GARY MOORE: THE ROCKIN' YEARS (1978-1989)


Ήταν 4 Απριλίου 1952 όταν γεννήθηκε ο Robert William Gary Moore στο Belfast της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο πατέρας του ήταν διοργανωτής συναυλιών και ο μικρός Gary πατάει το πόδι του στη σκηνή πρώτη φορά σε ηλικία 6 ετών τραγουδώντας με τις McGuire Sisters, ένα φωνητικό συγκρότημα του οποίου τις συναυλίες έκλεινε ο πατέρας του (ήταν ατζέντης). Στα 10 του πήρε δώρο μια μεταχειρισμένη ακουστική κιθάρα Framus, ανακαλύπτοντας έτσι έναν άλλο κόσμο. Στα 14 του είχε ήδη μια Fender Telecaster και με το συγκρότημά του, τους Beat Boys, παίζουν στις σχολικές εκδηλώσεις, για να φθάσουμε στο 1966 που αλλάζει όλη του η ζωή: Πηγαίνει στο σπίτι ενός φίλου του και ακούει τον πρώτο δίσκο των John Mayall’s Bluesbreakers, γνωστός στη Μ.Βρετανία με τον τίτλο Beano. Δανείζεται το άλμπουμ αλλά δεν το επιστρέφει ποτέ! «Ποτέ δεν άκουσα τέτοιο ήχο κιθάρας. Η Les Paul έβγαζε τον καλύτερο ήχο από τα ηχεία Marshall»  δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Guitar. Ήταν τυχερός, γιατί το 1967 είδε τους Fleetwood Mac με τον Peter Green στην κιθάρα όταν έπαιξαν στο Rado club του Μπέλφαστ. «Ποτέ δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο στη ζωή μου» είπε αργότερα.
Beat Boys

Μετά τους Beat Boys, έπαιξε στους Method για να καταλήξει σε ηλικία 16 ετών στους ιρλανδούς Skid Row (σ.σ.καμία σχέση με το αμερικανικό συγκρότημα της δεκαετίας του 80). Αρχηγός των Skid Row είναι ο μπασίστας/τραγουδιστής Brush Shiels, όπου υπογράφουν συμβόλαιο με τη CBS και με τον Gary Moore κιθάρα/τραγούδι, ηχογραφούν 2 άλμπουμ τα Skid (1970) και 34 Hours (1971). Εκεί συνάντησε για πρώτη φοράς ένα νεαρό μελαμψό Ιρλανδό, τον Phil Lynott με τον οποίο το λίγο διάστημα που έμειναν μαζί, έφθανε για γίνουν φίλοι. Ο Lynott έμεινε λιγότερο από ένα χρόνο και δεν συμμετείχε σε καμία ηχογράφησή τους, σε αντίθεση με τον Moore που έπαιξε και στα 3 άλμπουμ τους (Skid, 34 Hours, καθώς και το Skid Row που ηχογραφήθηκε τον Μάιο του 1970, αλλά κυκλοφόρησε το 1990). Σαν μέλος τους, καταφέρνει να συναντήσει το ίνδαλμά του, τον Peter Green όταν το ιρλανδέζικο συγκρότημα άνοιξε τη συναυλία των Fleetwood Mac στο Εθνικό στάδιο του Δουβλίνου το 1970! Ο νεαρός Moore βρίσκει το θάρρος και πηγαίνει να χαιρετήσει το ίνδαλμα του, που προς τεράστια εντύπωσή του, του λέει ότι του άρεσε το παίξιμό του, προσκαλώντας τον στο ξενοδοχείο του να μιλήσουν! Την επομένη ημέρα οι Skid Row έπαιζαν σε ένα μέρος 50 μίλια από το Δουβλίνο αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Gary Moore να μείνει με τον Peter Green έως τα χαράματα στο bar τού ξενοδοχείου και να μιλάνε. Την ημέρα της συναυλίας ήταν χώμα, αλλά είχε περάσει την ομορφότερη βραδιά της ζωής του (συνέντευξη του στο περιοδικό Blues, Ιούνιος 2013 τεύχος 7). Δύο χρόνια αργότερα και σε ηλικία 21 ετών σχηματίζει τους βραχύβιους Gary Moore Band όπου ηχογραφούν ένα άλμπουμ με τίτλο Grinding Stone. O Moore κράτησε επαφή με τον Green ακόμα κι όταν αυτός αποχώρησε από τους Fleetwood Mac λόγω των σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων του. Μάλιστα ο Green προσφέρθηκε να του πουλήσει την κιθάρα του, αυτή με την οποία είχε παίξει τα αριστουργήματα του, τόσο στους Bluesbreakers όσο και στους Fleetwood Mac. Ο Moore του είπε ότι τα χρήματα που έχει δεν φθάνουν και ο Green του πρότεινε να πουλήσει την κιθάρα με την οποία παίζει και με όσα χρήματα είσπραξε να αγοράσει τη δική του! Και έτσι έγινε!
Ως τώρα η πορεία του έδειχνε ένα ταλαντούχο κιθαρίστα, αλλά ήταν φανερό ότι δεν είχε βρει το χώρο που θα ξεδίπλωνε το ταλέντο του. Ο δρόμος τον έφερε και πάλι μπροστά στο νεαρό μελαμψό Ιρλανδό που έπαιζε στους Thin Lizzy που έψαχναν κιθαρίστα να αντικαταστήσει τον Eric Bell (σ.σ. ο οποίος γνώριζε τον Moore από τα εφηβικά του χρόνια!). Σε αυτό το πρώϊμο σχήμα των Thin Lizzy έμεινε μόνο 6 μήνες γιατί απλά δεν του άρεσε η μουσική που έπαιζαν και οι 2 ηχογραφήσεις (Little Darling και Sitamoia) που έκανε, παρουσιάστηκαν στη συλλογή Rockers (1981). H συνσύνθεσή του “Still in love with you” συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ τους Nightlife (1974) όπου το τραγούδησε ο Frankie Miller. Μπορεί ο Moore να έφυγε από τους Thin Lizzy αλλά θα επέστρεφε άλλες 2 φορές τη δεκαετία του 70, την πρώτη το 1977 όταν αντικατέστησε στην αμερικάνικη περιοδεία τον Brian Robertson, μετά το σοβαρό τραυματισμό του και τη δεύτερη όταν και πάλι αντικατέστησε τον Robertson αυτή τη φορά μετά την απόλυσή του και ηχογράφησε το Black Rose(1979). Εκείνη την εποχή, έπαιξε μαζί τους στο Day on Green festival στο Oakland της Καλιφόρνια, στις 4 Ιουλίου 1979 κι αποχώρησε με την αιτιολογία ότι «στο συγκρότημα κυκλοφορούσαν πολλά ναρκωτικά». Ο ντράμερ Brian Downey δίνει μια άλλη εκδοχή της αποχώρησής του λέγοντας ότι υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ αυτού και του Lynott καθώς δεν τον αποδεχόταν σαν «αρχηγό» .

 
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ FUSION ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ

Η περιπλάνισή του συνεχίζεται και τη διετία 1976-1977 τον βρίσκουμε μέλος των fusion Colosseum όπου ηχογράφησε μαζί τους 3 άλμπουμ, τα Strange New Flesh, Electric Savage και Wardance. Διαβάστε ποιοι μουσικοί έπαιζαν στους Colosseum και θα καταλάβατε το επίπεδο των δίσκων τους: Jon Hiseman ντραμς, Don Airey πλήκτρα, Neil Murrey μπάσο και Gary Moore κιθάρα! Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να βρει το δρόμο που του ταίριαζε. Το 1978 κάνει την πρώτη προσωπική προσπάθεια του κυκλοφορόντας το άλμπουμ Back on the Streets (Νο70 Μ.Βρετανία) με τη συμμετοχή των Phil Lynott, Don Airey, John Mole μπάσο από τους (Colosseum II), Brian Downey και Simon Phillips. Η φωτογραφία του εξώφυλλου ανήκει στον Chalkie Davies και δείχνει τον Moore να έχει «αποφυλακιστεί» από την φυλακή υψηλής ασφάλειας Wormwood Scrubs. Αν και η εμπορική επτιυχία ήταν πολύ μικρή, κερδίζει τους fans με τραγούδια σαν τα "Parisienne Walkways", “Don’t believe a Word” (το γνωστό τραγούδι των Thin Lizzy αλλά σε μπαλάντα) και το ομώνυμο. Το «Parisienne Walkways» ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Gary Moore στον κατάλογο επιτυχιών μικρών δίσκων (singles) στη Μ.Βρετανία, αφού έφθασε στο Νo8 το 1979.  Έπρεπε να περιμένει 5 ολόκληρα χρόνια για να ξαναδεί τραγούδι του σε τόσο ψηλή θέση όταν το  «Out in the Fields»(1984) ντουέτο με τον Phil Lynott, έφθασε έως το Νο 5.


Για να ξανά γυρίσουμε στο  «Parisienne Walkways», το τραγούδι είναι σύνθεση των Phil Lynott και Gary Moore όπου το ερμηνεύει ντουέτο με τον Phil Lynott που παίζει μπάσο, ενώ ντραμς παίζει ο Brian Downey. To βασικό χαρακτηριστικό του τραγουδιού είναι η μελωδία που ξεφεύγει από το hard rock ύφος της εποχής και βασίζεται στη «Blue Bossa» του Kenny Dorham. Όμως και οι στίχοι έχουν ακόμα ένα χαρακτηριστικό αφού αναφέρονται στον πατέρα του Lynott, Cecil Paris. Συγκεκριμένα ξεκινά με το στίχο «I remember Paris in ‘49» με το 1949 να είναι η χρονιά γέννησης του Lynott, που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, με τη μελωδία του να είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον ήχο των Santana. «Επιστρέφαμε από περιοδεία στη Γερμανία και κοίταγα τα αστέρια από το παράθυρο του βαν. Έγραψα τη μελωδία σε ένα χαρτί χωρίς να έχω βάλει στίχους. Όταν το έπαιξα στους άλλους, δεν τους άρεσε!» λέει ο Moore. « Λίγα χρόνια αργότερα όταν βρέθηκα στο σπίτι του Lynott. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και κάθισα δίπλα του παίζοντας το τραγούδι. Του άρεσε αμέσως, «πολύ γαλλικό ακούγεται» μού είπε και άρχισε να γράφει τους στίχους που ήθελε να    τραγουδήσει ο ίδιος». Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία και στις συναυλίες του Moore και σίγουρα είναι μια ξεχωριστή μπαλάντα που αναδεικνύει το χαρισματικό παίξιμό του με τους στίχους να έχουν μια αινιγματική προσωπική διάθεση. Το 1979 τον βρίσκει στην Αμερική να σχηματίζει τους G-Force οι οποίοι το 1980 κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο άλμπουμ. Η αρχική επιλογή για τη θέση του τραγουδιστή μπασίστα ήταν ο Glenn Hughes, αλλά το πρόβλημα του με τα ναρκωτικά και αλκοόλ δεν άφησαν τη συνεργασία να ευδοκιμήσει αν και είχαν κάνει πολλές πρόβες. Ο Moore τον είχε γνωρίσει από την εποχή που ο Hughes τον είχε καλέσει να παίξει στο άλμπουμ του Play me Out (σ.σ. δεν αναφέρεται στα Credits). Στη θέση του ήλθε ο Willie Dee (από τους Captain Beyond) ενώ το συγκρότημα συμπλήρωνε ο μπασίστας Tony Newton κι ο ντράμερ Mark Nauseef (Elf, Ian Gillan Band) που τον ήξερε απ΄όταν έπαιζαν μαζί στους Thin Lizzy. Ο Newton ήταν ένας πολύ καλός session μπασίστας που είχε παίξει με τους John Lee Hooker, Smokey Robinson, Supremes κ.α.Υπέγραψαν στην Jet Records του περίφημου ή καλύτερα, διαβόητου Don Arden και manager τους ανέλαβε η κόρη του Sharon Arden, μετέπετια Κα Osbourne, η οποία πάντα έλεγε ότι το μεγαλύτερο λάθος του Gary Moore ήταν όταν έφυγε από τους Thin Lizzy! Αν και αρχικά ήθελαν την παραγωγή να κάνει ένας από τους Roy Thomas Baker και Eddie Kramer τελικά κατέληξαν να την κάνουν οι ίδιοι, δίνονας στον ήχο τους μια Pop διάσταση που είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος εκείνη την εποχή. Αρχικό όνομα ήταν το Moore, αλλά προτίμησαν το G Force καθώς G φώναζαν τον Gary Moore στο σχολείο!

Παρ όλο που κυκλοφόρησαν 3 singles (Hot Gossip/You και Rockin’ and Rollin), κανένα δεν πέτυχε, με το White Knockles (εισαγωγή στο Rockin’and Rollin) να θυμίζει έντονα το Eruption τωνVan Halen. Το συγκρότημα ήταν κτισμένο γύρω από την προσωπικότητα και το παίξιμό του και κατά τη διάρκεια της περιοδείας όλοι πληρώθηκαν και είχαν τις ανέσεις που ζήτησαν. Το συγκρότημα του 1980 βγήκε περιοδεία στην Αμερική ανοίγοντας την Ready an' Willing tour των Whitesnake, εντυπωσιάζοντας τον Bernie Marsden ο οποίος αργότερα δήλωσε «Όπου κι αν παίζαμε, κανείς δεν τον ήξερε! Ήταν καταπληκτικό που ο κόσμος δεν ήξερε έναν τόσο καλό κιθαρίστα». H αποτυχία του άλμπουμ τους οδήγησε στη διάλυση, για να φτάσουμε στο 1982 και στην ουσιαστική αρχή της καριέρα του με την κυκλοφορία του Corridors of Power(No 30 Μ.Βρετανία, Νο 149 Αμερική) που είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της rock περιόδου του. Μαζί του η κλασική τρανταχτή ομάδα μουσικών των Tommy Eyre πλήκτρα, Neil Murray μπάσο και Ian Paice ντραμς, ενώ παίζουν ακόμα και οι John Sloman φωνητικά, Jack Bruce, τραγούδι στο “End of the World”, Mo Foster και Don Airey.  Όμως όλων το παίξιμο θα πήγαινε στράφι, αν ο καλός Αμερικάνος παραγωγός Jeff Glixman(Kansas, Magnum, Gary Moore, Yngwie Malmsteen, The Georgia Satellites και Black Sabbath) δεν έδενε τον ήχο τους, κάνοντας ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς. Το άλμπουμ ξεκινάει με το αβανταδόρικο (και πολύ καλό) “Don’t take me for a loser”, που εξελίχθηκε σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του και δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί, signature track. Όμως και η συνέχεια του είναι πολύ καλή, με το “Always gonna love you”, μια power hard μπαλάντα, που γι αυτούς τους ανεξήγητους λόγους στη δισκογραφία, δεν έγινε κλασικό. Ξέρω ότι οι περισσότεροι, είστε fan της διασκευής του στο “Wishing Well” των Free, εγώ απλά το χαρακτήρισα μια καλή διασκευή και με κανένα τρόπο καλύτερη από την πρώτη των Free. Πολύ καλό είναι και το “End of the World”, που ξεκινάει με ένα σόλο κιθάρα και μαζί με το “Don’t take me for a loser”, είναι τα δύο πολύ καλά hard rock κομμάτια του άλμπουμ. Από τα υπόλοιπα τραγούδια, θα σταθώ μόνο στο "I Can't Wait Until Tomorrow", που κλείνει το δίσκο και είναι μια κομματάρα. Από τις καλύτερες blues μπαλάντες του Moore και χωρίς αμφιβολία, το καλύτερο του δίσκου. Τα πρώτα 25.000 αντίτυπα της βρετανικής εκτύπωσης, κυκλοφόρησαν με bonus EP που είχε 3 τραγούδια ηχογραφημένα στο Marquee, London τον Αύγουστο του 1982.


   Τον Απρίλιο του 1983 κυκλοφορεί πρώτα στην Ιαπωνία και μετά στον υπόλοιπο κόσμο το προσωπικό του άλμπουμ Dirty Fingers, το οποίο είχε ηχογραφηθεί από το 1980 αλλά η Jet Records δεν το είχε κυκλοφορήσει. Εδώ και πάλι βρίσκουμε τον Gary Moore να μην τραγουδά, παραχωρώντας το μικρόφωνο στον Charles Huhn από τη μπάντα του Ted Nugent και μαζί τους οι Don Airey, Jimmy Bain και Tommy Aldridge, σε παραγωγή του Chris Tsangarides. Το άλμπουμ είναι πολύ καλύτερο από το μέτριο έως κι αδιάφορο G Force και περιλαμβάνει 2 τραγούδια του που άργησαν αλλά ευτυχώς τα ανακάλυψαν οι fans του, τα “Hiroshima” και “Nuclear Attack” καθώς και μια διασκευή του “Don't let me be misunderstood” που σε πρώτο άκουσμα περνάει μάλλον αδιάφορα αλλά έχει ενδiαφέρον και συναυλιακά σίγουρα θα αποσπούσε χειροκρότημα! Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε cd με το περιοδικό Pop-Rock (κάτω φωτό)αλλά δεν γνωρίζω χρονολογία αφού δεν υπάρχει καμία πληροφορία!  Το παράδοξο είναι ότι αυτή η έκδοση περιέχει και 2 παραπάνω κομμάτια live που είναι τα “21rst Century Schizoid Man” και “In the Court of the Crimson King” και τα 2 των King Crimson”.


Η δεκαετία του 80 τον βρίσκει να απορρίπτει πρόταση να παίξει με τον Ozzy (στη θέση του πήρε τον Randy Rhoads) για να φθάσουμε στο 1982 και να απορρίψει και την πρόταση του David Coverdale να γίνει μέλος των Whitesnake (εποχή Saints and Sinners 1982).  Αργότερα ο Coverdale είπε ότι το Saints and Sinners ήταν άλμπουμ που βγήκε για να καλύψει την υποχρέωση συμβολαίου που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία EMI και δεν ήθελε να τον μπλέξει σε αυτή την περιπέτεια. Αν και όλα έδειχναν ότι είχε βρει το δρόμο του (με τα άλμπουμ Back on the Streets και Corridors of Power), η περιπλάνησή του συνεχίζεται και το 1981 τον βρίσκουμε να παίζει στο άλμπουμ του Greg Lake με τίτλο το όνομά του όπου παίζουν και το “Nuclear Attack” αλλά και στο επόμενο, το Manoeuvres. Για την ιστορία, στην Ιαπωνία το πρώτο άλμπουμ του Greg Lake με τίτλο το όνομά του, κυκλοφόρησε με τίτλο Greg Lake & Gary Moore.
 Η επιτυχία του Corridors of Power και η αναγέννηση του NWOBHM κάνει τον Gary Moore να αποφασίσει ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσει είναι αυτός του hard rock. Έτσι το Δεκέμβριο του 1983 μπαίνει στο studio και με παραγωγό τον Jeff Clixman, ηχογραφεί τα 8 τραγούδια του καινούργιου άλμπουμ του που είναι το Victims of the Future(Νο12 Μ.Βρετανία, Νο 172 Αμερική) που ηχητικά σχοινοβατεί μεταξύ hard rock και heavy metal. Αυτή όμως ήταν η επιλογή του. Μαζί του οργανίστας Neil Carter (Gilbert o’ Sullivan, UFO),
Neil Murray, Bob Daisley και Mo Foster μπάσο, Ian Paice ντραμς και Noddy Holder φωνητικά στο "Shapes of Things". Στην περιοδεία έπαιξαν ο μπασίστας των Rainbow από το πρώτο άλμπουμ Craig Gruber κι ο ντράμερ Bobby Chouinard που αντικαταστάθηκαν από τους Bob Daisley και τον πρώην ντράμερ των Roxy Music, Paul Thompson. Τα τραγούδια που παίχτηκαν ήταν η μπαλάντα "Empty Rooms"(το 1985 την ξανά ηχογράφησε για το άλμπουμ Run for Cover), η διασκευή στο κλασικό τραγούδι των Yardbird, "Shapes of Things" και το "Murder in the Skies" με πολιτικοποιημένους στίχους που αναφέρονται στην κατάρριψη της επιβατικής πτήσης της Korean Air Lines Flight 007 (KAL007) η οποία απογειώθηκε από τη Σεούλ με προορισμό τη Νέα Υόρκη μέσω Anchorage. Ήταν 1η Σεπτεμβρίου 1983 όταν, σύμφωνα με τα σοβιετικά ραντάρ (σ.σ. το γεγονός έγινε 7 χρόνια πριν την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων) είδαν ότι η πορεία της πτήσης παρέκκλινε την προγραμματισμένου σχεδίου και είχε παραβεί τον εναέριο χώρο της Σοβιετικής Ένωσης. Οι σοβιετικοί ενημέρωσαν τον πιλότο για τη λάθος θέση του αλλά δεν πήραν απάντηση και θεωρώντας ότι η επιβατική πτήση ήταν προκάλυμμα και το αεροπλάνο είχε κατασκοπική πρόθεση, σήκωσαν μαχητικά κι ενώ το αεροπλάνο των κορεάτικων γραμμών συνέχισε την πτήση εντός σοβιετικού εναέριου χώρου, το κατέρριψαν! Συντρίμμια του αεροσκάφους βρέθηκαν κοντά στο νησί Moneron δυτικά της Σαχαλίνης. Αρχικά οι σοβιετικές αρχές αρνήθηκαν την κατάρριψη(!) αργότερα όμως τη δικαιολόγησαν λέγοντας ότι ήταν καλυμμένο κατασκοπικό! Ακολούθησε ένας «πόλεμος» ανακοινώσεων μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης, πάνω στους 269 νεκρούς για το ποιος φταίει περισσότερο και ακόμα ένα, το χειρότερο χωρίς αμφιβολία, περιστατικό στην ιστορία του ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων με θύματα 269 αθώους πολίτες. 

Θα μείνω στη διασκευή του "Shapes of Things" το οποίο οι Yardbirds έκαναν επιτυχία το 1966 και αυτή η hard rock διασκευή από τον Moore που δεν έδωσε στο τραγούδι την εμπορική διάσταση που θα ήθελε. Ο γενικός ήχος του άλμπουμ είναι κατά πολύ καλύτερος από αυτών των προηγούμενων του κι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην παραγωγή του Clixman, αλλά και στην επιμονή του Gary Moore για τον τέλειο ήχο στα ντραμς. «Οι ντράμερ πέρναγαν πολύ δύσκολα μαζί του» είχε πει ο Carter. Ένα άλλο κομμάτι που ξεχώρισε, έστω κι αν δεν έγινε εμπορική επιτυχία (Νο51 Μ.Βρετανία) ήταν η μπαλάντα"Empty Rooms", σύνθεση των Moore/Carter, το οποίο ο Carter είχε γράψει όταν ήταν μέλος των UFO αλλά το συγκρότημα δεν το δέχτηκε. Η επιτυχία του άλμπουμ στη Μ.Βρετανία, τον έκανε να σκεφτεί πολύ την προσπάθεια για ανάλογη επιτυχία και στην Αμερική που δεν ήλθε, με το άλμπουμ να σταματά πολύ χαμηλά, στο Νο 172! «Τόσοι Βρετανοί τα έχουν καταφέρει εκεί, γιατί όχι κι εμείς;» είχε πει.  Εκτός από support των Def Leppard, δέχτηκε να παίξει μια μεγάλη αμερικάνικη περιοδεία σε clubs για να πλησιάσει τον σκληροπυρηνικό κορμό των fans που δεν τον ήξεραν. «Ήταν απίστευτο» λέει ο Carter. “Στη Μ.Βρετανία και Ιαπωνία, παίζαμε σε μεγάλες αίθουσες και τώρα ξεκινάγαμε από την αρχή, παίζοντας σε μικρά clubs. Μερικά ήταν λίγο μεγαλύτερα από το Living Room του σπιτιού μας, μάλιστα, ένα το έλεγαν ''Living Room''! H επιτυχία για τον Gary Moore στην Αμερική δεν ήλθε ούτε με το επόμενο άλμπουμ του που ήταν το Run for Cover (Νο12 Μ.Βρετανία,Νο 146 Αμερική) του οποίου θα ξεκινήσω την παρουσίαση του, από τα ονόματα των μουσικών που τον συνοδεύουν που είναι οι Glenn Hughes μπάσο και τραγούδι σε 4 τραγούδια, Phil Lynott μπάσο και τραγούδι σε 2 τραγούδια, Andy Richards, Neil Carter, Don Airey πλήκτρα, Bob Daisley μπάσο, Gary Ferguson, Charlie Morgan και Paul Thompson ντραμς. Και ποιος μουσικός δεν θα ήθελε στο δίσκο του να παίζουν και να τραγουδούν οι  Glenn Hughes (ήταν να τραγουδήσει στα 9 τραγούδια και τελικά ερμήνευσε 3)και Phil Lynott!!! Ο Gary Moore είχε ποντάρει πάρα πολύ στον ήχο του, χρησιμοποιώντας 4 διαφορετικούς παραγωγούς (Andy Johns, Peter Collins, Beau Hill και Mike Stone) που και πάλι δεν του έφεραν την επιτυχία στην Αμερική αλλά τον καταξίωσαν σε όλο τον κόσμο. Κάτι ήταν κι αυτό! Είναι πολύ χαρακτηριστικό πόσο η τύχη δείχνει το καλό της πρόσωπο στον Hughes και πόσο αυτός γυρνάει αλλού. Σε καλεί, με επιμονή μάλιστα, ο Gary Moore να τραγουδήσεις στο άλμπουμ του και η εξάρτησή σου από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ ΔΕΝ σε αφήνουν. Ευτυχώς για αυτόν, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει την καριέρα του. To Run for Cover έβγαλε μια πολύ μεγάλη επιτυχία, από αυτές που λέμε all time classic, το “Out in the fields” που οι στίχοι του μιλούν για τις συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών της Βορείου Ιρλανδίας και των Πρωτεσταντών και υπέρμαχων της ενοποίησης με τη Βρετανία. Συγκρούσεις που ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 60 και έληξαν το 1998, αφού άφησαν πίσω τους εκατοντάδες νεκρούς και βαθύ μίσος.

Αργότερα, μιλώντας στο BBC, o Gary Moore δήλωσε πως το τραγούδι δεν γράφηκε ειδικά για την Βόρεια Ιρλανδία, αλλά είναι ένα αντιπολεμικό τραγούδι! Η ερμηνεία του γίνεται από τον Gary Moore κι από τον Phil Lynott οι οποίοι και οι δύο είναι Ιρλανδοί με τον Lynott να πεθαίνει λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού κι ήταν η τελευταία του επιτυχία στο βρετανικό chart. Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους σε τηλεοπτική εκπομπή του BBC για την προώθηση του τραγουδιού, όπου ο Lynott βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση εξ αιτίας των ναρκωτικών και σχεδόν δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Η εμφάνισή τους όδευε προς ματαίωση, αλλά στην ομάδα παραγωγής του BBC ήταν μια φίλη του, η οποία ζήτησε χρόνο να τον βοηθήσει να συνέλθει και να μπορέσει να ανταποκριθεί. Πράγματι, τον βοήθησε και με πολύ κόπο η τηλεοπτική εμφάνισή τους πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Η επαναηχογράφηση του "Empty Rooms" ήταν μια καλή ιδέα αφού ο μικρός δίσκος έγινε σχετική επιτυχία στη Μ.Βρετανία (Νο 23) με τον Moore να λέει «με έμαθαν όλες οι νοικοκυρές!». Σε αυτό το άλμπουμ, ο Moore κατάφερε να συνδιάσει όλα τα heavy στοιχεία, με πολύ καλή μίξη που έκανε το άλμπουμ προσιτό σε πολύ κόσμο, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη συνολική βαρύτητα του δίσκου. Άσε που ήταν ο προάγγελος μουσικών και λυρικών ιρλανδικών θεμάτων που θα εμφανιζόντουσαν στον αμέσως επόμενο δίσκο του. Κι αν τα “Out in the fields” και “Empty Rooms” έκλεψαν δικαιολογημένα τις εντυπώσεις, ακούστε δυνατά, τα “Military Man”(με φωνητικά από τον Lynott) και “All Messed up”. Ο καλός hard rock Gary Moore! Στην cd επανέκδοση υπάρχει μια ηχογράφηση του"Still in Love with You" με τη φωνή του Lynott! Με τον Hughes να παλεύει με το αλκοόλ και να τα ναρκωτικά, ο Moore αναγκάζεται να μην τον συμπεριλάβει στην τουρνέ (κάτι που ήθελε πολύ γιατί πόνταρε στη φωνή του, έχοντας μάλιστα δηλώσει ότι θα έβγαιναν περιοδεία σαν Gary Moore with Glenn Hughes!!!). Αλλά κι ο Lynott δεν ήταν σε κατάσταση να βασιστεί κανείς επάνω του, για να φύγει από τη ζωή λίγους μήνες αργότερα , στις 4 Ιανουαρίου 1986, σε ηλικία μόνο 36 ετών με την επίσημη ιατρική βεβαίωση θανάτου να αναφέρει, σηψαιμία.
Με το πνεύμα του να υπάρχει διάχυτο στο επόμενο άλμπουμ του Moore, το Wild Frontier(1987, Νο8 Μ.Βρετανία, Νο 139 Αμερική), επιβεβαιώνει τον hard rock δρόμο που έχει πάρει, αφιερώνοντας το άλμπουμ στη μνήμη του Phil Lynott όπως και το τραγούδι “Johnny Boy”. Τις εντυπώσεις κλέβει το "Over the Hills and Far Away"(No 20 UK) με τους στίχους να αναφέρονται στην ιστορία ενός άνδρα που κατηγορείται άδικα για ένοπλη ληστεία, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το άλλοθι του καθώς είναι με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, με την οποία κοιμόταν! Έτσι, οδηγείται στη φυλακή «over the hills and far away» όπου κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του λαμβάνει ερωτικά γράμματα από τη γυναίκα και «ορκίζεται ότι θα επιστρέψει μια μέρα».


Στο τραγούδι όπως και στο video συμμετέχουν 3 μέλη των Chiftains, οι Paddy Moloney,  Sean Keane και Martin Fay με την κέλτικη μουσική παράδοση να είναι διάχυτη, κάτι που βοήθησε το τραγούδι να γίνει επιτυχία σε όλη την Ευρώπη, εκτός βέβαια της Αμερικής η οποία του αντιστεκόταν σθεναρά. Όμως τα καλά κομμάτια συνεχίζονται με το ορχηστρικό "The Loner", σύνθεση του πολύ καλού Άγγλου πιανίστα/οργανίστα Max Middleton, με πρώτη εκτέλεση από τον Cozy Powell στο άλμπουμ του Over the Top όπως και το ομώνυμο αλλά και η συμπαθητική διασκευή του στο "Friday on My Mind" (πρώτη εκτέλεση από τους Easybeats το 1966). Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε ΧΩΡΙΣ φυσικό  ήχο ντραμς, αλλά με computer programming από τον Ronald Kerridge.  Ήταν μια καθαρά επιλογή του Moore που ήθελε να πετύχει με αυτόν τον τρόπο ένα σταθερό tempo κι όχι (έστω μικρές) αυξομειώσεις στην ταχύτητα. Στην περιοδεία έπαιξε ο Eric Singer. Γενικά, ο Moore βρίσκεται σε μια κορύφωση της hard rock καριέρας του ,κορύφωση που τερμάτισε με την κυκλοφορία του που 70 άλμπουμ του που ήταν το After the War (1989, Νο 23 Μ.Βρετανία,Νο 114 Αμερική) με τη συμμετοχή των Neil Carter πλήκτρα, Bob Daisley μπάσο, Cozy Powell ντραμς και Don Airey πλήκτρα αλλά και καλεσμένους τους Simon Phillips, Brian Downey, Chris Thompson (Manfred Mann’s Earth Band), Ozzy Osbourne, Andrew Eldritch (Sisters of Mercy), Sam Brown κ.α. Όπως και ο προκάτοχός του, έτσι κι αυτό το άλμπουμ είχε κέλτικά στοιχεία, όπως το ορχηστρικό "Dunluce" που πήρε τον τίτλο από το ομώνυμο κάστρο στη Β.Ιρλανδία, αλλά και πολύ καλές hard rock στιγμες όπως το ομώνυμο τραγούδι,”Running from the storm” και “Blood of Emeralds”. Πέραν του “After the War”, έγινε πολύ ντόρος για το "Led Clones" που τραγουδάει ο Ozzy Osbourne κι αναφέρεται στους Kingdom Come αλλά και Whitesnake για τις έντονες ομοιότητές τους με τους Led Zeppelin.
Με το After the War έκλεισε ένας πολύ καλός κύκλος για τον Gary Moore που μπορεί να μην κατάφερε να πετύχει στην Αμερική αλλά στη χώρα του, στην Ιαπωνία και στην ηπειρωτική Ευρώπη τα πήγε πολύ καλά.


TA LIVE ΤΗΣ ROCK ΠΕΡΙΟΔΟΥ
 Ο Gary Moore έχει ηχογραφήσει 3 Live άλμπουμ στην rock περίοδό του, το Rockin' Every Night – Live in Japan(1983) ηχογραφημένο στο Τόκιο  Kōsei Nenkin Kaikan κατά την Corridors of Power tour. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1983 στην Ιαπωνία και το 1986 στην Ευρώπη με τη CD έκδοση του 2002 να περιέχει 3 παραπάνω κομμάτια, ηχογραφημένα στο Marquee το 1982. Τον συνοδεύουν οι John Sloman τραγούδι, Don Airey πλήκτρα, Neil Murray μπάσο και Ian Paice ντραμς.
Το δεύτερο live αυτής της περιόδου είναι το Live (1983) που κι αυτό ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια  2 εμφανίσεων του στο Marquee το 1980 αλλά κυκλοφόρησε το 1983. Τον συνοδεύουν οι Kenny Driscoll τραγούδι (από τους Lone Star), Andy Pyle (από τους Kinks) μπάσο, ο Tommy Aldridge ντραμς κι ο κλασικός Don Airey. Το άλμπουμ είναι μονό και περιέχει κομμάτια της περιόδου Back on the Streets, G-Force και Dirty Fingers. Στη χώρα μας είχε κυκλοφορήσει με διαφορετικό τίτλο (Live at the Marquee) και εξώφυλλο.
Το τρίτο και τελευτάιο live της rock περιόδου του είναι το πολύ καλό We Want Moore!(1984, Νο 32 Μ.Βρετανία) και μαζί του παίζουν οι Neil Carter πλήκτρα/κιθάρα, Craig Gruber μπάσο, Phil Lynott μπάσο/τραγούδι στο "Parisienne Walkways" ηχογραφημέν ο στο Μπλέφαστ, Ian Paice, Bobby Chouinard και Paul Thompson (Roxy Music) ντραμς. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε διάφορες τοποθεσίες (Detroit, Τόκιο, Γλασκώβη, Ντιτρόιτ, Λονδίνο και Μπλέφαστ).
  ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ROCK ΠΕΡΙΟΔΟΥ
  Βλέποντας τις συλλογές θεωρώ ότι η πιο αντιπροσωπευτική αυτή της περιόδου είναι η Out in the Fields: The Very Best of Gary Moore (1998, Νο 54 Μ.Βρετανία), καθώς εστιάζει στην περίοδο 1982 -1992 και είναι διπλή, με το δεύτερο cd να περιέχει ακυκλοφόρητα b sides των μικρών δίσκων (singles). Έχει ενδιαφέρον.


Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟ BLUES – Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ
Σε μια πρόβα στο studio, ο Bob Daisley ήταν εκείνος που του πρότεινε να ηχογραφήσει ένα blues άλμπουμ με κομμάτια με τα οποία μεγάλωσε, αλλάζοντας έτσι την καριέρα του αλλά και προσφέροντας στη μουσική ένα εξαιρετικό άλμπουμ, το Still Got the Blues.
Εκείνο που κατάφερε τόσο εύκολα ήταν να καθιερωθεί στη συνείδηση των rock fans σαν ένας ξεχωριστός, χαρισματικός κιθαρίστας, που με την ίδια άνεση «περπάτησε» στο hard rock και στο blues. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον παραδέχεται σαν έναν από τους καλύτερους και σημαντικώτερους κιθαρίστες. Γιατί ξέρετε, ΔΕΝ φθάνει μόνο να είμαστε καλοί σε αυτό που κάνουμε αλλά πρέπει και να το κτίζουμε, να το ανεβάζουμε, να το πηγαίνουμε έστω ένα μέτρο πιο μπροστά. Κι αυτό ο Gary Moore το έκανε με άνεση!  
 O GARY MOORE ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ  
Η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στην Αθήνα ήταν στις 2 Ιουνίου 2001 στο πλαίσιο της περιοδείας του άλμπουμ Back to the Blues στο 2oAthens Blues Festival στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα. Μάλιστα είχαν βγει τα εισιτήρια που για τη δική του εμφάνιση  στις 2 Ιουνίου κόστιζαν 12.500δρχ. Το φεστιβάλ ήταν τριήμερο και θα έπαιζαν ακόμα στις 8 Ιουνίου οι Alvin Lee, Socrates Drank the Conium και Nine Below Zero με 9.000 δρχ/εισιτήριο και στις 9 Ιουνίου ο Buddy Guy και Blues Wire με 11.000δρχ. ή 36.70€(ήταν η εποχή που αναγραφόντουσαν και οι 2 τιμές). Τελικά την τελευταία στιγμή ακυρώθηκε ο Gary Moore γιατί έπαθε ωτίτιδα και δεν μπορούσε λόγω αλλαγής πίεσης να μπει σε αεροπλάνο.  
Ο Gary Moore έχει εμφανιστεί μια φορά στη χώρα μας, το  Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008 στο κατάμεστο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου (Ταε Κβο Ντο) όπου έπαιξε μόνο κομμάτια από τη blues περίοδο του με εξαίρεση το ‘Parisienne Walkways’ με το οποίο έκλεισε την εμφάνισή του, το οποίο όμως κι αυτό blues είναι! Σίγουρα για όσους περίμεναν μα παίξει έστω και λίγα κομμάτια από την hard rock περίοδό του ήταν μια ελαφρά απογοήτευση. Μεταξύ αυτών που έπαιξε  ήταν και “Don’t believe a word’των Thin Lizzy σε blues διασκευή και το «I Love You More Than You'll Ever Know» των Blood, Sweat & Tears. Τα εισιτήρια κόστιζαν στην προπώληση 45 € και στο ταμείο 50 €.
 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ

11/9/22 

Την επόμενη Κυριακή: Gregg Allman -Το μοναχικό ταξίδι της μεγάλης καριέρρας του.

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου