MICHAEL SCHENKER GROUP – “MSG” (1981): Η ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

Το 1978 οι UFO, πρωτοπόροι του βρετανικού hard rock, φαινόταν να βρίσκονται στο πολυπόθητο (επιτέλους) μονοπάτι της επιτυχίας. Έχοντας κυκλοφορήσει το εκπληκτικό Obsession, περιόδευαν στις ΗΠΑ με εφτά στούντιο άλμπουμ στο ενεργητικό τους, όπου ο κόσμος εκεί είχε αρχίσει τελικά να τους παίρνει πρέφα, με αξιοσημείωτη επιτυχία. Το προϊόν της περιοδείας έμελλε να γίνει ένα από τα καλύτερα hard rock διπλό live άλμπουμ όλων των εποχών, το μαγικό Strangers in the night, ξεκάθαρα βάσει ποιότητας, αν και όχι αντίστοιχης εμπορικής επιτυχίας. Βλέπετε, δεν είχε τον απαιτούμενο χαζοχαρούμενο χαρακτήρα με τον οποίο ο κόσμος θα μπορούσε να χορέψει, λίγο πολύ ό,τι είχε γίνει με το soundtrack της ταινίας Grease, λίγους μήνες πριν, όταν είχε στερήσει το βρετανικό νο. 1 από τους Thin Lizzy, οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει το καλύτερο live του 1978, το Live and dangerous.
Όμως, υπήρχε και κάτι άλλο που θα αποτελούσε τον ανασταλτικό παράγοντα στην εξέλιξη των UFO, τον κυριότερο από τους δύο. O ημίθεος κιθαρίστας Michael Schenker, ο τρελός Mickey ή Krazy Kraut, o Τεύτονας μαέστρος που έμαθε μαζί με ελάχιστους άλλους συναδέλφους του στους θαυμαστές του να παίζουν ηλεκτρική κιθάρα (στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι έχει βγει στην σχετική δισκογραφία στα 80s είναι ένα μίγμα Michael Schenker-Gary Moore), ο μουσικός που έδειξε τι θα πει συναίσθημα και μελωδία με την χαρακτηριστική ασπρόμαυρη Gibson Flying V του και ο φέρων πολλούς άλλους τίτλους που θα μπορούσα να του αποδώσω, με αποτέλεσμα να μείνουμε εδώ πολλή ώρα, αποφάσισε να φύγει από το συγκρότημα.
Κυκλοθυμικός και ιδιαίτερος χαρακτήρας, ο Michael είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί την πορεία, όχι μόνο των UFO, αλλά και ολόκληρης της hard rock σκηνής στο Νησί, το οποίο κοπανιόταν στους άκομψους, θορυβώδεις ήχους της punk. Εκεί, οι UFO, μαζί συγκροτήματα όπως οι Thin Lizzy, οι Judas Priest, οι Rainbow, οι Motorhead αλλά και οι Queen, κράτησαν ζωντανό το πνεύμα του hard rock, μετά την πτώση των μεγαθήριων των αρχών της δεκαετίας του ’70 (Deep Purple, Black Sabbath και των «καθοδικά κινούμενων» Led Zeppelin, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο για τους τελευταίους).
Ωστόσο, το 1978 ήταν πάρα πολύ δυσαρεστημένος και δυστυχισμένος στο συγκρότημα που είχε αναδείξει και με το οποίο είχε αναδειχθεί. Έτσι, Αυτός ο δίσκος έδωσε και την αφορμή στον Schenker να την κάνει μια και καλή από το συγκρότημα. Αφού, λοιπόν, διαφώνησε με τον παραγωγό Ron Nevison για την επιλογή των κομματιών που κατέληξαν στο Strangers in the nights, κυρίως του “Rock Bottom”, θεωρώντας πως θα μπορούσε να διαλέξει κάποια καλύτερη εκτέλεση από αυτή που τελικά κατέληξε στο άλμπουμ, ζήτησε να παίξει ξανά το σόλο του ως overdub και αφού και αυτή του η επιθυμία απορρίφθηκε, απλά έφυγε. Προσθέστε σε αυτό και τον τσαμπουκά μεταξύ Mogg και Schenker, όπου ο πρώτος χειροδίκησε εναντίον του δεύτερου, και αυτός ήταν και ο επίλογος. O Γερμανός τήρησε το λόγο του όταν ο Mogg τον είχε απειλήσει ότι θα του έριχνε μία γροθιά και όταν αυτό έγινε τελικά, ο Schenker αποχώρησε χωρίς δεύτερη κουβέντα.


Μετά από όλη αυτά τα χρόνια με τους UFO, ο Schenker ήδη είχε αναπτύξει φοβία για το ζωντανό σόου και η σκηνή τον παρέλυε, ενώ το μόνο που τον συνέφερε κάπως ήταν αντικαταθλιπτικά βαριάς μορφής, σε συνδυασμό με γενναίες ποσότητες αλκοόλ. Τα χάπια τα σταμάτησε μόνο μετά την φυγή του από το συγκρότημα. Το τεράστιο ταλέντο του Michael Schenker, ομόφωνα του πιο δημιουργικού μουσικού που αναδύθηκε ποτέ από την Γερμανική hard rock και metal σκηνή, συνδυαζόταν με μία εύθραυστη, απρόβλεπτη και κάποιες φορές αυτοκαταστροφική προσωπικότητα.
Όντας ο αποδέκτης μίας πρότασης από τους Αμερικάνους superstar Aerosmith, το 1979, να αντικαταστήσει τον Joe Perry που είχε φύγει, αυτό που έγινε ξεκάθαρο ήταν ότι εάν ήταν μια φορά δύσκολο να συνεργαστεί Γερμανός με τους UFO, θα ήταν πολλαπλάσια δύσκολο να πράξει το ίδιο και με τους εξίσου επιρρεπείς στους εθισμούς Aerosmith. Ο Steven Tyler ένιωσε αμήχανα όταν κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βλέποντας λίγο πολύ τον Schenker να ζητάει τα κλειδιά και την θέση του οδηγού στους Aerosmith με το καλημέρα!
Ο Michael Schenker προχώρησε, πάντως, και συνεργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα με το συγκρότημα του αδελφού του Rudolf Schenker, τους γνωστούς και μη εξαιρετέους Scorpions, στο ίσως καλύτερο τους άλμπουμ, το Lovedrive του 1979. Παρόλαυτα, κατάφερε σύντομα να φύγει και από εκεί, όντας εντελώς μη συνεργάσιμος κάτω από την καθοδήγηση του αδελφού του και αρχηγού του συγκροτήματος και τελικά διαμαρτυρόμενος για μη απόδοση εσόδων από τις πωλήσεις του άλμπουμ. Άλλωστε, όπως είχε πει και ο ίδιος, «δεν του άρεσε να είναι σε μπάντες άλλων».
O Peter Mensch, manager του Michael εκείνη την εποχή (στο πελατολόγιο του οποίου θα έμπαιναν οι Metallica και οι Def Leppard στο άμεσο μέλλον), κατηύθυνε τον κιθαρίστα στο να πάει σε οντισιόν, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Joe Perry στους Aerosmith. Σύμφωνα με τον τραγουδιστή τους Steven Tyler, ο Schenker μπήκε στον χώρο που γινόντουσαν οι πρόβες, λέγοντας «γεια σου, από αυτή την στιγμή αναλαμβάνω … πριν γίνω μέλος της μπάντας σας, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι αναλαμβάνω την αρχηγία αυτή τη στιγμή... ορίστε, πάρε το σακάκι μου και κρέμασε το». Ο ίδιος ο Schenker αρνείται κάθετα το ότι συνέβη κάτι τέτοιο. «Δεν ήταν καθόλου έτσι…ο Steven Tyler είναι μεγάλος θαυμαστής μου, αλλά ήταν μια περίεργη κατάσταση και όλοι ήταν αρκετά μεθυσμένοι και, μάλιστα, ο Steven κατέληξε στο νοσοκομείο… ο καθένας τα λέει όπως τα θυμάται». Ένα ακόμα πιο συναρπαστικό υποθετικό σενάριο θα ακολουθούσε: ενώ ο Schenker βρισκόταν στη Βοστώνη, συνάντησε τον μπασίστα Geddy Lee και τον ντράμερ Neil Peart των Rush, με τους οποίους παλιότερα είχε περιοδεύσει όταν βρισκόταν στους UFO και έγινε λόγος για τη δημιουργία ενός νέου σχήματος. «Δεν ήταν πραγματικά εκεί που ήθελα να είμαι», λέει τώρα. «Έχω σκεφτεί ποτέ πού θα μπορούσε να με είχε οδηγήσει μια τέτοια σύνθεση; Όχι … δεν ασχολούμαι με «αν» ή «αλλά».
Έτσι, αφού βοήθησε και τους Scorpions με τις συνεισφορές του στο άλμπουμ που ομολογουμένως τους άλλαξε το προφίλ και τους άνοιξε νέες οδούς προς μεγαλύτερα ακροατήρια, αφήνοντας τον Matthias Jabs στο πόδι του, και δεν κούμπωσε στην φάση των Aerosmith, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του μια και καλή. Ως εκ τούτου, μετακόμισε στο Λονδίνο. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στη βρετανική πρωτεύουσα, μαζί με τους Gary Barden, (πρώην τραγουδιστή κάποιων Fraser Nash), τον Billy Sheehan και τον ντράμερ Denny Carmassi ίδρυσε ένα νέο συγκρότημα, που ονομαζόταν απλώς Michael Schenker Group (ή MSG για συντομία). Ένα line-up που δεν κράτησε πολύ, τουλάχιστον το rhythm section των Αμερικάνων Sheehan και Carmassi, οι οποίοι θα είχαν λαμπρές καριέρες στο μέλλον, ο πρώτος με το πρώην συγκρότημα του Schenker, τους UFO και μετά στην μπάντα του David Lee Roth και τους Mr. Big, ενώ ο ντράμερ θα συνέχιζε σε πλήθος session συνεργασιών με διάφορα γνωστά ονόματα, αλλά κυρίως θα ήταν ο ντράμερ των Heart την δεκαετία 1983-1993, που ήταν μακράν και η πιο επιτυχημένη τους.
O Mensch κατάφερε να τον φέρει σε επαφή με τους συντελεστές της πρώτης του κυκλοφορίας. Μεγάλοι παίκτες της εποχής όπως ο Don Airey στα πλήκτρα (τότε μέλος των Rainbow), o Mo Foster στο μπάσο και ο μεγάλος Simon Philips στα ντραμς. Στην κορυφή ήταν φυσικά ο Schenker, έχοντας τον Gary Barden στο πλάι του, δεχόμενος να συνεργαστεί με session μουσικούς προκειμένου να διατηρήσει τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο στην πρώτη του δουλειά. Με τον Barden δέθηκε σύντομα, αποτελώντας την προσωπική του επιλογή, όταν άκουσε τυχαία την φωνή του, περνώντας έξω από το γραφείο του διευθυντή ρεπερτορίου της Chrysalis, που έπαιζε ένα demo του τραγουδιστή. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Barden, «ο Schenker δεν μιλούσε πολύ καλά αγγλικά ενώ κι εγώ είχα τα δικά μου θέματα με την επικοινωνία (ο Barden τραύλιζε)».
 Έτσι, το σχήμα έγινε πενταμελές και ηχογράφησαν το πρώτο solo άλμπουμ του Schenker, με τίτλο The Michael Schenker Group, σε παραγωγή του Roger Glover (τότε στους Rainbow). Δυστυχώς, ο Michael λύγισε λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, και πάλι εξαφανίστηκε για λίγο από το προσκήνιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, προσπαθούσε να διαχειριστεί με διάφορα χάπια, τον φόβο και το άγχος που τον διακατείχε όταν έπαιζε επί σκηνής, τα οποία ήταν και πολύ εθιστικά. Ακόμα πιο ατυχές ήταν ότι στην αρχή, ο Mensch του πρότεινε τον παραγωγό των επιτυχιών, John “Mutt” Lange, για να κάνει παραγωγή στο The Michael Schenker Group, με προοπτικές να γίνει μεγάλη επιτυχία, αλλά ο Schenker, με τις ιδεοληψίες και τα κολλήματα του αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι δεν ήθελε να ακούγεται σαν τα υπόλοιπα συγκροτήματα που είχε υπό την διαχείριση του ο manager και στα οποία έκανε την παραγωγή ο Lange. Τον χαλούσε να ακούγεται σαν τους AC/DC του Highway To Hell!
Το άλμπουμ, που ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1980, ανέβηκε στην 8η θέση των βρετανικών charts. Σαν επίδοση ξεπέρασε όλα τα studio άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει οι UFO μέχρι τότε (ή και έκτοτε, πλην του “Mechanix” που έφτασε στην ίδια θέση, δύο χρόνια αργότερα), αποδεικνύοντας την αγάπη που έτρεφε το βρετανικό κοινό στον άνθρωπο που με την κιθάρα του και τις μελωδίες του κρατούσε ψηλά την σημαία του hard rock στο βασίλειο. O ίδιος ο Schenker εξελίχθηκε σε μία ανανεωμένη έκδοση του εαυτού του (κάτι σε Michael Schenker 2.0), υιοθετώντας ένα κοντό κούρεμα με μαλλιά-καρφάκια, μαύρο δερμάτινο μπουφάν αλλά κρατώντας ακόμα την αγαπημένη τουασπρόμαυρη Gibson Flying V, την οποία ο αδελφός του Rudolf (των Scorpions) υποστηρίζει ότι την είχε πάρει από αυτόν.
Ωστόσο, στην περιοδεία για την υποστήριξη του άλμπουμ, ο Michael επέλεξε τη σύνθεση που θα ηχογραφούσε τελικά το επόμενο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος. Με τον Gary Barden σταθερά πίσω από το μικρόφωνο, σχηματίστηκε ένα αξιοζήλευτο συγκρότημα, που το ειδικό του βάρος αντικατοπτριζόταν στα μέλη που το απάρτιζαν: ο Cozy Powell (πρώην Rainbow) ανέλαβε τα ντραμς, ο Chris Glen (πρώην Sensational Alex Harvey Band) ήρθε στο μπάσο και τα πλήκτρα και την ρυθμική κιθάρα ανέλαβε ένας (όχι και τόσο) παλιός γνώριμος του, ο … Paul Raymond, με τον οποίο ο Michael Schenker είχε συνεργαστεί στους UFO από την εποχή πριν το Lights Out των τελευταίων μέχρι και την ημέρα που έφυγε.
Παραγωγός θα αναλάμβανε ο εκλεκτός Ron Nevison. Ο Nevison είχε κάνει την παραγωγή στην χρυσή τριπλέτα Lights Out-Obsession-Strangers In The Night των UFO, τις τελευταίες τους δουλειές με τον Schenker και τις πιο επιτυχημένες εμπορικά. Η τελευταία τους συνεργασία δεν είχε πάει και πάρα πολύ καλά, με τον Nevison να αρνείται στον Schenker να αλλάξει τα σόλο του στο Strangers In The Night και συγκεκριμένα στο τραγούδι με το πλέον εμβληματικό κιθαριστικό σόλο, το καταιγιστικό “Rock Bottom”. Τότε ο Schenker μουρμούριζε κάτι για το «κακόμοιρο Rock Bottom» και μετά από λίγο έφυγε μια και καλή από τους UFO. Μάλιστα είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «δεν θα χρησιμοποιούσα ξανά τον Nevison ακόμα κι αν ήταν ο τελευταίος παραγωγός επάνω στον πλανήτη». Αποδείχτηκε λίγο … υπερβολικός στην πρόβλεψη του, μιας και ουκ ολίγες φορές θα κατέφευγε στις υπηρεσίες του παραγωγού στο μέλλον.
Τώρα, λοιπόν, δέχτηκε ακόμη μία φορά να συνεργαστεί με τον Nevison, αναγνωρίζοντας με κάποιο τρόπο την δυνατότητα του παραγωγού να δίνει έναν πιο ποιοτικό και εμπορικό ήχο, με αποτέλεσμα ένα καλύτερο τελικό προϊόν του οποίου οι προοπτικές στα chart θα ήταν σίγουρα ευνοϊκές.
Όλα έδειχναν να βρίσκονται στην σωστή θέση για το δεύτερο άλμπουμ του Michael Schenker Group. Θες η σύνθεση, θες ο παραγωγός, λίγο η επιτυχία του πρώτου άλμπουμ και φυσικά, προεξέχουσα η μορφή του ξανθού Γερμανού θεού της ηλεκτρικής κιθάρας, όλα δημιουργούσαν μία καλή βάση για την συνέχεια. Στο πλαίσιο της ηχογράφησης του νέου άλμπουμ που ηχογραφήθηκε μεταξύ Μάρτη και Μάη 1981, προέκυψαν οκτώ συνθέσεις που δουλευτήκαν στα AIR Studios του Sir George Martin (του ιστορικού παραγωγού των Beatles), τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Montserrat της Καραϊβικής. Σημειωτέο, την ίδια διαδρομή είχαν ακολουθήσει και οι UFO στο No Place To Run, όπου κατάφεραν να πυροβολήσουν τα πόδια τους μέσα σε ένα οργίου καταχρήσεων και παλιμπαιδισμού, παρά το καλό αποτέλεσμα, το δίχως άλλο αποκλειστικά και μόνο λόγω του απίστευτου ταλέντου τους. Ο Schenker, από την άλλη προσπάθησε να κρατήσει χαμηλούς τους προσωπικούς τόνους του, συμμετέχοντας μάλιστα με «παλαμάκια» στο προσωπικό άλμπουμ ενός άλλου συναδέλφου του κιθαρίστα, του αγαπητού Bernie Marsden (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, αντικατέστησε στους UFO το 1973), ο οποίος, τότε, ήταν μέλος των πετυχημένων Whitesnake.
Χαρακτηριστικό της όλης διαδικασίας ήταν το μεγάλο μπάτζετ που προέκυψε στην διόλου ευκαταφρόνητη, από άποψη κόστους, συνεργασία με τα συγκεκριμένα στούντιο. Μάλλον στην Chrysalis δεν είχαν πάρει το memo από το προηγούμενο συγκρότημα που είχαν στείλει εκεί (τους UFO) και φάνηκε ότι δεν λυπόντουσαν τα λεφτά, όταν μάλιστα ο Ron Nevison έθεσε πολύ υψηλά στάνταρντ σε όρους παραγωγής για το νέο άλμπουμ.
Αντίστοιχα, υπήρχε μεγάλη πίεση στο συγκρότημα να κυκλοφορήσει ένα άλλο επιτυχημένο άλμπουμ, όπως το top-10 ντεμπούτο του συγκροτήματος. Και αυτό που περιέπλεκε την κατάσταση περισσότερο ήταν πως ο Michael Schenker ήταν διαβόητος για το πόσο δύσκολο ήταν να συνεργαστεί κάποιος μαζί του. Ως εκ τούτου, οι εντάσεις μέσα στο συγκρότημα ήταν υψηλές. Πάντως, παρά τις όποιες προκλήσεις, το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο με το «μαχαίρι στα δόντια», με τον Ron Nevison αποφασισμένο να βγάλει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Τα sessions για τους σκοπούς της νέας κυκλοφορίας ήταν βασανιστικά, με τον Schenker να συγκρούεται συχνά με τον Nevison για τη κατεύθυνση του άλμπουμ.
Παρά αυτές τις προκλήσεις, το συγκρότημα κατάφερε να δημιουργήσει ένα ικανοποιητικότατο άλμπουμ, που περιείχε μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα riff και σόλο του Schenker, ενώ η μουσικότητα του συγκροτήματος έβγαινε πλήρως στο προσκήνιο. Αν και ο ήχος του Michael Schenker Group δεν διαφέρει τρομερά από το στυλ των UFO (αυτό που κυρίως ο ίδιος ο Schenker διαμόρφωσε), αυτό πραγματικά δεν έχει σημασία εδώ. Το παίξιμο, η τεχνική και ο ήχος του είναι σε κορυφαίο επίπεδο σε όλη την διάρκεια του άλμπουμ. Αυτό που πάντως είναι κάπως περίεργο είναι η μυστηριώδης συμμετοχή δύο ιδιαίτερων καλεσμένων για … δεύτερα φωνητικά! Του Αμερικάνου θρύλου Stephen Stills (των Buffalo Springfield  και των Crosby, Stills, Nash & Young) και του Άγγλου Billy Nichols, συνθέτη που έδωσε τραγούδια του σε καλλιτέχνες όπως ο Leo Sayer, ο Roger Daltrey, οι Babys, οι Outlaws, μέχρι και ο Phil Collins (συγκεκριμένα το τραγούδι που χρησιμοποίησαν και οι Outlaws, με τίτλο “I Can’t Stop Loving You”).
Οκτώ τραγούδια σε κάτι λιγότερο από 37 λεπτά αποτελούν το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, που ονομάστηκε απλά “MSG”. Ομολογουμένως, δεν καταναλώθηκε πολλή φαιά ουσία στην ονοματοδοσία του δίσκου, όπως και στο μάλλον απλοϊκό εξώφυλλο, με μία απλή ασπρόμαυρη φωτογραφία της μπάντας. Ύπουλο, ωστόσο, μιας και ο Schenker «φλεξάρει» (που λέει και η νεολαία) την ομάδα που κατέβασε μετά το 1980 στην χεβυμεταλλική αρένα της εποχής. Μία διαφήμιση και μία υπόσχεση για το τι θα άκουγε ο τυχερός χαρντροκάς της εποχής. Θέλω να πω, πόσο κακός να είναι ένας δίσκος όπου παίζει κιθάρα ο Michael Schenker και ντραμς ο Cozy Powell; Μόνο ένας τραγουδιστής επιπέδου Dio έλειπε για να ξεκινήσουν οι … ονειρώξεις! Όμως, αντί του Dio, την δουλειά ανέλαβε ο τίμιος Gary Barden, όχι αστέρι αλλά με χαρακτηριστική φωνή (κάπως σαν του … Phil Mogg) που είτε σου άρεσε είτε όχι. Σαν την αγγλική μουστάρδα ένα πράγμα!
Το άλμπουμ ξεκινάει δυναμικά με το ζευγάρι “Ready To Rock” και “Attack Of The Mad Axeman”. Αυτό είναι και το μοναδικό single από το άλμπουμ. Το πρώτο είναι ανεβαστικό με δυνατό riff, ξεσηκωτικούς στίχους και αξιομνημόνευτο ρεφρέν, κάπως σαν τις προσκλήσεις προς τους fans που απηύθυναν οι UFO με τραγούδια όπως “Too Hot To Handle” και “Only You Can Rock Me”. Αναπόφευκτα θα γινόταν αγαπημένο των fans και το συγκρότημα θα το χρησιμοποιούσε έκτοτε ως encore στα live του. Από την άλλη, το “Attack Of The Mad Axeman” (το πρώτο hard rock κομμάτι που άκουσα από τους MSG, μέσα από την live συλλογή “Reading Rock Volume One” του 1982) είναι λίγο πιο τραχύ και «απειλητικό», παρουσιάζοντας ένα πορτραίτο του Schenker ουσιαστικά, σε μία προσπάθεια να λύσει την  … παρεξήγηση γύρω από τον δύσκολο χαρακτήρα του, ομολογουμένως με κάπως αστεία απλοϊκούς στίχους. Το “Attack Of The Mad Axeman” είναι ένα από τα highlights του “MSG”,  με έναν funky ρυθμό και ήρεμες παύσεις που οδηγούν στο ρεφρέν, ενώ ένα χαρακτηριστικό Michael Schenker κιθαριστικό σόλο κλείνει το τραγούδι.


Ακολουθεί το προσωπικό μου αγαπημένο από το “MSG”, το υπνωτικό “On And On”. Ξεκινάει με μία ντελικάτη εισαγωγή από τον Paul Raymond, η οποία εμπλουτίζεται από την ακουστική κύρια μελωδία του Schenker, για να μπει στο ψητό για τα καλά με ένα ακόμα καλοζυγισμένο riff. Στιχουργικά, ο Barden θα προσπαθήσει να μιμηθεί τον Dio (δεν ξέρω πια αν είναι τυχαία αυτή η δεύτερη αναφορά ή μου βγαίνει υποσυνείδητα, “On And On”, “Heaven And Hell” εσείς αποφασίζετε) προσεγγίζοντας τον αέναο κύκλο της ζωής από την πιο υπαρξιακή σκοπιά, τονίζοντας την απαραίτητη προϋπόθεση στην ζωή να προχωράμε μπροσ, με υπομονή, επιμονή και αντοχή. Φωνητικά, πάντως, φαίνεται γιατί ο frontman των MSG ήταν τουλάχιστον αμφιλεγόμενους από ορισμένους fans. Ενώ έχει ένα πάθος και μία ιδιαίτερη χροιά στην ερμηνεία του, κάπου χάνεται στις ψηλότερες οκτάβες, όπου η φωνή του γίνεται λεπτή και ελαφρώς ασταθής και η εμβέλεια του είναι περιορισμένη. Όχι ότι με χαλάει, αλλά οφείλω να μην το αφήσω ασχολίαστο. Επίσης, να πω ότι ο Cozy Powell λάμπει ακόμη μία φορά με το παίξιμο του εδώ.
Το αφοριστικό “Let Sleeping Dogs Lie” κλείνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ, περιστρεφόμενο γύρω από ένα ακόμα funky riff, είναι ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα hard rock α λα Michael Schenker Group και μάλιστα είναι το πρώτο του άλμπουμ όπου όλοι στην μπάντα έχουν πιστωθεί συνθετικά credits για το τραγούδι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα που ήταν συνεργασίες του Schenker με τον Barden. Ένα τραγούδι που διανθίζει εξαίσια ο Paul Raymond με τις πινελιές των πλήκτρων του και στιχουργικά αναφέρεται στους κινδύνους του να ανοίξουν ξανά παλιές πληγές, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη το να αφήσουμε το παρελθόν στο παρελθόν και να προχωρήσουμε μπροστά. Η εν λόγω φράση προέρχεται από το ποίημα του  Άγγλου ποιητή Geoffrey Chaucer (ο ίδιος που έγραψε τις διάσημες «Ιστορίες του Canterbury») «Τρωίλος και Χρυσηίδα» (1374).
Η δεύτερη πλευρά του “MSG” ανοίγει με το “But I Want More”, με ένα αρκούντως blues riff και στίχους που εκφράζουν την επιθυμία για περισσότερα στη ζωή, υποδηλώνοντας μια ορμή, μία αίσθηση φιλοδοξίας. Λογικό για τον νεαρό Schenker. Μην ξεχνάτε ότι ο Γερμανός κιθαρίστας ήταν τότε μόλις 26 ετών, ήδη καταξιωμένος guitar hero με σημαντικές κυκλοφορίες στο παλμαρέ του! Συνεχίζοντας, έχουμε την μπαλάντα του άλμπουμ και τραγούδι του Raymond, το “Never Trust A Stranger”, μία προειδοποίηση να μην ρίχνεις τελείως τα προσωπικά σου τείχη όταν σε προσεγγίζει κάποιος/κάποια. Κράτα τα χαρτιά σου κοντά στο στήθος σου, αυτό ακούμε εδώ με μία γλυκόπικρη μελωδία και μία αίσθηση δυσπιστίας. Ίσως λίγο πιο επιτηδευμένο και «στημένο» από όσο πρέπει αλλά κι αυτό στο πρόγραμμα είναι.
Τα “Looking for Love” και “Secondary Motion” κλείνουν το άλμπουμ, μάλλον κάπως αδιάφορα, μέσα στα επόμενα 8 λεπτά περίπου. Το πρώτο μπορεί να σας θυμίσει λίγο Rainbow, αν και θεωρείται filler παρά κάτι στο οποίο δαπανήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια. Το δεύτερο πάσχει λίγο στην παραγωγή του αλλά δεν κλείνει σε καμία περίπτωση το άλμπουμ με την αίσθηση μεγαλοπρέπειας που έχει το αντίστοιχο τελευταίο κομμάτι του πρώτου άλμπουμ, το επικό “Lost Horizons”.
Το “MSG” κυκλοφόρησε τον Ιούνη του 1981 και τα πήγε αρκετά καλά στα βρετανικά charts (αν και λίγο πιο χαμηλά από το πρώτο άλμπουμ), όπου μπήκε στο top-20 (νο. 14), κάτι που πέτυχε και στα ιαπωνικά charts (νο. 15). Στην Ολλανδία μπήκε στα charts στο νο. 31, ενώ στις ΗΠΑ, όπου κυκλοφόρησε έναν μήνα μετά, τα πήγε καλύτερα από το προηγούμενο άλμπουμ, φτάνοντας μέχρι το χαμηλό αλλά όχι απογοητευτικό, νο. 81 του Billboard 200 (σχεδόν 20 θέσεις πιο πάνω από το προηγούμενο). Γενικά, έλαβε καλές κριτικές εκείνη την εποχή και αυτό συντέλεσε και στην παγίωση του Michael Schenker και της μπάντας του στην αφρόκρεμα του hard rock, σε μία εποχή που στο Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη το NWOBHM (όπου πολλοί του κινήματος ήταν fans του Schenker, των UFO αλλά και των Scorpions!), ενώ στις ΗΠΑ ανέβαινε τόσο το AOR, όσο και η σκηνή του Los Angeles, με ηγέτες τους Van Halen (των οποίων ο κιθαρίστας και άτυπα αρχηγός, κιθαρίστας Eddie Van Halen θαύμαζε απεριόριστα τον Michael Schenker, θεωρώντας τον ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής).
Κατά την περιοδεία που ακολούθησε, το συγκρότημα, εκτός από τις στάνταρντ συναυλίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, πέρασε από διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις σε Βέλγιο, Ολλανδία και  (φυσικά) Γερμανία ενώ έφτασε και μέχρι την μακρινή Ιαπωνία, όπου ο Schenker θεωρούνταν λίγο-πολύ ζωντανός θρύλος, όπως και ο Cozy Powell που είχε περιοδεύσει εκεί με τους Rainbow στο παρελθόν. Από την εμφάνιση τους στην αρένα Budokan του Tokyo, προέκυψε το διπλό, ζωντανό άλμπουμ “One Night At Budokan”, το οποίο επεδείκνυε την αίγλη της μπάντας σε όλο της το μεγαλείο, σηματοδοτώντας παράλληλα μία πρόωρη δισκογραφική κορύφωση, ως είθισται να γίνεται με τα κλασικά hard rock διπλά ζωντανά άλμπουμ, κάτι που είχαν κάνει π.χ. και οι Rainbow με το “On Stage”, με δύο μόλις άλμπουμ στο ενεργητικό τους, λίγα χρόνια πριν. Το “One Night At Budokan” έγινε ασημένιο, ξεπερνώντας τις 60 χιλιάδες σε πωλήσεις στην Βρετανία και φτάνοντας μέχρι το νο. 5, με αποτέλεσμα να γίνει η πιο επιτυχημένη τους δουλειά εκεί.
Ωστόσο, η νεότευκτη και γρήγορη επιτυχία του Schenker θα αποδεικνυόταν μάλλον βραχύβια, κυρίως λόγω των προσωπικών του δαιμόνων. Το 1982 είδε την κατάρρευση της σύνθεσης που βοήθησε στην επανεκκίνηση της καριέρας του. Τις πρώτες εβδομάδες του 1982 ο Paul Raymond άφησε το συγκρότημα. Ακολούθησε τον Φεβρουάριο ο Gary Barden, μετά και από παραίνεση των Cozy Powell και του manager Peter Mensch, προκειμένου να έρθει στο συγκρότημα ο φοβερός Graham Bonnet, πρώην συνάδελφος του ντράμερ στους Rainbow. Σε μία παράδοξη στροφή της μοίρας, δεν άργησε να έρθει και η σειρά του Powell να φύγει πριν τον Απρίλιο, για να αντικατασταθεί από τον Ted McKenna, πρώην συνάδελφος του μπασίστα Chris Glen στους Sensational Alex Harvey Band, ενώ ήταν και ο ντράμερ του γνωστού και αγαπημένου μας Rory Gallagher μεταξύ 1978-1981. Στα πλήκτρα ήρθε ο Tommy Eyre, session μουσικός, που είχε συνεργαστεί με τον Gary Moore και τον Greg Lake στο παρελθόν. Αυτή η σύνθεση ηχογράφησε το εκπληκτικό “Assault Attack”, αλλά σύντομα διαλύθηκε πριν την εμφάνιση στο Reading Rock Festival του 1982, με τον Bonnet να αποχωρεί, έχοντας συγκρουστεί σφοδρά με τον Schenker. Εκεί εμφανίστηκε ξανά ο από μηχανής θεός Barden, μετά και από παράκληση του Michael Schenker και έσωσε την παρτίδα. Κάπου εκεί ήρθε και η πρόταση του Ozzy προς τον Schenker να μπει στο συγκρότημα του (!) μετά τoν τραγικό θάνατο του θρύλου Randy Rhoads, την οποία (φυσικά) απέρριψε.
 Ήδη, όμως, το προσωπικό project του Michael, οι Michael Schenker Group, είχαν μπει σε μία ασταθή, ευμετάβλητη τροχιά, από την οποία δεν θα συνέρχονταν ποτέ, λόγω μίας σωρείας κακών αποφάσεων, οικονομικής κακοδιαχείρισης (εν μέρει και από τα χρέη που κονόμησαν από την ηχογράφηση του “MSG”) και των προσωπικών προβλημάτων και του εκρηκτικού χαρακτήρα του Γερμανού θεού της εξάχορδης. Τουλάχιστον θα έχουμε αυτό το δεύτερο φανταστικό άλμπουμ της μπάντας του για να θυμόμαστε πως κατάφερε να επανεκκινήσει την καριέρα του ταλαιπωρώντας ευχάριστα την εμβληματική, ασπρόμαυρη Gibson Flying V του και να μας χαρίσει πολλά ακόμα διαμάντια έκτοτε.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ

19/5/23

Ο ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΚΟΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟ MSG

Το δεύτερο δισκογραφικό βήμα της πολύχρονης πορείας του χαρισματικού Michael Schenker , αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον στο μακρινό 1981. Ο Γερμανός Axe Man, συνοδευόμενος από εξαιρετικούς μουσικούς, παρουσίασε ένα στιβαρό και καλοδουλεμένο σύνολο τραγουδιών, χωρίς fillers με καθαρόαιμο Schenker ήχο και άρωμα UFO! Οι εξαιρετικές εντυπωσεις που άφησε ο δίσκος στους κριτικούς της εποχής, εδράιωσαν τη θέση του στο χώρο του Hard'n'Heavy, με τα "Ready to Rock", Attack of  the Mad Axeman" και "On and On" να ξεχωρίζουν με την πρώτη ακρόαση, μεγαλώνοντας τις προσδοκίες για το επερχόεμενο studio άλμπουμ που ήταν το καταιγιστικό Assault Attack. Το οικοδόμημα των MSG ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου