Συγκεκριμένα, παρακολουθούσα τη σειρά Cobra Kai (sequel των all time classics ταινιών Karate Kid), όταν στο επεισόδιο 8 του δεύτερου κύκλου, ο πρωταγωνιστής William Zabka - που υποδύεται τον, ενήλικο πλέον, Johnny Lawrence, το ξανθό κωλοπαίδι-κάγκουρα στο πρώτο Karate Kid και αντίπαλο του Daniel Larusso - εμφανίστηκε με T-Shirt Zebra στο οποίο εικονιζόταν το εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ τους, No tellin’ lies. Αυτό το σκηνικό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε όλη τη σειρά ακούγονται αρκετά κλασικά 80s hard rock κομμάτια, με παρακίνησε να ψάξω, τι μπάντα είναι τελικά αυτοί οι Zebra. Αναζητώντας τη δισκογραφία τους στο Spotify, βρήκα τα τρία πρώτα άλμπουμ τους συν δυο live και μια συλλογή και μετά από ενδελεχή ακρόαση αποφάσισα να παρουσιάσω το ντεμπούτο τους. Πάμε όμως πρώτα να ρίξουμε μια συνοπτική ματιά στο βιογραφικό τους.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ZEBRA ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Αν και η βάση τους ήταν η περιοχή του Long Island, οι Zebra “γεννήθηκαν” το 1975 στην Νέα Ορλεάνη της πολιτείας Λουιζιάνα, μέσα από ζυμώσεις διάφορων τοπικών ερασιτεχνικών σχημάτων και μετά από αρκετές αλλαγές μελών. Η οριστική τους σύνθεση, που μάλιστα διατηρείται έως σήμερα, αποτελούνταν από τρία μέλη και συγκεκριμένα τους Randy Jackson (φωνητικά, κιθάρες, keyboards), Felix Hanemann (μπάσο, keyboards) και Guy Gelso (τύμπανα).
Στα πρώτα της βήματα, η μπάντα εμφανιζόταν σε διάφορα club της πόλης της και στην ευρύτερη πολιτεία της Λουιζιάνα, παίζοντας διασκευές κομματιών από κλασικά rock και progressive συγκροτήματα , όπως οι Jethro Tull, Led Zeppelin, Yes, Rush, αλλά και δικές τους συνθέσεις. Επειδή όμως η Νέα Ορλεάνη χαρακτηριζόταν κυρίως για την Jazz και την Rhythm & Blues σκηνή της, ένα rock σχήμα όπως οι Zebra είχε περιορισμένες πιθανότητες να γνωρίσει επιτυχία αν έμενε εκεί. Η τύχη όμως τους ευνόησε, καθώς ένας φίλος τους που είχε μετακομίσει από την Νέα Υόρκη, είχε ακόμη επαφές με ένα ιδιοκτήτη ενός club εκεί και έτσι η μπάντα κατάφερε να κλείσει την πρώτη της συναυλία στο Long Island, στις 31/1/1976.
Μετά την εμφάνιση αυτή, οι Zebra έπαιζαν προοδευτικά όλο και περισσότερο στο Long Island και παρότι συνέχισαν να εμφανίζονται και στη Νέα Ορλεάνη, τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά στη Νέα Υόρκη. Αν και είχαν αποκτήσει δυνατό όνομα στην περιοχή και είχαν στείλει demo τους σε διάφορες δισκογραφικές εταιρείες, η πρόταση για συμβόλαιο δεν έλεγε να έρθει. Η τύχη όμως τους χαμογέλασε για ακόμη μια φορά, μέσω ενός τοπικού rock ραδιοφωνικού σταθμού, του WBAB, όταν τους συμπεριέλαβε σε έναν δίσκο-συλλογή με διάφορα τοπικά συγκροτήματα. Επιπλέον, ο σταθμός έπαιζε και το demo τους σε τακτική βάση με αποτέλεσμα τα τραγούδια τους να μπουν στη λίστα με τα πιο περιζήτητα από τους ακροατές. Τότε, ο υπεύθυνος της εκπομπής, Bob Buchman έστειλε αυτή τη λίστα στους ανθρώπους της Atlantic και σχεδόν αμέσως τούς προτάθηκε δισκογραφικό συμβόλαιο για πέντε άλμπουμ.
Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1983 και έκανε άμεση επιτυχία καθώς η μπάντα είχε ετοιμάσει το έδαφος αρκετά χρόνια πριν, με τις εμφανίσεις της και το μεγάλο airplay που απολάμβανε από τον WBAB. Δείγμα της μεγάλης αποδοχής που είχαν οι Zebra ήταν και οι πωλήσεις του δίσκου τους, που την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας έφτασαν τις 75.000 κομμάτια, κατατάσσοντάς τον ανάμεσα στους δίσκους της Atlantic με τις γρηγορότερες πωλήσεις.
Το ύφος της μπάντας είναι μια μίξη 70s rock και εμπορικού hard rock - όπως το τελευταίο διαμορφωνόταν στην αυγή της δεκαετίας του 1980 - με αρκετά στοιχεία 70s progressive, τα οποία γίνονται φανερά τόσο με την εκτεταμένη χρήση των keyboards σε όλα σχεδόν τα κομμάτια, που χρωματίζουν ιδανικά τον ήχο, όσο και με τις κιθαριστικές μελωδίες και τα εκτεταμένα σόλο και τζαμαρίσματα σε 2-3 τραγούδια. Ιδιαίτερη δε εντύπωση κάνουν τα “τσιριχτά” φωνητικά του Randy Jackson, που στις υψηλές συχνότητες θυμίζουν Robert Plant με λίγες δόσεις από Barry Gibbs των Bee Gees. Εκτός βέβαια της ομοιότητας των φωνητικών με αυτά του Plant, ολόκληρο το άλμπουμ αποπνέει μια Led Zeppelin αισθητική και αυτό είναι κάτι για το οποίο κατηγορήθηκαν από μερίδα κριτικών.
Οι αναφορές στους Zeppelin και γενικά στον ήχο των 70s , δεν σημαίνει ότι το άλμπουμ είναι χαλαρό ηχητικά. Αντίθετα, ο ήχος που βγάζει είναι πολύ δυναμικός και στιβαρός, αγγίζοντας σε σημεία το καθαρόαιμο heavy metal. Σε αυτό συντελεί και η πολύ καλή και στιβαρή παραγωγή του Jack Douglas, γνωστού για τις δουλειές του με σπουδαίους rock καλλιτέχνες (John Lennon, Patti Smith, Cheap Trick , New York Dolls κ.α.) και ακόμα πιο γνωστού στο χώρο του εμπορικού hard rock για την παραγωγή του σε αρκετά άλμπουμ των Aerosmith, μεταξύ των οποίων τα κλασικά “Toys in the Attic” και “Rocks”.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το άλμπουμ περιλαμβάνει εννέα κομμάτια , όλα συνθέσεις του Randy Jackson εκτός του κομματιού “Slow Down” που είναι μια πολύ καλή διασκευή του ομώνυμου rock and roll τραγουδιού του Larry Williams (1957), το οποίο έχουν επίσης διασκευάσει και οι “The Beatles”.
Οι υπόλοιπες οκτώ συνθέσεις είναι πολύ καλές και κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του άλμπουμ.
Ο δίσκος ανοίγει με το “Tell me what you want” , που ξεκινάει σαν μπαλάντα αλλά κλιμακώνεται άμεσα σε μια δυναμική σύνθεση, με έντονες κιθάρες και με τα υψίφωνα φωνητικά του Jackson να κλέβουν τις εντυπώσεις. Παράλληλα, τα synths κυριαρχούν background, ενώ οι καταπληκτικές μπασογραμμές του Felix Hanemman δεν μένουν απαρατήρητες. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το επόμενο κομμάτι, “One more Chance”, που αρχίζει κι αυτό χαλαρά για να εξελιχθεί σε ένα πραγματικό rock δυναμίτη.
Τα επόμενα δύο τραγούδια είναι πιθανόν τα πιο εντυπωσιακά του άλμπουμ. Πρώτο έρχεται το “As I said before”, όπου οι Rush κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Στο συγκεκριμένο κομμάτι , όλα είναι στο κόκκινο: κιιθάρες που «θερίζουν», εντυπωσιακά riffs και σόλο, περίτεχνο drumming από τον Guy Gelso που σε αφήνει άναυδο, μπάσο που παίζει παπάδες, γέφυρα με banjo να παίζει την ακουστική μελωδία και φυσικά οι ιδιαίτερα φωνητικές γραμμές. Το κλείσιμο του τραγουδιού λειτουργεί και ως σύνδεσμος για το επόμενο, το “Who’s behind the door?”, όπου από τους Rush περνάμε τώρα στους Led Zeppelin, με μια ακουστική εισαγωγή που θυμίζει πολύ το “Going to California”, φωνητικά που αποτίουν φόρο τιμής στον ι Robert Plant, ενώ ακολουθεί σταδιακή κορύφωση, με τα synths να δημιουργούν μια δραματική, space ατμόσφαιρα και το κομμάτι να οδηγείται στο κλείσιμο με μια 70s progressive ολοκλήρωση.
Μπορεί το “Who’s behind the door?” να θεωρείται η κορωνίδα του άλμπουμ, όμως τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι καθόλου αμελητέα. Στο πιο απλό αλλά αρκετά πιασάρικο, “When you get there”, ακούμε λίγο 70s KISS, για να ακολουθήσει το πιο πολύπλοκο και μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του άλμπουμ, “Take your fingers from my hair”, το οποίο συνδυάζει 70s και folk ακουστικά σημεία με metal εξάρσεις στα ρεφρέν και προς το κλείσιμό του. Τα δυο τελευταία κομμάτια, “Don’t walk away” και “The La La Song”, κρατάνε την υψηλή ποιότητα του άλμπουμ, με το πρώτο να είναι ιδιαίτερα μελωδικό και εμπλουτισμένο με όμορφα πλήκτρα στο background, ενώ το δεύτερο, αν εξαιρέσουμε τον αστείο τίτλο του, είναι ένα από τα πιο καλά κομμάτια του δίσκου, με έντονο «άρωμα» 70s, γρήγορο ρυθμό έως τη μέση και αλλαγή στυλ στη συνέχεια, με χαρακτηριστικό progressive τζαμάρισμα όλων των οργάνων μέχρι το κλείσιμο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
To Zebra, όπως ανέφερα και πιο πάνω, είχε πολύ καλή αποδοχή και κατάφερε να φτάσει μέχρι το Νο 29 του Billboard και να γίνει χρυσό, ενώ έβγαλε και δυο singles, τα “Who’s behind the door?” και “Tell me what you want” που «χτύπησαν» αρκετά καλές θέσεις στα charts. Σε μια εποχή που τα 70s ήταν πλέον παρελθόν και τα 80ς έφερναν με φόρα το heavy metal αλλά και το φανταχτερό glam/hair metal στο προσκήνιο, οι Zebra, με το ντεμπούτο τους, κατάφεραν να ξεχωρίσουν σαν τη μύγα μες στο γάλα συγκεράζoντας ιδανικά τις δυο μουσικές εποχές και δημιουργώντας ένα εξαιρετικό άλμπουμ που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί “Forgotten Jewel”.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Tο οπισθόφυλλο του cd |
Το 1984 , οι Zebra κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους, No tellin’ lies, το οποίο δεν διαφοροποιείται ηχητικά από το πρώτο, απλά έχει 1-2 μέτριες στιγμές σε σχέση με το άψογο ντεμπούτο. Ο δίσκος δεν πήγε τόσο καλά εμπορικά και αυτό είναι λογικό καθώς το περιβάλλον στο εμπορικό hard rock άλλαζε και κυριαρχούσαν πλέον οι glam/hair metal μπάντες. Παρόλα αυτά κατάφερε να φτάσει μέχρι τη θέση 64 του Billboard.
To 1986 βγήκε το τρίτο άλμπουμ τους, 3.V, το οποίο είναι σαφώς κατώτερο των δυο προηγούμενων. Σ’ αυτό, η μπάντα υιοθέτησε έναν πιο εμπορικό, AOR και ραδιοφωνικό ήχο με σκοπό να ανακτήσει την χαμένη της επιτυχία αλλά το συγκεκριμένο στυλ δεν είχε καμία πέραση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Φυσικό ήταν να αποτύχει εμπορικά, γεγονός που οδήγησε την Atlantic να λύσει το συμβόλαιο μαζί τους.
Αρχές των 90s οι Zebra μπήκαν στον πάγο και ο Randy Jackson έφτιαξε μια δική του μπάντα, τους Randy Jackson’s China Rain, με τους οποίους κυκλοφόρησε έναν δίσκο.
Το 1994, οι Zebra δραστηριοποιήθηκαν πάλι, δίνοντας διάφορα live και το 2003 κυκλοφόρησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, Zebra IV. Από τότε έως σήμερα εμφανίζονται σποραδικά για διάφορα live, χωρίς να έχουν κυκλοφορήσει κάτι καινούργιο.
TRIVIA
- To όνομά τους το πήραν από ένα εξώφυλλο του περιοδικού μόδας Vogue στο οποίο εικονιζόταν μια γυναίκα πάνω σε μια ζέβρα.
- Οι progressive θεοί Dream Theater, έχουν διασκευάσει το κομμάτι “Take your fingers from my hair”, που περιλαμβάνεται στην special έκδοση του δέκατου άλμπουμ τους “Black Clouds & Silver Linings” (2009). Πολύ καλή , «επιμεταλλωμένη» διασκευή , που και μόνο που έγινε από τους D.T. δίνει επιπλέον credit στους Zebra.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
18/1/23
Δημοσίευση σχολίου