Το ελληνικό ροκ, αλλά και γενικότερα η ελληνική μουσική, χρωστάει πολλά στη Θεσσαλονίκη. Αν μη τι άλλο, είναι η πατρίδα του Σαββόπουλου, του οποίου η συμβολή στη διαμόρφωση της ελληνικής ροκ σκηνής υπήρξε καταλυτική! Σήμερα, θα παρουσιάσουμε έναν ακόμα Θεσσαλονικιό καλλιτέχνη, που άφησε κι αυτός βαρύ το ίχνος του στο ελληνικό ροκ, κυρίως μέσα από το άλμπουμ του «Για το καλό μου» (1986): Τον Γιάννη Μηλιώκα.
Γεννημένος στις 23 Ιουνίου 1950, στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Μηλιώκας πέρασε φτωχικά παιδικά χρόνια και χρειάστηκε να δουλεύει από μικρός, ως σερβιτόρος, για να συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Από κοντά του όμως είχε πάντα μια κιθαρούλα, που γρατζουνούσε όποτε εύρισκε ευκαιρία. Έφηβος πια, κι ενώ το πρωί εργαζόταν στο μηχανουργείο του πατέρα του και το βράδυ παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο, μαθαίνει πιο συστηματικά κιθάρα και συνειδητοποιεί την κλίση του στη μουσική, αργεί όμως να στραφεί προς την επαγγελματική ενασχόληση, λόγω της σφοδρής αντίδρασης του πατέρα του. Επηρεασμένος -θέλοντας και μη- από την ροκ ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, ο Μηλιώκας ανακατεύεται με 2-3 γκρουπάκια, τα οποία όμως δεν προχώρησαν πολύ. Έτσι, ο πολυτάλαντος Μηλιώκας ανοίγει μια γκαλερί, όπου πουλάει κυρίως τα δικά του ζωγραφικά έργα. Εκείνη την εποχή αρχίζει να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Άνοιξα μια γκαλερί όπου παραδόξως εκεί μέσα άρχισα να γράφω τραγούδια. Ζωγράφιζα 6-7 ώρες κάθε μέρα και ένας καλός ζωγράφος μού είπε να απομακρύνομαι από το έργο κάθε μία ώρα για να μη χαλάσω τα μάτια μου, οπότε στα διαλείμματα άρχισα να γράφω».
Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, έχει γράψει πια αρκετά τραγούδια, οπότε κατεβαίνει στην Αθήνα, αναζητώντας δισκογραφική εταιρία για να κυκλοφορήσει τη δουλειά του. Απευθύνεται σε 7 εταιρίες! Η μόνη εταιρία που ανταποκρίθηκε ήταν η Minos EMI του Μάκη Μάτσα, που αναλαμβάνει να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο, με τίτλο «Εδώ Θεσσαλονίκη», που κυκλοφόρησε το 1985. Τα τραγούδια που ξεχώρισαν απ’ αυτό το δίσκο ήταν το περίφημο «Ποιμενικό ροκ», γραμμένο στα πρότυπα του ιστορικού «Τραμπάκουλα» του Χάρρυ Κλυνν (επίσης Θεσσαλονικιού) και το χιουμοριστικό «Αμπεμπαμπλόμ». Ο δίσκος είχε ανέλπιστη επιτυχία: Ενώ ο Μάκης Μάτσας ήλπιζε να πιάσει τις 5.000 αντίτυπαο δίσκος έφτασε τις 50.000 πωλήσεις!
Εκεί λοιπόν που ήταν στο στούντιο, γράφοντας τον πρώτο του δίσκο, ο Μηλιώκας σκέφτεται τους στίχους ενός νέου τραγουδιού, που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία του. Θυμάται ο ίδιος: «Το ‘Για το καλό μου’ το έγραψα σε πρώτη μορφή πίσω από ένα πακέτο τσιγάρων, την εποχή που ήμουν στο στούντιο για τον πρώτο μου δίσκο (1985). Το έδειξα στον παραγωγό μου Ηλία Μπενέτο, μόνο και μόνο για να του εξηγήσω το γιατί ήμουνα αγριεμένος, ενώ εκείνη την ημέρα στο στούντιο γράφαμε χαρούμενα τραγούδια… Το είδε και μου έφαγε τ’ αυτιά ένα χρόνο να το τελειώσω. Να είναι καλά ο άνθρωπος… γιατί ένα χρόνο μετά, του πήγα τον στίχο και το βάλαμε στον δεύτερο δίσκο».
Ο δεύτερος δίσκος, με τίτλο «Για το καλό μου», κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1986 και, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, περιείχε και το «Κακοσάλεσι», αυτή την εμπνευσμένη διασκευή του “Speedy Gonzales” (Pat Boone, 1962), που ακούγεται μέχρι σήμερα. Δεν ήταν όμως μόνο τα δύο χιτ. Είχε κι άλλα καλά και αξιοπρόσεκτα κομμάτια ο δίσκος, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία και να καθιερώσει τον Μηλιώκα ως έναν εξαιρετικά επιτυχημένο καλλιτέχνη. Αυτή η απρόσμενη δημοφιλία τρόμαξε τον συνεσταλμένο τραγουδοποιό: «Εγώ ήθελα να επικοινωνήσω με πέντε χιλιάδες τρελούς, που η οπτική τους γωνία ήταν περίπου ίδια μ’ αυτήν που είχα εγώ στη ζωή μου», λέει ο ίδιος. «Δεν φανταζόμουν να βρω οκτώ εκατομμύρια να συμφωνούν. Έφυγα σαν πύραυλος προς τα πάνω. Είχε γίνει σάλος».
Όντας σίγουρος, αυτή τη φορά, για την επιτυχία του νέου άλμπουμ, ο Μάτσας επιστράτευσε την dream team της εταιρίας του: Παραγωγός, όπως και στον πρώτο δίσκο, ο Ηλίας Μπενέτος, ενορχήστρωση και πλήκτρα ο Χάρης Ανδρεάδης, στα ντραμς ο Νίκος Αντύπας, στο μπάσο ο Γιώργος Ζηκογιάννης, κιθάρα ο Παναγιώτης Σαμαράς και σαξόφωνο ο πολύς David Lynch. Εκτός απ’ αυτούς όμως, υπάρχουν και συμμετοχές – έκπληξη, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Ο δίσκος ξεκινάει με το ομότιτλο τραγούδι, που είναι το πιο συγκλονιστικό τραγούδι που έχει γράψει ο Μηλιώκας. Το σόλο κιθάρα του θεϊκού Γιάννη Σπάθα και το synthesizer του Βασίλη Γκίνου κάνουν το αποτέλεσμα ακόμα πιο καθηλωτικό. Ακούστε το, δίνοντας μεγάλη προσοχή στους στίχους! Ακολουθεί η μπαλάντα «Τακτοποιημένη», με υπέροχη late-night τρομπέτα από τον Νίκο Σακελλαράκη και σόλο κιθάρα από τον Άγγελο Σκορδίλη. Τρίτο στη σειρά το κλασικό «Κακοσάλεσι», ακολουθούμενο από το ξεκαρδιστικό «Αλλού τρως». Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με την πασίγνωστη μπαλάντα «Και τώρα τι να κάνω», που την απογειώνει (και πάλι) η κιθάρα του Γιάννη Σπάθα.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το «Δι’ ευχών», το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με το ομότιτλο της Χαρούλας Αλεξίου, που κυκλοφόρησε 6 χρόνια αργότερα. Τούτο εδώ είναι ένα όμορφο, στυλ gospel, τραγούδι, προικισμένο με τον ήχο της τρομπέτας του Νίκου Σακελλαράκη. Ακολουθεί η νοσταλγική μπαλάντα «Θεσσαλονίκη» (με κυρίαρχο εδώ το ωραίο πιάνο του Χάρη Ανδρεάδη), το ρυθμικό «Η Γιούλη και η άλλη», σε στυλ country, με fiddle από το Γιώργο Μαγκλάρα, και ο δίσκος κλείνει με τη μπαλάντα «Ο γιός μου», μια κραυγή αγωνίας για το επερχόμενα.
Ο Μηλιώκας συνέχισε τις «υψηλές πτήσεις» και με τους επόμενους δίσκους του, μέσα από τους οποίους βγήκαν νέες ξακουστές επιτυχίες, όπως «Τα ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ» (ντουέτο με την Αφροδίτη Μάνου), το «Γκρέκο μασκαρά», το «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μ@λ@κες», και άλλα. Ο Μηλιώκας όμως δεν άντεχε αυτή την υπερέκθεση και αποσύρθηκε από τα μουσικά δρώμενα επί 17 περίπου χρόνια! Επανήλθε, όπως θα το ήθελε, μέσω ενός σχήματος χαμηλών τόνων, μαζί με τον Νίκο Ζιώγαλα και τον Λάκη -με τα ψηλά ρεβέρ- Παπαδόπουλο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
7/6/22
Δημοσίευση σχολίου