Στα τέλη του 1998, οι Iron Maiden βρέθηκαν σε καλλιτεχνικό και εμπορικό τέλμα. Η τελευταία τους δουλειά, το Virtual XI, αποδείχτηκε ανέμπνευστη και βαρετή, κερδίζοντας «επάξια» τον τίτλο του χειρότερου άλμπουμ της καριέρας τους, ενώ εξίσου απογοητευτική ήταν και η αντίστοιχη περιοδεία στην οποία, μάλιστα, εμφανίστηκαν και τα πρώτα πανό που ζητούσαν την επιστροφή του Bruce Dickinson.
Αντίθετα, στο «στρατόπεδο» του τελευταίου, τα πράγματα πήγαιναν σαφώς καλύτερα. Μετά το τραγικό Skunkworks (1996) – όπου ο Bruce, περνώντας μάλλον κάποια «κρίση μέσης ηλικίας» την είδε alternative/grunge τζόβενο και αποκήρυττε το metal –o παραγωγός/συνθέτης/μουσικός, Roy Z («κατά κόσμον», Roy Ramirez), τον έσωσε από την καταστροφή επαναφέροντάς τον στον δρόμο του metal με το πολύ καλό άλμπουμ Accident of Birth (1997) και με το ακόμα καλύτερο Chemical Wedding (1998), φέρνοντας στο σχήμα και τον Adrian Smith, το πρώτο μέλος της κλασικής σύνθεσης των Maiden που είχε αποχωρήσει από την μπάντα το 1990.
O DICKINSON ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
Ο Rod Smallwood, manager και άνθρωπος κλειδί των Maiden, βλέποντας την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, διέβλεψε ορθώς ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η κατρακύλα που φαινόταν να παίρνει η μπάντα, ήταν η επιστροφή στο σχήμα του κλασικού και εμβληματικού της τραγουδιστή. Ταυτόχρονα, αυτή η κίνηση θα ευνοούσε και τον Bruce αφού με το Chemical Wedding έπιασε το πλαφόν δημοτικότητας που θα μπορούσε να φτάσει ως σόλο καλλιτέχνης και μόνο με την επιστροφή του στην οικογένεια των Maiden θα είχε την δυνατότητα να βιώσει μεγαλύτερες στιγμές επιτυχίας. Το σχέδιο αυτό, εντελώς αντικειμενικά, ήταν μια win-win κατάσταση και για τα δυο εμπλεκόμενα μέρη αλλά και για τους οπαδούς των Maiden και το μόνο «πρόβλημα» που θα έπρεπε να ξεπεραστεί ήταν ο τρέχων τραγουδιστής της μπάντας, Blaze Bayley.
Ο «σκόπελος» Bayley ξεπεράστηκε άνετα αφού στις αρχές του 1999 τού ζητήθηκε να αποχωρήσει από την μπάντα. Για να τηρηθούν, βέβαια, τα προσχήματα, το αφήγημα που «έπαιξε» ήταν ότι κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το Virtual XI, η φωνή του παρουσίασε προβλήματα καθώς το περιορισμένο εύρος της δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες απαιτήσεις αρκετών τραγουδιών. Οι Maiden αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν και ψάχνοντας για νέο τραγουδιστή, τους προτάθηκε από τον Smallwood, η επιστροφή του Dickinson ως η ασφαλέστερη επιλογή, αφού και ο κλασικός τους τραγουδιστής ήταν αλλά και μέλος της ευρύτερης Maiden «οικογένειας».
Έτσι, στα μέσα του 1999 ανακοινώθηκε στα media η πολυπόθητη επιστροφή του “άσωτου υιού” Bruce Dickinson στην οικογένεια των Iron Maiden, o οποίος έθεσε σαν προϋπόθεση του γυρισμού του, να έρθει μαζί του στην μπάντα και ο έτερος «άσωτος υιός», ο κιθαρίστας Adrian Smith, όπως και έγινε. Με την επιστροφή στο «μαντρί» των Dickinson-Smith, η κλασική σύνθεση των Iron Maiden έσμιξε και πάλι, έχοντας σαν bonus και τον Janick Gers, ο οποίος παρέμεινε στη μπάντα, ανεβάζοντας τον αριθμό των μελών του σχήματος στα έξι.
Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟΠΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ
Το Brave New World, δωδέκατο άλμπουμ των Iron Maiden, κυκλοφόρησε στις 29/5/2000 και, όπως ήταν αναμενόμενο, έτυχε θερμής αποδοχής από τους οπαδούς του σχήματος αλλά και από τον ευρύτερο metal κόσμο. Η συγκεκριμένη κυκλοφορία, περισσότερο από κάθε προηγούμενη, είχε το «βαρύ φορτίο» να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες των οπαδών της μπάντας, οι οποίοι είχαν απογοητευτεί με τα άλμπουμ της περιόδου του Bayley και περίμεναν διακαώς την επιστροφή του Bruce Dickinson. Τώρα, μάλιστα, που επέστρεφε και ο Adrian Smith και θα μπορούσαν να δουν την κλασική σύνθεση για πρώτη φορά μετά το 1989-1990, οι προσδοκίες είχαν εκτοξευτεί.
Στο Brave New World, οι Maiden επέλεξαν να κινηθούν εκ του ασφαλούς σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς κρίνοντας από τον τίτλο του. Αυτό είναι λογικό καθώς πρωταρχικό μέλημά τους ήταν να αποδείξουν στους οπαδούς τους ότι επέστρεψαν δυνατοί, όπως τους γνώριζαν μέχρι το Fear of the Dark του 1992, ότι δεν έχασαν κάτι από την δυναμική τους και ότι με την επιστροφή των δυο κλασικών τους μελών ήταν ικανοί να ηγηθούν στο metal και στην νέα δεκαετία, αλλά και στο νέο αιώνα που ξημέρωνε. Οπότε, μουσικοί πειραματισμοί στην παρούσα φάση δεν θα ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή.
Το άλμπουμ είναι, ουσιαστικά, μια μίξη του ύφους που είχε διαμορφώσει η μπάντα από το Seventh Son of a Seventh Son και μετά, συμπεριλαμβανομένων και των δυο δίσκων που έβγαλαν με τον Bayley. Είναι φανερό ότι οι Maiden περνάνε πλέον σε μια νέα φάση, καθώς τα γρήγορα, αιχμηρά και επιθετικά κομμάτια έχουν λιγοστέψει, ενώ αντίθετα οι πιο πολύπλοκες και μεσαίας ταχύτητας συνθέσεις αυξάνονται. Επιπλέον, αρχίζουν να φαίνονται και οι πρώτες τάσεις για την μετάβαση σε πιο progressive φόρμες οι οποίες θα αρχίσουν να κυριαρχούν από το μεθεπόμενο άλμπουμ. Στο κομμάτι της απόδοσης των μελών, όλα λειτουργούν ρολόι και ολόκληρη το σχήμα λειτουργεί σαν καλολαδωμένη μηχανή. Ο Dickinson είναι σε καταπληκτική φόρμα, Smith/Murray/Gers συνδυάζονται άνετα δίνοντας μεγαλύτερο βάθος και έκταση στις μελωδίες της κιθάρας, ενώ οι Harris/McBrain είναι για μια ακόμη φορά άψογοι στο ρόλο τους ως στυλοβατών της μπάντας. Όσον αφορά την «βιτρίνα» του άλμπουμ, έχουμε μετά από καιρό ένα πολύ καλό εξώφυλλο που εικονίζει ένα φουτουριστικό, δυστοπικό Λονδίνο πάνω από το οποίο δεσπόζει σε μορφή συννέφου ο Eddie, σχεδιασμένος από τον κλασικό δημιουργό του, Derek Riggs.
Το Brave New World κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των φίλων του συγκροτήματος , σπρωγμένο βέβαια και από μια ιδιαίτερα δυνατή εκστρατεία marketing, τόσο από την εταιρεία (ΕΜΙ) και τον Smallwood όσο και από τα μουσικά media. Αν θέλουμε να το δούμε όμως στην ουσία του, επικεντρωμένοι αποκλειστικά στις συνθέσεις, θα δούμε ότι αυτές δεν είναι αντίστοιχες του τεράστιου ντόρου και των εντυπώσεων που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη δουλειά. Για του λόγου το αληθές – και επειδή αναφερόμαστε στους Maiden–ας δούμε συνοπτικά τα κομμάτια του άλμπουμ:
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
1. The Wicker Man: Ιδανικό εναρκτήριο κομμάτι, τόσο για το άλμπουμ όσο και για συναυλίες. Γρήγορο και επιθετικό, με σφυροκόπημα από τον McBrain, ωραίες ρυθμικές αλλαγές στη διάρκειά του και καταπληκτικό σόλο από τον Adrian Smith. Οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από την ομότιτλη,cult Βρετανική ταινία του 1973 όπου πρωταγωνιστούσε ο Christopher Lee και η οποία είχε και ένα remake το 2006, με πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage. Αποτέλεσε και το πρώτο single του Brave new World.
2. Ghost of the Navigator: Έναρξη με ακουστική μελωδία και σταδιακή δυναμική κλιμάκωση. Από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, με ωραίο pre-chorus και αλλαγή τονικότητας στο ρεφρέν. Οι τρεις κιθάρες δημιουργούν έναν βαθύ και ογκώδη ήχο και ο McBrain εντυπωσιάζει πάλι με το παίξιμό του. Οι στίχοι, αν και έχουν ναυτικό περιεχόμενο, είναι μεταφορικοί και αναφέρονται στο ταξίδι της ζωής, ενώ το «φάντασμα του πλοηγού» είναι μια νύξη σε αυτούς που σπαταλάνε τη ζωή τους χωρίς κάποιον ουσιαστικό σκοπό.
3. Brave New World: Το σερί καλών τραγουδιών συνεχίζεται με το ομώνυμο του άλμπουμ. Ξεκινώντας ακουστικά και σε μελαγχολικό τόνο, το κομμάτι στη συνέχεια εκτοξεύεται, με δυναμικά riffs και φωνητικά και με ένα ιδανικό, συναυλιακό ρεφρέν. Στιχουργικά, αναφέρεται στην ομότιτλη εμβληματική δυστοπική νουβέλα του Βρετανού Aldous Huxley.
4. Blood Brothers: Και ενώ μέχρι εδώ, το άλμπουμ τα πήγαινε περίφημα, από το Blood Brothers αρχίζει να «κάθεται». Ένα mid-tempo κομμάτι, που θυμίζει αντίστοιχα κομμάτια από το X-Factor και το Virtual XI, με ένα συμπαθητικό ρεφρέν για sing-along καταστάσεις σε συναυλίες. Προσωπικά το θεωρώ βαρετό και δεν καταλαβαίνω γιατί είχε θέση στο setlist διάφορων περιοδειών της μπάντας, ενώ θα μπορούσε να επιλεχθεί κάποιο σαφώς καλύτερο.
5. The Mercenary: Επαναφορά στην ένταση με το υποτιμημένο αυτό κομμάτι. Γρήγορο, σκοτεινό και επιθετικό, με ιδανικό ύφος για αυτό που πραγματεύεται – έναν κυνηγό επικηρυγμένων – αποτελεί σύνθεση που θυμίζει κλασικούς Maiden της δεκαετίας του 1980 και ανήκει σίγουρα στην ομάδα των καλύτερων τραγουδιών του άλμπουμ.
6. Dream of Mirrors: Πάνω που αναθαρρείς με το “The Mercenary”, επιστροφή στη μετριότητα. Μεσαίας ταχύτητας κομμάτι , στο μοτίβο του Blood brothers, με αδιάφορο ρεφρέν και βαρετό μεσαίο instrumental τμήμα. Για τους νέους οπαδούς που έμαθαν τους Maiden με το συγκεκριμένο άλμπουμ, το τραγούδι μπορεί να λέει κάτι. Για όσους τους γνωρίζουν από τα 80s, δεν λέει τίποτα.
7. The Fallen Angel: Συμπαθητικό κομματάκι, που κρατάει το επίπεδο του δίσκου, αλλά μέχρι εκεί. Γρήγορο μεν και με αρκετά καλό ρεφρέν αλλά δεν φτάνει την ποιότητα των τριών πρώτων τραγουδιών, ούτε και του “The Mercenary”. Καλό για B side σε κάποιο single, για άλμπουμ, όμως, οι Maiden μπορούν να γράψουν σαφώς καλύτερα.
8. The Nomad: To κλασικό επικό κομμάτι, που υπάρχει πάντα σε κάθε άλμπουμ των Iron Maiden. Ατμοσφαιρικό, βιωματικό και με ανατολίτικες μελωδίες, σε μεταφέρει στην μυστηριώδη Ανατολή, να ταξιδεύεις με τα καραβάνια των ανθρώπων της ερήμου. Καταπληκτικές εναλλαγές στα μακροσκελή του σόλο και ένα ηπιότερο μεσαίο τμήμα που θυμίζει το αντίστοιχο του “To Tame a Land” από το Piece of Mind άλμπουμ. Ίσως, με διαφορά στήθους, το καλύτερο κομμάτι του δίσκου.
9. Out of the Silent Planet: Δεύτερο single του άλμπουμ, αρχίζει ακουστικά με το ρεφρέν του και στη συνέχεια ακολουθεί το δυναμικό του ξέσπασμα. Από τα καλά κομμάτια του δίσκου, δεν απογοητεύει μετά το έπος The Nomad. Παρόλα αυτά, δεν είναι και το κομμάτι που θα έμπαινε στα classics της μπάντας. Εμπνευσμένο από την ταινία επιστημονικής φαντασίας – αλλά και βιβλίο – Forbidden Planet του 1956.
10. The Thin line between Love and Hate
Το δεύτερο, μετά το “The Nomad”, σε διάρκεια κομμάτι, που ξεκινάει με ένα βαρύ riff και στη συνέχεια ακολουθεί τη δομή αντίστοιχων τραγουδιών από τα άλμπουμ με τον Bayley. Το pre-chorus του, μάλιστα, μοιάζει αρκετά με το αντίστοιχο του “The Unbeliever” από το X-Factor. Σχετικά progressive, με μεγάλο instrumental τμήμα, ωραία ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να είναι κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό που θα θελήσεις να το ξανακούσεις σύντομα.
Το Brave New World πήγε πολύ καλά εμπορικά, έγινε σε αρκετές χώρες χρυσό, ενώ στις ΗΠΑ κατάφερε να φτάσει στη θέση 39 του Billboard. Οι κριτικές που έλαβε από τα media ήταν, στην πλειοψηφία τους, θετικές, εστιασμένες κυρίως στην επιστροφή των Dickinson/Smith. H περιοδεία που ακολούθησε (Brave New world Tour) ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, με αποκορύφωμα την εμφάνισή τους στο Rio de Janeiro όπου έπαιξαν μπροστά σε 250.000 κόσμο, μια συναυλία που αποτυπώθηκε στο live άλμπουμ και video Rock in Rio του 2002. Στο πλαίσιο της περιοδείας, εμφανίστηκαν και στην χώρα μας στις 10/11/2000, στην Αθήνα, στον Άγιο Κοσμά.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Το οπισθόφυλλο |
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η θερμή ανταπόκριση που έλαβε το άλμπουμ, οφείλεται κυρίως στην επιστροφή των δυο «ασώτων» και κυρίως στην ανακούφιση που ένιωσαν οι οπαδοί με την επιστροφή στη μπάντα του Dickinson μετά από 7 χρόνια απουσίας.
Οι Iron Maiden, ως βετεράνοι του χώρου, κατάφεραν με τη μηχανή στο «ρελαντί» , να κυκλοφορήσουν ένα απλά καλό άλμπουμ, που την δεδομένη στιγμή και με το σπρώξιμο του marketing ικανοποίησε τους φίλους τους. Στην ουσία όμως, μόνο τα μισά τραγούδια αξίζουν πραγματικά, ενώ στο εξασκημένο αφτί ,το συγκρότημα ακούγεται σχετικά κουρασμένο, χωρίς μεγάλη έμπνευση και αγχωμένο να αποδείξει ότι είναι ακόμα στο παιχνίδι και μπορεί να ηγηθεί στον χώρο του metal.
Το αποτέλεσμα αυτό, βέβαια, είναι ως ένα σημείο κατανοητό γιατί μέσα σε ένα πολύ πιεστικό από την εταιρεία και το management χρονοδιάγραμμα και πριν καλά-καλά προλάβουν να ενσωματωθούν εκ νέου στην μπάντα οι Dickinson και Smith, έπρεπε να γραφτεί και να κυκλοφορήσει άμεσα το καινούργιο άλμπουμ για να εκμεταλλευτεί το συγκρότημα το momentum. Επειδή όμως οι Iron Maiden δεν είναι τυχαίο σχήμα, αλλά, αντιθέτως, θεσμός στο metal και ψημένοι στις δύσκολές καταστάσεις, δεν θα αργούσε και πολύ η στιγμή που θα έπαιρναν τα πάνω τους και απαλλαγμένοι από τις πιέσεις τις στιγμής, θα έβγαζαν το πραγματικό άλμπουμ της επιστροφής τους, το “Dance of Death”. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
3/5/23
Δημοσίευση σχολίου