Είμαστε στην Αγγλία, στα τέλη του 1971, όπου βρίσκουμε τους Jethro Tull να απολαμβάνουν την μεγάλη επιτυχία του 4ου άλμπουμ τους, του ιστορικού Aqualung. Κι όμως! Ο αρχηγός τους, ο πολύς Ian Anderson, δεν το απολαμβάνει και τόσο. Φαίνεται να είναι θυμωμένος με τους μουσικοκριτικούς, που έσπευσαν να το χαρακτηρίσουν ως ένα “concept album”, που πραγματευόταν το θέμα της χριστιανικής πίστης και του ρόλου της εκκλησίας. «Όχι θυμωμένος, όχι», διηγείτο αργότερα ο Anderson, «μάλλον ελαφρώς εκνευρισμένος, αλλά και χαιρέκακα ικανοποιημένος. Αφού επιμένουν να το ονομάζουν “concept album”, μόνο και μόνο επειδή 3-4 τραγούδια έχουν παρεμφερές θέμα, θα τους δώσω κι εγώ, όχι απλώς ένα concept album, αλλά τη ‘μητέρα’ όλων των concept album»!
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, που δυσαρεστούσε τον Anderson. Ήταν και ο δρόμος που είχε πάρει το progressive rock εκείνη την εποχή: Συγκροτήματα όπως οι Emerson, Lake and Palmer, ή οι Yes ή οι Genesis, συναγωνίζονταν ποιος θα παρουσιάσει το πιο πολύπλοκο, το πιο εντυπωσιακό, το πιο πομπώδες έργο. Πού θα έφτανε αυτή η κατάσταση; Ο Ian Anderson θεώρησε ότι θα ‘πρεπε κάποιος να τους ταρακουνήσει λιγάκι, να τους θυμίσει ότι δεν είναι θεοί. Έτσι, ακολουθώντας τη σχολή των Monty Python, που μεσουρανούσαν εκείνα τα χρόνια, καταπιάστηκε να δημιουργήσει ένα σατιρικό concept album με περίτεχνους στίχους, με εντυπωσιακές μουσικές καινοτομίες και με τραγούδια μεγάλης διάρκεια, αλλά όλα αυτά, δοσμένα με μπόλικο λεπτό αγγλικό χιούμορ. Και τα κατάφερε! Σίγουρα, αν μη τι άλλο, σε ό,τι αφορά τη διάρκεια των τραγουδιών, τους ξεπέρασε όλους: το τελικό αποτέλεσμα ήταν ΕΝΑ (1) τραγούδι, διάρκειας 43.36’, παραπάνω δηλαδή απ’ όσο του επέτρεπε ένα LP βινυλίου: 22.31’ στην πρώτη πλευρά και 21.05’ στη δεύτερη, ενώ, συνήθως, η κάθε πλευρά ενός LP δεν ξεπερνούσε σε διάρκεια τα 20’. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρία Chrysallis στις 10/3/1972, πριν 50 χρόνια, με άλλα λόγια. Μάλιστα, όταν πια το άλμπουμ βγήκε σε CD, η Chrysallis διατήρησε αυτή τη διαίρεση σε δύο μέρη, για λόγους ιστορικούς.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την παρουσίαση του άλμπουμ με το πρώτο πράγμα που σε άφηνε άφωνο, μόλις έπιανες το δίσκο στα χέρια σου: Το εξώφυλλό του! Το οποίο δεν ήταν ακριβώς εξώφυλλο. Ήταν μια 16σέλιδη εφημερίδα, τυλιγμένη σε σχήμα τετράγωνο, στο μέγεθος ενός συνήθους LP.Η «εφημερίδα» αυτή, με την ονομασία “The St. Cleve Chronicle & Linwell
Advertiser” και ημερομηνία κυκλοφορίας Παρασκευή 7-1-1972, είναι δημιούργημα της αστείρευτης φαντασίας του Ian Anderson, με τη συνδρομή του πιανίστα John
Evans και του μπασίστα Jeffrey Hammond. Όπως λέει μάλιστα ο Hammond: «Η χαρά που είχαμε φτιάχνοντας αυτή την εφημερίδα, είναι ένας πολύ βασικός παράγοντας
της ποιότητας του άλμπουμ»! Την ίδια χαρά εκφράζει και ο Ian Anderson: «Είχαμε πέσει με τα μούτρα! Σκεφτείτε, μας πήρε 3 εβδομάδες να φτιάξουμε την
εφημερίδα, ενώ για την ηχογράφηση του άλμπουμ χρειαστήκαμε 2 εβδομάδες»!
Δεν ήταν πρώτη φορά, που κυκλοφορούσε δίσκος με εξώφυλλο εφημερίδα. Οι
“Four Seasons” (το γκρουπ του Frankie Valli) είχαν κυκλοφορήσει το 1969 κάτι
ανάλογο:Η περίπτωση όμως του “Thick as a Brick” είναι μοναδική! Κατ’ αρχάς, πρόκειται για
κανονικότατη εφημερίδα, με σταυρόλεξο, πρόγραμμα τηλεόρασης, διαφημίσεις,
κλπ. Επιπλέον, εμπεριέχει πολλά στοιχεία για το άλμπουμ, αλλά και όλους τους
στίχους. Κι αυτό οδηγεί σε μια πρωτόγνωρη αλληλεξάρτηση στίχων, μουσικής και
εξωφύλλου!
ΤΟ CONCEPT
Όπως βλέπουμε και από τον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας, το θέμα αφορά έναν
8χρονο ιδιοφυή πιτσιρικά, τον Gerald Bostock, που έγραψε τους στίχους του Thick
as a Brick, προκειμένου να συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό ποίησης, απ’ όπου
όμως αποκλείστηκε λόγω ανήθικης συμπεριφοράς. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της
εφημερίδας, ο κ. Ian Anderson, του δημοφιλούς γκρουπ των Jethro Tull, διάβασε το ποίημα του μικρού Gerald και έγραψε 45’ μουσικής «ποπ» για να το συνοδεύσει. Το ποίημα αναφέρεται σε έναν κλασικό μέσο Εγγλέζο νεαρό, που έχει να διαλέξει είτε
να ακολουθήσει τη στρατιωτική καριέρα, είτε να αφοσιωθεί στην τέχνη. Διαλέγει
τελικά το πρώτο, σαν τον πατέρα του δηλαδή, και καταλήγει να συμπεριφέρεται το
ίδιο και να πιστεύει στα ίδια, όπως ο πατέρας του, απέναντι στον οποίο είχε κατ’
αρχήν επαναστατήσει. Μέσα απ’ αυτήν την ιστορία, ο Ian Anderson βρίσκει την
ευκαιρία να σατιρίσει τη ζωή του μέσου Εγγλέζου, χαρακτηρίζοντάς τον “Thick as a
Brick”, δηλαδή τούβλο, στουρνάρι, μπουμπουνοκέφαλο, που δεν μπορείς να του
βάλεις νέες ιδέες. «Ο χαρακτήρας του Gerald Bostock σίγουρα εμπεριέχει και
αυτοβιογραφικά στοιχεία», μας λέει ο Anderson. «Όπως ο Gerald, έτσι κι εγώ ήμουν
ρέμπελος ως παιδί».
ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Διασκεδαστικό το εξώφυλλο, τολμηρό το concept, τίποτα όμως δεν μπορεί να
συγκριθεί με την εμπειρία της ακρόασης του έργου. Πρόκειται, όπως είπαμε, για
ένα και μοναδικό τραγούδι, το οποίο όμως φτιάχτηκε κομμάτι-κομμάτι και
αποκτούσε την οριστική του μορφή κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Ο Anderson
πρόσθετε και αφαιρούσε στίχους και μουσική, ανάλογα με το πώς εξελισσόταν η
ηχογράφηση και τα μέλη του γκρουπ γράφανε με το πρώτο take, γιατί σε
διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να το ξαναγράψουν όλο απ’ την αρχή! Εννοείται
ότι με την ολοκλήρωση των sessions, έπεσε πολύ mix και overdub μέχρι το τελικό -
υπέροχο- αποτέλεσμα.
Όλα αυτά θα ήταν αδύνατον να γίνουν, αν δεν είχαν, πρώτα απ’ όλα, για drummer
τον φοβερό Barriemore Barlow, ο οποίος αντικατέστησε τον Clive Bunker. Ο Barlow,
πέρα από την εξαιρετική τεχνική του, έφερε στο γκρουπ και μια ατμόσφαιρα
συντροφικότητας, που ήταν απαραίτητη για να παραμείνουν σε ψηλό επίπεδο η
συγκέντρωση και η προσπάθεια, που έπρεπε να καταβάλουν όλα τα μέλη του
γκρουπ, σε όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης. Γιατί είναι πραγματικά απίστευτο, το
τι παπάδες παίζουν, εκτός από τον Barlow, ο Martin Barre, o Jeffrey Hammond και
ο John Evans! Προφανώς δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για τον τεράστιο Ian
Anderson, ο οποίος διαπρέπει, όπως επίσης δεν μιλάμε για τις εξαιρετικές
ενορχηστρώσεις του David Palmer. Όλοι άψογοι! Και να σκεφτεί κανείς ότι
επρόκειτο για πολύ νέα παιδιά. Ο Anderson ήταν μόλις 24 χρονών τότε!
Αν θα θέλατε να διαβάσετε κάτι παραπάνω, σχετικά με το επίπεδο στιχουργικής, σύνθεσης και ερμηνείας του τόσο απαιτητικού αυτού έργου, προτείνουμε το link: https://bestclassicbands.com/jethro-tull-thick-as-a-brick-5-6-19/. Οι ίδιοι πάντως οι Jethro Tull το έτρεμαν το Thick as a Brick. Όταν ήρθε ο καιρός να το παίξουν live στις ΗΠΑ, τα χρειάστηκαν! «Η προοπτική του live μας πέτρωσε», θυμάται ο Martin Barre. «Ήταν πολύ δύσκολο να παίξεις αυτό το κομμάτι, είχες τόσα πολλά να θυμηθείς. Κάτι απίθανα ακόρντα, κάτι περίεργα 7/4 και 6/8, πολύ πράμα!». Ο Ian Anderson, βέβαια, δεν ανησυχούσε για τέτοια «μικροπράγματα». Η ανησυχία του αφορούσε περισσότερο το πολιτιστικό χάσμα Αγγλίας – Αμερικής. «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι Αμερικάνοι θα αντιλαμβάνονταν το χιούμορ του έργου», εξομολογείται ο Anderson. «Πρέπει να πω ότι τα έχασα, όταν είδα να πηγαίνουμε στη θέση 1 στις ΗΠΑ, τη στιγμή που στο Ηνωμένο Βασίλειο φτάσαμε ως τη θέση 5». Στην Αμερική πάντως, είχε κυκλοφορήσει και μια ραδιοφωνική έκδοση, διάρκειας 3.01, που βοήθησε πολύ στην προώθηση του άλμπουμ. Στην Ευρώπη δεν κυκλοφόρησε τότε η radio έκδοση, παρά μόνον αργότερα, σε κάποιες συλλογές.
Αυτή ήταν, με λίγα λόγια, η υπέροχη ιστορία του Thick As A Brick, ενός δίσκου που ξεκίνησε σαν ένα αστείο, σαν μια σατιρική ματιά στο prog rock και κατέληξε να συμπεριλαμβάνεται στα πιο σημαντικά progressive album στην ιστορία!
THICK AS A BRICK 2
Το 2012, στην 40στή επέτειο της κυκλοφορίας του Thick As A Brick, ο Ian Anderson κυκλοφόρησε το “Thick As A Brick 2 - Whatever Happened To Gerald Bostock?”, στο οποίο μας παρουσιάζει την κατάσταση του 48χρονου πια Gerald Bostock. Με τα λόγια του Ian Anderson «το άλμπουμ εξετάζει το πώς η ζωή μας εξελίσσεται, αλλάζει κατεύθυνση και τελικά καταλήγει να είναι το αποτέλεσμα αστάθμητων παραγόντων, όσο μικρών και ασήμαντων κι αν μας φαίνονται, όταν συμβαίνουν».
Το 2012 ήταν επίσης η χρονιά, όπου ο Ian έπαιξε live όλο το Thick as a Brick, όπως και το sequel.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ 50 ΕΤΩΝ
Η φετινή χρονιά συμπίπτει με την επέτειο των 50 χρόνων από την πρώτη κυκλοφορία του δίσκου. Για να γιορτάσει το γεγονός, η Chrysallis επανακυκλοφορεί το άλμπουμ, σε βινύλιο half-speed master, πάνω στο remix του Steven Wilson, του 2012. Εννοείται ότι το εξώφυλλο είναι πιστό αντίγραφο της περίφημης εφημερίδας “St. Cleve Chronicle & Linwell Advertiser”, με ημερομηνία έκδοσης την 7-1-1972.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
5/6/22
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ THICK AS A BRICK
Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι το Thick as A Brick ήταν ένα ασυνήθιστο άλμπουμ, με ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο, ένα άλμπουμ στο οποίο ο ιδιοφυής Ian Anderson έκανε τέχνη. Και πως να το καταλάβω αφού όταν κυκλοφόρησε ήμουν 14 ετών και μόλις είχα αρχίσει να γράφω κασέτες από ένα δισκάδικο στην οδό Λευκωσίας, κάτω από την Πλτ. Αμερικής. Κασέτες που περιείχαν Status Quo, Slade, Βίκυ Λέανδρο, Ντέμη Ρούσο, Christie, Slade αλλά και Black Sabbath, Deep Purple και Uriah Heep. Σε μια στιγμή, το αθάνατο κασετόφωνο μάρκας Grundig, έδωσε τη θέση του σε ένα ερυθρόλευκο μονοφωνικό πικ απ Panasonic, με το ηχείο να είναι ενσωματωμένο στο ίδιο το πικ απ. Έχοντας πικ απ, έπρεπε να αγοράσω και δίσκους και έτσι κρατώντας τις 150 δραχμές στο χέρι, πήγα στον αγαπημένο μου χώρο του δισκάδικου που το έλεγαν Τετράγωνο και κύτταγα τους εκατοντάδες δίσκους που με περιέβαλαν, αλλά δεν τους ήξερα. Με τη συμβουλή του ενός εκ των 2 ιδιοκτητών, πήρα το Thick as A Brick των Jethro Tull όπου ήδη τους ήξερα και στις κασέτες μου είχα τραγούδια τους (Aqualung, Locomotive Breath, My Sunday Feeling και Nothing to Say). Τώρα όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά αφού είχα ένα ολόκληρο δίσκο με ένα ακαταλαβίστικο εξώφυλλο κα μια τεράστια απογοήτευση όταν το άκουσα, αφού η κάθε πλευρά του δίσκου είχε από ένα τραγούδι!!! Με κορόιδευαν, σκέφτηκα κι εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία μου με τους ιδιοκτήτες του καταστήματος, τον επέστρεψα (οι δίσκοι βινυλίου δεν γινόντουσαν πίσω δεκτοί γιατί τα περισσότερα πικ απ όπως και το δικό μου είχαν βελόνες-καρφιά και μπορούσαν να τους χαράξουν), ζώντας ακόμα ένα προβληματισμό αφού δεν ήξερα με τι να τον αλλάξω. Τελικά και πάλι μετά από πρόταση των ιδιοκτητών (τον έναν τον έλεγαν Πάρη) πήρα το Hearing of Atomic Rooster που ούτε αυτό μου άρεσε, αλλά δεν τόλμησα να τον επιστρέψω. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να εκτιμήσω τον ήχο και την ποιότητα του Thick as A Brick και να το ξανά αγοράσω στην αυθεντική αγγλική έκδοση με την εφημερίδα!
Δημοσίευση σχολίου