AEROSMITH – PUMP(1989) ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥΣ

Η δεύτερη περίοδος των Aerosmith, που ξεκίνησε με την επιστροφή των κιθαριστών Joe Perry και Brad Whitford στη μπάντα το 1984, μπορεί να  άρχισε απογοητευτικά με το Done with Mirrors (1986), απογειώθηκε όμως στη συνέχεια με το Permanent Vacation(1987) και έπιασε κορυφή με το Pump(1989).
    Στη μεγάλη επιτυχία του Pump συνετέλεσε αποφασιστικά η συνεργασία της μπάντας με τον διάσημο παραγωγό Bruce Fairbairn (Bon Jovi, AC/DC, Poison, Van Halen κ.α.) - ο οποίος είχε ήδη αποδείξει την αξία του στο πέντε φορές πλατινένιο Permanent Vacation - αλλά και με γνωστούς τραγουδοποιούς, όπως ο Desmond Child και ο Jim Vallance.
    Σκοπός όλης της ομάδας ήταν να δώσουν στο νέο άλμπουμ, μια ακόμη πιο εμπορική χροιά από τον προκάτοχό του, συνδυάζοντάς τη με τον παραδοσιακό hard και blues rock ήχο της μπάντας. Πράγματι, το Pump παρουσιάζει αρκετή ποικιλία και περιλαμβάνει δυναμικά hard κομμάτια, τραγούδια προορισμένα για singles αλλά και ορισμένες πιο «σοβαρές» συνθέσεις. Ενδιαφέρουσα δε είναι η χρήση, τόσο μέσα στα κομμάτια όσο και σε δυο ιντερλούδια, επιπλέον οργάνων, όπως πλήκτρα, φυσαρμόνικα, σαξόφωνο και τρομπέτες αλλά και πιο περίεργα, όπως το Appalachian dulcimer (ένα έγχορδο που το σχήμα του φέρνει σε βιολί) ή τα Khene και Naw, παραδοσιακά όργανα της Ταϊλάνδης.
    Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1989, αλλά προηγήθηκαν ένα μήνα πριν και με διαφορά λίγων ημερών τα δυο singles πάνω στα οποία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό η προώθησή του. Το πρώτο από αυτά είναι το «Water song/Janie’s got a Gun”, ένα ξεχωριστό τραγούδι με ιδιαίτερη ενορχήστρωση όπου η κιθάρα και τα riffs βρίσκονται στο παρασκήνιο και κυριαρχούν το μπάσο, τα πλήκτρα, ο αριστοτεχνικός ρυθμός των τυμπάνων και τα διάφορα εφέ, ενώ έχει και ένα πολύ δυνατό ρεφρέν. To τραγούδι μπήκε στην τετράδα των charts του Billboard και χάρισε στους Aerosmith και το πρώτο τους Grammy Award για το 1989.


    Στο ίδιο επίπεδο με το “Janie’s…” στέκεται το δεύτερο single και τεράστια επιτυχία του άλμπουμ, το πασίγνωστο “Going down/Love in an Elevator”, ένα κομμάτι βγαλμένο από το καλούπι των arena songs, με «παιχνιδιάρικο» ρυθμό, πιασάρικο ρεφρέν, ασταμάτητη κιθάρα από τους Perry/Whitford και φυσικά λάγνους στίχους.
    Στα τραγούδια-singles, πρέπει να προστεθεί και το “What it takes”, μια power μπαλάντα με τη συνθετική συμμετοχή του Desmond Child, από τις χαρακτηριστικές εκείνης της εποχής αλλά και από τις καλύτερες που έχει κυκλοφορήσει η μπάντα. Όπως ήταν αναμενόμενο, είχε αρκετό airplay και προβολές στο MTV και δικαίως έφτασε στο Νο9 του Billboard. Να σημειωθεί εδώ ότι μετά το τέλος του “What it takes” που κλείνει το άλμπουμ, υπάρχει ένα «κρυφό», σχεδόν δίλεπτο instrumental, στο οποίο ακούγονται τα παραδοσιακά όργανα της Ταϊλάνδης που ανέφερα παραπάνω.


    Το Pump, βέβαια, δεν εξαντλείται στα πιο προβεβλημένα κομμάτια του αφού και οι υπόλοιπες συνθέσεις είναι εξαιρετικές. Αυτό γίνεται αντιληπτό από την έναρξη του άλμπουμ με δυο δυνατά κομμάτια ,τα “Young Lust” και “F.I.N.E.”, με χιουμοριστικούς και γεμάτους σεξουαλικά υπονοούμενα στίχους, στα οποία ο Tyler είναι απολαυστικός, τόσο στα φωνητικά όσο και στα γεμίσματα με τη φυσαρμόνικα, ενώ ο Perry «ζωγραφίζει» με τα solo του. Στο ίδιο πωρωτικό και “in your face” στυλ είναι το “Monkey on my Back” με την ωραία slide κιθάρα στο background, όπως και το “My Girl”, ένα bluesy/rock n’ roll κομμάτι που παραπέμπει στην 70s περίοδο της μπάντας.
    Στο άλμπουμ ανήκουν τρία ακόμα τραγούδια, αρκετά ενδιαφέροντα, που ξεφεύγουν λίγο από τον mainstream στυλ των υπόλοιπων: Το πρώτο, το “Dulcimer Stomp/The other Side”, που αποτέλεσε και το τέταρτο single του δίσκου, ξεχωρίζει κυρίως για την εισαγωγή του, όπου ακούμε το Appalachian dulcimer, ενώ το κυρίως τραγούδι εξελίσσεται σε μια τυπική Aerosmith σύνθεση, στην οποία όμως χαρίζει ωραίο χρώμα η χρήση πνευστών. Πιο ιδιαίτερο κομμάτι και μάλιστα από τα αγαπημένα μου, είναι το νωχελικό, southern blues “Don’t get mad, Get Even”, με τη χαρακτηριστική του φυσαρμόνικα και το δυνατό ξέσπασμα στο ρεφρέν, για να ολοκληρώσει το άλμπουμ το “Hoodoo/Voodoo Medicine Man”, ένα απλά καλό τραγούδι με περιβαλλοντικές αναφορές το οποίο αν απουσίαζε από το Pump δεν θα ήταν και κάποια μεγάλη απώλεια.
    Ο δίσκος, όπως ήταν αναμενόμενο, έκανε μεγάλη επιτυχία, πουλώντας 7.000.000 κομμάτια στις ΗΠΑ (7 φορές πλατινένιος) και φτάνοντας μέχρι τη θέση 5 του Billboard. Φυσικά ακολούθησε τεράστια περιοδεία 175 εμφανίσεων το διάστημα 1989-1990 στην διάρκεια της οποίας το συγκρότημα έπαιξε σε ΗΠΑ, Ευρώπη, Αυστραλία και Ιαπωνία έχοντας ως support σχήματα, όπως οι Little Angels, The Cult, Skid Row και Joan Jett and the Blackhearts.

   Με το Pump, οι Aerosmith ακολούθησαν τον «ασφαλή» δρόμο που ξεκίνησαν με την προηγούμενη δουλειά τους (Permanent Vacation) και κατάφεραν να είναι ένα από τα πρωτοκλασάτα και πιο εμπορικά σχήματα της συγκεκριμένης σκηνής, μολονότι δεν ήταν στη νιότη τους (ήταν γύρω στα 40 τότε) και ως εκ τούτου είχαν να ανταγωνιστούν πρωτοεμφανιζόμενα σχήματα με μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό , όπως οι Guns n’ Roses ή οι Skid Row. Παρόλα αυτά, ως «παλιές καραβάνες», έπιασαν το πνεύμα της εποχής (βλ. αντίστοιχη περίπτωση του Alice Cooper) και με τις απαραίτητες συνεργασίες κατάφεραν να μείνουν ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί και επίκαιροι, προσφέροντας στην ιστορία του μελωδικού hard rock ένα πολύ καλό και κλασικό πλέον άλμπουμ.



ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

21/7/21
 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου