Με το Slip of the Tongue του 1989 ολοκληρώθηκε η πρώτη και πιο επιτυχημένη περίοδος των Whitesnake, η οποία έφτασε στο απώγειό της με το αμέσως προηγούμενο άλμπουμ τους, 1987, καθιερώνοντας το συγκρότημα ως ένα από τα πιο καυτά ονόματα του εμπορικού hard rock του τέλους της δεκαετίας του 1980.
Όλη αυτή η έντονη επιτυχία εξάντλησε τον Coverdale, ο οποίος, μετά το τέλος της περιοδείας για το “Slip…” αποφάσισε να βάλει το συγκρότημα στον πάγο, αποδεσμεύοντας τα υπόλοιπα μέλη και δίνοντάς τους το ελεύθερο να αναζητήσουν νέες συνεργασίες. Ο ίδιος επέλεξε να απομονωθεί για κάποιο διάστημα, να ηρεμήσει και να σκεφτεί χωρίς πίεση αν θα ήθελε να συνεχίσει την μπάντα ή όχι. Η ανάγκη του μάλιστα για ηρεμία ήταν ακόμα πιο έντονη
λόγω και των τεταμένων σχέσεων με την σύζυγό του Tawny Kitaen, με την οποία βρισκόταν σε διαδικασία διαζυγίου.
Κατά τη διάρκεια της αυτοαπομόνωσής του, ο Coverdale είχε κάποιες επαφές με τον
κιθαρίστα Adrian Vandenberg και ξεκίνησαν, με χαλαρό ρυθμό, να συνθέτουν κάποια
κομμάτια, αλλά η όλη διαδικασία δεν οδήγησε σε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Να θυμίσω
εδώ ότι ο Vandenberg αποτελούσε μέλος των Whitesnake ήδη από την εποχή του Slip of the tongue,
έπαιξε όμως ελάχιστα στο άλμπουμ λόγω τραυματισμού και ουσιαστικά αντικαταστάθηκε από
τον Steve Vai, αν και τυπικά περιλαμβάνεται στη σύνθεση.
Η μοναδική δισκογραφική εμφάνιση του David εκείνη την περίοδο ήταν η συνεργασία
του με τον Jimmy Page των Led Zeppelin, στο άλμπουμ Coverdale/Page του 1993. Μετά τη
λήξη της περιοδείας για το συγκεκριμένο άλμπουμ, Coverdale και Vandenberg ήρθαν ξανά σε
επαφή με σκοπό να ξαναπιάσουν τη σύνθεση νέου υλικού. Τότε όμως, η ΕΜΙ/Geffen
κυκλοφόρησε το άλμπουμ-συλλογή Whitesnake’s Greatest Hits (1994) το οποίο έκανε πολύ
καλές πωλήσεις με αποτέλεσμα η εταιρεία να ζητήσει από τον Coverdale να βγει σε περιοδεία
για να προωθήσει το άλμπουμ. Αν και διστακτικός στην αρχή, τελικά δέχτηκε και έκανε
κάποιες εμφανίσεις, έχοντας και τον Vandenberg στην κιθάρα και, όταν τελείωσε το tour, οι
δυο τους πήγαν στο σπίτι του Coverdale στη Νεβάδα όπου συνέχισαν τη σύνθεση νέων
κομματιών.
Ο σκοπός ήταν να κυκλοφορήσουν αυτά τα τραγούδια ως προσωπικό άλμπουμ του
Coverdale, αλλά όταν, κάποια στιγμή, τον επισκέφθηκαν οι υπεύθυνοι της EMI και τα
άκουσαν, του πρότειναν να τα κυκλοφορήσει κάτω από το όνομα των Whitesnake. O David
δεν ήθελε κάτι τέτοιο γιατί υποστήριζε ότι το ύφος των τραγουδιών ήταν διαφορετικό σε σχέση
με τις προηγούμενες κυκλοφορίες της μπάντας, όμως υπήρχε νομική δέσμευση με την
εταιρεία για το όνομα και έτσι ο δίσκος βγήκε κάτω από την επωνυμία David Coverdale &
Whitesnake.
ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΥΦΟΣ
Το Restless Heart κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1997, πρώτα στην Ιαπωνία και
αμέσως μετά στην Ευρώπη, ενώ στις ΗΠΑ μπορούσε να βρεθεί μόνο ως εισαγόμενο αφού η
Geffen που έκανε τη διανομή στην Αμερική είχε σπάσει το συμβόλαιο με τον Coverdale. Τα
μέλη του συγκροτήματος στο συγκεκριμένο άλμπουμ, ήταν τα ακόλουθα: David Coverdale –
φωνή, Andrian Vandenberg κιθάρες, Guy Pratt μπάσο, Denny Carmassi τύμπανα και
Brett Tuggle– πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά. Τα τραγούδια γράφτηκαν από τους Coverdale-
Vandenberg, ο πρώτος έκανε και την παραγωγή, ενώ για τον δεύτερο, ήταν η πρώτη φορά
που είχε πραγματική συμμετοχή σε άλμπουμ (λόγω του τραυματισμού που αναφέρθηκε πιο
πάνω), αν και αποτελούσε μέλος του συγκροτήματος από το 1989. Τα υπόλοιπα τρία μέλη,
προέρχονταν από την εποχή της συνεργασίας του Coverdale με τον Page και συμμετείχαν
στην περιοδεία που είχε γίνει τότε.
Η αλλαγή στο μουσικό στυλ είναι ολοφάνερη από το ξεκίνημα του δίσκου και αυτό δεν
είναι κάτι το περίεργο αφού, όπως αναφέρθηκε, η συγκεκριμένη κυκλοφορία προοριζόταν για
προσωπική δουλειά του Coverdale και όχι για τους Whitesnake με το άλμπουμ να είναι πιο ανάλαφρο, πιο συναισθηματικό, που κινείται κυρίως σε blues/soul μουσικά
πεδία, με ελάχιστες δυναμικές εξάρσεις που να θυμίζουν τα προηγούμενα άλμπουμ τους. Οι
οπαδοί που γνώρισαν τους Whitesnake με το 1987 αλλά και το Slip of the tongue ξαφνιάστηκαν με αυτή την ηχητική στροφή, όσοι όμως ακολουθούσαν τη μπάντα από τα τέλη
των ‘70s ήξεραν ότι είχε ανέκαθεν τέτοιες αναφορές , οι οποίες ήταν φανερές στα άλμπουμ
της κλασικής τους φάσης – με Marden/Moody στη σύνθεση – αλλά ακόμη περισσότερο, στα
δυο πρώτα άλμπουμ που είχε βγάλει ο Coveredale ως προσωπικές δουλειές (White snake-
1977 και Northwinds – 1978), πριν ονομάσει τη μπάντα Whitesnake.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Η εισαγωγή στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του άλμπουμ γίνεται ιδανικά με το “Don’t fade
away”, μια μπαλάντα με αρκετά keybords, χαλαρό ρυθμό στα ντραμς, ζεστά φωνητικά από
τον Coverdale και μελωδικό σόλο από τον Vandenberg. Το συγκεκριμένο τραγούδι ανήκει σε
μια ομάδα κομματιών με πιο χαλαρό ρυθμό – θα μπορούσαμε να τα πούμε και μπαλάντες-
που ορίζουν το γενικότερο ύφος του άλμπουμ και ταξιδεύουν τον ακροατή στις blues/rock
ρίζες του συγκροτήματος.
Από τις συνθέσεις αυτές, ξεχωρίζει το “Too many tears”, πρώτο single του άλμπουμ,
μια blues μπαλάντα που βουτάει βαθιά στο παρελθόν, στην οποία ο Coverdale κάνει μια
απόλυτα αισθησιακή ερμηνεία, ενώ ο Vandenberg δίνει ακόμα περισσότερο συναίσθημα,
τόσο με το σόλο του όσο και με τα διάσπαρτα blues licks του σε όλη τη διάρκεια του
τραγουδιού. To “Too many tears” συνοδεύεται και από ένα λιτό, σε στυλ film-noir βίντεο,
απόλυτα ταιριαστό με το κομμάτι.
Σε παρόμοιο στυλ κινείται και η μπαλάντα “Your precious love”, με τα ζεστά φωνητικά
του David, όπου σε ορισμένα σημεία ακούγεται ακόμα και η ανάσα του, ενώ εξίσου καλό είναι
και το “Can’t go on”. Τέλος, την ομάδα αυτών των ιδιαίτερων κομματιών κλείνει το
καταπληκτικό “Stay with me”, μια διασκευή της ομώνυμης σύνθεσης της soul καλλιτέχνιδας
Lorraine Ellison, στην οποία ο Coverdale δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στο φωνητικό ξέσπασμα
από τα μέσα του τραγουδιού και μετά.
Τα υπόλοιπα τραγούδια είναι πιο δυναμικά, με το “Restless Heart” και “Crying” να
θυμίζουν το πρόσφατο παρελθόν, τα “All in the name of love” και “You’re so fine” να κινούνται
σε πιο pop/rock ρυθμό, ενώ το “Take me back again” και κυρίως το τελευταίο του δίσκου,
“Woman trouble blues” είναι καθαρόαιμα blues κομμάτια, όπου στο πρώτο, ο David τα δίνει
όλα στα φωνητικά ενώ το δεύτερο θυμίζει αρκετά το στυλ των κομματιών του Coverdale/Page
άλμπουμ και επιπλέον είναι ένα από τα καλύτερα του “Restless Heart”.
Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Το Restless Heart δεν είχε την αποδοχή που είχαν οι κυκλοφορίες του παρελθόντος
και μάλιστα στις ΗΠΑ δεν εμφανίστηκε καν στα charts. Αυτό βέβαια συνδέεται -όπως
αναφέρθηκε - με το γεγονός ότι δεν είχε διανομή στις ΗΠΑ. Στη Μεγάλη Βρετανία έφτασε στη
θέση 34 και επίσης πήγε αρκετά καλά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά οι πωλήσεις,
βέβαια, δεν είχαν καμμία σχέση με αυτές μιας δεκαετίας πριν. Τέλος, για την προώθησή του
έγινε μια μικρή περιοδεία 56 εμφανίσεων σε Ευρώπη, Ιαπωνία, Μ. Βρετανία και Βραζιλία, ενώ
οι ΗΠΑ δεν περιλαμβάνονταν σε αυτή.
Οι κριτικές που έλαβε, ήταν κατά κύριο λόγο μικτές, με τις αρνητικές να εστιάζουν στο
γεγονός ότι περιλάμβανε πολλές μπαλάντες και ακουγόταν υποτονικό. Προσωπικά, θεωρώ
ότι οι κριτικές αυτές ήταν άδικες και βασίζονταν στην εικόνα που είχε δημιουργήσει ο κόσμος
για τη μπάντα από τα δυο προηγούμενα άλμπουμ. Όμως, στην ουσία, το Restless Heart
είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, μια πραγματική κατάθεση ψυχής από τον Coverdale, μια λιτή
και γεμάτη πραγματικό συναίσθημα δουλειά, μακριά από τις επιταγές των δισκογραφικών
εταιρειών, των charts και του MTV. Ίσως οι «περαστικοί» ακροατές να δυσαρεστήθηκαν από
το ύφος του, για τους παλιούς όμως ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, μια αναδρομή στην περίοδο
της μπάντας πριν το Slide it in (1984), μια επιστροφή στις blues rock ρίζες των Whitesnake.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Το 1998, στο πλαίσιο των εμφανίσεών τους στην Ιαπωνία για την προώθηση του,
οι Coverdale/Vandenberg ηχογράφησαν στα studio της EMI Ιαπωνίας ένα
μικρό ακουστικό show ενώπιον ενός ολιγάριθμου κοινού. Το show αυτό κυκλοφόρησε με τον
τίτλο Starkers in Tokyo και περιλαμβάνει 3 κομμάτια του άλμπουμ και άλλες 7 γνωστές επιτυχίες, που αποδίδονται ακουστικά, μόνο με τα φωνητικά του Coverdale και την κιθάρα του
Vandenberg. Μετά το “Starkers…”, οι Whitesnake μπήκαν ξανά στον πάγο και το μόνο που
κυκλοφόρησε ήταν το αρκετά καλό προσωπικό άλμπουμ του Coverdale, Into the Light
(2000). Η μπάντα επανήλθε στη δράση το 2003, με άλλη σύνθεση, κάνοντας περιοδείες μαζί
με γνωστά hard rock ονόματα.
Η επόμενη στούντιο δουλειά ήταν το Good to be Bad του 2008 και από τότε μέχρι
σήμερα έχουν κυκλοφορήσει άλλα τρία στούντιο άλμπουμ, τα Forevermore (2011), The
Purple Album (2015) και Flesh & Blood” (2019).
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
21/9/22
Δημοσίευση σχολίου