Το 1993, με το τρίτο τους άλμπουμ, Pull, οι Winger έκλεισαν το πρώτο κεφάλαιο της καριέρας τους που, αν και σύντομο, τους χάρισε τεράστια επιτυχία και τους καθιέρωσε ως ένα από τα πιο γνωστά και επιτυχημένα (καλλιτεχνικά και εμπορικά) σχήματα του μελωδικού hard rock/hair metal.Στις αρχές όμως των ‘90s, το grunge/alternative είχε πλέον αναλάβει τα ηνία της σκληρής εμπορικής μουσικής και το μέλλον για μπάντες, όπως οι Winger, ήταν δυσοίωνο.
Το συγκρότημα τότε έκανε την καλύτερη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει και αντί να ξεφτιλίζεται προσπαθώντας να το γυρίσει σε grunge μπάντα, όπως έκαναν κάποιοι άλλοι συνοδοιπόροι τους για να μείνουν στο προσκήνιο (χωρίς επιτυχία βέβαια), αποφάσισε να διαλυθεί και κάθε μέλος ακολούθησε τον δικό του μουσικό δρόμο.
Το 2001, με αφορμή την κυκλοφορία ενός Best of… από την Atlantic, οι Winger έσμιξαν και πάλι για να ηχογραφήσουν ένα bonus κομμάτι - το “On the Inside” - και ακολούθησε το επόμενο χρόνο μια reunion περιοδεία σε ΗΠΑ και Καναδά μαζί με τους Poison. Αυτή η ευκαιριακή επανένωση, άναψε την επιθυμία στον Kip Winger, ιθύνοντα νου της μπάντας και βασικό συνθέτη/μπασίστα/τραγουδιστή, να ενεργοποιήσει και πάλι το σχήμα αλλά με την αυθεντική του σύνθεση και όχι με νέους μουσικούς. Επειδή όμως τα υπόλοιπα μέλη είχαν υποχρεώσεις σε άλλα συγκροτήματα όπου συμμετείχαν, έπρεπε να φτάσει το 2006 για να ευοδωθούν τα σχέδιά του.
Έτσι, δεκατρία χρόνια μετά το Pull, τον Οκτώβριο του 2006, κυκλοφόρησε το τέταρτο άλμπουμ τους με τον απλό τίτλο IV. Η σύνθεσή τους αποτελούνταν από τα 3/4 των αυθεντικών μελών και συγκεκριμένα από τους Kip Winger (μπάσο/φωνητικά), Reb Beach (κιθάρες, δεύτερα φωνητικά), Rod Morgenstein (Τύμπανα) και John Roth (κιθάρες). Τη σύνθεση συμπλήρωνε στα keyboards o Cenk Eroglu, ενώ το μόνο από τα αυθεντικά μέλη που δεν συμμετείχε, ήταν ο κιθαρίστας Paul Tayler που έπαιζε στα δυο πρώτα τους άλμπουμ - και ήταν μάλιστα και ο αποκλειστικός συνθέτης/στιχουργός της φοβερής μπαλάντας “Miles Away”.
ΤΙ ΘΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ...
Το IV ξάφνιασε τους περισσότερους φίλους των Winger καθώς το περιεχόμενό του θύμιζε ελάχιστα έως καθόλου τους Winger των δυο πρώτων άλμπουμ (Winger και In the heart of the Young). Ανάλαφρες συνθέσεις, pop metal πιασάρικα χιτάκια, δακρύβρεχτες μπαλάντες και στίχοι με σεξουαλικά και ερωτικά υπονούμενα δεν υπάρχουν πλέον και όποιοι περίμεναν να ακούσουν κάποια καινούργια “Seventeen”, “Madalaine”, “Can’t get Enuff” και “Easy come easy go”, σίγουρα απογοητεύτηκαν.
Αντιθέτως, αυτό που ακούμε στο τέταρτο άλμπουμ της μπάντας, είναι «σκοτεινές», πεσιμιστικές και κατά κύριο λόγο, μεσαίας ταχύτητας συνθέσεις, παθιασμένα αλλά και «θλιμμένα» σε ορισμένα σημεία, φωνητικά, βαριά riffs και περίτεχνα σόλο, ρυθμικούς πειραματισμούς και «ακροβασίες» από μπάσο και τύμπανα και αρκετά ηχητικά και φωνητικά εφέ. Υπάρχουν αρκετά progressive στοιχεία διάσπαρτα σε όλα τα κομμάτια και ολόκληρο το IV διαπνέεται από μια σκοτεινή, μυστηριακή και καταθληπτική ατμόσφαιρα, ενισχυμένη από τις μελωδίες των keyboards.
Για τους πραγματικούς και όχι επιφανειακούς φίλους του συγκροτήματος αλλά και των προσωπικών άλμπουμ του Kip Winger, η μουσική αυτή εξέλιξη δεν ήταν κάτι το απρόσμενο. Ουσιαστικά, το IV αποτελεί τη φυσική συνέχεια του Pull αφού αυτή η διαφορετική, πιο τεχνική και progressive προσέγγιση των συνθέσεων, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε εκείνο το άλμπουμ και ακόμα περισσότερο στις προσωπικές δουλειές του Kip, όπως στα This conversation seems like a dream (1997) και Songs from the Ocean floor (2000). Ψήγματα, όμως, αυτής της ιδιαίτερης συνθετικής του ικανότητας, μπορεί να διακρίνει ο πιο παρατηρητικός ακροατής τόσο στο πρώτο άλμπουμ της μπάντας (“State of Emergency”, “Time to Surrender”) ,όσο και στο δεύτερο (“Rainbow in the rose”, “In the day we’ll never see”).
Το IV είναι αφιερωμένο στους αμερικανούς στρατιώτες που βρίσκονταν σε διάφορες αποστολές μακριά από την πατρίδα τους (Αφγανιστάν και Ιράκ κυρίως) και αυτό είναι άμεσα φανερό από το κόμικ εξώφυλλο που εικονίζει έναν στρατιώτη που τον προσέχουν τρεις άγγελοι αλλά και από τα τέσσερα πρώτα κομμάτια του άλμπουμ (Right up ahead, Blue Suede Shoes, Four-leaf Clover, M-16) που αποτελούν ένα concept το οποίο αναφέρεται στα συναισθήματα των στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο Kip εμπνεύστηκε αυτές τις συνθέσεις μετά από εμφανίσεις που έκανε ως solo καλλιτέχνης σε κάποιες στρατιωτικές βάσεις, έχοντας την ευκαιρία να μιλήσει με στρατιώτες και να ακούσει τις εμπειρίες τους.
Από τα τέσσερα αυτά τραγούδια ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το «επιθετικό» και έντονο “Right up Ahead” και το καταθληπτικό “Blue Suede Shoes”. Για το τελευταίο, μάλιστα, ο Kip Winger βραβεύτηκε από τον στρατό των ΗΠΑ λαμβάνοντας μια τιμητική πλακέτα και την τελευταία αμερικανική σημαία που κυμάτισε στη προκεχωρημένη βάση Kalsu, κάπου 30 χλμ νότια της Βαγδάτης, πριν αυτή παραχωρηθεί στον Ιρακινό στρατό.
Περνώντας στο υπόλοιπο άλμπουμ, πολύ καλά κομμάτια είναι το καταθλιπτικό “On a day like today”, το σκοτεινό και μυστήριο “Disappear” και το πιο ιδιαίτερο από όλα τα τραγούδια, το “Generica”, με τα περίεργα, ενισχυμένα με εφέ, φωνητικά, τον ιδιαίτερο ρυθμό του και το τελευταίο του τρίλεπτο που είναι ένα πρωτότυπο jazz/fusion τζαμάρισμα.
Τις πιο mainstream στιγμές, αποτελούν τα “Your great escape” και “Short flight to Mexico”, δυο γρήγορα κομμάτια με φοβερά σόλο από τους Beach και Roth, ενώ τα υπόλοιπα δυο, “Livin’ just to die” και “Can’t take it back” είναι απλώς καλά χωρίς να προφέρουν κάτι ιδιαίτερo αλλά, παρόλα αυτά, ακούγονται ευχάριστα. Τέλος, στην ιαπωνική έκδοση του άλμπουμ υπάρχει επιπλέον μια ακουστική version του “Blue Suede Shoes”.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το άλμπουμ δεν έκανε ιδιαίτερο ντόρο, ούτε τις πωλήσεις που έκαναν τα πρώτα άλμπουμ τις μπάντας, αλλά κινήθηκε σε μικρότερο κύκλο, μεταξύ των πιστών οπαδών της και των παλιών fans του εμπορικού hard rock. Εξάλλου, τόσο ο Kip όσο και τα υπόλοιπα μέλη είχαν από χρόνια άλλες μουσικές δραστηριότητες που τους εξασφάλιζαν τα προς το ζην και το άλμπουμ που έκαναν ήταν περισσότερο για την προσωπική τους ευχαρίστηση και για να ζήσουν μαζί με τους πιστούς οπαδούς τους κάποιες στιγμές από το παρελθόν, έστω και σε μικρότερη κλίμακα πλέον.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Το IV, είναι μια πραγματικά πρωτότυπη δουλειά, που απευθύνεται σε σκεπτόμενους ακροατές και χρειάζεται κάποια ακούσματα παραπάνω για να συνηθίσεις την αλλαγή του ύφους της μπάντας. Μόλις όμως γίνει αυτό δεν μένει παρά να παραδεχθείς την καλλιτεχνική ποιότητα και την μουσική ιδιοφυία του – για πολλά χρόνια παρεξηγημένου - Kip Winger, αλλά και των συνεργατών του.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Από το IV και μετά , οι Winger συνέχισαν να βγάζουν άλμπουμ σε πιο χαλαρό ρυθμό, ουσιαστικά όποτε τους επέτρεπαν οι βασικές τους επαγγελματικές υποχρεώσεις. Τα δυο επόμενα άλμπουμ τους ήταν τα Karma (2009) και Better days comin (2014) στα οποία έκαναν μια στροφή σε πιο hard rock φόρμες, με περισσότερες ‘70ς rock επιρροές και χωρίς πολλά progressive στοιχεία. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο (4/2023) αναμένεται και το έβδομο άλμπουμ τους με τον απλό τίτλο, Seven.
TRIVIA
Για την προώθηση του, έκαναν και μια μικρή περιοδεία στην Ευρώπη για δώδεκα εμφανίσεις όπου δυο από αυτές ήταν στην Ελλάδα, στις 19 και 20/10/2006 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για πρώτη φορά μετά την εμφάνισή τους ως support των Scorpions τον Νοέμβριο του 1990.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
12/4/23
Δημοσίευση σχολίου