Ήδη από το προηγούμενο άλμπουμ τους, το κλασικό Future Word, είχε γίνει σαφές ότι η μπάντα επιδίωκε να ξεφύγει από το αυστηρό heavy metal ηχητικό πλαίσιο που είχε θέσει το ντεμπούτο τους και να κινηθεί σε λίγο πιο εμπορικά μονοπάτια. Απώτερος στόχος, βέβαια, ήταν το άνοιγμα στην αγορά των ΗΠΑ και μια καλή θέση στα αμερικανικά charts.
Για την επίτευξη του σκοπού τους ξεκίνησαν από τα βασικά, από τη θέση του παραγωγού, όπου προσέλαβαν τον γνωστό Roger Glover (Deep Purple, Rainbow κ.α.), άνθρωπο με μεγάλη πείρα, τόσο ως μέλος εμβληματικών συγκροτημάτων όσο και πίσω από την κονσόλα. Το πράγμα, όμως, από την αρχή φάνηκε ότι δεν θα πήγαινε καλά, όταν, λόγω διάφορων δυσκολιών – με κυριότερη τον τραυματισμό του χεριού του ντράμερ Phil More σε σοβαρό τροχαίο και την καθυστέρηση των ηχογραφήσεων περίπου ένα χρόνο προκειμένου να αποκατασταθεί – το άλμπουμ, αντί να κυκλοφορήσει το 1988 όπως σχεδιαζόταν, κυκλοφόρησε το 1990. Αυτό είχε σαν συνέπεια να μην μπορέσουν να εκμεταλλευθούν την όποια επιτυχία είχαν κερδίσει με το Future World, να χαθεί το momentum και να μείνουν στην αφάνεια για 2-3 χρόνια, πράγμα αρκετά αρνητικό για τον τρόπο που λειτουργούσε η δισκογραφία εκείνη την εποχή.
Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1990 με τίτλο Jump the Gun (CBS), με εξαίρεση τις ΗΠΑ όπου κυκλοφόρησε ως Lethal Heroes (EPIC). Η νέα κυκλοφορία προσπάθησε να πατήσει πάνω στην επιτυχία του Future World και αυτό φαίνεται ακόμα και από το εξώφυλλο όπου έχουμε πάλι ένα φουτουριστικό και εντυπωσιακό, sci-fi θέμα, εξίσου όμορφο με αυτό της προηγούμενης κυκλοφορίας. Όσον αφορά τα κομμάτια, είναι φανερό ότι πλέον έχουν ενσωματώσει αρκετά στοιχεία εμπορικού hard rock, ενώ υπάρχουν διάσπαρτα και ορισμένα AOR ψήγματα, τύπου Journey. Δεν λείπουν φυσικά και οι πιο heavy/power αναφορές που θυμίζουν το πρόσφατο παρελθόν της μπάντας αλλά αυτές πλέον είναι αρκετά περιορισμένες.
Αντικειμενικά, το Jump the Gun είναι μια πολύ καλή κυκλοφορία και ίσως το δεύτερο καλύτερο άλμπουμ της μπάντας, μετά φυσικά από το Future World. Η μπάντα αποδίδει άψογα, ο τραγουδιστής Ronnie Atkins ξεχωρίζει για ακόμη μια φορά με την χαρακτηριστική τραχιά αλλά ταυτόχρονα μελωδική φωνή του, ενώ άξια προσοχής είναι η δουλειά στα πλήκτρα, είτε αυτά βγαίνουν μπροστά σε κάποια σημεία είτε γεμίζουν τα τραγούδια background. Η παραγωγή, επίσης, είναι άριστη και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χαρακτηρίζεται από κάποιους ως «υπερφορτωμένη». Στα δικά μου αφτιά πάντως δεν βρίσκω κάτι το περίεργο.
Το πρώτο κομμάτι που ξεχωρίζει είναι η μπαλάντα “Savage Heart”, μοναδικό βίντεο αλλά και δεύτερο single του άλμπουμ. Από τα καλύτερα κομμάτια της μπάντας, το οποίο εξακολουθούν να το έχουν στα setlists τους μέχρι και σήμερα. Αν και μπαλάντα , οι στίχοι δεν έχουν ερωτικό περιεχόμενο αλλά κοινωνικό, σχετικά με τις επιπτώσεις του πολέμου. Από τα υπόλοιπα κομμάτια, πολύ καλό είναι το “Partners in Crime”, με ωραία πλήκτρα και AOR ρεφρενάρα, το “Young Blood”,που είναι σαν να βγήκε από άλμπουμ των Journey και αποτέλεσε και το πρώτο single του δίσκου, το “Don’t settle for less”, με τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα στην εισαγωγή και στα κουπλέ και το φανταστικό ξέσπασμα στο solo, το “Headlines” με τη δυναμική του κλιμάκωση και το πιο speedάτο, «Rock the House” που θυμίζει Rainbow περιόδου Joe Lynn Turner.
Ιδιαίτερο τραγούδι, που διαφέρει από όλα τα άλλα είναι το τελευταίο, το “Dream On”, σε southern-blues στυλ και με ωραία φυσαρμόνικα σε όλη του τη διάρκεια που ενισχύει ακόμα περισσότερο την αίσθηση που βγάζει. Στο άλμπουμ υπάρχει και μια διασκευή, το “Hang Tough”, ένα ωραίο κομμάτι που αποτελεί σύνθεση των Icon, μιας αμερικάνικης hard rock μπάντας από την Αριζόνα, η οποία το έγραψε για το δεύτερο άλμπουμ της (Night of the Crime – 1985) στο οποίο όμως δεν μπήκε ποτέ! (Εμφανίστηκε πολύ αργότερα, το 1999, σε μια κυκλοφορία με live bootlegs).
Τέλος, στο πιο heavy/power metal στυλ, κινούνται το “Lethal Heroes” και το “Attention”, ενώ το ομώνυμο, “Jump the Gun” και το “Over and Out”, χωρίς να είναι κακά κομμάτια, δεν δίνουν κάτι περισσότερο στο άλμπουμ. Γενικά, αν το άλμπουμ είχε δυο κομμάτια λιγότερα και η διάρκειά του κατέβαινε στα 40 περίπου λεπτά, θα ήταν λίγο πιο συμπαγές και χωρίς κανένα filler.
Δυστυχώς, το άλμπουμ, αν και πολύ καλή κυκλοφορία, δεν έκανε την επιτυχία την οποία προσδοκούσε το συγκρότημα, κυρίως όσον αφορά τις ΗΠΑ που ήταν ο βασικός στόχος. Χαρακτηριστικά, η μπάντα, στη διάρκεια της περιοδείας για το άλμπουμ, δεν εμφανίστηκε ποτέ εκεί , ενώ η μόνη χώρα εκτός Ευρώπης στην οποία έπαιξε ήταν η Ιαπωνία όπου έκανε μάλιστα 5 εμφανίσεις. Στην υπόλοιπη περιοδεία, που δεν ήταν και ιδιαίτερα μεγάλη – 37 συναυλίες – περιορίστηκαν στην κεντρική Ευρώπη, όπου εκεί το άλμπουμ πήγε αρκετά καλά. Στη χώρα τους μάλιστα, τη Δανία, ήταν υποψήφιο για το καλύτερο Heavy Rock άλμπουμ του 1990.
Για την αποτυχία του άλμπουμ να «πιάσει» στην αμερικανική αγορά, η επικρατούσα αιτιολογία – εκτός αυτής για την καθυστερημένη κυκλοφορία του σε σχέση με το Future World - είναι ότι το management που είχε αναλάβει την μπάντα για τις ΗΠΑ, δεν ασχολήθηκε καθόλου με την προώθηση του άλμπουμ. Ένας όμως ακόμα λόγος, αρκετά σημαντικός, πιστεύω ότι είναι οι ίδιες οι συνθέσεις, οι οποίες είναι πιο «απαιτητικές» σε σχέση με τις «ευκολοχώνευτες» συνθέσεις στις οποίες είχε συνηθίσει το αμερικάνικο κοινό από τα «δικά του» , εγχώρια σχήματα. Για του λόγου το αληθές, από τα δώδεκα κομμάτια του “Jump the Gun”, πέρα από την μπαλάντα “Savage Heart”, κανένα δεν ξεχωρίζει με την πρώτη ακρόαση, ώστε να κολλήσει στο μυαλό του ακροατή. Λείπουν δηλαδή τα 2-3 κομμάτια κράχτες τα οποία είναι απαραίτητα για ένα άλμπουμ εμπορικού hard rock, το οποίο μάλιστα έχει βλέψεις για την αγορά των ΗΠΑ και τα charts. Ο συγκεκριμένος δίσκος, θέλει κάμποσα ακούσματα για να κατασταλάξει κανείς σε κάποια κομμάτια που ξεχωρίζουν και αν ο ευρωπαίος ακροατής – που σε γενικές γραμμές είναι πιο απαιτητικός και σχολαστικός – μπορούσε να διαθέσει χρόνο για να τον ακούσει με προσοχή, ο αμερικάνος δεν θα καθόταν να «σπαταλήσει» 5-6 ακροάσεις, όταν είχε συνηθίσει να του προσφέρει η εγχώρια μουσική βιομηχανία χιτάκια έτοιμα «στο πιάτο». Γι’ αυτό και το άλμπουμ είχε επιτυχία στην Ευρώπη (αλλά και στην ψαγμένη» Ιαπωνία), ενώ στις ΗΠΑ πήγε «άπατο».
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Η εμπορική αποτυχία του, απογοήτευσε τα μέλη των Pretty Maids με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν από το συγκρότημα, αφήνοντας μόνους τον τραγουδιστή Ronnie Atkins και τον κιθαρίστα Ken Hammer, τον συνθετικό πυρήνα της μπάντας. Οι δυο τους μετά από αυτή την κρίση και αφού συνήλθαν ψυχολογικά, βρήκαν νέα μέλη και συνέχισαν την μπάντα με την επόμενη κυκλοφορία να είναι το Sin-decade, την αμέσως επόμενη χρονιά (1991).
Παρά την χλιαρή αποδοχή που είχε, το “Jump the Gun”, γι’ αυτό που πραγματικά μετράει, τις συνθέσεις καθαυτές, αποτελεί ένα ακόμα δείγμα ποιοτικού ευρωπαϊκού μελωδικού hard rock που σίγουρα αξίζει, ακόμα και τώρα, 32 χρόνια από την κυκλοφορία του, μια νέα προσέγγιση, ώστε να μπορέσει, όποιος δεν το έκανε το 1990, να απολαύσει έστω και τώρα ένα πραγματικά αδικημένο κλασικό άλμπουμ.ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
6/4/22
το savage heart εχω την αισθηση οτι ειναι και το ωραιοτερο κομματι οχι μονο του δισκου ,πιθανων και της καριερας τους .
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι πως καμια φορα η συμπτωση στην μουσικη παιζει περιεργα παιχνιδια
απο μεταγενεστερο αλμπουμ , οχι απο αυτο του κειμενου , ακουστε τα δευτερολεπτα 0.16-0.30 του κομματιου little drops of heaven ,το πρωτο μερος του κουπλε δηλαδη . Κρατηστε στο μυαλο την μελωδικη γραμμη στα λογια και καπακι βαλει το κομματι '΄τα κοριτσια ξενυχτανε ' της Αλεξιας/Χαριτοδιπλωμενου απο 0.29-0.39 που ειναι παλι το πρωτο κουπλε του κομματιου . Τυχαιο ασφαλως , που σημαινει πανω σε 4 κοινα ακκορντα οι μελωδιες καμια φορα συμπιπτουν η γινονται αρκετα παρομοιες .
Συμφωνώ απολύτως ότι το Savage Heart είναι το καλύτερο τραγούδι τους
Διαγραφή