Οι Tygers of Pan Tang είναι γνωστοί ως ένα από τα πολλά συγκροτήματα του μουσικού κινήματος New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM) το οποίο άκμασε στη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και έφερε έναν ανανεωτικό άνεμο στον σκληρό ήχο, δημιουργώντας αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «κλασικό Heavy Metal”. Η ουσιαστική προσφορά τους στο είδος είναι τα τρία πρώτα άλμπουμ τους Wild Cat (1980), Spellbound (1981), Crazy Nights (1981), που μαζί με εκείνα, δεκάδων άλλων συνοδοιπόρων τους, βοήθησαν να εδραιωθεί το είδος στα πρώτα κρίσιμα χρόνια. Η συνέχεια, όμως, δεν ήταν ανάλογη, αφού με το τέταρτο άλμπουμ τους, The Cage, «πυροβόλησαν τα πόδια τους», κάνοντας στροφή 180 μοιρών, αλλάζοντας τον ήχο τους από NWOBHM σε εμπορικό Arena rock/AOR και γκρεμίζοντας έτσι, ό,τι με κόπο είχαν χτίσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ο λόγος αυτής της αλλαγής πρέπει να αναζητηθεί στην τότε εταιρεία τους, MCA και στην πίεση που ασκούσε στο συγκρότημα για μεγαλύτερη επιτυχία. Το συμβόλαιο που είχαν οι Tygers με την MCA ήταν αρκετά πιεστικό και απαιτούσε ένα άλμπουμ τον χρόνο, πράγμα που έφτασε την μπάντα, μετά την κυκλοφορία του Crazy Nights, στο σημείο να έχει στερέψει από ιδέες. Παράλληλα, η εταιρεία, βλέποντας ότι το συγκρότημα δεν είχε τις δυνατότητες να ακολουθήσει σχήματα όπως οι Iron Maiden ή οι Saxon στην ανοδική πορεία που είχαν στο χώρο του καθαρόαιμου Heavy Metal, αποφάσισε να οδηγήσει την μπάντα σε πιο εμπορικά μονοπάτια.
Για να επιτευχθεί αυτό, στη σύνθεση κάποιων κομματιών συμμετείχαν εξωτερικοί συνεργάτες, ενώ η εταιρεία τους προώθησε διασκευές γνωστών τραγουδιών ως singles. Παραγωγός ανέλαβε ο γνωστός Peter Collins (παραγωγός σε πασίγνωστα σχήματα όπως οι Bon Jovi, Alice Cooper, Rush, Gary Moore, Quennsryche κ.α.) και το The Cage κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1984, με τη σύνθεση της μπάντας να αποτελείται από τους: Jon Deverill (φωνητικά), Robb Weir/Fred Purser (κιθάρες), Richard Laws (μπάσο) και Brian Dick (ντραμς). Να σημειωθεί εδώ ότι ο κιθαρίστας Fred Purser αντικατέστησε τον γνωστό John Sykes, που έφυγε από τους Tygers για να ενταχθεί στους Thin Lizzy.
Ως πρώτο single του δίσκου επιλέχθηκε το “Love Potion No 9”, διασκευή κομματιού των Clovers, μιας αφροαμερικανικής rhythm and blues μπάντας. Όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει, πίσω στα 1959, είχε κάνει επιτυχία, φτάνοντας στη θέση 30, ενώ ως single των Tygers, έφτασε στο Νο 45 στα Βρετανικά charts. Πολύ καλό κομμάτι, που ανήκει στην ομάδα των καλύτερων του άλμπουμ. Άλλη μια από τις επιτυχίες του άλμπουμ είναι το εναρκτήριο κομμάτι “Rendezvous” που είναι διασκευή των RPM, ενός αμερικάνικου σχήματος που κυκλοφόρησε δυο άλμπουμ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980. Ωραίο pop rock κομματάκι, με «χορευτικό» ρυθμό και χαρακτηριστικό ρεφρέν. Αποτέλεσε το δεύτερο single του άλμπουμ και έφτασε μέχρι την θέση 49.
Προσωπικά, όμως, τα αγαπημένα μου κομμάτια είναι τα επόμενα τρία: “Paris by Air” (τρίτο single, θέση 63), “Lonely at the top” και “Danger in Paradise”. Τα δυο πρώτα είναι συνθέσεις του Steve Thompson, βρετανού μουσικού, συνθέτη και παραγωγού ο οποίος ήταν ένα από τα πρώτα στελέχη της κλασικής δισκογραφικής εταιρείας Neat Records και έκανε παραγωγές σε αρκετές NWOBHM μπάντες μεταξύ των οποίων οι Venom (OK, οι συγκεκριμένοι δεν είναι ακριβώς NWOBHM) και οι Raven. Τα δυο κομμάτια είναι από τα κορυφαία του δίσκου, προορισμένα να γίνουν hits, με χαρακτηριστικό εμπορικό/ΑΟR στυλ, πιασάρικα ρεφρέν και μικρά αλλά μελωδικά σόλο. Στα χνάρια τους ακολουθεί και το εξίσου εξαιρετικό χιτάκι, “Danger in Paradise”, σύνθεση του Άγγλου μουσικού και παραγωγού, John Parr, γνωστού μεταξύ άλλων και για το κομμάτι και μεγάλη επιτυχία, “Saint Elmo’s Fire (Man in Motion)” που περιλαμβανόταν στο soundtrack της ομώνυμης ταινίας του 1985, “Saint Elmo’s Fire” («Το μπαράκι του Σαν Έλμο, στα ελληνικά).
Ιδιαίτερο τραγούδι είναι το “Letters from L.A.”, μια mid-tempo σύνθεση των Deverill/Thompson, με χρήση talk box σε ορισμένα σημεία, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια (Tides, Making Tracks, You always see what you want, The Actor) είναι γραμμένα αποκλειστικά από μέλη της μπάντας, με τα δυο πρώτα να είναι ελαφρώς υποδεέστερα από τα προηγούμενα, χωρίς όμως να είναι βαρετά , το τρίτο να είναι αρκετά καλό, με το σπινταριστό, A.O.R. στυλάκι του, ενώ το τελευταίο αποτελεί το πιο «σοβαρό» του άλμπουμ, ένα τραγούδι που ξεκινάει σε ακουστικό, δραματικό τόνο για να ξεσπάσει από τη μέση και μετά σε μια ταχύτατη κιθαριστική θύελλα, θυμίζοντας τον παλιό, Heavy Metal χαρακτήρα των προηγούμενων άλμπουμ της μπάντας. Τέλος, το ομώνυμο κομμάτι δεν είναι παρά μια εισαγωγή ενός και κάτι λεπτού πριν από το “Love Potion No 9”.
To The Cage, αρχικά, πήγε αρκετά καλά, φτάνοντας μέχρι τη θέση 12 των βρετανικών charts και πουλώντας γύρω στα 200.000 κομμάτια, αλλά γρήγορα ξεχάστηκε καθώς οι οπαδοί των Tygers, αλλά και γενικότερα οι metal οπαδοί, δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την ηχητική αυτή αλλαγή, η οποία θεωρήθηκε ξεπούλημα. Αν κρίνουμε το άλμπουμ σε σχέση με τα προηγούμενα, η άποψη αυτή είναι δικαιολογημένη καθώς με το The Cage, o χαρακτήρας της μπάντας άλλαξε. Ο ήχος έγινε πιο γυαλισμένος, τα σόλo περιορίστηκαν σε διάρκεια μερικών δευτερολέπτων, το pop/εμπορικό στοιχείο κυριάρχησε, η αίσθηση του δρόμου και της αλητείας που έβγαζαν οι πρώτοι δίσκοι, εξαφανίστηκε. Ουσιαστικά, όσον αφορά το heavy metal πλαίσιο, με το άλμπουμ αυτό οι Tygers of Pan Tang αυτοκτόνησαν καλλιτεχνικά.
Παρόλα αυτά, αν το άλμπουμ κριθεί αποκλειστικά και μόνο για αυτό που είναι, είναι μια πολύ καλή δουλειά, ένας δίσκος με ωραία εμπορικά και πιασάρικα κομμάτια, που ακούγεται ευχάριστα, δεν είναι καθόλου βαρετός (διαρκεί λίγο παραπάνω από 35 λεπτά), κάνει αρκετό κέφι και δεν υπολείπεται σε κάτι σε σχέση με αντίστοιχες κυκλοφορίες της εποχής. Οπότε, από αυτή την οπτική γωνία και μόνο, το The Cage εγκρίνεται και συστήνεται ανεπιφύλακτα!
Το οπισθόφυλλο |
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Οι Tygers είχαν σοβαρές διαφωνίες με την εταιρεία τους η οποία, επειδή γλυκάθηκε με την επιτυχία που είχαν οι διασκευές του The Cage, πίεζε την μπάντα να ηχογραφήσει ακόμα περισσότερες διασκευές, διαφορετικά δεν θα τους προωθούσε περισσότερο. Το συγκρότημα αρνήθηκε και προσπάθησε να βρει άλλη εταιρεία αλλά το συμβόλαιο με την MCA ήταν τέτοιο που όποια εταιρεία τούς ήθελε έπρεπε να πληρώσει ένα σεβαστό ποσό στην πρώτη. Επειδή όμως, οι Tygers δεν ήταν και οι Iron Maiden, καμία εταιρεία δεν ήταν πρόθυμη να ρισκάρει και έτσι το συγκρότημα αποφάσισε να διαλυθεί.
Το 1985 επανασυνδέθηκαν, κυκλοφόρησαν δυο άλμπουμ (The Wreck-Αge 1985 και Burning in the shade 1987), τα οποία, όμως, πήγαν άπατα και διαλύθηκαν για δεύτερη φορά.
Το 2000, το μοναδικό από τα αυθεντικά μέλη, ο κιθαρίστας Rob Weir, ξανάφτιαξε την μπάντα, ο ήχος επέστρεψε στο heavy metal και έκτοτε, με διάφορες αλλαγές κατά καιρούς στη σύνθεση, οι Tygers of Pan Tang έχουν κυκλοφορήσει έξι στούντιο άλμπουμ και διάφορες συλλογές , με τελευταία, κυκλοφορία το EP A New Heartbeat το 2022, ενώ ένα νέο κομμάτι, το “Edge of the World” κυκλοφορεί ήδη (1/2023) στο Spotify.
TRIVIA
Μπορεί ο John Sykes να έφυγε από τους Tygers πριν την κυκλοφορία του The Cage, έχει παίξει όμως τις κιθάρες στα τραγούδια “Love Potion No 9” και “Danger in Paradise”/
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
8/2/23
Δημοσίευση σχολίου