά μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικά μιλάμε για τρελή δισκαρα με πολύ συναίσθημα.