Scorpions; ..... Έλα μωρέ, ξεπερασμένοι δεν είναι πλέον;..... Yeah right!.. Ακόμα και αν ήταν αυτή (είναι ίσως ακόμα και σήμερα) η σκέψη πολλών σχετικών και μη του χώρου της "σκληρής" μουσικής μία ματιά πίσω στο μακρινό πλέον 2007 και συγκεκριμένα στο εξαιρετικό come back των Σκορπιών με τίτλο Humanity Hour 1 είναι αρκετή για να φιμώσει στόματα αφού το δηλητήριο ήταν ακόμη ισχυρό στην ουρά του Γερμανικού αρθρόποδου.
Ιδιαίτερες συστάσεις για τους Scorpions δεν χρειάζονται! Ο χαρακτηρισμός τους ως ένα από τα θεμελιώδη συγκροτήματα του Heavy Metal είναι αρκετός από μόνος του. Με απίστευτους δίσκους μεγαλεία στις δεκαετίες 70, 80 και στις αρχές του 90, η φήμη τους και η μυθική τους υπόσταση έτρεχαν χωρίς αντίπαλο στο στάδιο της Ιστορίας. Λίγο η μουσική αλλαγή στην δεκαετία του 90, λίγο ο κορεσμός του κοινού από την "χρυσόσκονη" του 80, λίγο η διάθεση των καλλιτεχνών για την προσφορά του κάτι "νέου" ηχητικά στους οπαδούς, η αίγλη και το μεγαλείο έγιναν αμφισβητούμενες έννοιες για τους λιγοστούς εκπροσώπους του Heavy χώρου. Οι Scorpions δεν θα μπορούσαν να είναι η εξαίρεση. Οι βετεράνοι Γερμανοί είχαν χάσει την μουσική τους κόψη με αποκορύφωμα το τραγικό Eye II Eye του 1999. Ο ερχομός της νέας χιλιετίας θα τους βρει το 2004 με τον δίσκο Unbreakable να προσπαθούν να βρουν πάλι "το μάτι της τίγρης". Τρία χρόνια όμως αργότερα, το 2007, το Humanity Hour 1 θα επιβεβαιώσει τον μύθο της αναγέννησης του φοίνικα από τις στάχτες του. Ένα εξαιρετικό "πισωγύρισμα" με μία καταπληκτική συλλογή τραγουδιών από δυναμικούς rock παιάνες και από μελοδραματικές μπαλάντες που χάρισαν στο συγκρότημα τα πλατινένια αλμπουμς στην δεκαετία του ογδόντα. Ο δίσκος δεν είναι ένα τυπικό Scorpions άλμπουμ που περιμένει κάποιος να ακούσει. Φυσικά και υπάρχει η ταυτότητα των Scorpions όπως την έχουμε αγαπήσει αλλά όμως υπάρχουν και αρκετά μοντέρνα στοιχεία τα οποία δένουν πολύ πετυχημένα με το κλασσικοροκάδικο μουσικό DNA των Γερμανών. Τα ονόματα που ευθύνονται για αυτό το πάντρεμα είναι δύο και αφορούν τον τομέα της παραγωγής. Ο James Michael είναι ο ένας παραγωγός με ιστορικό τους Sixx:A. M. ως τραγουδιστής και ο δεύτερος, ο τεράστιος Desmond Child που όλοι μας γνωρίζουμε τί εστί! Ο δίσκος στην ολότητά του είναι concert και αφορά τον πόλεμο ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στα ανδροειδή σε ένα μελλοντικό κόσμο με μοναδική ελπίδα σωτηρίας για τους ανθρώπους την επιστροφή ή καλύτερα την στροφή προς τον ίδιο τον άνθρωπο. Μία ενδοσκόπηση δηλαδή με στόχο την προσωπική μας βελτίωση με προεκτάσεις που αφορούν την σχέση μας με τους συνανθρώπους, το περιβάλλον και τον πλανήτη μας.
Ο Desmond Child βρίσκεται πίσω από τα περισσότερα τραγούδια ως συν-συνθέτης και αυτό από μόνο του κρύβει μία μικρή δόση επιτυχίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι αρκετοί παλαιοί μουσικοί φίλοι των Scorpions, μεταξύ αυτών ο Don Dokken και ο John 5, κλείθηκαν να παρατηρούν και να παρεμβαίνουν στην όλη στούντιο διαδικασία με σκοπό την ανάκτηση της ατμόσφαιρας και του χαρακτήρα που λατρεύτηκαν μέσα από τα ένδοξα εμπορικά χρόνια του συγκροτήματος. Ηχητικά, ο δίσκος είναι αψεγάδιαστος. Ο ρυθμικός τομέας ευθύνης του Pawel Maciwoda και του James Kottak είναι αδιαπέραστο τοίχος πίσω από το οποίο καλύπτονται οι κιθάρες των Rudolf Schenker και Matthias Jabs χτυπώντας μας με ένα φρέσκο αναζοωγονημένο ήχο που ενίοτε περιλαμβάνει θανατηφόρα solos. Οι Scorpions γίνονται αναπάντεχα Heavy, ίσως θυμήθηκαν το “Alien Nation”, με το καλημέρα στο τραγούδι που ανοίγει την αυλαία, το Hour 1. Ένα καλοδομημένο τραγούδι με τα απαραίτητα μελωδικά άγκιστρα και με πολύ σύγχρονο ήχο. Η κομματάρα “The Game Of Life” που ακολουθεί είναι πιο παραδοσιακό "Scorpions τραγούδι", μεσαίας ταχύτητας, πολύ μελωδικό με βαθύς στίχους. Το ρεφρέν του δε μένει στο μυαλό με την πρώτη ακρόαση.
Η αλήθεια είναι πως σε ολόκληρο τον δίσκο δεν υπάρχει τρωτό σημείο. Η φωνή του Klaus Meine, κρυστάλλινη όπως πάντα, μας ταξιδεύει άλλοτε σε θέματα που απαιτούν δύναμη και ένταση και άλλοτε σε θέματα που χρήζουν τρυφερότητα και συναίσθημα. Το “We Were Born To Fly” έχει περίπου την ίδια ραχοκοκαλιά με τον προκάτοχό του (χαλαρό κουπλε, φωναχτό ρεφρέν) αλλά και πάλι στέκεται σε υψηλά συνθετικά επίπεδα. Το “The Future Never Dies” που συνεχίζει, είναι η πρώτη μπαλάντα του δίσκου και το πρώτο crash test με την "απαλή" πλευρά του συγκροτήματος. Εισαγωγή από πιάνο με την μελωδία να θυμίζει το “I Found Someone”(!!!) της Cher και με ασυνήθιστες εναλλαγές στις κλίμακες και στην μελωδία που μαρτυρούν την συμμετοχή του Desmond Child. Τελικά, οι γερόλυκοι το "έχουν" ακόμη!
Η συνεργασία του Rudolf Schenker και του Matthias Jabs έχει δοκιμαστεί πολλά χρόνια και μας έχει προσφέρει ενθύμια ζωής. Το “You're Loving Me To Death” έχει πολύ ωραίο εισαγωγικό riff και τονίζει το γεγονός πως το κιθαριστικό ντουέτο γνωρίζει καλά την περιοχή του είτε πρόκειται για solo είτε για κοινή συνεργασία για την παραγωγή άρτιου αποτέλεσματος.
Με ένα σχεδόν Sabbath-ικό riff αρχίζει το 321, το τραγούδι που έχει ως τίτλο ένα μόνο νούμερο. Άμεσο χιτ για τον ρυθμικό συντονισμό των ακροατηρίων στις αρένες σε όλο τον κόσμο. Οι Γερμανοί μάστορες της μπαλάντας θα "κεντρίσουν" για δεύτερη φορά στον δίσκο με τον ύμνο “Love Will Keep Us Alive”. Μεγαλειώδης μπαλάντα που άνετα στέκεται στο ύψος των “Still Loving You”, “Always Somewhere”κτλ. Πνιγμένο στην μελωδία είναι το “The Last Song” που ακολουθεί και είναι πιο κοντά στην "nineties" εποχή του συγκροτήματος. Αντίστοιχα και το “Love Is War” συστοιχίζεται με τον προκάτοχό του ως προς την αίσθηση της εποχής, με φοβερούς στίχους που δίνουν κουράγιο και δύναμη για να ξαναγράψεις τα κακώς κείμενα της δικής σου ιστορίας.
Το “The Cross “είναι κομματάρα! Φέροντας την συμμετοχή του Billy Corgan (Smashing Pumpkins) στα φωνητικά και μουσικά, τουλάχιστον στην εισαγωγή, θυμίζοντας Him ίσως οι παραδοσιακοί φίλοι των Scorpions να νιώσουν λίγο άβολα αλλά η συνταγή στο τέλος κρίνεται πετυχημένη.
Το νόημα όλου του δίσκου βρίσκεται στο τελευταίο τραγούδι του, στην δυναμική μπαλάντα “Humanity”. Μία προειδοποίηση ουσιαστικά για την ανθρωπότητα πως αν δεν αλλάξει συμπεριφορά και στάση θα καταστραφεί πριν την ώρα της.
Ο χρόνος που κυκλοφόρησε το Humanity Hour 1 έγραφε 2007 και είχαν σχεδόν περάσει είκοσι χρόνια από την εποχή που μεσουρανούσαν. Ακόμα και έτσι όμως, σε μία κόντρα εποχή για το rock, οι "Μεγάλοι Παλαιοί" ήταν πίσω για τα καλά, πιο πεινασμένοι από ποτέ ύστερα από σαράντα χρόνια σκηνικής παρουσίας.
ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
7/9/22
Δημοσίευση σχολίου