Βουτιά, για ακόμη μια φορά, στην αγαπημένη μου “Β’ Εθνική” των συγκροτημάτων του μελωδικού hard rock, για να θυμηθούμε τους Babylon A.D., ένα συγκρότημα που έπαιξε «καλή μπαλίτσα» στη συγκεκριμένη κατηγορία αλλά, όπως και πολλά άλλα, έπεσε θύμα της εποχής στην οποία βγήκε.
Η ιστορία τους ξεκινάει το 1986, όταν ιδρύθηκαν ως The Persuaders, στο Bay Area του San Francisco, από τους Derek Davis (φωνητικά), Dan de la Rosa (κιθάρα), Ron Freschi (κιθάρα), Robb Reid (μπάσο) και Jamey Pacheco (ντραμς). Τα πρώτα τους δυο χρόνια τα πέρασαν παίζοντας σε διάφορες τοπικές σκηνές της περιοχής και εκείνη την περίοδο άλλαξαν και το αρχικό τους όνομα σε Babylon, προσθέτοντας λίγο μετά και το A.D. καθώς το σκέτο “Babylon” το είχε ήδη κατοχυρώσει νομικά κάποιο άλλο σχήμα. Εκείνη την περίοδο, σε κάποιο από τα show τους, έτυχε να τους δει ο ιδρυτής και πρόεδρος της Arista records (και πρώην πρόεδρος της Columbia), Clive Davis, ο οποίος, εντυπωσιασμένος από την απόδοση και την σκηνική τους παρουσία, τους πρόσφερε συμβόλαιο στην εταιρεία του. Αυτό συνέβη κάπου μέσα στο 1988 και το επόμενο έτος, 1989, οι Babylon A.D. κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους…
BABYLON A.D. (1989)
Το άλμπουμ μπορεί να κατατάσσεται τυπικά στο χώρο του λεγόμενου Hair Metal, όμως, στην ουσία, το βάρος έχει δοθεί στην hard rock πλευρά με λίγα εμπορικά στοιχεία τοποθετημένα σε σωστά σημεία. Η εποχή, άλλωστε, είχε αλλάξει και όλες οι μπάντες της τρίτης και τελευταίας φάσης (από το 1989-1990 και μετά) του μελωδικού hard rock είχαν εγκαταλείψει τα πολλά γλυκανάλατα στοιχεία στη μουσική τους όπως και την φανταχτερή, glam αισθητική των μέσων των 80s, προβάλλοντας μια πιο «αρσενική», πιο metal εικόνα (βλ. Skid Row, Firehouse, Steelheart κ.α.).
Στην ουσία τώρα, το Babylon A.D. είναι μια πολύ καλή κυκλοφορία και σε αυτό συμβάλλει και η απόδοση των μελών της μπάντας, κυρίως αυτή του Derek Davis, με τα εξαιρετικά φωνητικά του, αλλά και των δυο κιθαριστών, Freschi και De la Rosa, που κάνουν πολύ καλή δουλειά τόσο στις μελωδικές γραμμές όσο και στα σόλο. Ιδιαίτερη σημασία έχει βέβαια και η συνθετική συνεισφορά σε τέσσερα κομμάτια του γνωστού παραγωγού/συνθέτη/manager κλπ, Jack Ponti (έχει γράψει κομμάτια για πολλά συγκροτήματα του χώρου όπως Bon Jovi, Alice Cooper, Nelson. Trixter, Bonfire) ο οποίος επιστρατεύτηκε από την Arista για να δώσει, προφανώς, μια επιπλέον ώθηση στο άλμπουμ.
Όσον αφορά τα τραγούδια, σε πρώτη φάση – λόγω και των συνοδευτικών τους βίντεο – ξεχωρίζουν το εναρκτήριο και κλασικό hit, “Bang go the Bells” μια heavy κομματάρα που δίνει το ύφος ολόκληρου του άλμπουμ, το θεϊκό, “Hammer Swings Down”, με το κολλητικό του ρεφρέν του και το μικρό αλλά μελωδικό του σόλο και το “The Kid Goes Wild” (τι μου θυμίζει ο τίτλος;;;), το οποίο έχει μια Twisted Sister αύρα και περιλαμβάνεται και στο soundtrack της ταινίας Robocop 2. O Robocop, μάλιστα εμφανίζεται και στο βίντεο του κομματιού.
Ιδιαίτερο κομμάτι είναι το “Desperate”, μια μπαλάντα με blues χροιά, ενώ ένα από τα αγαπημένα μου είναι το “Maryanne”, ένας hard rock δυναμίτης, αλλά και το «τσαχπίνικο» “Sweet Temptation”, με το φανταστικό του σόλο. Τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια (“Caught up in the crossfire”, “Shots o’ Love”, “Back in Babylon”, “Sally Danced”) είναι επίσης ενδιαφέροντα και κυρίως το “Sally Danced”, μια blues rock σύνθεση που κλείνει τον δίσκο, όπως και το “Back in Babylon” που βγάζει μια αλητεία τύπου Faster Pussycat ή L.A. Guns.
Γενικά, ολόκληρο το άλμπουμ είναι άψογο και συμπαγές και δεν μπορείς να πεις ότι κάποιο κομμάτι είναι filler. Η ποιότητά του αποδεικνύεται και από την πορεία του στις ΗΠΑ, όπου έκανε αρκετή αίσθηση, φτάνοντας στη θέση 88 του Billboard. Δυστυχώς, βγήκε την εποχή που η σκηνή είχε πλέον κορεστεί, ενώ, παράλληλα, η κυκλοφορία του συνέπεσε με την κυκλοφορία άλμπουμ από ήδη καταξιωμένα συγκροτήματα του χώρου, με αποτέλεσμα η δυναμική του να περιοριστεί. Αν είχε βγει δυο χρόνια νωρίτερα θα είχε πιθανόν ακόμα καλύτερη πορεία.
NOTHING SCARED(1992) Αν και υπάρχει η εντύπωση ότι οι Babylon A.D. αξίζουν μόνο για το ντεμπούτο τους, αυτό είναι μεγάλο λάθος και όσοι το υποστηρίζουν, μάλλον αγνοούν την ύπαρξη του Nothing Sacred. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό άλμπουμ, λιγότερο heavy και σκοτεινό από το πρώτο, αλλά, αντίθετα, πιο «ευκολοχώνευτο» και με πιο εμπορική χροιά.
Εδώ, η μπάντα εξερευνά ένα μεγαλύτερο φάσμα μουσικών τοπίων και έτσι, σε αντίθεση με το – κυρίως – hard rock στυλ του ντεμπούτου, εδώ έχουμε ακουστικές και ατμοσφαιρικές μπαλάντες, power μπαλάντες , hard rock συνθέσεις με blues πινελιές καθώς και ένα-δυο κομμάτια με southern blues στυλ.
Από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ είναι το “Take the dog off the chain”, που σε βάζει αμέσως στο κλίμα του δίσκου, με το δυναμικό hard rock/blues στυλ του που θυμίζει τους γνωστούς “The Black Crowes”. Στο ίδιο στυλ ακολουθεί το “Bad Blood”, ένα από τα singles του άλμπουμ, αλλά και βίντεο, για να κλείσει η δυναμική εισαγωγή με την τέλεια μπαλάντα “So savage the heart”, το δεύτερο single και μια από τις καλύτερες μπαλάντες του είδους η οποία, παραδόξως, είναι αγνοημένη αφού ακόμα και την εποχή που το είδος είχε ακόμα πέραση, ποτέ δεν είχε πέσει στην αντίληψή μου. Ο δίσκος έχει ακόμα δυο μπαλάντες, την πιο ατμοσφαιρική “Down the river of no return” και το μικρούλι και προτελευταίο του άλμπουμ, “Of the Rose”.
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, το όλο «πακέτο» έχει και δυο κομμάτια σε southern rock στυλ, το “Redemption” που φέρνει σε Blackfoot και το πολύ καλό “Dream Train” στο οποίο η χρήση του banjo είναι όλα τα λεφτά! Τέλος, η ομάδα των τραγουδιών που ξεχωρίζουν κλείνει με το “Psychedelic sex reaction” , μια πολύ πιασάρικη και με λάγνους στίχους σύνθεση.
Τα υπόλοιπα τέσσερα κομμάτια (“Sacrifice your love”, “Blind Ambition”, “Slave your body” και “Pray for the wicked”), αν και δεν είναι άσχημα, ούτε βαρετά, δεν δίνουν κάτι το επιπλέον στην κυκλοφορία και άνετα θα μπορούσαν δυο από αυτά να λείπουν , ώστε να φέρουν το άλμπουμ κοντά στα 42-43 λεπτά διάρκεια και να ακούγεται πιο δεμένο.
Παρόλα αυτά, το “Nothing Sacred” είναι μια πολύ καλή δουλειά που δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε αντέγραψε την επιτυχία του ντεμπούτου αλλά, αντίθετα, έδωσε το δικό της ιδιαίτερο χρώμα. Ένα άλμπουμ, που κάθε φορά που το ακούς σε κερδίζει ακόμα περισσότερο και όσοι δεν το γνωρίζουν θα εκπλαγούν ευχάριστα αν ασχοληθούν μαζί του. Δυστυχώς, την χρονιά που κυκλοφόρησε, το grunge είχε αρχίσει να κυριαρχεί (ιδίως οι Nirvana με το Nevermind και οι Pearl Jam με το Ten είχαν τρελή προώθηση) και μοιραία οι πωλήσεις του δεν ήταν αυτές που περίμενε η Arista με αποτέλεσμα να σπάσει το συμβόλαιό τους και λίγο αργότερα η μπάντα να διαλυθεί.
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΛΜΠΟΥΜ
Οι Babylon A.D. επανασυνδέθηκαν το 1998, υπέγραψαν με την Apocalypse Records και κυκλοφόρησαν την ζωντανή ηχογράφηση Live in your Face, ενώ το 2000 κυκλοφόρησαν το studio άλμπουμ με τον τίτλο American Blitzkrieg. H συγκεκριμένη δουλειά δεν έχει καμία σχέση με τις δυο πρώτες, αντιθέτως πρόκειται για μια υπερβαρετή κυκλοφορία, μια μίξη alternative και μοντέρνου metal, με χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες και σχετικά αργά τραγούδια. Δεν αναφέρω καν κομμάτια γιατί δεν άντεξα να το ακούσω δεύτερη φορά και το προτείνω μόνο σε όσους έχουν περιέργεια ή τους περισσεύουν 40 λεπτά για χάσιμο! Η πρώτη φάση της επανασύνδεσής τους έκλεισε το 2006 με την κυκλοφορία μιας επιλογής με ηχογραφήσεις κάποιων demo από την εποχή που ονομάζονταν The Persuaders (“In the Beginning...Persuaders recordings 8688”).
Επαναφορά το 2008 για κάποιες αναμνηστικές εμφανίσεις σε φεστιβάλ, διάλυση το 2010 και τρίτη - και τελευταία μέχρι στιγμής – επαναφορά το 2013. Το 2014 κυκλοφόρησαν το EP τεσσάρων τραγουδιών Lost Sessions/Fresno, CA 93 και το 2015 το live άλμπουμ Live @XXV για να γιορτάσουν τα 25 χρόνια ύπαρξής τους. Το ίδιο έτος έλαβαν μέρος και στο Monsters of Rock Cruise, μαζί με άλλους γνωστούς «συνταξιούχους» του χώρου (Y & T, Night Ranger κ.α), ενώ έδωσαν και μια σειρά συναυλιών επί αμερικανικού εδάφους.
Τελευταία κυκλοφορία τους είναι το studio άλμπουμ Revelation Highway που το έβγαλαν το 2017 από την γνωστή ιταλική εταιρεία-ΚΑΠΗ, Frontiers. Το άλμπουμ, αν και δεν πλησιάζει τα δυο πρώτα, είναι καλύτερο από το άθλιο American Blitzkrieg, και περιέχει κάποια αξιοπρεπή τραγούδια μοντέρνου hard rock, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να σε κάνουν να θες να ξανακούσεις άμεσα τη συγκεκριμένη δουλειά . Εγώ, πάντως, κατάφερα να ακούσω το συγκεκριμένο άλμπουμ 4-5 φορές και κάποια κομμάτια που προτείνω για τσεκάρισμα είναι τα “Crash and Burn:, “One Million Miles”, “Saturday Night”, “I’m no good for you” και “Tears” (το συγκεκριμένο έχει και θεϊκή σολάρα διαρκείας), Για τα τέσσερα πρώτα υπάρχουν και βίντεο, οπότε μέσω youtube μπορείτε να δείτε πώς είναι και πώς παίζει η μπάντα σήμερα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι Babylon A.D. είναι άλλη μια περίπτωση συγκροτήματος που, ενώ είχε τις δυνατότητες, δεν κατάφερε να γνωρίσει την επιτυχία που της άξιζε. Γιατί συνέβη αυτό; Τρείς είναι οι κυριότεροι λόγοι: Ο πρώτος και βασικότερος – όπως προαναφέρθηκε - είναι η λάθος στιγμή που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους. To 1989 η σκηνή είχε γεμίσει με πληθώρα συγκροτημάτων – πολλά δεύτερης και τρίτης κατηγορίας – που προσπαθούσαν να κερδίσουν κάποιο από το κοινό που ακολουθούσε τους πολυπλατινένιους πρωταγωνιστές της εποχής, όπως τους Bon Jovi, Cinderella, Ratt ή Poison. Δύσκολο το εγχείρημα και τα κομμάτια της πίτας που περίσσευαν ήταν πολύ λίγα για τόσους πολλούς διεκδικητές.
Στην περίπτωση των Babylon A.D. – και εδώ έρχεται ο δεύτερος λόγος – ούτε η ίδια τους η εταιρεία δεν τους βοήθησε ιδιαίτερα καθώς δεν είχε εμπειρία στον χώρο του hard rock, αφού προωθούσε κυρίως συγκροτήματα της Pop σκηνής, όπως την Whitney Houston. Όταν αποφάσισε να ανοιχτεί και σε πιο «σκληρά» πεδία, ήταν ήδη αργά.
Τρίτος και τελευταίος λόγος, ήταν η καθυστέρηση στην κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ. Το Nothing Sacred κυκλοφόρησε το 1992, τρία χρόνια μετά το ντεμπούτο, πολύ μεγάλο διάστημα για τα δεδομένα εκείνης της εποχής αλλά και για καινούργιο συγκρότημα. Όταν βγήκε, ήταν πλέον αργά, αφού η σκηνή του μελωδικού hard rock είχε καταρρεύσει και κουμάντο έκανε πλέον το grunge/alternative.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι Babylon A.D., αν και ιδιαίτερα αξιόλογη μπάντα, είχαν την κατάληξη που είχε η συντριπτική πλειοψηφία των συγχρόνων τους. Τουλάχιστον, πρόλαβαν να βγάλουν δυο εξαιρετικά άλμπουμ, που ακούγονται ευχάριστα και φρέσκα ακόμη και σήμερα και εξασφάλισαν και αυτοί δικαίως ένα μικρό κεφάλαιο στο βιβλίο του Hard Rock.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
1/12/21
Δημοσίευση σχολίου