Μετά την κυκλοφορία, το 1992, του πολύ καλού και εμπορικά επιτυχημένου Adrenalize, οι Def Leppard υπέκυψαν στη λογική της αλλαγής ήχου και του πειραματισμού, μια λογική που ακολούθησε η πλειοψηφία των συγκροτημάτων του εμπορικού hard rock, προκειμένου να επιβιώσει στη νέα τάξη μουσικών πραγμάτων που όριζε πλέον το grunge/alternative. Το αποτέλεσμα ήταν η κυκλοφορία του Slang, ενός πειραματικού, χαμηλών τόνων και άνευρου άλμπουμ που μπορεί, στην αρχή, να έδειξε μια δυναμική τάση στα charts, αλλά γρήγορα απογοήτευσε τους οπαδούς και οδηγήθηκε σε εμπορική αποτυχία.
Έτσι, όταν έφτασε η ώρα για το συγκρότημα να ξεκινήσει τη σύνθεση της επόμενης δουλειάς του, η λύση που επιλέχθηκε για να βγει από το δημιουργικό και εμπορικό τέλμα ήταν η επιστροφή στο κλασικό του στυλ, αυτό της περιόδου 1987 – 1992. Σε αυτή τους την απόφαση, τα μέλη της μπάντας παρακινήθηκαν, σύμφωνα με τον τραγουδιστή Joe Elliott, τόσο από ανθρώπους της μουσικής βιομηχανία όσο και από πολλούς οπαδούς τους, που τους προέτρεψαν να επιστρέψουν στον ήχο με τον οποίο έγιναν ένα από τα μεγαλύτερα σχήματα του είδους. Παρόλα αυτά, όπως δήλωσε ο ίδιος αλλά και ο κιθαρίστας, Phil Collen, το «παραστράτημα» του Slang ήταν απαραίτητο για την μπάντα καθώς είχαν κάποιες δημιουργικές ανησυχίες που έπρεπε να βρουν έκφραση και το όλο κλίμα του πρώτου μισού των 90s ευνοούσε κάτι τέτοιο. Αλήθεια ή προσπάθεια δικαιολογίας για την αποτυχία του “Slang”, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Για την επαναφορά στον «ορθό δρόμο» επιστρατεύθηκε γι’ ακόμα μια φορά ο παραγωγός του εμβληματικού Hysteria, Robet John“Mutt” Lange, όχι όμως με την παλιά του ιδιότητα αλλά ως συν-συνθέτης σε πέντε κομμάτια. Ουσιαστικά, η συμβολή του στην επερχόμενη κυκλοφορία τους ήταν κυρίως ψυχολογική, για να δημιουργηθεί η αίσθηση των «παλιών καλών ημερών», και δευτερευόντως συνθετική, αφού οι Def Leppard είχαν την ικανότητα και μόνοι τους να γράψουν μια χαρά τραγούδια.
Το άλμπουμ, έβδομο στη σειρά, με τίτλο Euphoria, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1999, δημιουργώντας πραγματική ευφορία στους οπαδούς τους. Η αρχική σκέψη ήταν να έχει απλά τον τίτλο “Def Leppard” ως ένδειξη επανεκκίνησης της μπάντας αλλά τελικά επιλέχθηκε το Euphoria, μια έμπνευση του Phil Collen, ώστε να παραπέμπει συνειρμικά και στο Hysteria. Η μπάντα όντως τα κατάφερε μια χαρά, στο βαθμό που ο νέος δίσκος ακούγεται σαν φυσική συνέχεια των κορυφαίων Hysteria και Adrenalize, σαν το άλμπουμ που θα έπρεπε να κυκλοφορήσει αμέσως μετά τα δύο προηγούμενα, χωρίς την παραφωνία του Slang. Χωρίς να προσφέρει κάτι το καινούργιο ηχητικά, το Euphoria επαναφέρει όλα τα στοιχεία για τα οποία αγαπήθηκαν οι Leps: τραγούδια προορισμένα για hits, πολυεπίπεδα φωνητικά, κολλητικά ρεφρέν, μελωδικά σόλο και ωραίες μπαλάντες.
Από τα δεκατρία τραγούδια του άλμπουμ, τα περισσότερα είναι πολύ καλά, αν και θα μπορούσαν να λείπουν 2-3, ώστε η διάρκεια του δίσκου να είναι γύρω στα 45 λεπτά και πιο συμπαγής. Αυτά που ξεχωρίζουν ιδιαίτερα είναι το εναρκτήριο, “Demolition Man”, ένα πραγματικά «κατεδαφιστικό» κομμάτι που ανοίγει δυναμικά το άλμπουμ, το πρώτο single και βίντεο, “Promises”, με το πιασάρικο ρεφρέν, τα όμορφα κιθαριστικά licks και το μελωδικό σόλο, η μπαλάντα “Goodbye” που θυμίζει αρκετά τo “Have you ever needed someone so bad” από το Adrenalize, το πρωτότυπο funky/pop “All night” και το ατμοσφαιρικό και πιο σκοτεινό “Paper sun” (δεύτερο single), μια σύνθεση στα χνάρια του “White Lightning”, πάλι από το Adrenalize.
Σε δεύτερο επίπεδο και χωρίς να υπολείπονται ουσιαστικά από τα προηγούμενα, ξεχωρίζουν το τσαχπίνικο και αλητήριο “Back in your face”, το “21st Century sha la la la girl” που, αν εξαιρέσουμε τον γελοίο του τίτλο, κατά τ’ άλλα είναι ένα πολύ καλό κομματάκι με pop-rock ρυθμό και το ξεχασμένο προς το τέλος, “Guilty” μια κλασική περίπτωση παραγνωρισμένου τραγουδιού λόγω της θέσης του στη σειρά του άλμπουμ.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες συνθέσεις, το άλμπουμ έχει άλλες δυο μπαλάντες, τα “To be alive” και “It’s only love”,που δεν φτάνουν μεν το “Goodbye” αλλά ακούγονται ευχάριστα, ένα instrumental, το “Disintegrate” που θυμίζει κάτι από τα «αρχαία» δυο πρώτα άλμπουμ της μπάντας και τα δυο τελευταία κομμάτια του άλμπουμ, το “Day after day”, ένα filler που δεν καταλαβαίνω γιατί επιλέχθηκε ως single και το έτερο, κατά τη γνώμη μου, filler, “Kings of Oblivion”. Αυτές οι δυο συνθέσεις μαζί με μια από τις δυο μπαλάντες που ανέφερα πιο πάνω, ίσως και με το instrumental παρέα, αν είχαν παραλειφθεί θα έκαναν τo άλμπουμ να πλησιάζει στην τελειότητα και να ακούγεται άνετα “μονορούφι”.
Η αποδοχή του Euphoria από τους οπαδούς – και όχι μόνο – των Def Leppard ήταν θετική και μάλιστα έφτασε την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του στη θέση 11 τόσο στα charts των ΗΠΑ, όσο και της Μεγάλης Βρετανίας για να καταλήξει στο τέλος του 1999 στη θέση 193 του Billboard – καμμία σχέση με το ένδοξο παρελθόν. Από τα singles του , ιδιαίτερα καλά πήγε το “Promises” που έφτασε μέχρι το Νο 1, ενώ όσον αφορά τις πωλήσεις, έφτασε τα 500.000 κομμάτια στις HΠΑ (χρυσό), απογοητευτική απόδοση σε σχέση με την ποιότητά του, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι το ανούσιο Slang, έπιασε τον ίδιο αριθμό πωλήσεων!
Βέβαια, ο αριθμός των πωλήσεων δεν δίνει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων γιατί από την πλευρά των ζωντανών εμφανίσεων, η μπάντα έδωσε γύρω στις 153 συναυλίες στο χρονικό διάστημα 1999-2000, σε μεγάλους χώρους, αριθμό που μόνο πραγματικά μεγάλα σχήματα μπορούσαν να πιάσουν εκείνη την εποχή , όταν τα περισσότερα συγκροτήματα του πάλαι ποτέ εμπορικού hard rock βρίσκονταν είτε σε παρακμή είτε σε αδράνεια. Μη ξεχνάμε επίσης ότι εκείνη την εποχή άλλαζε δραστικά και η δομή της μουσικής βιομηχανίας, με τον αριθμό των πωλήσεων δίσκων και CD να μην είναι ο πρωταρχικός δείκτης εμπορικής επιτυχίας αλλά το βάρος να μετατοπίζεται προς τις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ παράλληλα άρχιζε να εμφανίζεται και η “πειρατεία” μέσω των πρώτων streaming πλατφορμών (πχ Napster). Μέσα σε αυτό το νέο μουσικό περιβάλλον και με ένα νέο μουσικό ρεύμα να βρίσκεται σε άνοδο, αυτό του nu metal, με εκπροσώπους μπάντες όπως οι Korn, Limp Bizkit, Godsmack, Slipknot, οι Def Leppard έκαναν μια δυναμική επιστροφή, δείχνοντας ότι είναι ακόμα ζωντανοί και κυρίως μάχιμοι, προσφέροντας το τελευταίο, ουσιαστικά, πολύ καλό τους άλμπουμ, μια δουλειά με την οποία έκλεισαν την σημαντικότερη περίοδο της καριέρας τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
18/10/22
Δημοσίευση σχολίου