Είμαστε στις αρχές του 1973 και οι Jethro Tull αισθάνονται ότι βρίσκονται στην κορυφή του κόσμου. Και με το δίκιο τους! Το αριστουργηματικό Thick as a Brick(1972) σαρώνει τις αγορές της Αμερικής και της Ευρώπης, ενώ κάθε συναυλία του συγκροτήματος γίνεται sold out. Μέσα σ’ αυτό το θριαμβευτικό κλίμα καλούνται να ηχογραφήσουν το επόμενο άλμπουμ τους. Τι θα ήταν, όμως, αυτό το άλμπουμ; Τι καλύτερο θα μπορούσαν να σκεφτούν, ώστε να ξεπεράσουν το τεράστιο Thick as a Brick; (Εδώ που τα λέμε, πάντα την είχα αυτή την απορία: Με τι καρδιά έμπαιναν στο στούντιο, π.χ. οι Led Zeppelin μετά το Led Zeppelin IV, οι Who μετά το Who’s Next, οι Deep Purple μετά το Machine Head; Το έχετε αναρωτηθεί; Πού έβρισκαν το κίνητρο και την έμπνευση για να τα βάλουν με τη σπουδαιότερη στιγμή της καριέρας τους;). Φαίνεται πάντως, ότι ο παραγωγικότατος Ian Anderson δεν αντιμετώπιζε τέτοια υπαρξιακά προβλήματα. Είχε έτοιμο στο μυαλό του το επόμενο project: Ένα διπλό άλμπουμ, που το θέμα του θα είχε να κάνει με το νόημα της ζωής, αλλά και με τη σύγκριση της ζωής των ανθρώπων με αυτή των ζώων.
Για να αποφύγουν την εξοντωτική φορολογία που επιβαλλόταν εκείνη την εποχή στη Μεγάλη Βρετανία (83% έως 95% επί των εσόδων), οι Tull εγκατέλειψαν τα Morgan Studios του Λονδίνου και «μετανάστευσαν» πρώτα στο Montreux της Ελβετίας και, στη συνέχεια, στο Herouville της Γαλλίας (κοντά στο Παρίσι), όπου βρισκόταν το περίφημο στούντιο Chateau d’ Herouville.
Στο στούντιο αυτό είχαν ήδη ηχογραφήσει μεγάλα ονόματα, όπως οι Pink Floyd, οι T. Rex και ο Elton John. Παρ’ όλη, όμως, τη μεγάλη φήμη και την τεχνολογική υπεροχή του Chateau d’ Herouville (24κάναλη κονσόλα και όλα τα καλά!), οι Jethro Tull αντιμετώπιζαν διαρκώς προβλήματα, που ξεκινούσαν από τεχνικές δυσλειτουργίες και έφταναν σε επιθέσεις εντόμων και σε τροφικές δηλητηριάσεις! «Κοιμόμασταν σε πραγματικά βρώμικα δωμάτια, τα οποία είχαν προηγουμένως φιλοξενήσει πραγματικά βρώμικους και αντιπαθείς ροκάδες. Μέχρι και ψώρα κολλήσαμε!», θυμάται ο Ian Anderson. Οι αναμνήσεις του Martin Barre έχουν, βεβαίως, να κάνουν με το φαγητό: «Πάθαμε όλοι τροφική δηλητηρίαση. Ήταν μια χοντρή γυναίκα, με μουστάκι και μούσι, που ετοίμαζε το φαγητό μας και σύντομα κατάφερε να μας αρρωστήσει όλους. Μας μαγείρευε τα πιο περίεργα πράγματα. Είμαι βέβαιος ότι, όσο μείναμε εκεί, θα πρέπει να φάγαμε όλα τα είδη των ωδικών πτηνών». Όπως ήταν φυσικό, με όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Ian Anderson δεν άργησε να επιστρατεύσει το ξακουστό σαρκαστικό του πνεύμα και να μετονομάσει το Chateau d’ Herouville σε Chateau d’ Isaster!
Παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες πάντως, οι Jethro Tull έσφιγγαν τα δόντια και συνέχιζαν τις ηχογραφήσεις τους. Είχαν ήδη ολοκληρώσει τα 3/4 του διπλού άλμπουμ, όταν o Ian Anderson δέχτηκε ένα υπεραστικό τηλεφώνημα. Ήταν ο Claude Nobs από το Montreux (Σ.Σ. ο περίφημος Funky Claude τού “Smoke on the Water”), ο οποίος τους ανακοίνωσε -όλο χαρά- ότι τους είχε εξασφαλίσει άδεια προσωρινής διαμονής στην Ελβετία. Υπέροχα! Ως εδώ με το Chateau d’ Isaster και τους κοριούς του και τις ψώρες του! Περιέργως, ο Anderson αποφάσισε να ρωτήσει τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ πώς ένιωθαν γι’ αυτή τη νέα μετακίνηση, πριν απαντήσει στον Claude. Και τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, διαπίστωσε ότι όλοι ήθελαν να γυρίσουν σπίτι, κι ας είναι η φορολογία όση θέλει! Έτσι, οι Jethro Tull ξαναγύρισαν στην Αγγλία και δεν ξαναέφυγαν ποτέ. Κι εκεί πια, στα γνώριμα λημέρια των Morgan Studios, όπου είχαν ηχογραφήσει όλα σχεδόν τα προηγούμενα άλμπουμ τους, άρχισαν να ξεδιαλέγουν το υλικό που είχαν ετοιμάσει στο Chateau d’ Herouville, δίνοντας μορφή σε ένα (μονό τελικά) άλμπουμ, που -όπως και το προηγούμενο- θα αποτελείτο από ένα κομμάτι, θα είχε -όπως και το προηγούμενο- τη μορφή του concept album και θα είχε τον τίτλο A Passion Play. Δύο καινούργια τους τραγούδια, που δεν βρήκαν χώρο στο νέο άλμπουμ, δηλαδή το “Skating Away On The Thin Ice Of A New Day” και το “Only Solitaire”, θα έμπαιναν στο επόμενο άλμπουμ του γκρουπ (που κυκλοφόρησε το 1974, με τίτλο Warchild).
ΕΝΑ ΓΕΝΟΣΗΜΟ ΤΟΥ THICK AS A BRICK;
Όπως είπαμε και πιο πάνω, το πλατινένιο Thick as a Brick είχε ορίσει de facto τις προδιαγραφές ενός επιτυχημένου prog rock album και ο Ian Anderson δεν έβλεπε κανένα λόγο, που θα τον έκανε να παρεκκλίνει απ’ αυτές: Ένα concept album, αποτελούμενο από μια σειρά από αυτόνομα τραγούδια, περίτεχνα πλεγμένα σε ένα φαινομενικά αδιάλειπτο άκουσμα, ώστε να φαίνονται σαν ένα ενιαίο τραγούδι. Στίχοι ιδιαίτερα προσεγμένοι και καλογυαλισμένοι (πομπώδεις μερικές φορές). Μουσική με βαθιές φολκ ρίζες και κλασικές επιρροές, αλλά εμπλουτισμένη με υπέροχες ροκ εξάρσεις. Και θέματα δύσκολα, μπορεί και δυσάρεστα, ιδωμένα από την εγωκεντρική σκοπιά του εμπνευσμένου δημιουργού. Άλλωστε, αυτή τη συνταγή ακολουθούσαν και οι υπόλοιπες μεγάλες progressive μπάντες, όπως οι Genesis στο The Lamb Lies Down on Broadway ή οι Yes στο Tales From Topographic Oceans. Η μεγάλη και μόνιμη διαφορά των Jethro Tull από τους υπόλοιπους είναι το υποδόριο χιούμορ, στο στυλ των Μόντυ Πάυθον, που ενυπάρχει στα πιο πολλά έργα τους, αλλά στο A Passion Play τονίζεται περισσότερο, χάρη στην παρλάτα "The Story of the Hare Who Lost His Spectacles". Δεν είναι πάντως αυτή η παρλάτα η μόνη ιδιαιτερότητα του άλμπουμ. Είναι το βαρύ του θέμα (η μετά θάνατον ζωή), είναι η πολυπλοκότητα της ενορχήστρωσης κα το fusion τόσων ειδών μουσικής, είναι η έντονη παρουσία του σαξόφωνου (παιγμένου από τον -ποιον άλλο;- Ian Anderson), είναι οι προκλητικά περισπούδαστοι στίχοι, που κάνουν αυτό το άλμπουμ πραγματικά μοναδικό! Πώς να το πούμε με απλά λόγια; Ήταν σαν ο Ian Anderson να αποφάσισε να χωρίσει την ήρα από το στάρι, να απευθυνθεί στους οπαδούς των Tull και όχι γενικά στους οπαδούς του prog rock. Ο ίδιος πάντως, εκ των υστέρων, δεν φαίνεται ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα: «Έτσι όπως το βλέπω σήμερα, μου φαίνεται κάπως μονοδιάστατο. Σίγουρα, δεν ανήκει στα αγαπημένα μου, παρόλο που από το οπαδούς μας θεωρείται κάπως cult». Κάπως έτσι το βλέπει και ο Martin Barre: «Τελικά, πρόκειται για ένα άλμπουμ φτιαγμένο αποκλειστικά για τους σπασίκλες οπαδούς μας. Ο Θεός να τους έχει καλά».
TO CONCEPT KAI Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Για να αντιληφθούμε το concept του άλμπουμ και, στη συνέχεια, τον τρόπο που είναι δομημένο, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον τίτλο του:A Passion Play. Τι σημαίνει; Και πώς προέκυψε; Θα πρέπει να διευκρινίσουμε -πρώτα απ’ όλα- ότι εδώ η λέξη Passion (πάθος) αναφέρεται στα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας, όχι στο πάθος ως έντονο συναίσθημα επιθυμίας, αφοσίωσης ή πόθου. Είναι, βλέπετε, και η εικόνα της μπαλαρίνας στο εξώφυλλο του άλμπουμ, που εύκολα σε παρασύρει στη λάθος ερμηνεία, σε κάποιο έγκλημα πάθους δηλαδή, ιδίως αν δεν είσαι Βρετανός. Γιατί, για έναν Βρετανό, τα πράγματα είναι πιο απλά: Passion Play ονομάζεται ένα θεατρικό έργο που αναπαριστά τα Πάθη του Ιησού Χριστού, είναι δηλαδή ένα σύνολο από σκετς, σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στη Σταύρωση και την Ανάσταση, με κείμενα που παραπέμπουν άμεσα στην Καινή Διαθήκη. Τα Passion Plays ξεκίνησαν τον Μεσαίωνα και παίζονταν στα Λατινικά, από καλόγερους. Αργότερα, προσαρμόστηκαν στα Αγγλικά και παίζονταν, πλέον, από επαγγελματίες ηθοποιούς. Από αυτά τα έργα αντλεί την έμπνευση ο Ian Anderson και γράφει το δικό του Passion Play, με πρωταγωνιστη όμως όχι τον Ιησού Χριστό, αλλά έναν συνήθη θνητό, τον Ronnie Pilgrim, ο οποίος σκοτώνεται σε δυστύχημα, στην αρχή του έργου, και στη συνέχεια ακολουθεί την καθαρτήρια πορεία από την Κόλαση στον Παράδεισο. Ακολουθώντας την παράδοση των Passion Plays, o Ian Anderson στήνει μια θεατρική παράσταση σε τέσσερεις πράξεις:
ΠΡΑΞΗ 1η: Αμέσως μετά το μοιραίο δυστύχημα, ο Ronnie Pilgrim συναισθάνεται τον θάνατό του και, ως φάντασμα πια, παρακολουθεί την κηδεία του. Λίγο αργότερα, μεταφέρεται σε μια «καθαρτήρια» έρημο, όπου τον επισκέπτεται ένας χαμογελαστός άγγελος.
ΠΡΑΞΗ 2η: Στη συνέχεια, ο Ronnie Pilgrim καλείται να παρακολουθήσει σε βίντεο σκηνές από τη ζωή του. Η προβολή γίνεται ενώπιον ενός αυστηρού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται ότι ο Ronnie έζησε μια -εν γένει- ενάρετη ζωή και δικαιούται να πάει στον Παράδεισο.
ΠΡΑΞΗ 3η: Ο Παράδεισος αποδεικνύεται, πολύ γρήγορα, μια μεγάλη απογοήτευση για τον Pilgrim. Βρίσκει τους κατοίκους του Παραδείσου βαρετούς, να ασχολούνται μονίμως με τις αναμνήσεις τους και να εγκωμιάζουν τη ζωή που έζησαν. Έτσι, ζητάει μετάθεση στην Κόλαση. Η επιθυμία του πραγματοποιείται και, κατεβαίνοντας στην Κόλαση, συναντάει τον Διάβολο, ο οποίος δείχνει αμέσως την ενόχλησή του για την αμφισβήτηση του status quo του επέκεινα από έναν τυχαίο άνθρωπο.
ΠΡΑΞΗ 4η: Ο Pilgrim δεν αργεί να διαπιστώσει, ότι η Κόλαση είναι ακόμα χειρότερη από τον Παράδεισο και ότι ο ίδιος δεν είναι φτιαγμένος ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο, αφού ούτε πολύ καλός είναι, ούτε πολύ κακός. Συζητάει τις ανησυχίες του με τον ιερέα Magus Perdé, με τον οποίο συμφωνεί ότι θα έπρεπε να έχει και μια τρίτη, ενδιάμεση λύση για την μετά θάνατον ζωή του. Βρίσκεται τελικά στις όχθες της Στυγός, όπου συναντάει πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά και ζώα, να ζουν εκεί προσδοκώντας το πέρασμα από το σκοτάδι στο αιώνιο φως.
Ανάμεσα στη 2η και στην 3η πράξη παρεμβάλλεται η «ιστορία του λαγού που έχασε τα γυαλιά του», μια σουρεαλιστική ιστορία, βγαλμένη -λες- από τους Μόντυ Πάυθον, που μιλάει για τις μάταιες προσπάθειες κάποιων ζώων να βοηθήσουν τον λαγό να βρει τα γυαλιά του. Την ιστορία αφηγείται ο μπασίστας του γκρουπ, ο Jeffrey Hammond-Hammond, με μια υπερβολικά προσποιητή προφορά του Lancashire, προσθέτοντας έτσι την απαραίτητη δόση χιούμορ, που απαιτεί η συνταγή των Jethro Tull. Μπορείτε, αν θέλετε, να δείτε την δραματοποιημένη μορφή της ιστορίας του λαγού εδώ: Ας κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο σχετικά με το νόημα και τη δομή του έργου, αφήνοντας τον ίδιο τον Ian Anderson να μας τα εξηγήσει: «Πρόκειται για μια παλιά μου φαντασίωση για την μετά θάνατον ζωή, που τσιγκλάει -κάπως- τις συμβατικές αντιλήψεις της θρησκείας, και ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Αναγνωρίζω την αιώνια διαπάλη του καλού με το κακό, του Θεού με τον Σατανά, και προσπαθώ να το αποδώσω θεατρικά, να του δώσω χαρακτήρα, έκφραση και, ίσως, μια αίσθηση τρωτότητας και λιγότερο τέλειας απεικόνισης των ιδιοτήτων του καλού και του κακού. Κυρίως όμως, είναι μια ελαφρώς υπεροπτική (tongue-in-cheek) απεικόνιση του τι μας συμβαίνει όταν πεθαίνουμε».
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Αμέσως μόλις βολεύτηκαν στο γνωστό και φιλόξενο περιβάλλον των Morgan Studios, οι Jethro Tull είχαν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα: Κατ’ αρχάς, οι περιηγήσεις σε Γαλλία και Ελβετία κόστισαν σε πολύτιμο χρόνο, αφού πλέον απέμεναν ελάχιστες ημέρες έως την έναρξη των προγραμματισμένων συναυλιών τους. Δεύτερο, και σημαντικότερο, ήταν ότι ο Ian Anderson έκρινε προτιμότερο να ξαναγράψουν όλο το άλμπουμ από την αρχή! «Είναι καλύτερο να ετοιμάσουμε όλο το υλικό απ’ το μηδέν, αντί να προσπαθούμε να αναστήσουμε το ενδιαφέρον μας και την προσήλωσή μας σε κάτι, που τόσο μας παίδεψε και που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε», είπε ο Ian, αναφερόμενος στις ηχογραφήσεις του Chateau. Δεν έφτανε δηλαδή η στενότητα του χρόνου, έπρεπε να τα περάσουν όλα ξανά από την αρχή! Το αποτέλεσμα ήταν να ηχογραφούν μέρα-νύχτα, όλοι μαζί, σαν να παίζουν live, με ελάχιστα overdubs. Και όμως: Όλοι οι συντελεστές ξεπέρασαν τον εαυτό τους, δημιουργώντας ένα μνημειώδες αποτέλεσμα. Ο Martin Barre επιβεβαιώνει το κιθαριστικό του μέγεθος, χαρίζοντάς μας εντυπωσιακά rock riffs, τα πλήκτρα του John Evan δεν είχαν ακουστεί ποτέ πριν τόσο πλούσια και εκφραστικά, ο drummer Barriemore Barlow, με την άρτια βιρτουοζιτέ του, μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος γι’ αυτή τη δουλειά, ενώ ο μέγας Ian Anderson διευρύνει την επιβλητική παρουσία του, παίζοντας (και) σαξόφωνο! Δίπλα σ’ αυτούς, δεν θα πρέπει βέβαια να λησμονήσουμε την πολύτιμη συμμετοχή του μπασίστα Jeffrey Hammond-Hammond και του ενορχηστρωτή David Palmer. Δεν θα είχα τον παραμικρό δισταγμό να πω ότι μιλάμε για την “dream team” ή (αν μου επιτρέπετε την «ιεροσυλία») την “Mark II” των Jethro Tull! Παραγωγός ήταν, για μία ακόμα φορά, ο Terry Ellis και ηχολήπτης ο Robin Black.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Όπως είπαμε λοιπόν, το άλμπουμ συνίσταται σε ένα ενιαίο κομμάτι, διάρκειας 45’, που καταλαμβάνει και τις δύο όψεις ενός κλασικού LP. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, πρόκειται για πολλά επί μέρους κομμάτια, που συγκροτούν ένα θεατρικό έργο σε τέσσερεις πράξεις. Ας δούμε πώς κατανέμονταν αυτά τα κομμάτια στην πρώτη έκδοση του LP, το 1973:
1. A Passion Play, Part I (23:04)
Act 1 - Ronnie Pilgrim's funeral - a winter's morning in the cemetery.
I. "Lifebeats" (instrumental)
II. "Prelude" (instrumental)
III. "The Silver Cord"
IV. "Re-Assuring Tune" (instrumental)
Act 2 - The Memory Bank - a small but comfortable theatre with a cinema-screen (the next morning).
V. "Memory Bank"
VI. "Best Friends"
VII. "Critique Oblique"
VIII. "Forest Dance #1" (instrumental)"
2. A Passion Play, Part II (22:00)
Interlude - The Story of the Hare Who Lost His Spectacles.
IX. "The Story of the Hare Who Lost His Spectacles" (Anderson, Hammond, Evan)
Act 3 - The business office of G. Oddie & Son (two days later).
X. "Forest Dance #2" (instrumental)
XI. "The Foot of Our Stairs"
XII. "Overseer Overture"
Act 4 - Magus Perdé's drawing room at midnight.
XIII. "Flight from Lucifer"
XIV. "10:08 to Paddington" (instrumental)
XV. "Magus Perdé"
XVI. "Epilogue"
Τα δεκαέξι αυτά κομμάτια συνθέτουν ένα σύνολο, είναι λοιπόν δύσκολο και, εν τέλει, αδόκιμο να τα διακρίνεις. Παρόλα αυτά, καθένα τους έχει τον δικό του χαρακτήρα, τον δικό του ρυθμό, τις δικές του ερμηνευτικές απαιτήσεις, που θα του επέτρεπαν να υπάρχει στον δίσκο σαν ένα αυτόνομο κομμάτι. Έτσι, μιλώντας για αυτόνομα κομμάτια, προσωπικά θα ξεχώριζα το VII. "Critique Oblique" (15’.23” στο βίντεο) και το XV. "Magus Perdé" (40’.26” στο βίντεο), ως τις πιο ροκ στιγμές του άλμπουμ.
ΥΠΟΔΟΧΗ (ΚΡΙΤΙΚΗ – ΠΩΛΗΣΕΙΣ)
Το νέο άλμπουμ είχε δύσκολο δρόμο να διανύσει: Καλώς ή κακώς, όλοι θα το συνέκριναν με το Thick as a Brick, που δεν ήταν απλώς το (έως τότε) καλύτερο άλμπουμ των Tull, ήταν η επιτομή του concept prog album, ήταν το μέτρο σύγκρισης για την ποιότητα της δουλειάς των prog συγκροτημάτων της εποχής. Κι όταν λέμε «prog συγκροτημάτων της εποχής», εννοούμε Emerson, Lake and Palmer, εννοούμε Yes, εννοούμε Genesis και άλλα θηρία! Καταλαβαίνει, φαντάζομαι, εύκολα κανείς, πόσο ψηλά ήταν ο πήχης!
Οι κριτικοί δεν έδειξαν καμία κατανόηση: Σχεδόν εν χορώ, έσπευσαν να θάψουν το άλμπουμ. Πρώτο-πρώτο το περιοδικό Rolling Stone, παρότι αναγνωρίζει τη μουσική δεξιοτεχνία των μελών του γκρουπ, πιστεύει ότι το άλμπουμ δεν είναι παρά «μια ακριβή, ανιαρή σαχλαμάρα»! Η New Musical Express θεώρησε ότι αυτό είναι το τέλος των Jethro Tull, ενώ το έγκυρο Melody Maker έκρινε ότι το A Passion Play δεν μπορεί να αγγίξει την ψυχή του ακροατή και ότι επρόκειτο για «χαμηλής ποιότητας μουσική»! Ακόμα και τα μέλη του γκρουπ δεν είχαν την καλύτερη εντύπωση για το A Passion Play. Πέρα απ’ τον Ian Anderson (του οποίου τη γνώμη την είδαμε στην αρχή του άρθρου), ούτε οι υπόλοιποι ήταν ενθουσιώδεις: «Νομίζω ότι είναι από τα χειρότερα άλμπουμ των Jethro Tull», λέει ο Martin Barre. «Σε κάποια σημεία μού αρέσει, σε κάποια όχι. Αλλού το βρίσκω μελωδικό, αλλού το βρίσκω αλλόκοτο. Και μπαίνει το ερώτημα: Πρέπει η μουσική να είναι αλλόκοτη; Νομίζω πως όχι». Παρόμοια είναι και η άποψη του David Palmer: «Έχει επί μέρους καλά σημεία. Προσωπικά, το βρίσκω αυτοεπαναλαμβανόμενο και θεωρώ ότι στερείται κάποιας συγκεκριμένης μουσικής κατεύθυνσης». «Εγώ δεν το θεωρώ κακό, απλώς παράταιρο με την πορεία μας, εκείνη την εποχή», λέει ο Hammond. «Αν ήταν να άλλαζα κάτι, θα αφαιρούσα το ”Story of the Hare”, ή τουλάχιστον θα περιόριζα το ατέλειωτο μπλα-μπλα του».
Παρά τις αρνητικές κριτικές πάντως, το A Passion Play εκτοξεύτηκε αμέσως στην κορυφή των charts στις ΗΠΑ και στον Καναδά, ενώ ανάλογη επιτυχία σημείωσε και στη Γερμανία. Η μεγάλη αυτή επιτυχία οφείλεται, σίγουρα, στην εξαιρετικά διοργανωμένη περιοδεία των Jethro Tull για την υποστήριξη του άλμπουμ, όπου το γκρουπ παρουσίαζε live ολόκληρο το έργο, με την υποστήριξη ειδικών εφέ, βίντεο και σκετς. Στη Μεγάλη Βρετανία έφτασε ως τη θέση 16.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, το “A Passion Play” περιλαμβάνεται στα καλύτερα άλμπουμ των Jethro Tull. Μάλιστα, το “Classic Album Review” το κατατάσσει πρώτο.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Θεωρώ ότι το A Passion Play είναι ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ των Jethro Tull, μαζί με το Aqualung και το Thick as a Brick. Ο μελωδικός του πλούτος, οι διαρκείς εναλλαγές ρυθμού, η απίστευτη δεξιοτεχνία των μελών του γκρουπ, το βαθύ νόημα των στίχων με μια, ωστόσο, ανάλαφρη προσέγγιση, όλα αυτά συντελούν στην ανακήρυξή του σε κλασικό άλμπουμ της ροκ μουσικής. Η ακρόασή του, και τότε και τώρα, είναι πάντα για μένα απολαυστική και αναζωογονητική. Δεν κατάλαβα ποτέ, ούτε τότε ούτε τώρα, τις τόσο αρνητικές κριτικές, οι οποίες μάλιστα εστίαζαν σε ό,τι πιο σπουδαίο είχε να προσφέρει ο Ian Anderson στη σύγχρονη μουσική: τις περίπλοκες συνθέσεις του, τους εξεζητημένους στίχους του και -πάνω απ’ όλα- την ιδιοφυή σκωπτική του ματιά ακόμα και στα πιο σοβαρά ζητήματα. Ιδιαίτερα σ’ αυτό το άλμπουμ, όπου κοιτάζει τον Παράδεισο, κοιτάζει την Κόλαση και συμπεραίνει: «Οι πιο πολλοί από εμάς δεν είναι ούτε άγγελοι, ούτε διάβολοι. Μας χρειάζεται επειγόντως ένας τρίτος δρόμος για την μετά θάνατον ζωή μας»!
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
]14/7/23
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ A PASSION PLAY
Πολύ δύσκολο άλμπουμ για ένα έφηβο που μόλις είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με το progressive και μόλις είχε χωνέψει το Thick as a Brick, να βρει χώρο στο στομάχι του να χωνέψει και το A Passion Play. Δύσκολα αγγλικά, με τη μουσική να είναι ένα πολύπλοκο μείγμα rock, progressive αλλά και κλασικής, δεμένα με μελωδίες και εξαιρετικό παίξιμο. Πολλά χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησα ότι για να συνθέσεις ένα τέτοιο έργο, πρέπει να είσαι ιδιοφυία.
Δημοσίευση σχολίου