Αφού δημιούργησαν μια συνεχώς αυξανόμενη βάση οπαδών μέσα από μια σειρά κλασικών progressive hard rock άλμπουμς, οι Manfred Mann’s Earth Band φάνηκαν έτοιμοι για το άλμπουμ που θα τους οδηγούσε στη μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, Nightingales & Bombers, ήταν η απόλυτη ισορροπία hard rock τραγουδιών και progressive jams. Οι οπαδοί περίμεναν με ανυπομονησία το νέο τους βήμα, ειδικά μετά την αλλαγή στο line up του συγκροτήματος. Η κυκλοφορία του The Roaring Silence καθόρισε τη μετέπειτα πορεία τους και δίχασε ένα μεγάλο μέρος των οπαδών τους.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Η ηχογράφηση του έγινε στο πρώτο εξάμηνο του 1976 και χωρίστηκε σε τρία μέρη ανάμεσα στα οποία οι MMEB έκαναν περιοδείες. Από το τελευταίο άλμπουμ Nightingales and Bombers, το συγκρότημα έχασε τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Mick Rodgers και τον αντικατέστησε με τον Dave Flett στην κιθάρα και τον Chris Thompson στην κιθάρα και τα φωνητικά, καθώς ο Mann θεώρησε ότι ήταν αδύνατο να αντικαταστήσει τον Rodgers με έναν μόνο καλλιτέχνη. Η προσθήκη αυτών των δύο έδωσε στο συγκρότημα ένα πολύ πιο έντονο, πιο επιθετικό ήχο και πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα από ό, τι στο εναρκτήριο κομμάτι, το "Blinded By The Light", σύνθεση του Bruce Springsteen, που αποδείχθηκε πανέξυπνη single choice από το άλμπουμ και επάξια ανέβηκε στα charts. Ο Mann άκουσε το Greetings from Asbury Park, από το οποίο προέρχεται το Blinded by the light, στα τέλη του 1973, όταν του το έδωσε ένας φίλος του Dj στη Φιλαδέλφεια. Το προηγούμενο άλμπουμ τους περιλάμβανε επίσης ένα τραγούδι του Springsteen - "Spirits In The Night" - και η διαφορά στην προσέγγιση μεταξύ των δύο συνοψίζει την αλλαγή στον ήχο των MMEB. Το τραγούδι τού Springsteen ακούγεται εντελώς διαφορετικό, με το κεντρικό riff να σε σφυροκοπά και το υπόλοιπο τραγούδι είναι «ντυμένο» με στυλ χωρίς να χάνει την αυθεντικότητά του. Και λίγο πριν το τραγούδι φτάσει στο αποκορύφωμά του, ο Manfred βγαίνει μπροστά και κυριαρχεί με το απλούστερο σόλο πιάνου που έχετε ακούσει ποτέ στη ζωή σας, μια μελωδία που κι ένα παιδί θα μπορούσε να παίξει στο πιάνο. Ο Mann δε δίσταζε να κάνει διασκευές. Συνήθιζε να ακούει καθημερινά το Radio Caroline και αν του κέντριζε το ενδιαφέρον ένα κομμάτι έψαχνε πληροφορίες για τον καλλιτέχνη.
Επομένως δεν είναι παράξενο που μια ακόμη διασκευή ακολουθεί, το "Singing The Dolphin Through" του Mike Heron, μία από τις καλύτερες συνθέσεις αυτού του πολύ αξιόλογου δημιουργού. Και πάλι η ομάδα εμμένει στο ηθικό δίδαγμα ότι δεν αρκεί να πάρεις ένα τραγούδι, πρέπει να δώσεις κάτι και σε αυτό. Το ρεφρέν σε στοιχειώνει καθώς πλημμυρίζει από γλυκές γυναικείες φωνές και ο Flett κάνει σπουδαία δουλειά στην κιθάρα πριν ο Manfred προχωρήσει σε μια καταιγιστική ακολουθία συγχορδιών που ολοκληρώνεται από ένα αργόσυρτο και μελωδικό σόλο σαξόφωνο τής Barbara Thompson. Το "Waiter, There's A Yawn in my Ear" είναι ένα instrumental που επιτρέπει στον Manfred να απελευθερώσει μερικά από τα δημιουργικά του σόλο, ηχογραφημένο ζωντανά στο Marquee με στούντιο overdubs και αποδεικνύει πόσο τεράστια καινοτόμος ήταν και γιατί θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους οργανίστες της γενιάς του. Παρά τον εκνευριστικό τίτλο, είναι γεμάτο άγριο πάθος, έχει εκπληκτικό τζαζ ρυθμό και δυναμική ενορχήστρωση. Με το "The Road to Babylon" ξεκινά η β’ πλευρά, ένα τραγούδι με εναλλαγές, καθώς η γυναικεία χορωδία παραχωρεί τη θέση της στο mellotron, τα φωνητικά είναι εντυπωσιακά κι ο Dave Flett αφήνει μερικά καυτά σόλο να αλλοιωθούν με βαριά χρήση παραμορφωτή. Ένα τραγούδι που για να το εκτιμήσεις πρέπει να το ακούσεις αρκετές φορές. Το "This Side of Paradise", υστερεί τόσο μελωδικά όσο και στιχουργικά, αλλά δίνει στον Manfred την ευκαιρία αναδείξει το ταλέντο του, με μια πληθώρα από σόλο στο συνθεσάιζερ που ακούγονται τόσο ζωντανά όσο και δημιουργικά. Η εμφανώς επηρεασμένη από τον Στραβίνσκι μελωδία και η εντυπωσιακή δομή του "Starbird" είναι μια απροσδόκητη απόλαυση. Εισαγωγή με μια υπέροχη αίσθηση "γρηγοριανού άσματος", στη συνέχεια η μελωδία αλλάζει απότομα σε ένα παράξενο, γρήγορο τζαμάρισμα, πριν επιστρέψει μέσω μιας ευρηματικής μίξης στο φινάλε. Το άλμπουμ κλείνει με την καλογραμμένη rock μπαλάντα "Questions". Ο ντράμερ Chris Slade και ο Manfred δημιουργούν μελαγχολική ατμόσφαιρα, την οποία ενισχύει η χορωδιακή υποστήριξη των φωνητικών τού Thompson. Το τραγούδι είναι εμπνευσμένο από μια σύνθεση τού Franz Schubert.
Ο τίτλος τού άλμπουμ προσδίδει μια αίσθηση μυστηρίου και προέρχεται από ένα τηλεοπτικό παιχνίδι. Ο Mann είχε δηλώσει ότι αφορά τη φωνή του υποσυνείδητου, που κάποιες φορές την ακούμε και κάποιες όχι. Είχαν συνθέσει κομμάτι με τον ίδιο τίτλο, αλλά δεν ικανοποίησε τον Mann και τελικά απορρίφθηκε. Το The Roaring Silence” κυκλοφόρησε στις 27 Αυγούστου1976 από την Bronze Records στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Warner Bros στις ΗΠΑ και κατάφερε να μπει στο top10 και στις δυο χώρες. Ήταν το τελευταίο που ηχογράφησαν με τη συμμετοχή του μπασίστα (και ιδρυτικού τους μέλους) Colin Roy Pattenden.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα από τα τελευταία μεγάλα prog άλμπουμ της δεκαετίας του '70, το The Roaring Silence, συχνά παραβλέπεται άδικα λόγω της "pop" αύρας τού hit single Blinded By The Light. Ακόμη και πολλοί από τους οπαδούς που «γαλουχήθηκαν» με άλμπουμς όπως το Solar fire ή το Messin δυσφόρησαν με τον νέο ήχο και προτίμησαν τις live εκτελέσεις των κομματιών. Κι όμως είναι ένα άλμπουμ που πραγματικά ξεχωρίζει για το εκπληκτικό παίξιμο και τα πολλά υπέροχα τραγούδια. Μετά την επιτυχία του The Roaring Silence, οι hard rock και οι progressive ρίζες του συγκροτήματος θα ξεχαστούν και ένας πιο εύκολος, πιο εμπορικός ήχος θα οδηγήσει το συγκρότημα σε πιο βατά μουσικά μονοπάτια.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
29/9/23
Το οπισθόφυλλο |
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ROARING SILENCE
Έως και τη χρονιά που κυκλοφόρησε το Roaring Silence, είχα μια ασαφή ιδέα για τον ήχο των Manfred Mann's Earth Band, χωρίς να έχω ακούσει ολόκληρο και προσεκτικά κάποιο δίσκο τους (το Solar Fire ήταν ήδη γνωστό στους μεγαλύτερους). Το "Blinded By the Light" με έστειλε στο Music Corner της οδού Πανεπιστημίου, σήμερα το υπόγειο είναι μπαζωμένο και η εξωτερική άποψή του έχει αλλάξει (στη θέση του υπάρχει τράπεζα) και έτσι ανακάλυψα τον ήχο των συνθεσάιζερ του Manfred Mann, τα φωνητικά του Chris Thompson και την ιντριγκαδόρικη μουσική προσέγγισή τους σε κάθε κομμάτι. Αξίζει τον κόπο να ακούσετε αυτό το άλμπουμ.
Δημοσίευση σχολίου