Πολλοί από σας, κυρίως όσοι διαβάσατε το άρθρο του Rockmachine, με τίτλο «56 Rock Movies που Πρέπει να Δειτε και να Ακούσετε, θα γνωρίζετε ότι η ιστορία του rock ‘n’ roll ξεκινάει το 1955, με το τραγούδι “Rock Around the Clock” από την ταινία «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα». Κι από κει και πέρα, κάτι παιδιά σαν τον Little Richard, τον Elvis Presley, τον Chuck Berry ή τον Jerry Lee Lewis καθιερώνουν αυτό το νέο είδος γρήγορης, χορευτικής μουσικής, με τα απλά στιχάκια, που αρέσει τόσο πολύ στους νέους και κύρια στους teenagers. Μιλάμε για μια γενιά, που ξεπήδησε μέσα από τα χαλάσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχε ανάγκη από διασκέδαση όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά και στη συνέχεια, τα British Invasion groups (και πρώτοι-πρώτοι οι Beatles) rock ‘n’ roll έπαιζαν κυρίως, έχοντας ακριβώς τον ίδιο στόχο: Να τους αγαπήσει το νεανικό κοινό, που ήθελε να χορέψει και να ξεσκάσει.
Δεν πέρασαν όμως, καλά-καλά, δέκα χρόνια από τη γέννησή του και το rock ‘n’ roll άλλαξε! Σοβάρεψε! Τα θέματα γίναν πιο ρεαλιστικά, η μουσική πιο παγκόσμια, οι συνθέσεις πιο περίπλοκες και, ξαφνικά, το καημένο το “rock” έμεινε χωρίς το “roll” και άρχισε να παίρνει διάφορους χαρακτηρισμούς: hard, psychedelic, progressive, folk, country, … Και πολύ καλά έκανε, αν με ρωτάτε! Οι έφηβοι όμως, τι απέγιναν; Πώς ξέδιναν πια οι πιτσιρικάδες; Με τι χόρευαν; Με Bob Dylan;
Εδώ ακριβώς στοχεύει αυτό το άρθρο: Να ρίξει λίγο φως και στη χορευτική μουσική, που ποτέ δεν σταμάτησε να δίνει το στίγμα της, ούτε μέσα στην «ψαγμένη» δεκαετία του ‘60, ούτε βέβαια στην πιο «χαλαρή» του ‘70. Πάντα υπήρχε η παράλληλη σκηνή της ευκολοχώνευτης μουσικής των teenagers, που εκφραζόταν με διάφορες μορφές (bubblegum pop, surf rock, κλπ), μέχρις ότου φτάσει στην κορύφωσή της, στα μέσα του 70, κυρίως με τους ΑΒΒΑ. Ακριβώς ένας προάγγελος των ΑΒΒΑ είναι το γκρουπ, για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα, ένα γκρουπ με απρόσμενη επιτυχία στις αρχές του ’70, οι Middle of the Road.
Η ιστορία των “Middle of the Road” ξεκινάει στη Γλασκόβη το 1967, όταν ο drummer Ken Andrew συναντά τους αδελφούς McCredie, τον Ian στην κιθάρα και τον Eric στο μπάσο, και αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα (ακόμη) pop group, απ’ αυτά που ξεπηδούσαν τότε σαν μανιτάρια στη Μεγάλη Βρετανία (και όχι μόνο). Η νέα μπάντα θα συμπληρωνόταν από μια τραγουδίστρια, τη μικροκαμωμένη Sally Carr, η οποία, με την αθώα φυσιογνωμία της, τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή της και -κυρίως- τα κοντά σορτσάκια της, έγινε το σήμα κατατεθέν του γκρουπ. (Να πούμε εδώ, με την ευκαιρία, ότι τα σορτσάκια -που τα λέγανε hot pants- ήταν πολύ της μόδας τότε. Στην Ελλάδα, τα ανέδειξε η Ιταλίδα τραγουδίστρια Τζελσομίνα). Οι άλλοι τρεις, με τις απίθανες καούκες τους και τις μουστάκες τους ήταν σαν αργόμισθοι κάποιας ΔΕΚΟ. Είχαν όμως εξαιρετικές φωνές και, μαζί με τη Sally Carr,
δημιουργούσαν υπέροχες αρμονίες! Στην αρχή προσπάθησαν να σταδιοδρομήσουν με τραγούδια στυλ latin, οπότε ονόμασαν το γκρουπ τους “Los Caracas” (Παναγία βόηθα!). Με το όνομα αυτό κέρδισαν τον διαγωνισμό τραγουδιού “Opportunity Knocks” στην Αγγλία και σαλπάρισαν σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο, με τελικό προορισμό τη Λατινική Αμερική, για να κάνουν εκεί καριέρα. Στο δρόμο σκέφτηκαν ότι δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως Los Caracas στο λατινοαμερικάνικο κοινό και έτσι, την 1η Απριλίου 1970, μετονομάστηκαν σε “Middle of the Road”, μια εγγλέζικη έκφραση για την απρόσωπη μουσική, αυτή που συχνά αποκαλούμε και “elevator music”. Για να το φέρουμε και στις μέρες μας, υπάρχει και στην πολιτική αυτός ο όρος και χαρακτηρίζει αυτούς, που εμείς εδώ αποκαλούμε «ισαποστάκηδες».
Με το νέο τους όνομα λοιπόν, φτάνουν στην Ιταλία και περιμένουν ένα άλλο πλοίο για τη Νότια Αμερική. Όμως ο ατζέντης τους απεδείχθη απατεώνας και τα παιδιά ξέμειναν στην Ιταλία, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα! Είχαν όμως την τύχη να γνωριστούν με έναν νέο Ιταλό παραγωγό, τον Giacomo Tosti, ο οποίος τους κλείνει συμβόλαιο με την RCA Italia και τους εξασφαλίζει για πρώτο τους single, ένα τραγουδάκι που είχε γράψει ένας μουσικός από το Λίβερπουλ, ο Lally Stott. Το τραγουδάκι λεγόταν “Chirpy Chirpy Cheep Cheep” και είχε ήδη κυκλοφορήσει από τον ίδιο τον συνθέτη, χωρίς όμως επιτυχία. Σύμφωνα με αυτά που διηγείτο αργότερα ο Ken Andrew, τα μέλη τουγκρουπ έβαλαν τα γέλια μόλις άκουσαν το σαχλό τραγουδάκι. «Μόνο μεθυσμένοι θα μπορούσαμε να το ηχογραφήσουμε αυτό», είπαν στον Tosti και εκείνος φρόντισε να υπάρχει κι ένα μπουκάλι ουίσκι στο στούντιο, τη μέρα της ηχογράφησης! Το τι ακολούθησε, κανείς δεν το περίμενε! Το τραγούδι γνώρισε αμέσως επιτυχία στην Ιταλία, στη συνέχεια σε Γερμανία και Ολλανδία, ώσπου φτάνει και στη Μεγάλη Βρετανία και σκαρφαλώνει αμέσως στο Νο 1, τον Ιούνιο 1971 και μένει στην πρώτη θέση για 4 εβδομάδες! Μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχε υπερβεί το 1.000.000 αντίτυπα, ενώ τελικά οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα 10.000.000! Και αυτό, χωρίς να κάνει καθόλου επιτυχία στις ΗΠΑ! Ποιος όμως έχει ανάγκη τις ΗΠΑ, όταν πουλάει σαν τρελός στην Ευρώπη, τη Νότια Αμερική, τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και την Ασία; Για να καταλάβετε το μέγεθος της επιτυχίας, το “Chirpy Chirpy Cheep Cheep” μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και Φινλανδικά, Καταλανικά, Κορεάτικα, Βιετναμέζικα και … Χμερ! Κάτι ακόμα: Δεν είναι ούτε 50 τα τραγούδια που έχουν πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια και νάναι τώρα, ανάμεσα σ’ αυτά, ένα παιδικό, ρυθμικό τραγουδάκι!
Δεν μένουν όμως σ’ αυτή την επιτυχία οι Middle of the Road. Πολύ σύντομα κυκλοφορούν άλλες τρεις μεγάλες επιτυχίες, με πωλήσεις άνω του ενός εκατομμυρίου η καθεμιά: Το "Tweedle Dee, Tweedle Dum", το "Soley Soley" και το "Sacramento". Έτσι, δύο χρόνια πριν εμφανιστούν οι ΑΒΒΑ, οι Middle of the Road καθιερώνονται ως οι πρωτοπόροι του λεγόμενου “europop”, ενός μουσικού είδους με εύκολους στίχους, πιασάρικες μελωδίες και όμορφες πολυφωνίες.
Μέσα στο 1971, πριν καλά-καλά κοπάσει ο θόρυβος απ’ το “Chirpy Chirpy Cheep Cheep”, κυκλοφορεί η δεύτερη μεγάλη τους επιτυχία, το "Tweedle Dee, Tweedle Dum"(Νο 2 Μ.Βρετανία) πουλώντας πάνω από 2.000.000μικρούς δίσκους. Το τραγούδι γράφτηκε επίσης από τον Lally Stott και τους Ιταλούς αδελφούς Giosy and Mario Capuano. Οι στίχοι του αναφέρονται στη διαμάχη δύο σκωτσέζικων οικογενειών, των McDougals και των McGregors, δεν νομίζω πάντως ότι πρόσεξε ποτέ κανείς τους στίχους. Όλοι απλώς το χορεύανε! Ασταμάτητα, όλο το καλοκαίρι του ’71. Μάλιστα, το συγκεκριμένο τραγούδι απέκτησε επιπλέον δημοσιότητα, αφού το επέλεξε η FIAT για να λανσάρει το καινούργιο νεανικό μοντέλο της, το Fiat 127.
Το επόμενο χιτ, με τίτλο "Soley Soley", γράφτηκε από τον Ισπανό συνθέτη Fernando Arbex και ηχογραφήθηκε στην Ισπανία. Τηρώντας την «παράδοση», πούλησε κι αυτό κάπου 2.000.000 αντίτυπα, φτάνοντας ως το Νο 5 της Μεγάλης Βρετανίας και στο Νο 1 πολλών άλλων χωρών. Θυμάμαι, ότι η μεγάλη απορία όλων μας ήταν τι σημαίνει “Soley Soley”. Το ερώτημα αυτό παραμένει, ακόμα και σήμερα, αναπάντητο! Ίσως να είναι η βρετανική εκφορά της γαλλικής λέξης “Soleil”, ποιος ξέρει;
Τελευταία μεγάλη τους επιτυχία το 1971, αλλά και τελευταία φορά που ξεπέρασαν το 1.000.000 σε πωλήσεις, είναι το "Sacramento (A Wonderful Town)", που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο. Παρόλο που κατάκτησε την κορφή των charts σε πολλές χώρες, δεν μπόρεσε να πάει πιο ψηλά από το Νο 23 στα βρετανικά charts, σηματοδοτώντας τη βαθμιαία υποχώρηση της δημοτικότητας του γκρουπ στη Μεγάλη Βρετανία. Εμένα πάντως, μου έμαθε ότι υπάρχει μια όμορφη πόλη με το όνομα Sacramento, η οποία μάλιστα είναι η πρωτεύουσα της Καλιφόρνιας!
Κυκλοφόρησαν κι άλλες επιτυχίες οι Middle of the Road, όχι όμως του μεγέθους των τεσσάρων πρώτων. Έτσι, ήδη από το 1973 άρχισαν να «ξεφτίζουν», μέχρις ότου ο ερχομός των ΑΒΒΑ, το 1974, τους έβαλε στο περιθώριο της δημοτικότητας. Το οριστικό πλήγμα πάντως δόθηκε με την αποχώρηση της Sally Carr, το 1976, η οποία δεν μπορούσε πια να τραγουδάει ξένοιαστα “Wake up this morning and my mother was gone”, ύστερα από το θάνατο της μητέρας της. Κατόπιν της αποχώρησης της Carr, άφησε το γκρουπ και ο ντράμερ, ο Ken Andrew, κι έτσι το γκρουπ διαλύθηκε το 1977. Οι αδελφοί McCredie προσπάθησαν να δώσουν συνέχεια στο γκρουπ, αλλά η απίστευτη ιστορία των Middle of the Road είχε οριστικά τελειώσει.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
14/3/22
Δημοσίευση σχολίου