Οι Paice Ashton Lord ή PAL αν προτιμάτε, σχηματίστηκαν το 1976 μετά τη διάλυση των Deep Purple από 2 μέλη τους, τον ντράμερ Ian Paice και τον οργανίστα Jon Lord με την προσθήκη του τραγουδιστή/οργανίστα και φίλου του Lord, Tony Ashton. (διάβασε Trivia). Μετά από πολλές auditions, προσλαμβάνουν τους Bernie Marsden (πρώην Babe Ruth) κιθάρα και Paul Martinez (από τους Stretch όπου παίζει στη μεγάλη επιτυχία τους “Why did you do it”)μπάσο και πηγαίνουν στο Μόναχο, στο Musicland Studios, να ηχογραφήσουν το πρώτο και μοναδικό studio άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1977 με τίτλο Malice in Wonderland. Ο Marsden είναι ένας από τους τελευταίος κιθαρίστες με τον οποίο έκαναν πρόβα κι όπως θυμάται ο Martinez, για τη θέση του μπασίστα είχαν περάσει τουλάχιστον 60 μουσικοί! Μάλιστα, ο Marsden δεν είχε διαβάσει την αγγελία που είχαν βάλει για κιθαρίστα και μπασίστα στις μουσικές εφημερίδες, χωρίς να γράφουν περισσότερα στοιχεία. Ο Cozy Powell ήταν εκείνος που του είπε ότι ζητούν κιθαρίσταl
Με νωπή ακόμα τη …θλίψη για τη διάλυση των Τιτανοτεράστιων, η συνύπαρξη των Paice και Lord, άφηνε πολλές ελπίδες στους fans ότι θα είχαν μαζί τους μερίδιο της παρακαταθήκης των D.P. Τα πράγματα δεν ήταν όμως έτσι, αφού η μαγευτική εισαγωγή των πλήκτρων στο "Ghost Story", μας έδωσε να καταλάβουμε ότι οι Paice/Lord ήθελαν να απαλλαχθούν από την κληρονομία του ιστορικού συγκροτήματος και να βρουν το δικό τους ύφος, που με την προσθήκη του Ashton πλουτίστηκε με πολλά rhythm and blues και funk(!) στοιχεία. Ειδικά το “Ghost Story” έχει μια μοναδική σαγήνη, που εκεί που εύκολα μπορείς να το θεωρήσεις βαρετό, «καρφώνεται» με ύπουλο τρόπο στο μυαλό σου και…μένει. Σχεδόν αμέσως έγινε αγαπητό στους fans στη χώρα μας κι ακόμα παραμένει σαν ένα από τα πιο αγαπητά classic rock τραγούδια. Όμως σε όλους είχε μπει η υποψία ότι το Malice in Wonderland ΔΕΝ ακουγόταν σαν ένα ς δίσκος Deep Purple όπως ελπίζαμε, ούτε καν της Stormbringer εποχής. Κι επιβεβαιώθηκε ακούγοντας τα "Remember the Good Times", "Arabella (το όνομα του ξενοδοχείου που έμεναν και στο…υπόγειό του ήταν το studio) κι ακόμα περισσότερο το "Silas & Jerome". Σε γενικές γραμμές, το Malice in Wonderland ηχητικά ΔΕΝ είχε καμία σχέση με τον ήχο των Deep Purple και ίσως εκεί να βρίσκεται η ομορφιά του. Άσε που νομίζω ότι δύσκολα ακουγόταν σαν κάποιο άλλο δίσκο της εποχής του. Παρ΄όλη την εμπορική αποτυχία του, είχαν γράψει αρκετά τραγούδια για τον επόμενο δίσκο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ και μάλλον, ότι είχαν ετοιμάσει, εμφανίστηκαν σε επόμενους δίσκους τους.
Σαξόφωνο έπαιξε ο πρώην Wings, Huey Casey που είχε αναλάβει εν λευκώ να βρει τους υπόλοιπους μουσικούς που θα έπαιζαν πνευστά(συνολικά 4!). Η ιδέα των 2 μουσικών που θα παίζουν πλήκτρα ήταν ιδέα του Lord και τελικά κατάφεραν τόσο στα live όσο και στο studio. Οι στίχοι ήταν του Ashton, που αργότερα δήλωσε ότι τον ικανοποίησε το τελικό αποτέλεσμα που ήταν πιο δεμένο σε σχέση με το άλμπουμ First of the Big Bands.
Δεν προώθησαν με live το άλμπουμ όσο θα ήθελαν αφού έπαιξαν μόνο 5 συναυλίες στη Μ.Βρετανία και λίγες στην υπόλοιπη Ευρώπη(Δανία, Γερμανία, Ελβετία, Ολλανδία και Γαλλία).‘Ίσως η σημαντικότερη εμφάνισή τους να ήταν αυτή στις 10 Μαρτίου στο BBC όπου έπαιξαν στην εκπομπή Sight &Sound, όπου αντιμετώπισαν αρκετά τεχνικά προβλήματα με το ρεύμα να «πέφτει» 2 φορές. Ένα άλλο πρόβλημα, ήταν ότι χρειαζόντουσαν μεγάλη σκηνή καθώς ήταν 11 άτομα (4 πνευστά, 2 τραγουδίστριες και 5 το συγκρότημα!).
TRIVIA
O Tony Ashton (1946-2001) ήταν ο πιο άγνωστος μουσικός από την τριάδα των Paice Ashton Lord. Κι όπως ήταν άγνωστος στην Ευρώπη, το ίδιο άγνωστος ήταν και στη χώρα του. Το 1971 είχε σχηματίσει τους Ashton, Gardner and Dyke, έπαιξε session με τους Jerry Lee Lewis, George Harrison, Eric Clapton και Paul McCartney, συμμετείχε για ένα μικρό διάστημα στους Family, συνέθεσε κι έπαιξε με τον Lord τη μουσική του soundtrack The Last Rebel, έπαιξε στα άλμπουμ Windows και Gemini Suite του Lord, ενώ το 1971 ηχογράφησε μαζί του το άλμπουμ First of the Big Bands που κυκλοφόρησε το 1974. Όπως είχε δηλώσει, προτιμούσε να εργάζεται σαν session μουσικός, παρά σε συγκρότημα γιατί είχε περισσότερα έσοδα.
Ο Ian Paice γνώρισε τον Tony Ashton μέσω του manager των Deep Purple, Tony Edwards και στη συνέχεια τον γνώρισε στον Lord.
Το 2006 κυκλοφόρησε σε dvd συναυλία τους από το Λονδίνο του 1977 όπως και σε cd με τίτλο BBC Radio1 Live in Concert με 9 τραγούδια. Το Malice in Wonderland επανακυκλοφόρησε σε CD το 2001 από την Purple Records με πλούσιο ένθετο και 7 τραγούδια bonus.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
- Λίγο μετά τη διάλυσή τους, ο Ashton έσπασε το πόδι του πέφτοντας από τα παρασκήνια σε ένα σκοτεινό σημείο. Εργάστηκε σαν session μουσικός και ζωγράφος
- Οι Lord και έπαιξαν με την Maggie Bell κι αργότερα με την προσθήκη του Marsden, έγιναν μέλη των Whitesnake. Ο Martinez έπαιξε με τους Stan Webb's Chicken Shack και μετά έπαιξε με τους John Otway και Robert Plant. Ο Martinez
- Με τη συμμετοχή του κιθαρίστα Geoff Whitehorn (Crawler) και του σαξοφωνίστα Andy MaKay (Roxy Music) προσπάθησε να επανασυστήσει τους PAL αλλά είχαν μόνο 2 τραγούδια και η ιδέα δεν προχώρησε. Ο Tony Ashton πέθανε το 2001 από καρκίνο. Κι ο Jon Lord πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας το 2012.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
31/3/23
Την επόμενη Παρασκευή: Magnum - Chase the Dragon
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟ MALICE IN WONDERLAND
Το οπισθόφυλλο |
Το σχήμα αυτό, δεν πέτυχε στις επιδιώξεις του, λόγω της μουσικής ιδιομορφίας του και της προσωπικότητας του Tony Ashton, ενός απρόβλεπτου χαρακτήρα με προβλήματα ανασφάλειας, που εάν δεν ήταν φίλος με τους Lord και Paice, κανένας δεν θα
άκουγε ή θα γνώριζε κάτι γι’ αυτόν ποτέ. Και δεν ήταν το γεγονός ότι η μουσική δεν ήταν rock, ή εκτός εποχής, ακόμα και σήμερα δύσκολα ακούγεται, από κάθε ακροατή ανεξαρτήτως μουσικών προτιμήσεων. Γι‘ αυτό δεν πέτυχε, ούτε όταν κυκλοφόρησε, ούτε κάποια στιγμή αργότερα σε ένα ενήλικο πια, και πιο ώριμο ακροατήριο.
Γιατί, ποιος αλήθεια θα ενδιαφερόταν να ακούσει δύο οργανίστες μαζί με έναν ντράμερ, μερικά πνευστά, τραγουδίστριες, και άλλους session άγνωστους μουσικούς; Σχεδόν κανείς, ειδικά εκείνη την εποχή. Οι Lord και Paice, γρήγορα αντιλήφθηκαν το λάθος τους, όταν έγινε φανερό πως ο Ashton ήταν τόσο ασταθής ώστε να μην
μπορούν να συνεργαστούν παραγωγικά, και το εγχείρημα απέτυχε. Συν τοις άλλοις, κόστισε τόσο πολύ που σχεδόν τους κατέστρεψε οικονομικά, μιας και το είχαν χρηματοδοτήσει οι ίδιοι, εξ’ ολοκλήρου. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που πολύ σύντομα βρέθηκαν και οι δύο στους Whitesnake, σαν υπάλληλοι του Coverdale πια. Εκείνο που μένει είναι το μεγάλο ταλέντο του Jon Lord, και ακόμα περισσότερο του Ian Paice, που είναι ο star του
εγχειρήματος. Το ίδιο το άλμπουμ, είναι ένα μουσικό αλαλούμ, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις, σαν το Ghost story. Τίποτε άλλο.
Δημοσίευση σχολίου