Οι Heir Apparent αποτελούν άλλο ένα χαρακτηριστικό σχήμα του πάλαι ποτέ ‘80s US power/progressive metal, μια μπάντα που με δυο μόνο άλμπουμ, – και κυρίως με το ντεμπούτο της – κατάφερε να αποκτήσει cult status μεταξύ των οπαδών του συγκεκριμένου είδους, χωρίς όμως να κερδίσει την εμπορική επιτυχία αλλά και την ευρύτερη αναγνώριση που πραγματικά της άξιζε.
Ιδρύθηκαν στο Seattle των ΗΠΑ, το 1983, από τον κιθαρίστα Terry Gorle και το 1984 ηχογράφησαν ένα demo πέντε τραγουδιών που το μοίρασαν σε διάφορους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, προκειμένου να έρθουν σε μια πρώτη επαφή με τους metal οπαδούς. Σύμφωνα με τον Terry Gorle (συνέντευξη που έδωσε το 2011 στο ελληνικό power metal blog, Crystal Logic), εκείνη την περίοδο, ο τότε manager των συντοπιτών τους, Queensrÿche, Kim Harris, έτυχε να ακούσει κάποια από αυτά τα τραγούδια, τα έστειλε στην ΕΜΙ και προσφέρθηκε να κάνει την παραγωγή σε ένα σόλο άλμπουμ του Gorle. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε γιατί προτιμούσε περισσότερο να λειτουργεί ως μέλος ενός συγκροτήματος. Έτσι, αφού βρήκε σταθερούς συνεργάτες, οριστικοποίησε τη σύνθεση των Heir Apparent στους Terry Gorle – κιθάρα, Paul Davidson – φωνητικά, Derek Peace – μπάσο και Raymond Black (κανονικό επώνυμο, Schwartz, δηλαδή Black στα γερμανικά) – τύμπανα και η μπάντα ξεκίνησε τη σύνθεση του πρώτου της άλμπουμ, Graceful Inheritance.
Αρχικά, ο Kim Harris, υποσχέθηκε να κάνει την παραγωγή, εξασφαλίζοντας 20.000 δολάρια για τις ηχογραφήσεις και συμβόλαιο με την EMI. Επειδή, όμως, οι Queensrÿche ήθελαν να ασχολείται αποκλειστικά μαζί τους, ο Harris υπαναχώρησε, αφήνοντας τη μπάντα ξεκρέμαστη. Ο Gorle όμως δεν απογοητεύτηκε και, αφού δανείστηκε 3000 δολάρια από τους γονείς του και άλλα 5000 δολάρια από φίλους, προχώρησε σε συμφωνία με την ανεξάρτητη γαλλική εταιρεία Black Dragon, με την οποία, τελικά, οι Heir Apparent κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, Graceful Inheritance, τον Ιανουάριο του 1986, αρχικά μόνο στην Ευρώπη.
Στο πρώτο τους άλμπουμ, οι Heir Apparent, διαφοροποιούνται από τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους, που είχαν έναν πιο ακατέργαστο, βάρβαρο και επιθετικό ήχο (πχ Manilla Road, Omen, Liege Lord) ή σε άλλες περιπτώσεις, ένα πιο περίπλοκο και πιο απαιτητικό στην ακρόαση στυλ (πχ Fates Warning) και ακολουθούν τον δρόμο του «εκλεπτυσμένου» power metal, ενσωματώνοντας στον ήχο τους αρκετό λυρισμό, μελαγχολία και περισσότερη τεχνική και μελωδία στις συνθέσεις, όπως, για παράδειγμα οι Warlord. Δεν λείπουν, βέβαια, οι επιρροές από κλασικές 70s rock και progressive μπάντες και από εμβληματικά metal συγκροτήματα, όπως οι πρώιμοι Iron Maiden και Judas Priest. Όλα τα παραπάνω στοιχεία δένουν άψογα και ενισχύονται τόσο από τα ιδιαίτερα φωνητικά του υψίφωνου Paul Davidson, όσο και από τις φανταστικές κιθαριστικές μελωδίες του Gorle, που δημιουργούν ονειρικά ηχοτοπία. Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο μπάσο, το οποίο διακρίνεται αρκετά καλά στην ηχογράφηση και πραγματικά πρωταγωνιστεί στα τραγούδια, όπως ακριβώς κάνει το μπάσο του Harris στους Maiden ή του DeMaio στους Manowar!
Το Graceful Inheritance περιλαμβάνει 13 κομμάτια, από τα οποία δύο είναι instrumental: το μικρό, εναρκτήριο, “Entrance” και το “R.I.P.”, στο οποίο έχουμε ένα εντυπωσιακό δείγμα της δουλειάς που γίνεται στο μπάσο από τον Derek Peace. Από τα υπόλοιπα κομμάτια, αδιαμφισβήτητη κορυφή αποτελεί το υπερ-έπος “Tear Down the Walls”, μια σύνθεση με φοβερή ένταση, εντυπωσιακά leads και μελωδικές κιθαριστικές φράσεις σε όλη του τη διάρκεια, ένα κομμάτι-κάλεσμα σε εξέγερση των απανταχού καταπιεσμένων από την εξουσία. Στο ίδιο μοτίβο με το “Tear down the walls” είναι και μια μεγάλη ομάδα κομματιών, τα “Another Candle”, :The Servant”, “The Cloak”, “Keeper of the Reign”, “Masters of Invasion”, ”Hands of Destiny”, όλα τους τραγούδια που αποτελούν την ψυχή του άλμπουμ, με το επικολυρικό τους ύφος, τα χαρακτηριστικά τους ρεφρέν, τις όμορφες φωνητικές και κιθαριστικές μελωδίες και τους κοινωνικοπολιτικούς αλλά και φανταστικούς τους στίχους.
Από τα υπόλοιπα τραγούδια, τρία (Dragon’s Lair, Nightmare, A.N.D….Dogro Lived On) έχουν πιο παραδοσιακή power metal δομή, με επιθετικό και γρήγορο ύφος, ενώ ένα μόνο κομμάτι, το “Running from the Thunder”, είναι το πιο αδιάφορο του δίσκου καθώς κάπου δεν κολλάει ιδανικά με τα υπόλοιπα.
Στην επανέκδοση του άλμπουμ τo 1999, περιλαμβάνονται επιπλέον και τα κομμάτια “Tomorrow Night” και “We the People”, τα οποία είναι τα πρώτα που έγραψαν μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου. Από τις δυο αυτές συνθέσεις, το “We the People” περιλαμβάνεται επισήμως στο δεύτερο άλμπουμ της μπάντας, με άλλον όμως τραγουδιστή.
Όπως αναφέρθηκε, το Graceful Inheritance κυκλοφόρησε αρχικά μόνο στην Ευρώπη, όπου οι Heir Apparent έκαναν και κάποιες εμφανίσεις για την προώθησή του, τον Μάιο και Ιούνιο του 1986 και συγκεκριμένα σε Γαλλία, Ολλανδία και Γερμανία. Το άλμπουμ, αλλά και η μπάντα, δεν κατάφεραν να γνωρίσουν μεγαλύτερη επιτυχία και παρέμειναν σε cult status, κυρίως στις χώρες της «γηραιάς ηπείρου», με την Ελλάδα να έχει τους Heir Apparent σε ιδιαίτερη υπόληψη σε παρόμοιο βαθμό με τους Warlord και να έχει κατατάξει το Graceful Inheritance – όχι άδικα – στα άλμπουμ-τοτέμ του παγκόσμιου power metal.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Το 1987, ο τραγουδιστής Paul Davidson αποχώρησε από το συγκρότημα και αντικαταστάθηκε από τον Steve Benito. Στο σχήμα προστέθηκε και πέμπτο μέλος, ο Mike Jackson στα πλήκτρα, και με τη νέα σύνθεση κυκλοφόρησαν το 1989 το άλμπουμ One Small Voice, μια πολύ καλή δουλειά που μετατοπίζεται, όμως, ηχητικά από το power στο μελωδικό progressive metal.
Σύντομα μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ, το συγκρότημα διαλύθηκε, καθώς υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις των μελών. Λέγεται ότι πρωτεργάτες στις φασαρίες που δημιουργήθηκαν ήταν οι Jackson και Benito, οι οποίοι «σφετερίστηκαν» το όνομα της μπάντας που νομικά ανήκε στον Gorle, έφτασαν στο σημείο να τον διώξουν από το ίδιο του το συγκρότημα και επιχείρησαν να συνάψουν συμβόλαιο με την Metal Blade με όρους που οι ίδιοι ήθελαν. Ακολούθησε δικαστική διαμάχη, όπου ο Gorle τελικά δικαιώθηκε αλλά η υπόθεση Heir Apparent είχε πλέον τελειώσει.
Από το 2000, ο Gorle ξαναλειτούργησε το συγκρότημα με διάφορα, κατά διαστήματα, line-ups, δίνοντας κάποιες συναυλίες ή κάνοντας εμφανίσεις σε διάφορα φεστιβάλ. To 2012, επανενώθηκε με τα αυθεντικά μέλη, Derek Peace και Raymond Schwartz (ή Black), βρήκε για τραγουδιστή τον Will Shaw και οι Heir Apparent, με τα 3/4 της κλασικής τους σύνθεσης, ξεκίνησαν πάλι να κάνουν κάποιες εμφανίσεις, μέχρι που το 2018 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους άλμπουμ – και πρώτο μετά από 29 χρόνια – The View from Below, από την γνωστή ελληνική εταιρεία (και δισκάδικο) No Remorse. Η τελευταία τους αυτή δουλειά – χωρίς να φτάνει, εννοείται, το επίπεδο του ντεμπούτου αλλά ούτε και του δεύτερου άλμπουμ – είναι αρκετά καλή και ενδιαφέρουσα αλλά κινείται σε διαφορετικό στυλ από τις προηγούμενες , έχοντας ένα πιο αργό, σκοτεινό, ατμοσφαιρικό και progressive στυλ που θέλει κάμποσα ακούσματα για να μπορείς να καταλήξεις σε κάποιο ουσιαστικό συμπέρασμα.
Το οπισθόφυλλο |
TRIVIA
Οι Heir Apparent έχουν εμφανιστεί τέσσερις φορές στη χώρα μας: Στις 5/11/2006 στην Αθήνα, στο Underworld, δεύτερη φορά στις 12/1/2012 στο Κύτταρο και δυο φορές το 2016, στις 27/2 στο Κύτταρο (Up the Hammers Festival) και στις 28/2 στη Θεσσαλονίκη, στο Eightball.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
16/8/23
Δημοσίευση σχολίου