HITTMAN – HITTMAN (1988): CULT STATUS

 


    Οι Hittman αποτελούν ένα ακόμη ξεχασμένο συγκρότημα του παλιού καλού αμερικάνικου heavy/power metal που με το πέρασμα των χρόνων κατάφερε να αποκτήσει cult status στις συνειδήσεις των metal οπαδών, κυρίως με το πρώτο τους άλμπουμ.
    Ιδρύθηκαν στο Long Island της Νέας Υόρκης από μέλη διάφορων τοπικών σχημάτων και μετά από κάμποσες ανακατατάξεις, η πρώτη σταθερή τους σύνθεση ήταν η ακόλουθη: Jim Bachi και Brian “Don” Fair κιθάρες, Michael Buccell μπάσο, Chuck Kory ντραμς και Dirk Kennedy φωνητικά. Ο τελευταίος, μάλιστα, πριν ενταχθεί στους Hittman, πέρασε για λίγους μήνες και από τους γνωστούς thrashers και συντοπίτες τους, Anthrax, πριν αναλάβει ο πρώτος τραγουδιστής των τελευταίων, Neil Turbin.
    Τον Ιούνιο του 1985, οι Hittman κυκλοφόρησαν το Demo Metal Sport και με αυτό το υλικό άνοιγαν τις συναυλίες γνωστών συγκροτημάτων όπως οι Saxon, Black ‘n’ Blue, Stryper, Poison. Καθώς τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν, αντικατέστησαν τον κιθαρίστα Don Fair με τον John Kristen και έφτιαξαν ένα δεύτερο demo, αποκλειστικά για διανομή σε δισκογραφικές εταιρείες προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιο συμβόλαιο. Τελικά, υπέγραψαν με την γερμανική εταιρεία Steamhammer και τον Αύγουστο του 1988 κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους.
ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
    To “Hittman” ακολουθεί τον δρόμο που είχαν ήδη στρώσει άλμπουμ κλασικών US Power/epic metal συγκροτημάτων, όπως των Omen, Fates Warning, Virgin Steele, Jag Panzer, Manilla Road, Crimson Glory, Queensrÿche και άλλων. Για να δώσουμε ένα σαφέστερο στίγμα, μπορούμε να πούμε ότι θυμίζει αρκετά το ύφος των τελευταίων, καθώς τα τραγούδια, εκτός της δύναμης και της τεχνικής τους, έχουν και μεγάλη δόση μελωδίας κάτι που δεν απαντάται σε τόσο μεγάλο βαθμό στις περισσότερες από τις άλλες US metal μπάντες. Η επιρροή των Queensrÿche πάνω στους Hittman φαίνεται και στα φωνητικά του Dirk Kennedy, τα οποία είναι βγαλμένα από τη «σχολή» του Geoff Tate, αν και οι ψηλές οκτάβες στις οποίες κινούνται φέρνουν, επίσης, στο μυαλό, τον Midnight των Crimson Glory, αλλά και τον John Arch των τριών πρώτων άλμπουμ των Fates Warning. Πέρα από τα εντυπωσιακά φωνητικά του Kennedy, μεγάλο «κεφάλαιο» για το σχήμα είναι οι δυο κιθαρίστες, Bacci και Kristen, που εκτός της συνολικής τους απόδοσης, εκπλήσσουν ιδιαίτερα με τα μελωδικά και τεχνικά τους σόλο. Γενικά όλο το συγκρότημα ακούγεται δεμένο – σε αυτό βοηθάει και η πολύ καλή παραγωγή - και σε κανένα σημείο του δίσκου δεν δημιουργείται η αίσθηση ότι ακούς μια πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα.



ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

    To “Hittman” ανήκει στην κατηγορία των “all killer, no filler” άλμπουμ αφού όλα τα κομμάτια του είναι άψογα και τα 39 περίπου λεπτά του περνάνε χωρίς να το καταλάβεις. Από άποψη ωμής ενέργειας, δύναμης και ταχύτητας, ως πιο «πιασάρικα» θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τέσσερα κομμάτια: Πρώτο έρχεται το εναρκτήριο κομμάτι,“Metal Sport”, αντιπροσωπευτικό του άλμπουμ αλλά και χαρακτηριστικό του ευρύτερου US power metal, με γρήγορο ρυθμό, ωραία γεμίσματα στα ντραμς, μελώδικα riffs, καταπληκτικές δισολίες και φωνητικά που καθηλώνουν από τους πρώτους κιόλας στίχους. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα “Dead on Arrival” και “Caught in the Crossfire”, με το δεύτερο να θυμίζει σε ορισμένα γυρίσματα των riffs τους Crimson Glory, ενώ πολύ δυνατό είναι και το “Test of Time” που, αν και κλείνει το άλμπουμ, δεν είναι καθόλου αδιάφορο αλλά, αντιθέτως, επισφραγίζει την αξία ολόκληρου του δίσκου .
    Πέρα από τα τέσσερα αυτά κομμάτια της «εμπροσθοφυλακής» του “Hittman”, ξεχωρίζουν επίσης το “Secret Agent Man”, μια διασκευή ενός τραγουδιού του rock ‘n roll/country rock καλλιτέχνη Johnny Rivers, που, όταν κυκλοφόρησε πίσω στο 1966, έκανε τεράστια επιτυχία, φτάνοντας στο Νο 3 του Billboard και η power μπαλάντα “Will you be there”. Οι υπόλοιπες τρεις συνθέσεις, “Breakout”, “Backstreet Rebels” και “Behind the Lines”, ολοκληρώνουν το σύνολο του άλμπουμ και δεν υπολείπονται καθόλου σε ποιότητα.

 Το ντεμπούτο των Hittman, αν και εξαιρετικό, δεν βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση στις ΗΠΑ και αυτό οφείλεται σε δυο λόγους που ως ένα βαθμό συσχετίζονται. Ο πρώτος και κυριότερος είναι ότι η δισκογραφική τους εταιρεία, η γερμανική Steamhammer, δεν είχε διανομή στις ΗΠΑ, οπότε το άλμπουμ μπορούσε να βρεθεί με δυσκολία και μόνο ως εισαγόμενο, γεγονός που είχε συνέπειες στην στήριξη και προώθηση της μπάντας επί αμερικανικού εδάφους. Γι’ αυτό και οι Hittman κατέληξαν να είναι περισσότεροι γνωστοί στην Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία αλλά και στην Ελλάδα.
    Ο δεύτερος λόγος είναι η χρονική συγκυρία. Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ, στις ΗΠΑ μεσουρανούσε το Glam/hair metal ενώ στον αντίποδα, στην πιο σκληρή πλευρά του είδους κυριαρχούσε το thrash. Οι Hittman βρέθηκαν στο μέσο (Caught in the crossfire που λέει και το τραγούδι τους!) καθώς ήταν πολύ σκληροί για το πρώτο κομμάτι των οπαδών και αρκετά light για τους thrashers και σε συνδυασμό με την αδυναμία προώθησης ήταν αναμενόμενο το άλμπουμ να καταδικαστεί στην αφάνεια.
    Δυστυχώς, η τύχη δεν στάθηκε με το μέρος των Hittman. Ενώ το ντεμπούτο τους είναι ένα από τα ποιοτικότερα άλμπουμ του κλασικού αμερικανικού heavy/power metal και, χωρίς υπερβολή, καλύτερο από πολλά γνωστότερα του είδους, δεν κατάφερε να κερδίσει τη θέση που του αξίζει και έτσι «καταδικάστηκε» να μείνει στην κατηγορία των “forgotten jewels” και με την πάροδο του χρόνου απέκτησε – δικαιωματικά – cult status.


ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

    Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, οι Hittman ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την Polygram για να τους αναλάβει στις ΗΠΑ, οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν γιατί η Polygram ήθελε και τα δικαιώματα του πρώτου άλμπουμ, κάτι που η Steamhammer δεν δεχόταν. Μέχρι να βρεθεί κάποια λύση, η Polygram απέσυρε το ενδιαφέρον της, αφήνοντας τους Hittman με την γερμανική εταιρεία και τα γνωστά προβλήματα.
    H μπάντα σχεδίαζε τότε να κυκλοφορήσει ένα concept άλμπουμ με τίτλο Precision Killing αλλά τελικά έβαλε το πλάνο στο «συρτάρι» και κυκλοφόρησε το 1993 το Vivas Machina, το οποίο μπέρδεψε τους οπαδούς της. Στη συγκεκριμένη δουλειά, οι Hittman απομακρύνθηκαν από το heavy/power στοιχείο και το ύφος του δίσκου είναι ένα συνονθύλευμα metal με εμπορικό hard rock, μαζί με κάποια funky περάσματα και αρκετούς πειραματισμούς με διάφορα όργανα, όπως σαξόφωνο και άλλα πνευστά. Το Vivas Machina δεν είναι κακό, απλά θέλει το χρόνο του και εννοείται, φυσικά, ότι δεν φτάνει στο επίπεδο του ντεμπούτου. Μετά την κυκλοφορία του και μια σύντομη περιοδεία, το συγκρότημα, λόγω οικονομικών προβλημάτων, διαλύθηκε το 1994.
    Κατά καιρούς υπήρχε η σκέψη για κάποιο reunion, αλλά η ουσιαστική αφορμή δόθηκε το 2017, όταν επανακυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους από την ελληνική εταιρεία (και γνωστό δισκάδικο) No Remorse Records. Οι Hittman ενεργοποιήθηκαν εκ νέου, με μόνα μέλη από την σύνθεση του πρώτου άλμπουμ τον τραγουδιστή Dirk Kennedy και τον κιθαρίστα Jim Bacci. Την επόμενη χρονιά, 2018, εμφανίστηκαν στο γερμανικό power/epic metal φεστβάλ, Keep it True και στη συνέχεια υπέγραψαν συμβόλαιο με τη No remorse, κυκλοφορόντας το 2020 το τρίτο τους άλμπουμ, Destroy all Humans, 27 χρόνια μετά το Vivas Machina.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

24/5/23


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου