LILLIAN AXE: “FORGOTTEN JEWEL" ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΝΟΤΟ


    Η αναζήτηση στο σεντούκι με τα λησμονημένα και αδικημένα συγκροτήματα του μελωδικού hard rock συνεχίζεται για ένα ακόμη άρθρο και αυτή τη φορά ανασύρουμε, ξεσκονίζουμε και θυμόμαστε τους Αμερικανούς Lillian Axe, από τη Νέα Ορλεάνη της πολιτείας Louisiana. Η αναφορά θα περιοριστεί στην περίοδο μέχρι το 1995 – οπότε και διαλύθηκαν προσωρινά - και στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ τους, με τραγουδιστή τον φοβερό Ron Taylor.

Η ΑΡΧΗ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Οι ρίζες του συγκροτήματος εντοπίζονται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε ένα σχήμα που λεγόταν Oz, στο οποίο κιθαρίστας ήταν ο Steve Blaze, μετέπειτα ιδρυτικό μέλος και βασικός συνθέτης των Lillian Axe. Η μπάντα δεν κράτησε για πολύ το όνομα Oz καθώς ο Blaze, εμπνευσμένος από μια κωμωδία τρόμου, το “Creepshow” (σ.σ. οι αναγνώστες που ήταν έφηβοι στα ‘80ς, πολύ πιθανό να έχουν την έχουν δει ή, τουλάχιστον, θα θυμούνται το εξώφυλλο της βιντεοκασέτας ), σκέφτηκε το όνομα με το οποίο έμειναν γνωστοί.
    Για την ιστορία, στην αρχή της ταινίας εμφανίζεται μια σκελετωμένη μορφή να αιωρείται μπροστά από ένα παράθυρο φορώντας ένα λευκό πέπλο. Μάλλον η σκηνή αυτή, για κάποιο λόγο εντυπωσίασε το νεαρό Blaze σε τέτοιο βαθμό ώστε να προβληματιστεί πώς θα μπορούσε να ονομάζεται αυτό το πνεύμα, καταλήγοντας στην υπόθεση ότι θα μπορούσε να είναι το πνεύμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που θα της ταίριαζε το όνομα “Lillian”. Στη συνέχεια κόλλησε και το “Axe” για να ταιριάζει με το όλο concept και έτσι προέκυψε το “Lillian Axe”!
    Με το νέο της πλέον όνομα, η μπάντα συνέχισε να δραστηριοποιείται στη Νέα Ορλεάνη αλλά και σε γειτονικές πολιτείες, κάνοντας εμφανίσεις σε clubs η παίζοντας support σε ονόματα, όπως οι Poison και οι Ratt. To 1987, σε κάποια εμφάνισή τους, κέρδισαν την προσοχή των ανθρώπων της δισκογραφικής εταιρείας MCA και του manager των Ratt, Marshal Berle, που πρότειναν όμως συμβόλαιο μόνο στον Steve Blaze καθώς δεν ήθελαν τα υπόλοιπα μέλη επειδή ήταν επιρρεπή στις καταχρήσεις και λόγω αυτού, ασταθή και αναξιόπιστα. Αντίθετα, ο Blaze ήταν το πιο σοβαρό μέλος, ο κύριος συνθέτης και κατείχε και τα δικαιώματα του ονόματος.
    Για να μπορέσει να υπογράψει συμβόλαιο, ήταν φανερό ότι ο Blaze έπρεπε να βάλει μια τάξη και έτσι προχώρησε σε αναδιάρθρωση του συγκροτήματος. Από την αρχική σύνθεση κράτησε μόνο τον ντράμερ ενώ τα υπόλοιπα μέλη προήλθαν από μια μπάντα με το όνομα Stiff. Έτσι δημιουργήθηκε η κλασική σύνθεση των Lillian Axe που αποτελούνταν από τους Steve Blaze (κιθάρα), Jon Ster (κιθάρα, keyboards), Ron Taylor (φωνή), Rob Stratton (μπάσο) και Danny King (ντραμς).
    Αρχικά, για την θέση του τραγουδιστή, προτάθηκε από τον Berle o γνωστός Jani Lane (Warrant), όταν οι Warrant βρίσκονταν ήδη σε συζητήσεις με την Columbia για την υπογραφή συμβολαίου. Ο Lane ταξίδεψε μέχρι τη Νέα Ορλεάνη όπου είχε συζητήσεις με τον Blaze και παρακολούθησε κάποιες συναυλίες των Lillian Axe, αλλά δεν προχώρησαν σε συνεργασία αφού έγινε φανερό ότι ο καθένας τους είχε το δικό του όραμα για τη μπάντα του.
    Τελικά, το 1988, μετά την οριστικοποίηση της σύνθεσης, υπογράφτηκε το πολυπόθητο συμβόλαιο με την MCA και με παραγωγό τον κιθαρίστα των Ratt, Robin Crosby, οι Lillian Axe μπήκαν στο studio για την ηχογράφηση του ντεμπούτου άλμπουμ τους.

LILLIAN AXE (1988)
   Το πρώτο, ομότιτλο άλμπουμ των Lillian Axe κυκλοφόρησε το 1988 και πρόκειται για μια αρκετά αξιοπρεπή κυκλοφορία. Μακριά από τα φώτα του Hollywood και της Sunset Strip, όπου γινόταν το χοντρό παιχνίδι, το συγκρότημα επικεντρώνεται στην μουσική και όχι στη «πόζα», στις υπερβολές και στις εκκεντρικότητες που χαρακτήριζαν την πλειοψηφία των συναδέλφων τους της δυτικής ακτής.
    To ύφος τους τείνει περισσότερο προς το hard rock με στοιχεία εμπορικότητας (όπως, για παράδειγμα, οι Dokken) παρά στο glam/sleaze ύφος που είχαν τα περισσότερα γνωστά ονόματα της περιόδου. Με την πρώτη ακρόαση, ξεχωρίζουν άμεσα το φανταστικό opener “Dream of a lifetime” με το καταπληκτικό σόλο του Blaze, η κομματάρα “Picture Perfect” και η πολύ καλή μπαλάντα “Nobody knows”. Όσες βέβαια περισσότερες ακροάσεις δώσεις στο άλμπουμ, τόσο περισσότερο σε κερδίζουν και τα υπόλοιπα κομμάτια, όπως το βαρύ, mid-tempo “Misery loves company” (που μαζί με τα “Inside out” και “The more that you got” έχει μια φανερή Ratt επιρροή, ίσως και λόγω του παραγωγού) ή το Dokken-ικό “Vision in the night”.
Ιδιαίτερες συνθέσεις που ξεχωρίζουν από το σύνολο, είναι τα “Hard Luck” και “Waiting in the dark”, δυο αργά και σκοτεινά τραγούδια καθαρόαιμου metal, με το δεύτερο να είναι πιο «επιβλητικό» και πιο «progressive», με αρκετές αλλαγές στη διάρκειά του. Οι δυο αυτές συνθέσεις βρίσκονται προς το τέλος του δίσκου, που κλείνει επανερχόμενο σε πιο εύθυμους ρυθμούς με το “Laughing in your face”.
    Συνολικά, το ντεμπούτο των Lillian Axe είναι ένα δυνατό πρώτο βήμα, με ποικιλία τραγουδιών και από το οποίο ξεχωρίζει ο πολύ καλός τραγουδιστής Ron Taylor και κυρίως ο  Steve Blaze, ο οποίος κάνει εντυπωσιακή δουλειά σε μελωδίες και solos, σε βαθμό που θα ταίριαζε να παίζει περισσότερο σε καθαρόαιμη metal ή power metal μπάντα της εποχής. Το άλμπουμ, βέβαια , δεν εμφανίστηκε πουθενά στα charts, μάλλον λόγω ελλειπούς προώθησης από την εταιρεία και όχι λόγω της ποιότητάς του.

LOVE+ WAR(1989)
Το δεύτερο άλμπουμ των Lillian Axe, κυκλοφόρησε το 1989 με τίτλο Love + War και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα βήματα του ντεμπούτου. Είναι φανερό ότι οι συνθέσεις δεν κινούνται στο ίδιο πλαίσιο με αυτές της πλειονότητας των προβεβλημένων συγκροτημάτων του είδους, αλλά είναι πιο πολύπλοκες, πιο δουλεμένες, πιο απαιτητικές και απευθύνονται σε ακροατές που αναζητούν το «κάτι παραπάνω» σε ένα άλμπουμ.
    Δείγματα αυτής της ιδιαιτερότητας είναι τα κομμάτια “The world stop turning” και “Ghost of Winter” , δύο ατμοσφαιρικές, σκοτεινές και επικές συνθέσεις με πολύ καλή μελωδία στην κιθάρα και ενδιαφέροντα ακουστικά σημεία, δυο τραγούδια στα οποία φαίνεται ότι ο συνθέτης Steve Blaze προσπαθεί να προχωρήσει πέρα από τα όρια του ασφαλούς εμπορικού glam και να εξερευνήσει νέα πεδία για την μπάντα του. Πακέτο με τα παραπάνω τραγούδια, μπορούμε να βάλουμε άνετα και το εξίσου ιδιότροπο και αργόσυρτο “Letters in the Rain”.
    Φυσικά, υπάρχουν και τα πιο «εμπορικά» και πιασάρικα τραγούδια, με τα πιο προβεβλημένα να είναι το εναρκτήριο “All fair’s in love and War”, το “Diana” και το “Show a little love”, για το οποίο κυκλοφόρησε και βίντεο. Στο άλμπουμ βρίσκουμε επίσης και μια πολύ καλή διασκευή του τραγουδιού “My number” των Άγγλων hard/glam rockers Girl, ενώ πολύ καλά είναι τα “She likes it on top” και “Down on you”. To μόνο μέτριο κομμάτι είναι (κατά την προσωπική μου άποψη) το “Fool’s Paradise”, αλλά δεν επηρεάζει την συνολική αξία του δίσκου.
    Δυστυχώς, ούτε με αυτό το άλμπουμ είχε η μπάντα εμπορική απήχηση με αποτέλεσμα η MCA να τους διώξει διακόπτοντας το συμβόλαιο. Αυτό όμως δεν πτόησε τους Lillian Axe που βρήκαν νέο συμβόλαιο με την IRS και επανήλθαν δριμύτεροι, τρία χρόνια αργότερα με την αλμπουμάρα…

POETIC JUSTICE (1992)
Κλάσης ανώτερο από τις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες, το Poetic justice ανεβαίνει επίπεδα και αποτελεί την ιδανική μίξη εμπορικότητας, τεχνικής και ποιότητας συνθέσεων. Τα τραγούδια είναι πιο άμεσα και «ευκολοχώνευτα» και γενικά, το άλμπουμ είναι πιο «χαρούμενο», πιο αισιόδοξο με ελάχιστες σκοτεινές στιγμές σε σχέση με το παρελθόν και τα 49 λεπτά του περνάνε «αέρα», χωρίς να κουράζουν σε κανένα σημείο.
    Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, είναι σχεδόν αδύνατο να επιλέξεις κάποια κομμάτια ως «καλύτερα», αφού όλα κινούνται σε υψηλό επίπεδο και κανένα δεν περισσεύει. Μετά το πολύ καλό opener “Innocence” (του οποίου προηγείται η εισαγωγή δευτερολέπτων, “Poetic Justice”), που λειτουργεί ως «προθέρμανση», τα υπόλοιπα τραγούδια σε πάνε τσίτα μέχρι το τέλος.
    Η αρχή γίνεται με το “True Believer”, που πλησιάζει περισσότερο τις προδιαγραφές του τυπικού εμπορικού τραγουδιού της εποχής, ένα ανθεμικό κομμάτι με όμορφο ακουστικό break στη μέση και μελωδικό σόλο. Ακολουθείται από το “Body Double” (για το οποίο βγήκε και βίντεο) με τον mid-tempo, funky ρυθμό του και με την σολάρα του που ξεκινάει σε funky στυλ για να κάνει γύρισμα σε τρελή μελωδία!
    Στο σημείο αυτό θα κάνω μια παρένθεση για να τονίσω την εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει ο Steve Blaze στις κιθάρες. Τόσο τα riffs και οι μελωδίες αλλά ιδιαίτερα τα σόλο, είναι εξαιρετικά, εκτοξεύοντας την ποιότητα των συνθέσεων. Σίγουρα του άξιζε μεγαλύτερη αναγνώριση αφού άνετα κοντράρει στα ίσα πολλούς από τους προβεβλημένους κιθαρίστες γνωστότερων συγκροτημάτων. Κλασική περίπτωση υποτιμημένου καλλιτέχνη.


    Κλείνουμε την παρένθεση και περνάμε στην πολύ συναισθηματική και ατμοσφαιρική μπαλάντα “See you some day” που στο ξεκίνημά της θυμίζει λιγάκι την αρχή του “Comin’ home” των Scorpions. Στη συνέχεια έρχεται μια τριάδα κομματιών στα οποία πιστοποιείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η αξία του Blaze:, τα “Living in the Grey”, “Dyin’ to live (Shades of Blue)” και “Mercy”. Ενδιαφέρουσες μελωδικές αλλαγές στη διάρκειά τους, μεταπτώσεις συναισθημάτων, γυρίσματα στο ρυθμό που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο και φυσικά σόλο με κλασικότροπα και περίτεχνα και σημεία που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.
    Όπως και στο άλμπουμ “Love+War”, υπάρχει και εδώ μια διασκευή και είναι το “No Matter what” των Ουαλών Badfinger, μιας γνωστής rock, power pop μπάντας των ‘70s.Το κομμάτι έχει αποδοθεί καταπληκτικά, σωστά «επιμεταλλωμένο»(!!!) και προωθήθηκε με ένα ωραίο και χιουμοριστικό βίντεο.
    Προς το τέλος έχουμε το “Promised Land”, μια πιο σκοτεινή και μινόρε σύνθεση, κοντά στο στυλ του “The world stopped turning” του προηγούμενου άλμπουμ, με τις μελωδίες στην κιθάρα να θυμίζουν λίγο τον Vito Bratta των White Lion και το άλμπουμ κλείνει με το “She’s my salvation” ένα πιο πιασάρικο κομμάτι με σόλο που – τι πρωτότυπο! -  παίρνει κεφάλια. Για τους τύπους να αναφερθεί ότι εκτός της μικρής ομώνυμης εισαγωγής στην αρχή, υπάρχει προς τη μέση και το ιντερλούδιο δευτερολέπτων “Digital Dreams”, αλλά και το μικρό ακουστικό instrumental “A moment of Reflection” που λειτουργεί ως ιδανικό outro.
    Με το “Poetic Justice”, οι Lillian Axe πήγαν σαφώς καλύτερα εμπορικά αφού κατάφεραν να ανεβούν στη θέση 28 του Top Heatseekers του Billboard (μιας υποκατηγορίας των κλασικών charts). Το άλμπουμ σίγουρα άξιζε καλύτερης τύχης, αφού αν επικεντρωθούμε αποκλειστικά στο μουσικό του περιεχόμενο, είναι μια αψεγάδιαστη κυκλοφορία, πολύ καλύτερη από άλλες που γνώρισαν τεράστια απήχηση. Το μόνο αρνητικό που θα μπορούσαμε να βρούμε είναι το γελοίο του εξώφυλλο, με την psycho-γιαγιά με τη ρόμπα, που κρατάει μια τσεκούρα!. Η ίδια γιαγιά εμφανίζεται και στο βίντεο του “No Matter What”, όπου την πέφτει με το τσεκούρι στους φίλους της μπάντας!

PSYCHOSCHIZOPHRENIA(1993)
  Μόλις οι Lillian Axe είχαν αρχίσει να γνωρίζουν κάποια επιτυχία, έσκασε το grunge/alternative και όλα άλλαξαν στον χώρο του εμπορικού σκληρού ήχου. Η μπάντα προσπαθώντας να επιβιώσει στις νέες μουσικές συνθήκες, προχώρησε σε προσαρμογή του ήχου της στα καινούργια δεδομένα, όπως άλλωστε έκαναν αρκετά ονόματα του είδους.
    Στο Psychoschizophrenia έχουμε πλέον μια στροφή στον alternative ήχο, όμως αυτή η στροφή δεν αποτελεί αντιγραφή του ύφους των αυθεντικών grunge σχημάτων, αλλά φαίνεται σαν μια λογική και φυσιολογική αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης και αυτό οφείλεται, φυσικά, στην μουσική ιδιοφυία και ικανότητα του Steve Blade.
    Τα κομμάτια κινούνται κατά κύριο λόγο στο alternative πλαίσιο, στο οποίο όμως υπάρχουν αρκετά ακόμα στοιχεία του πρόσφατου παρελθόντος, με κυριότερο τις μελωδίες στην κιθάρα αλλά ακόμα περισσότερο τα σόλο, που εξακολουθούν να είναι εντυπωσιακά και όχι ζορισμένα ή ανύπαρκτα όπως σε πολλά grunge σχήματα. Επιπλέον, η ατμόσφαιρα έχει γίνει πιο σκοτεινή, οι στίχοι ασχολούνται με πιο σοβαρά θέματα ενώ στη μουσική έχουν εισχωρήσει και κάποια progressive στοιχεία.
    Το άλμπουμ δεν είναι εύκολο και θέλει 3-4 προσεχτικές ακροάσεις για να μπεις στην ατμόσφαιρά του, ενώ αντενδείκνυται σε «τουρίστες» ή «χιτάκηδες» ακροατές. Πάντως, δεν είναι καθόλου κακό ή αδιάφορο αλλά αντίθετα ανήκει στην κατηγορία των “growers”, όπου όσο περισσότερο το ακούς τόσο περισσότερο σου αρέσει και ας κινείται σε διαφορετικά ηχοτοπία από τα τρία προηγούμενα.
    Από τα 12 τραγούδια του άλμπουμ θα ξεχωρίσω το Sabbath-ικό “Crucified” που ανανοίγει το άλμπουμ, το “Deepfreeze” με το ανατολίτικο στυλ του και το παρόμοιο σόλο, το “Sign of the times” με το εφιαλτικό του riff και ένα καταπληκτικό σόλο σε δύο μέρη, την ακουστική, alternative μπαλάντα “The Needle and your Pain” με την πανέμορφη μελωδία στις κιθάρες, το επίσης Sabbath-ικό “Deep Blue Shadow” με κορυφαίο σόλο που σε αφήνει άναυδο και την πολύ γλυκιά ακουστική μπαλάντα “The day that I met You”, στο στυλ του πασίγνωστου “More than words” των Extreme. Τέλος, στην Ιαπωνική έκδοση υπάρχει και το θεϊκό κομμάτι “Here is Christmas”, που, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, είναι ό,τι πρέπει για τις μέρες των Χριστουγέννων.
    Το Psychoschizophrenia κατάφερε να φτάσει μέχρι την θέση 13 του Top Heatseekers του Billboard, αλλά, παρά την ποιότητά του, δεν έκανε την επιτυχία και τις πωλήσεις που περίμεναν οι Lillian Axe και έτσι απογοητευμένοι και κουρασμένοι από την αναγνώριση που δεν ερχόταν, διαλύθηκαν το 1995. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

    Οι Lillian Axe αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση υποτιμημένου συγκροτήματος που ενώ είχε ποιότητα στις συνθέσεις και ικανούς «παίκτες», λόγω μιας αλυσίδας συγκυριών δεν κατάφερε να δικαιωθεί και να κερδίσει την επιτυχία που πραγματικά του άξιζε. Λίγο η καταγωγή τους που τους κρατούσε  μακριά από την «Μέκκα» του είδους (Los Angeles), λίγο η υποτυπώδης προώθηση από την MCA των δυο πρώτων τους άλμπουμ, την εποχή που το είδος ήταν ακόμα σε άνθηση και λίγο η άνοδος του grunge/alternative, όταν άρχισαν λιγάκι να ανεβαίνουν εμπορικά, τους κράτησαν μακριά από την μεγάλη κατηγορία όπου, αδιαμφισβήτητα θα έπρεπε να ανήκουν.ΤΙ 

ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

    Το 1999 η μπάντα επανήλθε με το άλμπουμ Fields of Yesterday που περιλάμβανε τραγούδια από παλιά demos. Από τα μέλη, μόνο ο Steve Blaze και ο τραγουδιστής Ron Tylor παρέμειναν από την κλασική σύνθεση.
    Ο Ron Taylor αποχώρησε το 2004 και μετά από αρκετές αλλαγές στο line-up, όπου πλέον μόνο σταθερό μέλος ήταν ο Blaze, το 2007 βρήκαν για τραγουδιστή τον Derrick LeFevre και μ’ αυτόν στα φωνητικά κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ Waters Rising (2007), Sad Day in Planet Earth (2009) και Deep Red Shadows (2010).
    Ο LeFevre αποχώρησε το 2010 και με τραγουδιστή τον Brian C. Jones έβγαλαν το 2012 το τελευταίο μέχρι σήμερα studio άλμπουμ τους, XI The Days Before Tomorrow. O Jones, με τη σειρά του, αποχώρησε το 2020 και τραγουδιστής ανέλαβε ο Brent Graham. Σύμφωνα με δηλώσεις του Blaze τον Σεπτέμβριο του 2021, η μπάντα έχει ξεκινήσει ηχογραφήσεις για το νέο της άλμπουμ που θα τιτλοφορείται From Womb to Tomb.
    Να σημειωθεί εδώ ότι η αξία του Steve Blaze (και κατ’ επέκταση των Lillian Axe) ως μουσικού και συνθέτη αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχει βραβευθεί δυο φορές (2010 και 2021) από το Louisiana Hall of Fame για την προσφορά του ως κιθαρίστα και συνθέτη, ενώ το 2017 έλαβε ανάλογο βραβείο και στην πρωτεύουσα της πολιτείας Mississippi, Jackson.
    Κλείνοντας, να διευκρινίσω ότι δεν έχω ακούσει κανένα από τα άλμπουμ της δεύτερης περιόδου της μπάντας και δεν μπορώ να έχω άποψη γ’ αυτά. Αν βρω το χρόνο να ασχοληθώ μαζί τους και το αξίζουν πραγματικά, πιθανά να επανέλθω με ένα δεύτερο αφιέρωμα.
TRIVIA 

  • Στo συγκρότημα Girl που αναφέρθηκε στην περιγραφή του άλμπουμ Love + War, έπαιζαν δυο πολύ γνωστοί μουσικοί του χώρου. Ο πρώτος είναι ο τραγουδιστής Phil Lewis, που μετά τη διάλυση των Girl πήγε στο L.A. φτιάχνοντας τους γνωστούς L.A.Guns και ο δεύτερος, ο κιθαρίστας Phil Collen της υπερμπάντας Def Leppard, που κι αυτός, όταν διαλύθηκαν οι Girl , εντάχθηκε στους Leps, αντικαθιστώντας τον Pete Willis στο άλμπουμ Pyromania.
  • Για την ιστορία, οι Girl κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ, το Sheer Greed (1980) στο οποίο βρίσκεται το “My Number” και το Wasted youth (1982).
  •  Η κοπέλα που κοσμεί το εξώφυλλο του “Love+War” είναι η Sharon Case, μοντέλο τότε, που αργότερα το γύρισε στην ηθοποιία συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, στη σειρά “General Hospital” και στη σαπουνόπερα “The young and the Restless” (Ατίθασα Νιάτα στην ελληνική TV).




ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ 

2/2/22

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου