Το Power and the Glory(1983) αποτέλεσε για τους βρετανούς θεούς Saxon, το άλμπουμ που έκλεισε την πρώτη τους περίοδο, αυτή που τους ανέδειξε ως μια από τις μπάντες-πρωτοπόρους του New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM). Από κει και έπειτα ακολούθησε για το συγκρότημα μια περίοδος έξι περίπου ετών (1984-1990) που στη συνείδηση των metal οπαδών πέρασε ως περίοδος «παρακμής», κατά τη διάρκεια της
οποίας οι Saxon κυκλοφόρησαν δίσκους πιο γυαλισμένους και πιο ανάλαφρους, με πιο «εμπορικό» ήχο, προσπαθώντας να προσεγγίσουν την αμερικανική αγορά. Μια τάση που
ήταν ιδιαίτερα έντονη εκείνη την εποχή (μέσα των ‘80ς) και που στην παγίδα της έπεσαν αρκετά καθαρόαιμα metal σχήματα.
Για τους Saxon, η «εμπορική» τους αυτή περίοδος, ξεκίνησε με το άλμπουμ Crusader (1984), που ήταν – για να λέμε τα πράγματα ως έχουν – μια μέτρια κυκλοφορία, την οποία «σήκωσε στους ώμους του» το ομώνυμο επικό κομμάτι και της χάρισε μια επιτυχία που,πραγματικά, δεν της άξιζε σαν σύνολο.
Ο επόμενος δίσκος όμως, Innocence is no excuse(1985), προέκυψε ανέλπιστα
καλός, καταφέρνοντας να συνδυάσει ιδανικά το εμπορικό στοιχείο με το καθαρόαιμο metal
DNA της μπάντας, παρουσιάζοντας του Saxon πραγματικά ανανεωμένους, σε ιδανική φόρμα
και με μια συνοχή και σταθερότητα στις συνθέσεις που έλειπε από την προηγούμενη
κυκλοφορία. Σε αυτό το αποτέλεσμα ίσως να έπαιξε και ρόλο η αλλαγή δισκογραφικής
εταιρείας, καθώς η μπάντα υπέγραψε στην πολυεθνική EMI , φεύγοντας από την Carrere,
μετά από μηνύσεις και αγωγές για απλήρωτα δικαιώματα.
ΠΩΣ ΤΟ ΥΠΟΔΕΧΤΗΚΑΝ
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι το άλμπουμ δεν έγινε δεκτό με διθυράμβους όταν
κυκλοφόρησε αλλά αντιθέτως προβλημάτισε μεγάλη μερίδα των οπαδών λόγω της εμπορικής
στροφής του. Την ανησυχία τους ενίσχυσε και το εξώφυλλο του δίσκου που παρουσιάζει μια
κοπέλα που μόλις έχει δαγκώσει ένα μήλο με χαραγμένο πάνω του το “S” από το “Saxon”,
ένα πραγματικά «φλώρικο» εξώφυλλο που θα ταίριαζε περισσότερο σε κάποια από τις Pop
μπάντες της εποχής. Από μουσική σκοπιά υπάρχει μια φανερή μετακίνηση από το ωμό,
«λαϊκό», αλητήριο και μηχανόβιο metal των πρώτων 5 δίσκων σε ένα πιο pop/mainstream και
σαλονάτο metal, που στοχεύει σε ένα ευρύτερο μουσικό κοινό, στο MTV και στα charts του
Billboard. Αυτή η αλλαγή ύφους, όμως, δεν είναι ανεξέλεγκτη, κρατάει τα προσχήματα και
διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την καθαρόαιμη metal ουσία του σχήματος.
εκείνα του Crusader, αφού στο “Innocence…” πρέπει να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια για
να βρεις κάποιο filler. Ιδιαίτερα το πρώτο μισό/πρώτη πλευρά «φυσάει» και δεν είναι καθόλου
τυχαίο που τα τρία singles του δίσκου προέρχονται από αυτή την ομάδα. Τον δίσκο ανοίγει το
“Rockin’ again”, που ξεκινάει με μια ακουστική εισαγωγή, για να εξελιχθεί σε ένα mid-tempo
δυναμίτη, ένα ανθεμικό κομμάτι που περιγράφει την αμφίδρομη σχέση συγκροτήματος και
οπαδών ενώ, στη συνέχεια, το άλμπουμ εκτοξεύεται, αρχίζοντας με το “Call of the Wild” και
τον «κυματιστό» ρυθμό του και συνεχίζοντας με το χιτάκι “Back on the streets” (πρώτο
single), το σκοτεινό “Devil rides out”, σχετικά με μια «διαβολική» γυναίκα, και το επόμενο
κορυφαίο κομμάτι και τρίτο single, το ταξιδιάρικο “Rock ‘n’ Roll Gypsy”, με αρκετά AOR
στοιχεία.
Η πιο ιδιαίτερη όμως στιγμή του άλμπουμ είναι το “Broken Heroes” που ανοίγει το
δεύτερο μισό, μια καταπληκτική και συγκινητική power μπαλάντα που είναι αφιερωμένη στους
πεσόντες διαφόρων πολέμων. Από τους στίχους του παρελαύνουν διάφορα θέατρα μαχών
όπως τo Βιετνάμ, το Somme (Α’ ΠΠ), το Stalingrad (B’ ΠΠ), το Belfast (Β. Ιρλανδία) και το
Goose Green (Falklands) στα οποία νέοι άνθρωποι πέθαναν για την πατρίδα τους ή
κυνηγώντας τη δόξα. Πραγματικά, ένα από τα καλύτερα κομμάτια ολόκληρης της
δισκογραφίας των Saxon.
Από κει και έπειτα, υπάρχουν άλλες τέσσερις συνθέσεις (“Gonna Shout”, “Everybody
up”, “Raise some hell”, “Give it everything you’ve got”) που κινούνται σε παρόμοιο μοτίβο,
αυτό του arena metal, με ξεσηκωτικό ρυθμό, ωραία σόλο και κολλητικά ρεφραίν. Αν θα
μπορούσα να βρω κάτι αρνητικό σ’ αυτά, είναι η στιχουργική τους μονοτονία, αφού και τα
τέσσερα στη σειρά αναφέρονται στην εμπειρία μιας συναυλίας και μαζί με το αρχικό, “Rockin’
again”, δίνουν πέντε συνολικά τραγούδια με όμοιο θέμα.
Η κανονική κυκλοφορία κλείνει με αυτά τα δέκα κομμάτια , αλλά ιδιαίτερη μνεία
πρέπει να γίνει και σε άλλα δύο που αποτελούσαν B’ sides των singles “Back on the streets”και ‘Rockin’ again”/”Rock ‘n’ roll gypsy” αντίστοιχα, τα “Live Fast Die Young” και “Krakatoa”.
Κομματάρες και τα δυο και σε καμία περίπτωση υποδεέστερα επειδή κυκλοφόρησαν ως B’
sides. Απλά, το θέμα τους είναι ότι κινούνται στο παλιό, χύμα metal στυλ των Saxon και θα
μπορούσαν να βρίσκονται άνετα σε ένα από τα παλιότερα άλμπουμ όπως Denim and
Leather ή Strong arm of the law, αλλά δεν θα κόλλαγαν σαν κύριες συνθέσεις στο
“Innocence…”. Τα συγκεκριμένα κομμάτια βρίσκονται στη remaster έκδοση του άλμπουμ
(2010) μαζί με κάποια live και ένα medley. Φυσικά, μπορούν να βρεθούν άνετα και στο spotify
ή το youtube.
Όσον αφορά την απόδοση των μελών, είναι σε άριστο επίπεδο. O Byford είναι όπως
πάντα άψογος, το κιθαριστικό δίδυμο των Grahah Oliver/Paul Quinn θερίζει και προσφέρει
κάμποσα καταπληκτικά σόλο και οι Steve Dawson/Nigel Glockler σε μπάσο και ντραμς
αντίστοιχα, αποτελούν για μια ακόμη φορά τα ισχυρά θεμέλια του Saxon οικοδομήματος.
Πολύ καλή είναι και η παραγωγή του άλμπουμ που προσφέρει επιπλέον αξία και ποιότητα
στην όλη απόδοση της μπάντας.
Εμπορικά, το “Innocence..” πήγε αρκετά καλά, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου με τη
στήριξη της ΕΜΙ έλαβε αρκετή προώθηση, ενώ τα βίντεο του άλμπουμ είχαν αρκετή προβολή
στο MTV και τα singles έλαβαν σεβαστό airplay από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το
άλμπουμ έφτασε μέχρι την θέση 133 του Billboard - καλύτερα από το προηγούμενο,
Crusader, αλλά και από το επόμενο, “Rock the Νations” - και η μπάντα έκανε μια αρκετά
μεγάλη περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική, με 43 εμφανίσεις το 1985 και 49 το 1986. Στην
πατρίδα τους όμως, τη Μ.Βρετανία, άρχισαν να χάνουν οπαδούς λόγω της εμπορικής τους
στροφής και αυτό θα ήταν μόνο η αρχή μιας πτώσης της δημοτικότητάς τους στα επόμενα
χρόνια. «Θύμα» αυτής της – άδικης θα έλεγα – αμφισβήτησης, υπήρξε ο μπασίστας και
ιδρυτικός μέλος των Saxon, Steve Dawson, ο οποίος αποχώρησε από το σχήμα καθώς δεν
συμφωνούσε με την εμπορική στροφή που έπαιρνε. Αυτό, βέβαια, φαίνεται κάπως παράδοξο,
αφού η «υπογραφή» του υπάρχει σε όλες τις συνθέσεις του άλμπουμ. Πρώτα, δηλαδή τις
έγραψε και μετά κατάλαβε ότι δεν του άρεσαν;
Παρά την σχετικά καλή του πορεία αλλά και την αδιαμφισβήτητη ποιότητά του, το
Innocence is no excuse δεν «έκατσε» καλά στη συνείδηση των οπαδών των Saxon και των
metal οπαδών γενικότερα. Πολλοί βιάστηκαν να κατηγορήσουν τη μπάντα ότι ξεπουλήθηκε
και ότι γυάλισε τον ήχο της στο βωμό της μεγαλύτερης δημοτικότητας. Η αλήθεια όμως είναι
ότι αποτελεί ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της πρώτης φάσης τους και το μοναδικό της
«εμπορικής» τους περιόδου που έχει κάτι ποιοτικό και διαφορετικό να προσφέρει.
Σε τελική ανάλυση , ο χρόνος και η μετέπειτα πορεία των Saxon, καθάρισε το όνομά
του και πλέον το άλμπουμ θεωρείται από την πλειοψηφία ως μια πιο
mainstream μεν metal κυκλοφορία, καθόλα όμως άξια να σταθεί ανάμεσα στα κλασικά
άλμπουμ της τεράστιας δισκογραφίας τους.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Λίγους μήνες μετά τη λήξη της περιοδείας για το “Innocence…” κυκλοφόρησε το
Rock the Nations (1986), ένα μέτριο και ανούσιο άλμπουμ, που ενέτεινε το σπιράλ πτώσης
της φήμης της μπάντας , για να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πτώση με το – αδικημένο
ίσως - Destiny του 1988.
Η φάση ανασύνταξης τους ξεκινάει με το Solid Ball of Rock του 1991,
συνεχίζει με το Forever Free(1992) και κλείνει με το πολύ καλό Dogs of War (1995).
Από το 1997 και το άλμπουμ Unleash the Beast ξεκινάει μια δεύτερη νεότητα και μια
υποδειγματική πορεία για την μπάντα, η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα,
χαρίζοντάς μας 11 άλμπουμ ποιοτικότατου και πωρωτικού heavy metal, με τελευταίο το
πραγματικά εντυπωσιακό Carpe Diem(2022).
ΟΙ SAXON ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στο πλαίσιο της προώθησης του άλμπουμ, οι Saxon πέρασαν και
από τη χώρα μας για πρώτη φορά, δίνοντας το τελευταίο show της περιοδείας τους στο
γήπεδο του Απόλλωνα στη Ριζούπολη, στις 11/5/1986, με support τους δικούς μας Spitfire
που μόλις είχαν κυκλοφορήσει το θεϊκό και – πλέον- all time classic, First Attack.
Για την ιστορία, η συναυλία ήταν προγραμματισμένη να γίνει την προηγούμενη ημέρα, 10/5, αλλά λόγω ισχυρής βροχόπτωσης και επειδή δεν υπήρχε στέγαστρο στη σκηνή, μεταφέρθηκε για την επόμενη. Η ανακοίνωση, μάλιστα, για την μεταφορά της ημερομηνίας,
έγινε την τελευταία στιγμή, με τον κόσμο μαζεμένο περιμένοντας να αρχίσει το σόου και με τη
βροχή να πέφτει! Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της βροχόπτωσης, υπήρχε και ένα υφέρπον
άγχος για την πιθανότητα να υπάρχουν ραδιενεργά σωματίδια στη βροχή καθώς, 15 μέρες
πριν (26/4/1986), είχε γίνει το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσέρνομπιλ!
Τέλος, να σημειωθεί πως αυτή η συναυλία -αν θυμάμαι καλά - ήταν η πρώτη
συναυλία καθαρόαιμου heavy metal σχήματος στη χώρα μας και άνοιξε την αυλαία για τις επόμενες μπάντες που ακολούθησαν
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
24/8/22
Δημοσίευση σχολίου