Η πρώτη του «ατυχία» είναι ότι αποτέλεσε τον διάδοχο ενός εμβληματικού και υπερεπιτυχημένου άλμπουμ, του Crazy World (1990), με συνέπεια η σύγκριση με τον προκάτοχό του να είναι αναπόφευκτη, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις και όπως είχε ξανασυμβεί στους Scorpions, όταν το Savage Amusement (1988) βρέθηκε στην σκιά του άλλου μεγαθηρίου της μπάντας, του all-time classic, Love at first sting(1984).
Δεύτερη «ατυχία» που το «χτύπησε» ήταν οι αλλαγές που λάμβαναν χώρα εκείνη την περίοδο στον σκληρό εμπορικό ήχο: το sleaze/glam/hair metal αποτελούσε ήδη παρελθόν, το grunge/alternative κυριαρχούσε, ενώ στον ακόμα πιο σκληρό ήχο επικρατούσε το groove metal (ή neo-thrash, post-thrash) με πρωτοπόρους τους Pantera.
Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να έχει ο δίσκος μια χλιαρή αποδοχή όταν βγήκε και να αντιμετωπιστεί με σχετική αδιαφορία, σαν να μην κυκλοφόρησε ποτέ, κάτι σαν ένα άλμπουμ «φάντασμα». Ακόμα κι εγώ, που μου αρέσουν αρκετά οι Scorpions, το αγόρασα «διεκπεραιωτικά», για να μπει στην δισκογραφία που είχα. Αμφιβάλλω αν το άκουσα έστω και μια φορά, μάλλον μπήκε κατευθείαν στο ράφι και πέρασαν πολλά χρόνια για να του δώσω την προσοχή που του άρμοζε.
Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΛΜΠΟΥΜ
Για να περάσουμε τώρα στα του άλμπουμ: για την παραγωγή του, οι Scorpions επέλεξαν τον Καναδό Bruce Fairbairn, πασίγνωστο παραγωγό με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του, μεταξύ των οποίων τα Slippery when wet και New Jersey των Bon Jovi. Με τον Fairbairn είχαν συμφωνήσει να συνεργαστούν και για το Crazy World αλλά εκείνος, την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και προτίμησε τους AC/DC και την παραγωγή στο The Razors Edge (1990), οπότε η πολυπόθητη συνεργασία πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση τριών ετών. Στον τομέα των τραγουδιών, σε τέσσερα από αυτά συμμετέχει στη σύνθεση εξωτερικός συνεργάτης, ο παραγωγός και μουσικός Mark Hudson, ενώ τα υπόλοιπα είναι δημιουργίες του κλασικού συνθετικού διδύμου, Schenker/Meine. Όσον αφορά τα μέλη της μπάντας, από το σχήμα αποχώρησε ο επί 20ετίας μπασίστας τους (από το δεύτερο άλμπουμ, Fly to the Rainbow), Francis Buchholz και στη θέση του ήρθε ο Ralph Rieckermann, που παρέμεινε μαζί τους σχεδόν μια δεκαετία. Επιπλέον, είναι το τελευταίο άλμπουμ στο οποίο παίζει ο επί μακρόν ντράμερ τους, Herman Rarebell (από το Taken by Force του 1977).
Το Face the Heat κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1993 και, από εμπορική σκοπιά, ήταν αποτυχία, τουλάχιστον για το διαμέτρημα των Scorpions. Στις ΗΠΑ, μετά βίας έγινε χρυσό (500.000 κομμάτια), ενώ συνολικά έκανε γύρω στις 1.500.000 πωλήσεις. Συγκριτικά, το προηγούμενο άλμπουμ, Crazy World, πούλησε 2 εκατομμύρια δίσκους στις ΗΠΑ (2 φορές πλατινένιο) και άλλα 5 εκατομμύρια στον υπόλοιπο κόσμο, οπότε η αποτυχία του να κινηθεί εμπορικά είναι ολοφάνερη.
Η αξία όμως ενός άλμπουμ φαίνεται από την πραγματική του ουσία και αυτή δεν είναι άλλη από τα τραγούδια του. Το Face the Heat, αντίθετα με την χαμηλή εμπορική του απήχηση, είναι ένα αρκετά καλό άλμπουμ, πιθανόν το τελευταίο καλό της κλασικής περιόδου των Scorpions, αυτής που ξεκινάει από τις αρχές των 80s. Είναι αρκετά heavy, έχει τα κομμάτια-κράχτες που απαιτούνται, έχει τις απαραίτητες μπαλάντες, βγάζει μια εμπορική αίσθηση – λιγότερη, βέβαια, από τον προκάτοχό του - και σε γενικές γραμμές η μπάντα ακούγεται σε καλή φόρμα, με δυνατά riffs στις κιθάρες και πολύ καλά σόλο , δυνατό rhythm section και φυσικά με τα κλασικά αψεγάδιαστα φωνητικά του Meine.
Κάποιες στιγμές μπορεί να δημιουργείται η αίσθηση ότι ορισμένα τραγούδια είναι περισσεύματα του Crazy World αλλά αυτό δεν ενοχλεί καθόλου αφού από τα 11 κομμάτια τα 7-8 είναι σίγουρα αρκετά καλά. Προσωπικά, όσο «αιρετικό» κι αν φανεί, θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ, στην ολότητά του, το βρίσκω καλύτερο από τον προκάτοχό του, άσχετα αν μου πήρε αρκετά χρόνια για να το ακούσω με προσοχή και να το εκτιμήσω. Να σημειωθεί επίσης, ότι αν και το Face the Heat κυκλοφόρησε εν μέσω κυριαρχίας του grunge/alternative, οι Scorpions δεν έβαλαν ούτε ίχνος από το συγκεκριμένο είδος στα κομμάτια τους – όπως έκαναν αρκετές άλλες εμπορικές μπάντες – και αυτό είναι προς τιμήν τους. Βέβαια, η μούφα θα έρθει 6 χρόνια αργότερα (Eye II Eye, 1999), αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Περνώντας στα κομμάτια, το πρώτο μισό του άλμπουμ είναι ελαφρώς καλύτερο από το δεύτερο και είναι αυτό στο οποίο υπάρχουν τα τραγούδια που προωθήθηκαν περισσότερο. Αρχή με το “Alien Nation”, πρώτο single του άλμπουμ, ένα mid -tempo τραγούδι με βαρύ riff και δυνατά ντραμς και στίχους σχετικά με την επανένωση των δυο Γερμανιών. Πολύ καλή και πραγματικά heavy σύνθεση. Ακολουθεί άλλη μια επιτυχία, το επίσης mid-tempo ‘No pain no gain”, από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ. Το συγκεκριμένο, βγήκε σαν single για να υποστηρίξει την γερμανική εθνική ομάδα ποδοσφαίρου στη συμμετοχή της στο Mundial του 1994 στις ΗΠΑ. Στην εκδοχή του single μάλιστα, στο ρεφρέν, ακούγονται και τα φωνητικά των παικτών. Το τραγούδι αν και εξαιρετικό, μάλλον δεν έφερε γούρι στην εθνική Γερμανίας αφού, για την ιστορία, αποκλείστηκε στον προημιτελικό από την Βουλγαρία με 2-1. Συνέχεια με το “Someone to touch”, ένα δυναμικό, γρήγορο και με φανταστικό σόλο κομμάτι, που θυμίζει τους Scorpions των κλασικών άλμπουμ της δεκαετίας του 1980 και που κακώς δεν προωθήθηκε σαν single.
Από το άλμπουμ εννοείται ότι δεν λείπουν οι μπαλάντες και η πρώτη είναι το “Under the same sun” (τρίτο single) που προσπαθεί ως ένα βαθμό να μιμηθεί το Wind of Change, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, με αντιπολεμικές και πασιφιστικές αναφορές (αυτά δηλαδή που δεν πρόκειται να συμβούν ποτέ όσο υπάρχει το ανθρώπινο είδος…). Καλό τραγούδι αλλά όχι και το αγαπημένο μου. Προτιμώ το “Lonely nights”, την μπαλάντα που κλείνει το άλμπουμ, η οποία έχει και τους απαραίτητους «σπαραξικάρδιους» στίχους με αναφορές στα συναισθήματα μετά από έναν χωρισμό. Κλασικό και εγγυημένο! Το Face the Heat έχει και τρίτη μπαλάντα, το “Woman” (δεύτερο single), ατμοσφαιρική , σκοτεινή και με αρκετά μπλουζ περάσματα, τόσο στην μελωδία όσο και στο σόλο της, που συνοδεύεται από ένα εξίσου ατμοσφαιρικό βίντεο.
Οι υπόλοιπες συνθέσεις (Unholy alliance, Hate to be nice, Taxman woman, Ship of fools, Nightmare avenue) βρίσκονται ένα κλικ πιο κάτω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι άξιες προσοχής, αφού κρατάνε μια χαρά το άλμπουμ σε πολύ καλό επίπεδο. Από αυτή τη δεύτερη ομάδα θα ξεχωρίσω το “Taxman woman” , ένα γρήγορο κομμάτι με ωραίο κολλητικό ρεφρέν που σίγουρα θα του άξιζε λίγο μεγαλύτερη προώθηση. Τους στίχους του – αν και αναφέρονται σε γυναίκα που «μασάει» τα χρήματα κάποιου κακόμοιρου – λέγεται ότι τους εμπνεύστηκαν από κάποια οικονομική περιπέτεια που είχε η μπάντα, καθώς είχε κατηγορηθεί κάποια στιγμή για φοροδιαφυγή.
Tέλος, στο κλείσιμο του δίσκου, ένα λεπτό περίπου μετά το τέλος του Lonely nights, ξεκινάει ένα κρυφό κομμάτι που είναι μια διασκευή του Marie’s the name (His latest flame) του Elvis Presley. Δεν θυμάμαι αν υπάρχει στο βινύλιο, αλλά περιλαμβάνεται σίγουρα στην αμερικάνικη έκδοση του CD.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το Face the Heat δεν έκανε καλές πωλήσεις, αλλά παρόλα αυτά έφτασε μέχρι την θέση 24 του Billboard , ενώ τα singles του, Alien Nation και Under the same sun μπήκαν στην πρώτη 20άδα των mainstream rock tracks στις ΗΠΑ. Ακολούθησε παγκόσμια περιοδεία, όπου στο διάστημα 1993-1994 έκαναν 116 εμφανίσεις αποδεικνύοντας ότι, ανεξάρτητα από την απήχηση της εκάστοτε κυκλοφορίας τους, σαν μπάντα, επί σκηνής παρέμεναν ένα από τα πιο καυτά και περιζήτητα ονόματα.
Εν κατακλείδι, το Face the Heat αποτελεί ένα από τα πολύ καλά και δυνατά άλμπουμ των Scorpions, τουλάχιστον της περιόδου μετά το 1990. Αν και είχα να το ακούσω χρόνια, με αφορμή το παρόν άρθρο , είχα την ευκαιρία να το φρεσκάρω στη μνήμη μου και πραγματικά το ευχαριστήθηκα αφού το άκουσα σίγουρα 7-8 φορές χωρίς να το βαρεθώ καθόλου. Θα έλεγα ότι είναι αυτό και όχι το Crazy World, που κλείνει την κλασική περίοδο των Scorpions, αφού θα χρειαστεί να περάσουν 11 χρόνια και να φτάσουμε στο Unbreakable του 2004 για να ακούσουμε πάλι κάτι αξιόλογο από την μπάντα. Δυστυχώς, όταν κυκλοφόρησε, η μουσική συγκυρία ήταν τέτοια που πέρασε και δεν ακούμπησε, ο μουσικός τύπος δεν το προώθησε σχεδόν καθόλου, οι ίδιοι οι οπαδοί των Scorpions αδιαφόρησαν και ακόμα και σήμερα ελάχιστες αναφορές γίνονται γι’ αυτό, έτσι ώστε να έχει καταλήξει να αποτελεί , όπως έγραψα και στην αρχή, ένα άλμπουμ «φάντασμα».TRIVIA
- Στο πλαίσιο της περιοδείας για το Face the Heat, οι Scorpions έπαιξαν και στην χώρα μας και συγκεκριμένα στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη. Τη συναυλία είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω ως «τζαμπατζής» από την ταράτσα παρακείμενης πολυκατοικίας, αφού τότε έμενα σχεδόν δίπλα στο γήπεδο και επιπλέον δεν ήθελα να δώσω χρήματα για εισιτήριο αφού περνούσα φάση αδιαφορίας για την μπάντα. Μάλιστα, το απόκομμα του εισιτηρίου που έχω στη συλλογή μου το βρήκα μετά το τέλος της συναυλίας πεταμένο στο δρόμο! (Ορίστε, και μια αποκάλυψη!).
- Για την ιστορία, έπαιξαν πέντε κομμάτια από το άλμπουμ (Alien Nation, No pain no gain, Someone to touch, Under the same sun, Taxman woman), ενώ ως guest εμφανίστηκε ο Michael Schenker που έπαιξε κιθάρα στις μπαλάντες, When the smoke is going down, Always Somewhere, Holiday, Under the same sun.
- Tέλος, ως support σχήματα εμφανίστηκαν οι δικοί μας Trademark (τους θυμάται κανείς;), ενώ ο ο Duff McKagan (μπασίστας στους G n’ R μέχρι το 1993, solo, Velvet Revolver κ.α.) έπαιξε μαζί τους στην ευρωπαική περιοδεία αλλά ΟΧΙ στην Ελλάδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
Δημοσίευση σχολίου